Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φύση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φύση, η, ουσ. [<αρχ. φύσις], η φύση. 1. τα έμφυτα στοιχεία, ο χαρακτήρας, η ιδιοσυγκρασία, η προσωπικότητα, το φυσικό του ανθρώπου: «απ’ ότι ξέρω, δεν ταιριάζει στη φύση του να κατηγορεί τους άλλους». 2. καταπράσινη έκταση με δέντρα, λουλούδια και τρεχούμενα νερά: «βγήκαμε στη φύση να πάρουμε καθαρό αέρα». 3. (στη νεοαργκό) χαρακτηρισμός ναρκωτικού που καλλιεργείται, π.χ. χασίσι, μαριχουάνα κ.λπ. σε αντιδιαστολή με τα χημικά: «τι λέει ο δικός σου από ναρκωτικά; -Φύση ή χημεία;»· βλ. και λ. χημεία. (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- δεν είναι στη φύση μου, είναι αντίθετο με το χαρακτήρα μου, την ιδιοσυγκρασία μου: «δεν είναι στη φύση μου να εκθέτω το φίλο μου || θα μπορούσα να σε καρφώσω στην αστυνομία, αλλά δεν είναι στη φύση μου»·
- έγινε δεύτερη φύση του, κυριαρχεί στην ιδιοσυγκρασία του, στην προσωπικότητά του κάτι, που δεν μπορεί να το ξεπεράσει: «απ’ τη μέρα που έμαθε να χαρτοπαίζει, η χαρτοπαιξία έγινε δεύτερη φύση του»·
- είναι αδικημένος απ’ τη φύση, γεννήθηκε με κάποια αναπηρία: «ωραίος νέος, αλλά είναι αδικημένος απ’ τη φύση, γιατί γεννήθηκε μ’ ένα σοβαρό ελάττωμα στο δεξί του πόδι || καλό παιδί, αλλά είναι αδικημένο απ’ τη φύση, γιατί είναι πολύ άσχημο»·
- είναι απ’ την ίδια του τη φύση, βλ. φρ. είναι από φύση του·
- είναι από φύση του ή είναι απ’ τη φύση του, αποτελεί έμφυτο στοιχείο του χαρακτήρα του, της ιδιοσυγκρασίας του, της προσωπικότητάς του, του ψυχοπνευματικού του κόσμου: «είναι από φύση του αισιόδοξος || είναι απ’ τη φύση του απαισιόδοξος». Συνών. είναι από φυσικού του·
- είναι δεύτερη φύση του, είναι κάτι αναπόσπαστο μέρος της ζωής, της ιδιοσυγκρασίας του ή της προσωπικότητάς του: «το να κατηγορεί τους άλλους είναι δεύτερη φύση του || το να βοηθάει τους συνανθρώπους του είναι δεύτερη φύση του»· βλ. και φρ. έγινε δεύτερη φύση του·
- είναι εκ φύσεως, βλ. φρ. είναι από φύση του·
- είναι μέσα στη φύση του, βλ. φρ. είναι από φύση του·
- είναι παρά φύση ή είναι παρά φύσιν, με τρόπο που είναι αντίθετος με τους νόμους της φύσης και, κατ’ επέκταση, που αντίκειται στους κανόνες της ηθικής: «παρά φύσιν ασέλγεια || παρά φύσιν συνουσία», δηλ. η επιβολή της σεξουαλικής πράξης από πίσω, από τον κώλο·
- έκτρωμα της φύσεως, βλ. λ. έκτρωμα·
- ο χορός και το γαμήσι είν’ της γυναικός η φύση, βλ. λ. γαμήσι·
- τέρας της φύσεως, βλ. λ. τέρας·
- το ’χει στη φύση του, βλ. φρ. είναι από φύση του·
- τον αδίκησε η φύση, βλ. φρ. είναι αδικημένος απ’ τη φύση.

έκτρωμα

έκτρωμα, το, ουσ. [<αρχ. ἔκτρωμα], το έκτρωμα. 1. ο φοβερά άσχημος άνθρωπος: «είναι τέτοιο έκτρωμα που, μόλις τον δεις, πηγαίνει η καρδιά σου στην Κούλουρη». 2. έργο ή κατασκευή πολύ κακοφτιαγμένη: «στο κέντρο της πόλης ύψωσαν μια οικοδομή από γυαλί και μέταλλο που είναι σαν έκτρωμα». Από το ότι το έμβρυο που προέρχεται από έκτρωση είναι παραμορφωμένο·
- έκτρωμα της φύσεως, λέγεται για κάποιον ή για κάτι που είναι πάρα πολύ άσχημος, πάρα πολύ κακοφτιαγμένος: «παντρεύτηκε μια γυναίκα για τα λεφτά της, που είναι έκτρωμα της φύσεως || σήκωσαν μια οικοδομή στο κέντρο της πόλης, που είναι έκτρωμα της φύσεως».

χημεία

χημεία, η, ουσ. [<μτγν. χημεία], η χημεία· (στη νεοαργκό) χαρακτηρισμός χημικού ναρκωτικού, π.χ. ηρωίνης, κοκαΐνης κ.λπ. σε αντιδιαστολή με αυτό που καλλιεργείται: «απ’ ό,τι έμαθα, ο τάδε το ’ριξε στα ναρκωτικά. -Φύση ή χημεία;»· βλ. και λ. φύση