Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φόρμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φόρμα, η, ουσ. [<ιταλ. forma], η φόρμα. 1. η εξωτερική μορφή, το σχήμα με το οποίο παρουσιάζεται κάτι: «περπατούσα ώρες μέσα στις λάσπες, γι’ αυτό τα παπούτσια μου έχασαν τη φόρμα τους || κοιμήθηκα με το παντελόνι, γι’ αυτό έχασε τη φόρμα του». 2. ολόσωμη και ευρύχωρη ενδυμασία από ανθεκτικό ύφασμα για εργάτες, αθλητές ή αθλούμενους: «η φόρμα του μηχανικού ήταν γεμάτη λάδια || ο αθλητής έβαλε τη φόρμα του κι άρχισε να τρέχει || φόρεσαν τις φόρμες τους κι άρχισαν να κάνουν τζόκιν στην παραλία». 3. είδος ψωμιού, ιδίως λευκού, που ψήνεται στο φούρνο μέσα σε ειδικό καλούπι από λαμαρίνα και αυτό το ίδιο το καλούπι: «αγόρασα τρεις φόρμες, γιατί τα αρτοπωλεία τη Δευτέρα θα είναι κλειστά || η μητέρα αγόρασε μια φόρμα για κέικ». 4. η φυσική κατάσταση ή η ψυχική διάθεση κάποιου, ιδίως η καλή φυσική κατάσταση κάποιου και μάλιστα αθλητή: «ο αθλητής βρίσκεται σε καλή φόρμα || η ομάδα μας βρίσκεται σε μεγάλη φόρμα». (Λαϊκό τραγούδι: το Χιώτη, που τη φόρμα του διατηρούσε χάρμα, σαν κάου-μπόις έτρεχε σε μια μεγάλη φάρμα).Θυμηθείτε και το διαφημιστικό σλόγκαν: κρατήσου σε φόρμα με Φλώρα (= μάρκα καλαμποκέλαιου)·
- (δεν) είμαι σε φόρμα, (δε) βρίσκομαι σε καλή αγωνιστική κατάσταση ή σε καλή ψυχική διάθεση: «ο προπονητής δεν συμπεριέλαβε στην ομάδα τον τάδε παίχτη, γιατί τον τελευταίο καιρό δεν είναι σε φόρμα || θα παίξω οπωσδήποτε σ’ αυτό το παιχνίδι, γιατί είμαι σε φόρμα || μην κάνεις αστεία μαζί μου, γιατί σήμερα δεν είμαι σε φόρμα»·
- δίνω φόρμα (σε κάτι), δίνω κάποιο συγκεκριμένο σχήμα σε κάποια κατασκευή, ιδίως χειροποίητη: «ο γλύπτης προσπαθούσε να δώσει τη σωστή φόρμα στο άγαλμα που φιλοτεχνούσε || ο τσαγκάρης έδωσε μια πολύ φινετσάτη φόρμα στα παπούτσια που του παρήγγειλα»· 
- είναι στις φόρμες του, α. βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλης ευφορίας και για το λόγο αυτό έχει την ικανότητα να γίνεται ευχάριστος και διασκεδαστικός στην παρέα, παρασέρνοντάς την πολλές φορές στο δικό του ρυθμό: «όταν είναι στις φόρμες του αυτός ο άνθρωπος, μας κάνει και ξεραινόμαστε στα γέλια». β. βρίσκεται σε πολλή καλή ψυχική διάθεση και για το λόγο αυτό έχει υψηλή απόδοση σε αυτό που κάνει: «όταν είναι στις φόρμες του ο μηχανικός μου, κάνει την καλύτερη δουλειά». Συνών. έχει ρέντα / είναι στο φόρτε του·
- έχασε τη φόρμα του, α. (ιδίως για αθλητές) έχασε την καλή φυσική του κατάσταση και για το λόγο αυτό δεν αποδίδει αγωνιστικά: «το ’χει ρίξει στα γλέντια και τα ξενύχτια κι έχασε τη φόρμα του, γι’ αυτό κι ο προπονητής δεν τον βάζει να παίξει». β. (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) έχασε το καλό εξωτερικό του σχήμα: «θα το πετάξω αυτό το ζευγάρι, γιατί έχασε τη φόρμα του || πρέπει να πάρω άλλο κουστούμι, γιατί αυτό που έχω έχασε τη φόρμα του»·
- φόρμα αγγαρείας, βλ. λ. αγγαρεία.

αγγαρεία

αγγαρεία, η, ουσ. [<μτγν. ἀγγαρεία], η αγγαρεία. 1. δυσάρεστη απασχόληση ή υποχρέωση, που γίνεται χωρίς οικονομικό όφελος, χωρίς πληρωμή: «τι αγγαρεία κι αυτή, να ποτίζω τα λουλούδια της διπλανής κάθε φορά που λείπει ταξίδι!». 2. (στη γλώσσα του στρατού) η εκτός της υπηρεσίας χειρωνακτική ή αχθοφορική εργασία: «μ’ έστειλαν αγγαρεία να καθαρίσω τις Καλλιόπες || μας έβαλαν αγγαρεία να ξεφορτώσουμε τις πατάτες απ’ το φορτηγό». (Λαϊκό τραγούδι: απών στην αγγαρεία, παρών στο φαγητό, μηδέν στη θεωρία και χρόνια στο στρατό
- ρούχα αγγαρείας, (στη γλώσσα του στρατού) βλ. φρ. στολή αγγαρείας·
- στολή αγγαρείας, (στη γλώσσα του στρατού) η πρόχειρη ενδυμασία που φορούν οι στρατιώτες για τις διάφορες χειρωνακτικές ή αχθοφορικές εργασίες του στρατοπέδου εκτός από την υπηρεσία τους: «ο λοχαγός μας διέταξε να βάλουμε τις στολές αγγαρείας και να παρουσιαστούμε στα μαγειρεία»·
- το κάνω αγγαρεία, α. κάνω κάποια συγκεκριμένη εργασία ή πράξη υποχρεωτικά, χωρίς ενδιαφέρον ή ευχαρίστηση: «θα σε βοηθήσω, αλλά μην έχεις πολλές απαιτήσεις, γιατί το κάνω αγγαρεία». β. επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη από υποχρέωση, ιδίως στη σύζυγό μου: «κάθε βδομάδα της ρίχνω κι από ένα για να μη λέει, αλλά το κάνω αγγαρεία»·
- φόρμα αγγαρείας, (στη γλώσσα του στρατού) βλ. φρ. στολή αγγαρείας.