φόδρα
φόδρα, η,
ουσ. [<βενετ. fodra], η φόδρα· (υποτιμητικά) γυναίκα ανάξια λόγου, ασήμαντη,
τιποτένια: «άφησε την τάδε που ήταν μια χαρά γυναίκα και πήγε και παντρεύτηκε
αυτή τη φόδρα»·
-
γαζώνω φόδρα, (στη γλώσσα της αργκό) βολεύομαι, τακτοποιούμαι: «απ’ τη μέρα
που κόλλησα δίπλα στον πεθερό μου, γαζώνω φόδρα || μη στενοχωριέσαι για τον
τάδε, γιατί πάντα βρίσκει τρόπο και γαζώνει φόδρα»·
-
είναι ραμμένοι φόδρα με φόδρα, α. λέγεται για δυο ανθρώπους της
ίδιας ποιότητας και του ίδιου χαρακτήρα, που συνδέθηκαν με στενή φιλία ή
συνεργασία, ή λέγεται για ταιριαστό ερωτικό ζευγάρι. β. λέγεται ειρωνικά
στην περίπτωση που κάποιος απατεώνας ή παράνομος συνταίριαξε με κάποιον όμοιό
του ή στην περίπτωση που κάνουν παρέα δυο άτομα του ιδίου χαμηλού πνευματικού
επιπέδου. Συνών. βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ / κύλησε ο τέντζερης και βρήκε
το καπάκι (β) / ο βρομιάρης το βρομιάρη αγαπά / όμοιος τον όμοιο (β) / όμοιος
τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα / τα ψωριάρικα γαϊδούρια από βουνό σε βουνό
μυρίζονται·
-
μου ’φυγε η φόδρα, (στη νεοαργκό) βρέθηκα σε πολύ δύσκολη θέση: «μόλις
με τσάκωσε τ’ αφεντικό μου να κάνω κοπάνα, μου ’φυγε η φόδρα».