Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χαιρετίζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χαιρετίζω, ρ. [<μτγν. χαιρετίζω]. 1. απευθύνω σε κάποιον “γεια σου” ή, αν είναι μακριά μου, του κουνώ το χέρι μου σε ένδειξη χαιρετισμού: «μόλις συναντηθήκαμε, με χαιρέτισε χαρούμενος || τον χαιρέτησα από μακριά κουνώντας το χέρι μου, κι αυτός μου ανταπόδωσε το χαιρετισμό σηκώνοντας ψηλά τη γροθιά του». 2. αποδέχομαι κάτι με ενθουσιασμό, εκφράζω τη χαρά μου για κάτι, το επιδοκιμάζω με ευχαρίστηση: «ο λαός χαιρέτισε με ανακούφιση τη μείωση των φόρων που ανήγγειλε ο πρωθυπουργός || η εκλογή του στο κοινοβούλιο χαιρετίστηκε με μεγάλο ενθουσιασμό απ’ όλους τους φίλους του».