Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χαγιάτι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χαγιάτι, το, ουσ. [<τουρκ. hayat], στεγασμένος ισόγειος χώρος χωριάτικου σπιτιού, που συγκοινωνεί με την αυλή: «κάποτε όλα τα σπίτια στο χωριό είχαν το χαγιάτι τους». (Λαϊκό τραγούδι: δεν κατοικούνε σε παλάτι, το βράδυ πάλι σε χαγιάτι του αργαλειού να τραγουδήσουν το σκοπό).