Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χαμαιτυπείο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χαμαιτυπείο, το, ουσ. [<μτγν. χαμαιτυπεῖον]. 1. το πορνείο, το μπουρδέλο: «είναι τσατσά σ’ ένα χαμαιτυπείο». 2. κακόφημο ή ύποπτο μαγαζί, όπου μαζεύονται πούστηδες, πόρνες και διάφορα άτομα κατωτάτης υποστάθμης: «αν σε ξαναδώ να μπαίνεις σ’ αυτό το χαμαιτυπείο, θα το πω στον πατέρα σου».