Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χα, [ηχομιμητική λ.]. 1α. αποδίδει τον ήχο του γέλιου, συνήθως επαναλαμβανόμενο δυο ή τρεις φορές: «χα! χα! χα! σπουδαίο ανέκδοτο μας είπες!». β. εκφράζει και ειρωνεία στα λεγόμενα κάποιου: «χα χα! καλέ τι ’ν’ αυτά που λες!». Πολλές φορές, κλείνει με το ας γελάσω(!). 2. ως άκλ. ουσ. τα χα χα, που συνήθως συνοδεύεται από το τα χου χου, δηλώνει γέλιο, γέλια: «μόλις έφυγε ο καθηγητής για λίγο απ’ την αίθουσα, άρχισαν όλοι τα χα χα και τα χου χου».