Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χάρμα
χάρμα, το, ουσ.
[<αρχ. χάρμα <χαίρω]. 1. οτιδήποτε μας προκαλεί ευχαρίστηση να το
κοιτάζουμε, να το απολαμβάνουμε: «γνώρισα μια γυναίκα χάρμα || η θάλασσα σήμερα
ήταν χάρμα». 2. ως επίρρ., πάρα πολύ όμορφα, πάρα πολύ ωραία: «στην
εκδρομή περάσαμε χάρμα || αγόρασα ένα κουστούμι που μου ’ρχεται χάρμα». (Λαϊκό
τραγούδι: τον Χιώτη, που τη φόρμα του διατηρούσε χάρμα, σαν
κάου-μπόις έτρεχε σε μια μεγάλη φάρμα)·
-
χάρμα δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
χάρμα ιδέσθαι, βλ. φρ. χάρμα οφθαλμών·
-
χάρμα οφθαλμών, είναι απόλαυση των ματιών, χαίρεσαι να βλέπεις: «αυτή η
γυναίκα είναι χάρμα οφθαλμών || το τοπίο απ’ την κορφή του λόφου είναι χάρμα
οφθαλμών».