Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χάση
χάση, η, ουσ.
[<μσν. χάσις, από το θέμα μέλλ. και αορ. του ρ. χάνω + κατάλ. -ις], η χάση·
-
στη χάση και στη φέξη (ενν. του φεγγαριού), αραιά και που, σπάνια: «απ’
αυτό το μπαράκι περνάει στη χάση και στη φέξη».
χάση, η, ουσ.
[<μσν. χάσις, από το θέμα μέλλ. και αορ. του ρ. χάνω + κατάλ. -ις], η χάση·
-
στη χάση και στη φέξη (ενν. του φεγγαριού), αραιά και που, σπάνια: «απ’
αυτό το μπαράκι περνάει στη χάση και στη φέξη».