χάρτης
χάρτης, ο, ουσ.
[<αρχ. χάρτης], ο χάρτης· ο γεωγραφικός ή πολιτικός χάρτης: «στον τοίχο είχε
κρεμασμένο έναν χάρτη της Ελλάδας»·
-
θα σε σβήσω απ’ το χάρτη, α. θα σε εξαφανίσω, θα σε εξολοθρεύσω,
θα σε σκοτώσω: «αν δεν πάψεις να ενοχλείς την κόρη μου, θα σε σβήσω απ’ το
χάρτη». β. θα σε καταστρέψω οικονομικά, επαγγελματικά: «αν φύγεις απ’
την επιχείρησή μου και θελήσεις ν’ ανοίξεις δικό σου μαγαζί, να ’σαι σίγουρος
πως αργά ή γρήγορα θα σε σβήσω απ’ το χάρτη». Αρκετές φορές, η φρ. κλείνει με
το της γης·
- σβήνω απ’ το χάρτη (κάποιον ή κάτι), εξαφανίζω κάποιον ή κάτι από το
προσκήνιο, εξολοθρεύω, σκοτώνω ή ελαχιστοποιώ τη δύναμη ή την επίδραση που
ασκεί στον περίγυρό του: «του τράβηξε δυο μαχαιριές στην καρδιά και τον έσβησε
απ’ το χάρτη || κατά τον τελευταίο πόλεμο, έσβησαν απ’ το χάρτη ολόκληρες
πόλεις || έσβησε απ’ το χάρτη όλους τους εμπορικούς ανταγωνιστές του»·
-
σβήσε με απ’ το χάρτη ή σβήσ’ τε με απ’ το χάρτη, μην υπολογίζεις
σε μένα, ξέγραψέ με, ξεγράψτε με, γιατί απέτυχα εντελώς: «εμένα σβήστ’ με απ’
το χάρτη, γιατί δεν έχω σκοπό να ’ρθω μαζί σας». (Λαϊκό τραγούδι: σβήσ’
τε με απ’ το χάρτη, μια γυναίκα αγάπησα και μου βγήκε σκάρτη).