Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φύλλο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φύλλο, το, ουσ. [<αρχ. φύλλον], το φύλλο. 1. το τραπουλόχαρτο: «η τράπουλα με την οποία παίζεται η ξερή έχει πενήντα δυο φύλλα». 2. το ένα από τα δυο παραθυρόφυλλα, το παντζούρι, το κανάτι ή η μια από τις δυο πόρτες της ντουλάπας. (Λαϊκό τραγούδι: το παράθυρο κλεισμένο το παράθυρο κλειστό, άνοιξε το ένα φύλλο την εικόνα σου να δω). 3. η εφημερίδα που κυκλοφόρησε σε συγκεκριμένη μέρα: «όλα τα φύλλα της Κυριακής είχαν πρωτοσέλιδη είδηση την παραίτηση του τάδε υπουργού». 4. συνήθως στον πλ. τα φύλλα, είδος ζυμαρικού, παρόμοιο με τις χυλοπίτες, που παρασκευάζεται στο σπίτι: «οι παλιές νοικοκυρές ήξεραν μα φτιάχνουν φύλλα, που ήταν ένα νοστιμότατο φαγητό». Συνών. γιοφκάς / πέτουρο. (Ακολουθούν 36 φρ.)·
- αλλάζω φύλλο ή αλλάζω το φύλλο (ενν. της τράπουλας), α. αλλάζω τακτική, άποψη, συμπεριφορά, υπαναχωρώ: «αφού μου φέρεσαι μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο, θ’ αλλάξω κι εγώ φύλλο και θα σου φερθώ ανάλογα». β. αλλάζω θέμα συζήτησης: «ας αλλάξουμε το φύλλο κι ας πούμε κάτι πιο ευχάριστο». Από την εικόνα του χαρτοπαίχτη που αλλάζει το φύλλο που δεν του είναι χρήσιμο. γ. αλλάζω τρόπο ζωής προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «ήταν μια χαρά παιδί, αλλά απ’ τη μέρα που έμπλεξε μ’ αυτές τις παλιοπαρέες άλλαξε φύλλο κι αλήτεψε»·
- ανοίγω τα φύλλα μου, βλ. συνηθέστ. ανοίγω τα χαρτιά μου, λ. χαρτί·
- ανοίγω φύλλο, α. μετατρέπω τη ζύμη σε λεπτά φύλλα πλάθοντάς την με τον πλάστη, ιδίως για να κάνω πίτα ή γλύκισμα: «η μητέρα ανοίγει φύλλο στην κουζίνα για να μας κάνει μια σπανακόπιτα ή ένα μπακλαβά». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) παίρνω φύλλο από τον παίχτη που διευθύνει το παιχνίδι ή αποκαλύπτω το φύλλο μου: «θ’ ανοίξεις άλλο φύλλο ή θα μείνεις μ’ αυτά που έχεις; || κρατώ κλειστά αυτά τα τρία κι ανοίγω φύλλο το βαλέ»·
- γυρίζω (το) φύλλο (ενν. του βιβλίου), βλ. φρ. αλλάζω (το) φύλλο·
- γύρισε το φύλλο, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) ενώ μέχρι τώρα μου ερχόταν ευνοϊκό, άρχισε να μην έρχεται ευνοϊκό, και το αντίθετο: «για ένα διάστημα κέρδιζα, αλλά μόλις μου γύρισε το φύλλο, τα ’χασα όλα μέσα σε λίγη ώρα || αν δε γύριζε το φύλλο, θα ’χανα ολόκληρη περιουσία»·
- δε σαλεύει φύλλο, βλ. φρ. δεν κουνιέται φύλλο· 
- δεν κινείται φύλλο, βλ. ορθό δεν κουνιέται φύλλο·
- δεν κουνιέται φύλλο, α. υπάρχει απόλυτη νηνεμία: «έξω η ζέστη είναι αφόρητη και δεν κουνιέται φύλλο». β. υπάρχει πλήρης απουσία δράσης ή δραστηριότητας: «τον τελευταίο καιρό δεν κουνιέται φύλλο στη μαθητική κοινότητα || οι ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ των δυο χωρών σταμάτησαν και δεν κουνιέται φύλλο». γ. υπάρχει πλήρης στασιμότητα των εμπορικών συναλλαγών στην αγορά: «με τις συνεχιζόμενες καταλήψεις των δρόμων δεν κουνιέται φύλλο στην αγορά». Συνών. δεν κουνιέται πούστης·
- δεν τον θέλει το φύλλο, δεν τον ευνοεί: «όσο και να ξέρει κανείς χαρτιά, όταν δεν τον θέλει το φύλλο, είναι καλύτερα να σηκώνεται απ’ το καρέ»·
- έγινε φύλλο και φτερό, α. διαλύθηκε ψυχικά: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, έγινε φύλλο και φτερό ο φουκαράς». β. (για πράγματα) διέλυσε, διαλύθηκε, καταστράφηκε: «τριάντα χρόνων αυτοκίνητο κι απορείς γιατί έγινε φύλλο και φτερό!». γ. (ειδικά για βιβλίο) σκόρπισαν οι σελίδες του από την κακή ή από την πολλή χρήση του, διαλύθηκε: «έδινε εξετάσεις στη γεωγραφία και το βιβλίο της Γεωγραφίας έγινε φύλλο και φτερό απ’ το πολύ διάβασμα»·
- είναι και να σε θέλει το φύλλο, δεν εξαρτάται μόνο από την ικανότητα του παίχτη να παίζει καλά αλλά χρειάζεται και τύχη: «δεν είναι να ξέρεις να παίζεις καλά αλλά είναι και να σε θέλει το φύλλο»· 
- έχω φύλλο, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) μου έρχονται συνεχώς ευνοϊκά χαρτιά: «τους μάζεψα όλα τα λεφτά, γιατί απ’ την αρχή του παιχνιδιού είχα φύλλο»·
- κάνω φύλλα, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), διευθύνω το παιχνίδι και μοιράζω φύλλα στους παίχτες: «ποιος κάνει φύλλα μετά από μένα;»·
- κρατώ κλειστά τα φύλλα μου ή κρατώ τα φύλλα μου κλειστά, βλ. συνηθέστ. κρατώ κλειστά τα χαρτιά μου, λ. χαρτί·
- μαρτυράω τα φύλλα ή μαρτυράω φύλλα, αποκαλύπτω το μυστικό ή τις κρυφές ενέργειες κάποιου, πράγμα που τον φέρνει σε δύσκολη θέση ή τον ενοχοποιεί: «κάποιος μαρτύρησε φύλλα στη γυναίκα μου πως έχω γκόμενα, και μου ’χει κάνει το βίο αβίωτο». Από την εικόνα του χαρτοπαίχτη που έρχεται σε πολύ δύσκολη θέση, γιατί κάποιος άλλος μαρτυράει τα φύλλα του στον αντίπαλό του·
- με τον καιρό και την υπομονή, γίνεται το φύλλο της μουριάς μετάξι, βλ. λ. μετάξι·
- μια μήλα, μια φύλλα, βλ. λ. μήλο·
- μοιράζω φύλλα, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) βλ. φρ. κάνω φύλλα·
- ούτ’ ένα πράσινο φύλλο, βλ. λ. πράσινος·
- παίζω με κλειστά φύλλα, βλ. συνηθέστ. παίζω με κλειστά χαρτιά, λ. χαρτί·
- παίρνω φύλλο, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) βλ. φρ. τραβώ φύλλο·
- πετώ φύλλο, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) πετώ στο τραπέζι εκείνο το φύλλο, από αυτά που κρατώ στα χέρια μου, που δε με βοηθάει να κάνω κάποιον συνδυασμό, που μου είναι άχρηστο: «επιτέλους, πέτα φύλλο, ρε παιδάκι μου, όλα σου κάνουν;»·
- πότε μήλα, πότε φύλλα, βλ. λ. μήλο·
- ρίχνω φύλλο, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) βλ. φρ. πετώ φύλλο·
- τα κάνω φύλλο και φτερό, α. ψάχνω εντατικά, αναστατώνω εντελώς ένα χώρο για να βρω κάτι: «τα ’κανα φύλλο και φτερό κάτω στο υπόγειο, για να βρω την εργαλειοθήκη μου». β. ελέγχω με μεγάλη σχολαστικότητα μια υπόθεση, ιδίως οικονομική: «όταν του αναθέτουν μια οικονομική υπόθεση, τα κάνει φύλλο και φτερό, πριν γνωμοδοτήσει»·
- τα φύλλα της καρδιάς, τα κατάβαθα της ψυχής, τα φυλλοκάρδια: «σου εύχομαι απ’ τα φύλλα της καρδιάς μου να προκόψεις στη ζωή σου». (Λαϊκό τραγούδι: πόνους έχω γω κρυμμένους μες στα φύλλα της καρδιάς,με τα μαγικά σου μάτια, όταν φως μου μου, με κοιτάς
- το κάνω φύλλο και φτερό, α. (για πράγματα) το διαλύω, το καταστρέφω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου για να πάει μια βόλτα την οικογένειά του, και το ’κανε φύλλο και φτερό». β. (ειδικά για βιβλίο) σκορπίζω τις σελίδες του από την κακή ή από την πολλή χρήση του, το διαλύω: «όταν παίρνω βιβλίο στα χέρια μου, το κάνω φύλλο και φτερό απ’ το πολύ διάβασμα»·
- το κίτρινο φύλλο αγώνα, βλ. λ. κίτρινος·
- το ροζ φύλλο αγώνα, βλ. λ. ροζ·
- τον θέλει το φύλλο ή τον θέλει και το φύλλο, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) τον ευνοεί: «όταν κάποιον τον θέλει το φύλλο, όσο και μην ξέρει χαρτιά, όλο και κάτι θα κερδίσει || είναι καλός παίχτης, τον θέλει και το φύλλο κι άντε να παίξεις μαζί του και να τον κερδίσεις!»·  
- τον κάνω φύλλο και φτερό, α. τον διαλύω ψυχικά: «ο θάνατος του πατέρα του τον έκανε φύλλο και φτερό». β. τον καταξευτελίζω: «επειδή τον κατηγορούσε συνέχεια χωρίς λόγο, τον έπιασε μια μέρα στο καφενείο και μπροστά στον κόσμο τον έκανε φύλλο και φτερό»·
- του (της) δίνω φύλλο πορείας, (ειρωνικά) απομακρύνω από κοντά μου το ερωτικό μου ταίρι, διαλύω τον ερωτικό μου δεσμό: «απ’ τη στιγμή που άρχισε να μου μιλάει συνέχεια για γάμο, της έδωσα φύλλο πορείας || μια και δεν είχε σκοπό να κόψει το πιοτό, του ’δωσα φύλλο πορείας». Από το συνοδευτικό έγγραφο στρατιωτικού που μετακινείται από τη βάση του για συγκεκριμένο σκοπό·
- τραβώ φύλλο, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) παίρνω φύλλο από τον παίχτη που διευθύνει το παιχνίδι: «μην τραβάς φύλλο, γιατί μπορεί να καείς || εγώ θέλω να τραβήξω φύλλο»·
- τρέμει σαν φύλλο ή τρέμει σαν το φύλλο, α. είναι πολύ δειλός, πολύ φοβητσιάρης: «μόλις τον αγριέψεις λίγο, τρέμει σαν φύλλο». β. κρυώνει πάρα πολύ: «το χειμώνα με τα κρύα τρέμει σαν το φύλλο». Συνών. τρέμει σαν καλάμι ή τρέμει σαν το καλάμι / τρέμει σαν φτερό ή τρέμει σαν το φτερό / τρέμει σαν ψάρι ή τρέμει σαν το ψάρι·
- φύλλο συκής, α. λέγεται για πολύ μικρό και τολμηρό ρούχο που καλύπτει ελάχιστα το σώμα του ατόμου που το φοράει: «βγήκε μ’ ένα φύλλο συκής απάνω της και σκαντάλισε όλους τους άντρες». β. ζωγραφισμένο ή σκαλισμένο φύλλο συκιάς που καλύπτει το γεννητικό όργανο ζωγραφισμένου ή σκαλισμένου μοντέλου. Από το ότι, σύμφωνα με την Π. Διαθήκη, μόλις οι πρωτόπλαστοι διέπραξαν το προπατορικό αμάρτημα, αντιλήφθηκαν τη γύμνια τους και προσπάθησαν να την κρύψουν μπροστά στο Θεό με ένα φύλλο συκιάς·
- χωρίς φύλλο συκής, λέγεται για άτομο που είναι τελείως γυμνό και, κατ’ επέκταση, για άτομο που ενεργεί αδιάντροπα, ξετσίπωτα: «μόλις ένιωσε το σεισμό, πετάχτηκε απ’ το μπάνιο έξω στο δρόμο έτσι όπως ήταν, χωρίς φύλλο συκής || σηκώθηκε μπροστά σ’ όλους τους σύνεδρους και χωρίς φύλλο συκής ο αθεόφοβος, άρχισε να βρίζει τον πρόεδρο του συνεδρίου».

μήλο

μήλο, το, ουσ. [<αρχ. μῆλον], το μήλο·
- δείχνει το σάπιο μήλο, για να κρύψει τη σάπια μηλιά, στρέφει την προσοχή κάποιου ή κάποιων σε μια μικρή ατέλεια ατόμου, υπόθεσης ή πράγματος, για να μη φανεί η απόλυτη ακαταλληλότητα ή η ολοκληρωτική καταστροφή του: «η κυβέρνηση προβάλλει ως μεγάλο γεγονός το κλείσιμο του εργοστασίου και κινητοποιεί όλες τις υπηρεσίες του κρατικού οργανισμού για τη βοήθεια των απολυμένων εργατών, για να μη φανεί η κατάρρευση της οικονομίας, κι όπως θα ’λεγε κάποιος, δείχνει το σάπιο μήλο, για να κρύψει τη σάπια μηλιά». (Ακολουθούν 12 φρ.)·        
- ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα, βλ. λ. γιατρός·
- κρίνει μήλα με πορτοκάλια, α. ασχολείται με ή συγκρίνει εντελώς ανόμοια πράγματα ή υποθέσεις: «μην πάρεις τη γνώμη του τάδε, γιατί κρίνει μήλα με πορτοκάλια». β. βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση: «έχει τόσα πολλά οικονομικά προβλήματα ο άνθρωπος, που κρίνει μήλα με πορτοκάλια». Συνών. μπερδεύει τ’ αρχίδια με τα μύδια / μπερδεύει τη γραβάτα με τα σώβρακα ή μπερδεύει τη γραβάτα με το σώβρακο / μπερδεύει τις βούρτσες με τις πούτσες·
- μια μήλα, μια φύλλα, βλ. φρ. πότε μήλα, πότε φύλλα·
- όταν τρώμε ένα μήλο, το τρώμε απ’ όλες τις μεριές, α. λέγεται στην περίπτωση κατά την οποία δεν έχουμε την παραμικρή αναστολή ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα επιβάλλουμε τη σεξουαλική πράξη σε μια γυναίκα: «μ’ αρέσει να πηδάω τη γυναίκα μπρος πίσω, γιατί, όταν τρώμε ένα μήλο, το τρώμε απ’ όλες τις μεριές». β. λέγεται και για ομοφυλόφιλο άντρα· 
- πότε μήλα, πότε φύλλα, απάντηση που δίνουμε στην ερώτηση ενδιαφέροντος κάποιου πώς πάει η δουλειά και γενικά τα πράγματα στη ζωή μας και σημαίνει πως άλλοτε έχουμε και άλλοτε δεν έχουμε δουλειά, πώς άλλοτε πηγαίνουν καλά τα πράγματα και άλλοτε όχι. Συνών. πότε γελάει, πότε κλαίει / πότε ντόρτια, πότε εξάρες·
- σάπιο μήλο, χρώμα βαθύ κεραμιδί: «αγόρασε ένα πουλόβερ σε σάπιο μήλο»·
- τ’ αφράτο μήλο, ο κόρακας το τρώει, βλ. λ. κόρακας·
- τζίλα, τζίλα, να φας μήλα! αρχικά από την γλώσσα των παιδιών στο παιχνίδι των γκαζιών (βόλων), που παρακαλούσαν με αυτό τον τρόπο να κυλήσει η γκαζιά τους μέχρι το σημείο εκείνο που θα τους έδινε κάποιο πλεονέκτημα. Αργότερα, πήρε την έννοια του «έλα προς το μέρος που βρίσκομαι, προς το μέρος που θέλω να έρθεις και θα δεις τι θα πάθεις». Στη συνέχεια, η φρ. έχασε την απειλητική ή ειρωνική της διάθεση και πήρε την έννοια του «έλα προς το μέρος που βρίσκομαι, προς το μέρος που θέλω να έρθεις και να δεις πώς θα καλοπεράσεις», όπου η έννοια της καλοπέρασης είχε πονηρή, ερωτική διάσταση·
- το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει, λέγεται στις περιπτώσεις που τα παιδιά αποκτούν τα προτερήματα ή τα ελαττώματα των γονιών τους: «ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του κι έγινε κι αυτός γιατρός. -Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει || χαρτοπαίχτης ο πατέρας, χαρτοπαίχτης βγήκε κι ο γιος. -Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. από πού ’σαι κλωναράκι; -Από κείνο το δεντράκι·
- το μήλον της έριδος, το αντικείμενο μιας διεκδίκησης που γίνεται αιτία διαμάχης, αυτό για το οποίο αντιδικούν κάποιοι, αυτό για το οποίο γίνεται αιτία φιλονικίας ανάμεσα σε κάποιους: «ήταν χρόνια φίλοι αλλά μάλωσαν, και το μήλο της έριδος, ήταν μια γυναίκα || έκαναν τέτοιο μάλωμα τ’ αδέρφια, που τους άκουσε όλη η γειτονιά, και το μήλον της έριδος, ήταν ένα παλιοχώραφο». Αναφορά στη διαμάχη της θεάς Ήρας, της Αθηνάς και της Αφροδίτης της αρχαίας μυθολογίας μας για το ποια είναι η ομορφότερη. Τη λύση έδωσε ο Πάρις, ο οποίος επέλεξε ως ομορφότερη την Αφροδίτη προσφέροντάς της το μήλο·
- το μήλο του Αδάμ, η προεξοχή του λάρυγγα στο λαιμό, το καρύδι: «έκανε μπαμ από μακριά στο λαιμό του το μήλο του Αδάμ». Από την υπόθεση ότι η προεξοχή αυτή προκλήθηκε από το κομμάτι του μήλου που δάγκωσε ο Αδάμ. Πρβλ.: τι μπελάς το γυναικείο φύλο κι ο Αδάμ την έπαθε απ’ το μήλο (Λαϊκό τραγούδι).

πράσινος

πράσινος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. πράσινος (= στο χρώμα του πράσου)], πράσινος. 1. (για καρπούς) που είναι άγουρος: «τα μήλα είναι ακόμα πράσινα». 2α. το αρσ. στον πλ. ως ουσ. οι πράσινοι, τα άτομα που ανήκουν στο κίνημα των οικολόγων: «οι πράσινοι δεν μπόρεσαν να μπουν στη βουλή κατά τις τελευταίες εκλογές». β. τα άτομα που ανήκουν στο κόμμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ., οι πασοκτζήδες: «οι πράσινοι είναι όλο χαρά, που ξανακέρδισαν τις εκλογές». γ. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι παίχτες, οι οπαδοί και οι φίλαθλοι της ποδοσφαιρικής ομάδας του Παναθηναϊκού: «οι πράσινοι αγωνίζονταν με πάθος μέσα στο γήπεδο || οι πράσινοι στις εξέδρες χειροκροτούσαν κάθε καλή προσπάθεια των ποδοσφαιριστών τους». 3. το θηλ. ως ουσ. η πράσινη (βλ. λ.). 4α. το ουδ. ως ουσ. το πράσινο, η βλάστηση, κατάφυτη περιοχή, κατάφυτη έκταση: «η ματιά σου πέρα ως πέρα μπορούσε να ξεκουραστεί πάνω στο πράσινο». β. γενικά κάθε είδος βλάστησης: «μην πατάτε το πράσινο». 5. το χρώμα του φωτεινού σηματοδότη που επιτρέπει τη διέλευση από κάπου σε πεζούς ή σε οχήματα: «μόλις άναψε το πράσινο, οι πεζοί ξεχύθηκαν στη διάβαση για να περάσουν στο απέναντι πεζοδρόμιο»· βλ. και λ. Γρηγόρης. (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- ανάβω (το) πράσινο φως, βλ. λ. φως·
- δίνω (το) πράσινο φως, βλ. λ. φως·
- έγινε πράσινος απ’ τη ζήλια του, βλ. λ. ζήλια·
- έγινε πράσινος απ’ το κακό του, βλ. λ. κακός·
- μ’ άναψε το πράσινο φως, βλ. λ. φως·
- μου ’δωσε το πράσινο φως, βλ. λ. φως·
- ούτ’ ένα πράσινο φύλλο, α. λέγεται για περιοχή που δεν έχει καθόλου βλάστηση: «μετά τον εμπρησμό του δάσους δεν έμεινε ούτ’ ένα πράσινο φύλλο στο βουνό». β. απολύτως τίποτα: «όλοι πήραν αυτό που έπρεπε να πάρουν κι εγώ ούτ’ ένα πράσινο φύλλο || σ’ όλους έφερε κάποιο δωράκι και σε μένα ούτ’ ένα πράσινο φύλλο»·
- παίρνω (το) πράσινο φως, βλ. λ. φως·
- περνώ με πράσινο, ακολουθώ το οδικό σήμα της τροχαίας που μου υποδεικνύει να κινηθώ ελεύθερα: «όσο και να βιάζομαι, πάντα περνώ με πράσινο, γιατί αλλιώς είναι εγκληματική ενέργεια»·
- πράσιν’ άλογα, βλ. λ. άλογο·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Σαν το χόρτο του κάμπου. Πράσινο σήμερα, ξερό αύριο, βλ. λ. άνθρωπος·
- τα πράσινα καφενεία, βλ. λ. καφενείο·
- τα πράσινα παιδιά, βλ. λ. παιδί·
- το πράσινο τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- τον πούλησε για πράσινο χαβιάρι, βλ. λ. χαβιάρι.

ροζ

ροζ, άκλ. επίθ. [<γαλλ. rose <λατιν. rosa (= ρόδο)]. 1. που έχει το χρώμα του τριαντάφυλλου: «ροζ φόρεμα». 2. στο ουδ. ως ουσ. το ροζ, το χρώμα του τριαντάφυλλου: «φόρεσε εκείνη τη γραβάτα με το ροζ, που σε κολακεύει»·
- ροζ ιστορία, υπόθεση ή διήγηση με ερωτικό περιεχόμενο: «υπάρχουν διάφορα περιοδικά, που δημοσιεύουν διάφορες ροζ ιστορίες σε κόμικς»·
- ροζ σκάνδαλο, σκάνδαλο με ερωτικό περιεχόμενο: «τα ροζ σκάνδαλα του Κλίντον συντάραξαν την αμερικανική πολιτική ζωή»·
- ροζ τηλέφωνα, τηλεφωνικό δίκτυο στο οποίο ακούει κανείς μαγνητοφωνημένες ερωτικές σκηνές ή συνομιλεί με γυναίκες ερωτικά: «τα ροζ τηλέφωνα έχουν εξελιχθεί σε μια επικερδέστατη επιχείρηση»·
- το ροζ φύλλο αγώνα, (για ομαδικά αθλήματα, ιδίως ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) το επίσημο έντυπο στο οποίο αναγράφει ο διαιτητής τη νικήτρια ομάδα του αγώνα: «στα πέντε τελευταία παιχνίδια που έδωσε η ομάδα μας, πήρε το ροζ φύλλο αγώνα στα τρία». Αντίθ. το κίτρινο φύλλο αγώνα.