Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χαλαρός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χαλαρός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. χαλαρός], χαλαρός. 1. που δεν είναι ζωηρός, που είναι άτονος, υποτονικός: «για να μην υποστηρίξει κανέναν απ’ τους δυο φίλους του, κράτησε μια χαλαρή στάση || το διάβημα της κυβέρνησης προς τη γείτονα χώρα θεωρήθηκε από την αντιπολίτευση χαλαρή ενέργεια». 2. που δεν είναι συγκροτημένος, γιατί βρίσκεται σε κατάσταση ψυχικής ηρεμίας: «πήγαινε να του ζητήσεις αύξηση τώρα, που ’ναι χαλαρός». Επίρρ. χαλαρά, (στη νεοαργκό) ήρεμα, χωρίς ψυχολογικά ή άλλα προβλήματα, χωρίς ένταση, χωρίς καμιά βιασύνη. (Τραγούδι: χαλαρά, η ζωή είναι ωραία, χαλαρά, και ας μην έχεις παρέα, χαλαρά).Συνήθως δίνεται και ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς περνάς ή πώς τα περνάς·
- χαλαρά ήθη, βλ. λ., ήθος·
- χαλαρή ψήφος, βλ. λ. ψήφος.

ψήφος

ψήφος, η, ουσ. [<μσν. ψῆφος ο <αρχ. ψῆφος ἡ (= πετραδάκι)], η ψήφος. Ακούγεται και ο ψήφος: «εγώ τον ψήφο μου θα τον ρίξω στο τάδε κόμμα». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- γκρίζα ψήφος, η αστάθμητη ψήφος, που λίγες μέρες, ακόμη και ώρες, πριν την εκλογική αναμέτρηση των κομμάτων, δεν αποφάσισε ακόμη ο ψηφοφόρος ποιο κόμμα θα ψηφίσει: «στις εκλογές σπουδαιότατο ρόλο για την ανάδειξη του νικητή παίζει η γκρίζα ψήφος»·
- δίνω ψήφο ή δίνω την ψήφο μου, εγκρίνω, ψηφίζω κάποιον πολιτικό υποψήφιο ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «στις τελευταίες εκλογές έδωσα την ψήφο μου στον τάδε πολιτικό»·
- ζητώ την ψήφο (κάποιου ή κάποιων), ζητώ να με ψηφίσει, να με ψηφίσουν: «υπόσχομαι πως θα δουλέψω σκληρά για το καλό του τόπου μας, γι’ αυτό και ζητώ την ψήφο σας»·
- λευκή ψήφος, που δηλώνει ουδέτερη στάση σε κάποια ψηφοφορία: «η λευκή ψήφος μπορεί να θεωρηθεί και ως μια διαμαρτυρία για την ανικανότητα των πολιτικών μας»·
- μαύρη ψήφος, που είναι αρνητική, που καταψηφίζει κάποιον πολιτικό ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «η μαύρη ψήφος του λαού έριξε την κυβέρνηση»·
- παίρνω ψήφο, ψηφίζομαι: «ο τάδε υποψήφιος πήρε ψήφο από τους περισσότερους ψηφοφόρους του νομού μας»·
- παίρνω ψήφο εμπιστοσύνης, (για κυβερνήσεις) η εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση που εκφράζει η πλειοψηφία των βουλευτών με ψηφοφορία στη Βουλή έπειτα από την ανάγνωση των προγραμματικών της δηλώσεων: «μετά την ανάγνωση των προγραμματικών της δηλώσεων, η κυβέρνηση πήρε ψήφο εμπιστοσύνης»· βλ. και φρ. ψήφος εμπιστοσύνης·  
- ρίχνω την ψήφο μου, ψηφίζω κάποιον πολιτικό ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «σε ποιο κόμμα έριξες την ψήφο σου;»·
- σφιχτή ψήφος, που προέρχεται από ψηφοφόρο που ψηφίζει αποκλειστικά με πολιτικά κριτήρια: «στις ευρωεκλογές το Κ.Κ.Ε. προπαγάνδιζε υπέρ της σφιχτής ψήφου»· 
- χαλαρή ψήφος, η ψήφος που προέρχεται από ψηφοφόρο που δεν είναι φανατικός οπαδός ενός κόμματος ή που αποφασίζει την τελευταία στιγμή τι θα ψηφίσει, γιατί στο τέλος ψηφίζει συναισθηματικά ως προς κάποιον υποψήφιο: «η χαλαρή ψήφος παίζει κι αυτή σπουδαίο ρόλο σε μια εκλογική αναμέτρηση»·
- ψήφος εμπιστοσύνης, α. η στήριξη που παίρνει ή που έχει μια κυβέρνηση από το κοινοβούλιο: «η αντιπολίτευση κατέθεσε πρόταση μομφής, αλλά η ψήφος εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση θεωρείται δεδομένη». β. η εμπιστοσύνη προς κάποιον που εκφράζεται με έμπρακτο τρόπο: «η θερμή χειραψία του πρωθυπουργού, θεωρήθηκε από τους δημοσιογράφους ως ψήφος εμπιστοσύνης προς τον υπουργό Οικονομικών || οι έντονες επευφημίες των φιλάθλων, θεωρήθηκε ως ψήφος εμπιστοσύνης προς τον τερματοφύλακα της ομάδας»· βλ. και φρ. παίρνω ψήφο εμπιστοσύνης.