Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φωτιά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φωτιά, η, ουσ. [<μσν. φωτιά <μτγν. φωτία <αρχ. φῶς], η φωτιά. 1. η πυρκαγιά, ο εμπρησμός: «μετά τις φωτιές του καλοκαιριού έμειναν λιγότερα τα δάση στην πατρίδα μας». 2. ένοπλη σύγκρουση, πολεμική μάχη: «τα παλικάρια με την ιαχή “αέρααα!” έπεσαν στη φωτιά». 3. ο αναπτήρας, τα σπίρτα ως μέσο να ανάψει κανείς κάτι: «δώσε μου τη φωτιά σου ν’ ανάψω το τσιγάρο μου || έχεις φωτιά ν’ ανάψουμε τα προσανάμματα;». 4. (Λαϊκό τραγούδι: άναψε το τσιγάρο, δώσ’ μου φωτιά, έχω μεγάλο ντέρτι μες την καρδιά). 5. έντονος ερωτικός πόθος: «έχει τέτοια φωτιά γι’ αυτή τη γυναίκα, που, αν δεν την παντρευτεί, θα πεθάνει». (Λαϊκό τραγούδι: έλα να σβήσεις τη φωτιά, τον πόνο μου να γειάνεις, Σαμιώτισσα μικρούλα μου, γιατί θα με πεθάνεις). 6. (για ποτά) πολύ δυνατό: «μην πιεις τσικουδιά, γιατί είναι φωτιά». 7. οτιδήποτε ενοχοποιεί σοβαρά κάποιον: «μετά από συντονισμένες  έρευνες βρέθηκε η ατζέντα φωτιά, όπου είχε καταχωρημένες όλες τις παράνομες προμήθειες». Υποκορ. φωτίτσα, η. (Ακολουθούν 94 φρ.)·
- αν δε βάλεις την κατσαρόλα στη φωτιά, δε βράζει, βλ. λ. κατσαρόλα·
- ανάβω φωτιά ή ανάβω φωτιές, α. (και για τα δυο φύλα) προκαλώ τον ερωτικό πόθο σε κάποιον: «όπου και να πάει αυτή η γυναίκα, ανάβει φωτιές». (Λαϊκό τραγούδι: αχ Μουσταφά, αχ Μουσταφά, εσύ μου άναψες φωτιά). Συνών. ανάβω καρδιές. β. δημιουργώ φασαρίες, δυσάρεστες καταστάσεις: «δεν τον παίρνουμε μαζί μας, γιατί, όπου και να πάμε, ανάβει φωτιές κι ύστερα κάθεται και κάνει χάζι». Συνών. ανάβω δαδί / ανάβω καντήλα / ανάβω λάμπα / ανάβω λαμπάδα / ανάβω φιτίλια / ανάβω φόκο·
- αρπάζει αμέσως φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- αρπάζει εύκολα φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- αρπάζει με το πρώτο φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- αρπάζω φωτιά, βλ. φρ. παίρνω φωτιά·
- βάζω το χέρι μου στη φωτιά, βλ. λ. χέρι·
- βάζω φωτιά, πυρπολώ: «πήγε ένα βράδυ κι έβαλε φωτιά στο σπίτι του ανταγωνιστή του για να τον εκδικηθεί». (Λαϊκό τραγούδι: με τη ντάμα με το ρήγα κι όλα τ’ άλλα τα χαρτιά σου ’χα φτιάξει ένα σπιτάκι αλλά του ’βαλες φωτιά)· βλ. και φρ. ανάβω φωτιά·
- βάζω φωτιά στα τόπια, βλ. λ. τόπι·
- βγάζει φωτιά ή βγάζει φωτιές (κάτι), α. χρησιμοποιώ έντονα και με δύναμη κάτι: «τα σπαθιά των υπερασπιστών της πόλης έβγαζαν φωτιά». (Λαϊκό τραγούδι: να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα και το σπαθί μου να βγάζει φωτιά και να κρατάω τις νύχτες με τ’ άστρα μια ομορφούλα αγκαλιά). β. είναι πάρα πολύ ζεστό, ζεματάει: «κάνε λίγο υπομονή, γιατί μόλις κατέβασα το φαγητό απ’ το μάτι κι ακόμη βγάζει φωτιά»·
- βγάζει φωτιές (κάποιος), βλ. φρ. βγάζει φωτιές απ’ το στόμα του·
- βγάζει φωτιές απ’ το στόμα του, βλ. φρ. βγάζει φλόγες απ’ το στόμα του, λ. φλόγα·
- βγάζει φωτιές απ’ τον κώλο του ή βγάζει απ’ τον κώλο του φωτιές, έχει μεγάλη ενεργητικότητα, είναι πολύ δραστήριος, είναι αεικίνητος: «όσες δουλειές και να του αναθέσεις, τις διεκπεραιώνει όλες, γιατί είναι άνθρωπος που βγάζει φωτιές απ’ τον κώλο του»·
- βγάζει φωτιές ο κώλος του ή βγάζει ο κώλος του φωτιές, είναι στο πόδι συνεχώς, γιατί πρέπει να τελειώσει πολλές και επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «βγάζει φωτιές ο κώλος του, γιατί τρέχει να καλύψει κάτι υποχρεώσεις του || αυτές τις μέρες βγάζει φωτιές ο κώλος του, γιατί σε μια βδομάδα παντρεύει την κόρη του»·
- βγάζουν τα πόδια μου φωτιά ή βγάζουν τα πόδια μου φωτιές ή βγάζουν φωτιά τα πόδια μου ή βγάζουν φωτιές τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι· 
- βγάζω τα κάστανα απ’ τη φωτιά, βλ. λ. κάστανο·
- γίνομαι φωτιά και λάβρα, βλ. λ. λάβρα·
- δε βάζει το πόδι του στη φωτιά, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. πόδι·
- δε βγαίνει καπνός εκεί που δεν υπάρχει φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- δε βγαίνει καπνός χωρίς φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- δεν αρπάζει εύκολα φωτιά, βλ. φρ. δεν παίρνει εύκολα φωτιά·
- δεν παίρνει εύκολα φωτιά, δεν καταλαβαίνει εύκολα αυτό που του λέμε ή τις υποδείξεις που του κάνουμε για κάτι, δεν είναι εύστροφος, δεν παίρνει εύκολα μπρος: «πρέπει να του πεις κάτι πολλές φορές, για να το καταλάβει, γιατί δεν παίρνει εύκολα φωτιά ο φουκαράς!»·
- δεν υπάρχει καπνός εκεί που δεν υπάρχει φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά, βλ. λ.τρελός·
- είναι φωτιά, α. είναι πανέξυπνος: «έχω πάρει έναν πιτσιρικά για τις εξωτερικές δουλειές του γραφείου που είναι φωτιά ο άτιμος!». β. (ειρωνικά) λέγεται και με την αντίθετη εντελώς σημασία: «πρέπει να του πεις πολλές φορές κάτι, για να καταλάβει, γιατί είναι φωτιά ο αφιλότιμος!»·
- είναι φωτιά (κάποιος εναντίον κάποιου), είναι πολύ εκνευρισμένος με κάποιον, βάλλει με μανία εναντίον κάποιου: «είναι φωτιά με το γιο του, γιατί είναι η τρίτη φορά που δίνει εξετάσεις και δεν περνάει στο πανεπιστήμιο || είναι φωτιά με τον τάδε υπάλληλό του, γιατί έστειλε λάθος παραγγελία»·
- είναι φωτιά και λάβρα, βλ. λ. λάβρα·
- είναι φωτιά παραχωμένη, είναι πολύ κακός και ύπουλος: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι φωτιά παραχωμένη και δε θα καταλάβεις για πότε θα σου τη φέρει». Από ότι πολλές φορές μέσα στη στάχτη υπάρχουν κάρβουνα αναμμένα που καίνε το άτομο που τη σκαλίζει ανύποπτο·
- έπεσε φωτιά και τσεκούρι, προκλήθηκαν πολύ μεγάλες καταστροφές, ιδίως σε περίοδο πολέμου: «στον εμφύλιο πόλεμο έπεσε φωτιά και τσεκούρι κι απ’ τις δυο παρατάξεις». (Λαϊκό τραγούδι: το Βελιγκέκα σαν χτυπούσε, χτυπούσε όλη την Τουρκιά, πάντα το Χάρο αψηφούσε, ρε σεις, τσεκούρι και φωτιά να πάρουμε τη λευτεριά
- έχω μεγάλη φωτιά ή έχω φωτιά μεγάλη, έχω μεγάλο ερωτικό πόθο: «έχω μεγάλη φωτιά γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι κι εγώ αγάπησα κι έχω φωτιά μεγάλη· καημούς που δεν περίμενα, μου ’ρθανε στο κεφάλι). Πολλές φορές, αναφέρεται και το σημείο εκείνο που έχει κανείς τη φωτιά και που είναι η καρδιά ή τα στήθια. (Λαϊκό τραγούδι: το ξέρεις πως την αγαπώ κι έχω φωτιά στα στήθια κι ας μη πιστεύεις πως εγώ την αγαπώ στ’ αλήθεια)·   
- έχω φωτιά στην καρδιά μου, έχω ερωτικό πόθο: «απ’ τη μέρα που την είδα, έχω φωτιά στην καρδιά μου γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ αυτά τα μάτια τα γλυκά και κοραλλένια χείλη μες στην καρδιά μου έχω φωτιά, πες μου τι θ’ απογίνει;
- η αγορά είναι φωτιά, βλ. λ. αγορά·
- θα πέσει φωτιά να μας κάψει! στερεότυπη έκφραση των ηλικιωμένων, καθώς βρίσκονται αντιμέτωποι με την ελεύθερη αντίληψη και συμπεριφορά που έχουν σήμερα οι νέοι για τη ζωή: «θα πέσει φωτιά να μας κάψει, παλιόπαιδα, που φιλιέστε μέσ’ στη μέση του δρόμου!»·  
- θα πέσει φωτιά να σε κάψει! επιτιμητική έκφραση σε άτομο που συμπεριφέρεται έξω από τα κοινά και παραδεγμένα: «θα πέσει φωτιά να σε κάψει, αν εγκαταλείψεις γέρους γονείς για ένα παλιογύναικο του δρόμου!»·
- κόκκινο της φωτιάς ή κόκκινο φωτιάς, πολύ έντονο κόκκινο χρώμα: «φορούσε ένα φουστάνι κόκκινο της φωτιάς»·
- κολλάω τις φωτιές, (στη γλώσσα της αργκό) ανάβω τον αργιλέ: «έχει πάρει ένα τσιμπούκ ογλάν στον τεκέ του να κολλάει τις φωτιές για τους μερακλήδες». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ αρέσει να ’μαι χασικλού, αμάν να πίνω στους τεκέδες και να κολλάω τις φωτιές σ’ όλους τους αργιλέδες
- μ’ άναψε μεγάλη φωτιά, α. μου προξένησε πολύ σοβαρό πρόβλημα: «μ’ άναψε μεγάλη φωτιά μ’ αυτό το πείσμα του να μην υπογράψει το συμβόλαιο». (Λαϊκό τραγούδι: φωτιά μεγάλη μ’ άναψες, βρε άτιμη γυναίκα, μόλις βγω απ’ τα σίδερα, θα σφάξω άλλους δέκα). β. λέγεται και για ερωτικό πόθο·
- μ’ άναψε φωτιά ή μ’ άναψε φωτιές, α. (και για τα δυο φύλα) μου προκάλεσε ερωτικό πόθο: «μόλις την είδα αυτή τη γυναίκα, μ’ άναψε φωτιά». (Λαϊκό τραγούδι: τι φωτιά που μου άναψες, τι φωτιά, έκαψες τη φτωχούλα μου την καρδιά). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το λάβρα. β. μου προξένησε σοβαρό πρόβλημα: «όταν τον ρώτησε η γυναίκα μου αν ήμασταν μαζί χτες το βράδυ, της είπε όχι, ο βλάκας, και μ’ άναψε φωτιά, γιατί εγώ της είπα ότι ήμουν μ’ αυτόν»·
- μ’ άναψε φωτιά και λάβρα, βλ. λ. λάβρα·
- μ’ άναψε φωτιά στα σπλάχνα, βλ. συνηθέστ. μ’ άναψε φωτιά στα στήθια·
- μ’ άναψε φωτιά στα στήθια, (και για τα δυο φύλα) μου προκάλεσε έντονο ερωτικό πόθο: «απ’ τη μέρα που την είδα αυτή τη γυναίκα, μ’ άναψε φωτιά στα στήθια και δε θα ησυχάσω, αν δεν την κάνω δική μου»·
- μ’ άναψε φωτιά στην καρδιά, βλ. φρ. μ’ άναψε φωτιά στα στήθια·
- μην παίζεις με τη φωτιά! α. συμβουλή σε κάποιον να μην καταπιάνεται με πράγματα ή υποθέσεις που είναι πάνω από τις δυνάμεις του και που σίγουρα θα αποβούν σε βάρος του: «κάτσε στ’ αβγά σου και μην παίζεις με τη φωτιά, γιατί αυτή η δουλειά δεν είναι για τα κότσια σου!». β. συμβουλή σε κάποιον να μη συνάψει ερωτικό δεσμό με πανέμορφη γυναίκα, γιατί υπάρχει περίπτωση να πληγωθεί σοβαρά: «μην παίζεις με τη φωτιά, αγόρι μου, γιατί αυτή η γυναίκα είναι γι’ άλλα σαλόνια!»·
- να πέσει φωτιά να με κάψει! έκφραση για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «αν σου λέω ψέματα, να πέσει φωτιά να με κάψει!»·
- να πέσει φωτιά να σε κάψει! είδος κατάρας·
- οι τιμές είναι φωτιά, βλ. λ. τιμή·
- όποιος παίζει με τη φωτιά, καίγεται, όποιος καταπιάνεται με επικίνδυνα πράγματα, έρχεται κάποτε η στιγμή που υφίσταται τις συνέπειες: «άσε τις επιδείξεις και τα σαλτανάτια με τ’ αυτοκίνητο, γιατί όποιος παίζει με τη φωτιά, καίγεται»· βλ. και φρ. μην παίζεις με τη φωτιά(!)·
- όπου βγαίνει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου, βλ. λ. σπίτι·
- παίζω με τη φωτιά, αψηφώ τον κίνδυνο σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση, ριψοκινδυνεύω: «οι καιροί είναι πολύ δύσκολοι κι αν κάνεις αυτό το άνοιγμα στη δουλειά σου, παίζεις με τη φωτιά»·
- παίρνει αμέσως φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·  
- παίρνει εύκολα φωτιά, α. θυμώνει, νευριάζει πολύ εύκολα: «μην κάνεις αστεία μαζί του, γιατί παίρνει εύκολα φωτιά κι ύστερα καλά ξεμπερδέματα». β. αντιλαμβάνεται κάτι αμέσως, είναι πανέξυπνος: «θα καταλάβει αμέσως περί τίνος πρόκειται, γιατί παίρνει εύκολα φωτιά»·
- παίρνει με το πρώτο φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- παίρνω φωτιά, α. θυμώνω, εκνευρίζομαι, εξάπτομαι: «πρόσεξε πώς θα του μιλήσεις, γιατί παίρνει φωτιά χωρίς λόγο». β. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, μπαίνω στο νόημα: «μόλις του ’κανα νόημα πως έρχεται η γυναίκα του, πήρε αμέσως φωτιά κι έδιωξε την γκόμενα || μέχρι να πάρεις εσύ φωτιά, πέταξε το πουλί». γ. νιώθω ερωτικό πόθο: «πώς να μην παίρνεις φωτιά, όταν βλέπεις τέτοια γυναικάρα!». (Λαϊκό τραγούδι: πήρε φωτιά μια καρδιά, καίγεται κι ο καημός δε λέγεται). δ. (για εύφλεκτα υλικά) ανάβω εύκολα: «μην πας με το τσιγάρο σου αναμμένο κοντά στη βενζίνη, γιατί παίρνει φωτιά». ε. (για πυροβόλα όπλα) εκπυρσοκροτώ: «δεν παίρνει φωτιά στα καλά καθούμενα ένα όπλο, εκτός κι αν πατήσει κάποιος τη σκανδάλη του». (Λαϊκό τραγούδι: Αντώνη τ’ άρματά σου δεν παίρνουνε φωτιά, μόν’ κάνουν για λαμπάδες για την Αγιά Σοφιά)·  
- παιχνίδι φωτιά, βλ. λ. παιχνίδι·
- πέρασε σαν φωτιά και λάβα, βλ. λ. λάβα·
- πέφτω (και) στη φωτιά (για κάποιον ή για κάτι), είμαι πρόθυμος για κάθε θυσία, είμαι πρόθυμος να θυσιάσω και την ίδια μου τη ζωή: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο πέφτω στη φωτιά || για τις ιδέες του πέφτει και στη φωτιά». (Λαϊκό τραγούδι: τη ζωή μου δε λογάριασα μπαμπέσα, που για σένα έχω πέσει στη φωτιά! Κι όταν σ’ έκανα τρανή σαν πριγκιπέσα, μ’ εγκατέλειψες αχάριστη καρδιά!
- πήραν τα μπατζάκια μου φωτιά ή πήραν φωτιά τα μπατζάκια μου, βλ. λ. μπατζάκι·
- πήραν τα πιρούνια φωτιά ή πήραν φωτιά τα πιρούνια, βλ. λ. πιρούνι·
- πήραν τα τηλέφωνα φωτιά ή πήραν φωτιά τα τηλέφωνα, βλ. λ. τηλέφωνο·
- πήρε ο κώλος του φωτιά ή πήρε φωτιά ο κώλος του, βλ. λ. κώλος·
- πήρε το κορμί μου φωτιά, βλ. λ. κορμί·
- πήρε φωτιά απ’ την πρώτη σκάλα, θύμωσε αμέσως: «μόλις έμαθε ποιος ήταν αυτός που τον κατηγόρησε, πήρε φωτιά απ’ την πρώτη σκάλα κι αμέσως του ζήτησε το λόγο»·
- πιάνει αμέσως φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- πιάνει εύκολα φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- πιάνει με το πρώτο φωτιά, βλ. φρ. παίρνει εύκολα φωτιά·
- πιάνω φωτιά, βλ. φρ. παίρνω φωτιά·
- ρίχνω κάρβουνα στη φωτιά, βλ. λ. κάρβουνο·
- ρίχνω λάδι στη φωτιά, βλ. λ. λάδι·
- σβήνω τη φωτιά μου, ικανοποιώ, καταλαγιάζω τον ερωτικό μου πόθο: «την είχα όλο το βράδυ στην γκαρσονιέρα μου, για να μπορέσω να σβήσω τη φωτιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: πότε θες να ’ρθεις να σου πω πως καίγεται η καρδιά μου, μ’ ένα φιλάκι σου γλυκό να σβήσεις τη φωτιά μου
- τα μάτια του βγάζουν φωτιές, βλ. λ. μάτι·
- τα μάτια του πετούν φωτιές, βλ. λ. μάτι·
- τα ρίχνω όλα στη φωτιά, ξεχνώ, διαγράφω όλες τις κακές στιγμές που πέρασα, ιδίως όλα τα άσχημα ή κατακριτέα που έκανε κάποιος σε βάρος μου: «απ’ τη στιγμή που έρχεσαι και μου ζητάς συγνώμη, όσα άσχημα είπες για μένα τα ρίχνω όλα στη φωτιά». (Λαϊκό τραγούδι: σε περίμενα να έρθεις απ’ την ξενιτιά· τώρα που ’ρθες θα σουρώσω, χόρεψε να καμαρώσω, κι όσα τράβηξα τα ρίχνω στη φωτιά
- τιμές φωτιά ή τιμή φωτιά, βλ. λ. τιμή·
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, βλ. λ. καρδιά·
- το μέτωπο της φωτιάς, βλ. λ. μέτωπο·
- το νερό της φωτιάς, βλ. λ. νερό·
- το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα, βλ. λ. ψάρι·
- το στόμα του βγάζει φωτιές, βλ. λ. στόμα·
- το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει, α. το κακό μπορεί να καταπολεμηθεί με την αυστηρή τιμωρία: «μόλις τον ξυλοφόρτωσε ο πατέρας του, άφησε τις βόλτες κι άρχισε αμέσως το διάβασμα. -Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει». β. ο άνθρωπος εξελίσσεται με τη μόρφωση: «πρέπει να διαβάσεις πολύ για να πετύχεις στη ζωή σου, γιατί το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ ή το εμ βλέπεις. γ. έκφραση απογοήτευσης για αδιόρθωτο άτομο: πάλι έκανε τις ίδιες βλακείες αυτός ο άνθρωπος. -Μα περιμένεις! Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει», δηλ. μόνο αν πεθάνει θα πάψει να κάνει ανοησίες, βλακείες·
- τον έκανα φωτιά και λάβρα, βλ. λ. λάβρα·
- φωτιά και λάβρα να σε κάψει! βλ. λ. λάβρα·
- φωτιά να με κάψει! έκφραση για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «φωτιά να με κάψει, αν νομίζεις πως σου λέω ψέματα!». (Λαϊκό τραγούδι: όρκο παίρνω φωτιά να με κάψει και σεισμός να με βρει μες τη γη, αν εγώ σ’ αρνηθώ
- φωτιά να σε κάψει! είδος κατάρας·
- φωτιά πάνω στη φωτιά ή φωτιά στη φωτιά, αντίδραση με τα ίδια βίαια ή σκληρά μέτρα: «κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου οι αντίπαλοι ήταν φωτιά πάνω στη φωτιά»·
- φωτιά που μ’ άναψε! το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μου προξένησε μεγάλο πρόβλημα: «φωτιά που μ’ άναψε το παλιόπαιδο με το ν’ αποπλανήσει την κόρη του φίλου μου!»·
- φωτιά που μ’ έκαψε! ή φωτιά που μας έκαψε! με βρήκε μεγάλο κακό, μας βρήκε μεγάλο κακό, μεγάλη συμφορά: «αν γίνει έλεγχος τώρα στο ταμείο, φωτιά που μ’ έκαψε, γιατί είναι μείον! || φωτιά που μας έκαψε, αν πέσει κι άλλο το χρηματιστήριο!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- φωτιά στα κόκκινα κι εγώ πυροσβέστης! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα η οποία είναι ντυμένη με κόκκινα ρούχα και τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
- φωτιά στα μπατζάκια σου! σε βρήκε ή θα σε βρει μεγάλο κακό, μεγάλη συμφορά, αλίμονό σου: «αχ, καημένε μου, αν έρθει για έλεγχο η εφορία, φωτιά στα μπατζάκια σου, γιατί τα λογιστικά σου είναι και μη χειρότερα!»·
- χαμηλώνω τη φωτιά, την κάνω να καίει λιγότερο και για ηλεκτρική κουζίνα ελαττώνω την ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος που διοχετεύει θερμότητα στο ηλεκτρικό μάτι ή στον ηλεκτρικό φούρνο: «η μητέρα έβαλε τον τέντζερη στο μάτι και χαμήλωσε τη φωτιά, για να βράσει αργά το φαγητό»·
- χύνω λάδι στη φωτιά, βλ. λ. λάδι· 
- χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει, βλ. λ. καπνός1.

αγορά

αγορά, η, ουσ. [<αρχ. ἀγορά <ἀγείρω (= συναθροίζω)], η αγορά. 1. δρόμος ή περιοχή πόλης όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα διάφορα εμπορικά καταστήματα: «τ’ απόγευμα πήρε τις φιλενάδες της και πήγαν να χαζέψουν στην αγορά». (Λαϊκό τραγούδι: στην αγορά όταν θα πας, βάστα πουγκί μεγάλο κι αν είσαι ο δόλιος φουκαράς να πάρεις δρόμο άλλο). 2α. (γενικά) ο χώρος όπου γίνεται το καθημερινό αλισβερίσι: «η μεγαλύτερη αγορά βρίσκεται στο κέντρο της πόλης || στην αγορά υπήρχε μεγάλη κίνηση, γιατί άρχισαν οι εκπτώσεις». (Λαϊκό τραγούδι: στην αγορά του Πειραιά, πέντ’ έξι γεροντάκια, πίνανε και τα λέγανε κι ήρθανε στα μεράκια). β. συγκεκριμένος χώρος όπου πωλείται συγκεκριμένο εμπόρευμα: «η αγορά των αργυραμοιβών βρίσκεται στην οδό Φράγκων || στη στοά Καράσου είναι η αγορά των ψιλικών». 3. ο εμπορικός κόσμος: «όλη η αγορά έχει να λέει για την τιμιότητα αυτού του ανθρώπου!». 4. η πόλη, η χώρα που αποτελεί κέντρο ειδικών αγαθών: «το Παρίσι είναι η καλύτερη αγορά για ρούχα || το Άμστερνταμ είναι μεγάλη αγορά διαμαντιών». (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- ανεβάζω την αγορά, αυξάνω την τιμή πώλησης προϊόντος: «επειδή κατάλαβα πως ήθελε πάρα πολύ αυτό τ’ αυτοκίνητο, ανέβασα την αγορά του»·
- ανέβηκε η αγορά, ύστερα από περίοδο κάμψης, παρατηρείται πάλι αγοραστική κίνηση, γίνεται πάλι αλισβερίσι: «ύστερα από τα νέα μέτρα της κυβέρνησης, ανέβηκε η αγορά»· 
- άνθρωπος της αγοράς, βλ. λ. άνθρωπος·
- βάζω στην αγορά, θέτω κάτι προς πώληση: «έβαλε στην αγορά το σπίτι του για να ξοφλήσει τα χρέη του»·
- βγαίνω στην αγορά, βλ. φρ. βγαίνω στα μαγαζιά, λ. μαγαζί·
- βγάζω στην αγορά, βλ. συνηθέστ. ρίχνω στην αγορά·
- βογκάει η αγορά, δεν υπάρχει καθόλου εμπορική κίνηση, παρατηρείται μεγάλη εμπορική απραξία: «τους τελευταίους μήνες βογκάει η αγορά κι αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, θα κλείσουν πολλά μαγαζιά»·
- δεν κινείται η αγορά, δεν παρατηρείται εμπορική κίνηση, δεν παρατηρούνται εμπορικές συναλλαγές: «κάθε χρόνο, μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων, για ένα διάστημα δεν κινείται η αγορά»·
- είμαι ανοιγμένος στην αγορά ή είμαι ανοιχτός στην αγορά, έχω χρέη, χρωστώ στον κύκλο στον οποίο εμπορεύομαι, στον οποίο συναλλάσσομαι: «επειδή είμαι ανοιχτός στην αγορά, φοβούνται μήπως κηρύξω πτώχευση»·
- είναι καθισμένη η αγορά, βλ. φρ. είναι πεσμένη η αγορά·
- είναι πεσμένη η αγορά, δεν παρατηρείται ικανοποιητική αγοραστική κίνηση, ικανοποιητικό αλισβερίσι: «είναι πεσμένη η αγορά, γιατί όλος ο κόσμος περιμένει να εξαγγείλει η κυβέρνηση τη νέα οικονομική της πολιτική»·
- έπεσε η αγορά, βλ. φρ. είναι πεσμένη η αγορά·
- έχει κίνηση η αγορά, παρατηρείται ικανοποιητική αγοραστική κίνηση, ικανοποιητικό αλισβερίσι: «μετά τα τονωτικά μέτρα της κυβέρνησης άρχισε πάλι να έχει κίνηση η αγορά»·
- η αγορά είναι φωτιά, επικρατεί μεγάλη ακρίβεια: «δεν τολμώ να κατεβώ για ψώνια, γιατί η αγορά είναι φωτιά»·
- η τιμή της αγοράς, βλ. λ. τιμή·
- καθάρισε η αγορά, δεν παρατηρείται η παραμικρή εμπορική κίνηση, δε γίνεται το παραμικρό αλισβερίσι: «μ’ όλους αυτούς του αποκλεισμούς των εθνικών δρόμων από διάφορους καταληψίες, καθάρισε η αγορά»·
- κάθισε η αγορά, βλ. φρ. είναι καθισμένη η αγορά·
- κάνω αγορά, α.(γενικά) αγοράζω: «ό,τι αγορά κι αν κάνω, πληρώνω τοις μετρητοίς κι ησυχάζω». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) ζητώ και παίρνω φύλλο ή φύλλα από αυτόν που διευθύνει το παιχνίδι: «έκανα αγορά δυο φύλλα και μου ’ρθε αυτό που κυνηγούσα»·
- κάνω κακή αγορά, πραγματοποιώ ασύμφορη αγορά ή αγοράζω προϊόν κακής ποιότητας: «έκανες κακή αγορά γιατί, αυτό το πράγμα δεν κάνει τόσα πολλά λεφτά || έκανα κακή αγορά παίρνοντας αυτή την τηλεόραση, γιατί είναι άγνωστης φίρμας»·  
- κάνω καλή αγορά, πραγματοποιώ συμφέρουσα αγορά ή αγοράζω προϊόν καλής ποιότητας: «απ’ ό,τι ξέρω, πάντα κάνει καλή αγορά, γιατί είναι σφιχτοχέρης άνθρωπος και τους τρελαίνει στα παζάρια || έκανες καλή αγορά που αγόρασες αυτό τ’ αυτοκίνητο, γιατί είναι γνωστής βιομηχανίας»·  
- κατεβάζω την αγορά, βλ. συνηθέστ. ρίχνω την αγορά·
- κατεβαίνω στην αγορά, επισκέπτομαι τα εμπορικά καταστήματα: «κάθε Σάββατο κατεβαίνω στην αγορά και χαζεύω τις βιτρίνες των μαγαζιών». Το ρ. κατεβαίνω, επειδή μέχρι πριν από μερικά χρόνια, που δεν είχαν δημιουργηθεί τα περιφερειακά εμπορικά κέντρα, όλοι όσοι κατοικούσαν στην περιφέρεια των μεγάλων πόλεων, ήταν υποχρεωμένοι να κατεβαίνουν στο κέντρο, όπου βρίσκονταν συνήθως τα εμπορικά καταστήματα, η αγορά·
- κινείται η αγορά, βλ. φρ. έχει κίνηση η αγορά·
- κλαίει η αγορά, βλ. φρ. βογκάει η αγορά·
- κλείνω την αγορά, επισημοποιώ μια αγοραπωλησία, τη σιγουρεύω, δίνοντας μια προκαταβολή: «έκλεισα την αγορά τ’ αυτοκινήτου και τώρα περιμένω να μου το φέρει στο χρώμα που θέλω»·
- λαϊκή αγορά, περιοδική εγκατάσταση μικροπωλητών με διάφορα είδη οικιακής χρήσης, τροφίμων και λαχανικών, που τα εκθέτουν σε λυόμενους πάγκους μια καθορισμένη μέρα της εβδομάδας σε καθορισμένο δρόμο, ιδίως στις συνοικίες των πόλεων: «κάθε Τρίτη, πηγαίνω και ψωνίζω απ’ τη λαϊκή αγορά»·
- μαύρη αγορά, παράνομη πώληση αγαθών ή άλλων εμπορευμάτων σε υπέρογκες τιμές: «στην περίοδο της Κατοχής, πολλά είδη πουλιόνταν στη μαύρη αγορά || πολλά εισιτήρια του ποδοσφαιρικού αγώνα πουλήθηκαν στη μαύρη αγορά». (Λαϊκό τραγούδι: κι από τη μαύρη αγορά θα πα’ να σε ψωνίσω για να στα φέρνω κούκλα μου να σε ευχαριστήσω)·    
- νέκρα η αγορά, επικρατεί τέλεια εμπορική απραξία: «κάθε χρόνο μετά τις γιορτές νέκρα η αγορά»·
- νέκρωσε η αγορά, δεν παρουσιάζει καμιά εμπορική κίνηση, παρατηρείται τέλεια στασιμότητα των εμπορικών συναλλαγών: «με το τελευταίο κύμα των απεργιών νέκρωσε η αγορά»·
- ξέρει την αγορά, λέγεται για άτομο που ξέρει καλά τις συνθήκες που κατά καιρούς επικρατούν στην αγορά ή ξέρει όλα τα σημεία από τα οποία μπορεί κανείς να κάνει συμφέρουσες αγορές: «όταν έχω να κάνω κάποιο σπουδαίο αλισβερίσι, συμβουλεύομαι πάντα τον τάδε, που ξέρει καλά την αγορά || κάθε φορά που θέλω να κάνω διάφορες αγορές, παίρνω μαζί μου και τον τάδε, που ξέρει καλά την αγορά»·
- παιδιά της αγοράς, βλ. λ. παιδί·
- ρίχνω στην αγορά, κυκλοφορώ προς πώληση εμπόρευμα, ιδίως αυτό που είναι νέο είδος: «έριξα στην αγορά ένα νέο απορρυπαντικό και κάνω τρελές δουλειές»·
- ρίχνω την αγορά, μειώνω την τιμή πώλησης προϊόντος: «ύστερα από πολύωρες διαπραγματεύσεις, κατάφερα κι έριξα την αγορά του διαμερίσματος»·
- στενάζει η αγορά, βλ. φρ. βογκάει η αγορά·
- στέρεψε η αγορά, παρατηρείται μεγάλη έλλειψη αγαθών: «με τις καταλήψεις των εθνικών δρόμων στέρεψε η αγορά, γιατί δεν ανανεώνονται τα εμπορεύματα»· βλ. και φρ. νέκρωσε η αγορά.

καπνός1

καπνός1, ο, πλ. καπνοί, οι, ουσ. [<αρχ. καπνός], ο καπνός. Ο καπνός του τσιγάρου όταν εκτοξεύεται με δύναμη από τον καπνιστή στο πρόσωπο κάποιου θεωρείται προσβλητική ή επιθετική ενέργεια. Όταν όμως ο καπνός αυτός εκτοξευτεί από τον καπνιστή, ανεξαρτήτου φύλου, στο πρόσωπο κάποιου με απαλό τρόπο τότε σημαίνει πως τον ξεχώρισε από την παρέα και δηλώνει ερωτικό ενδιαφέρον. (Ακολουθούν 15 φρ.)·  
- γίνομαι καπνός, φεύγω με ταχύτητα από κάπου, ιδίως από φόβο ή δειλία, εξαφανίζομαι: «μόλις είδε τους μπάτσους να ’ρχονται, έγινε καπνός». (Τραγούδι: θα γίνω καπνός, θα γίνω αέρας, θα φύγω στο πέρασμα μιας μέρας
- δε βγαίνει καπνός εκεί που δεν υπάρχει φωτιά, βλ. φρ. χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει·
- δε βγαίνει καπνός χωρίς φωτιά, βλ. φρ. χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει·
- δεν υπάρχει καπνός εκεί που δεν υπάρχει φωτιά, βλ. φρ. χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει·
- δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, βλ. φρ. χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει·
- κάθε ξύλο έχει τον καπνό του, κάθε άνθρωπος είναι και ένας ξεχωριστός χαρακτήρας, μια ξεχωριστή προσωπικότητα: «δεν μπορεί όλοι οι άνθρωποι να έχουν τον ίδιο χαρακτήρα, γιατί κάθε ξύλο έχει τον καπνό του»·
- με πήγε καπνός κι αντάρα, φοβήθηκα υπερβολικά, τρομοκρατήθηκα: «μόλις ξέφυγε τ’ αυτοκίνητο απ’ το δρόμο, με πήγε καπνός κι αντάρα»·
- μου ανέβηκαν οι καπνοί στο κεφάλι, θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα, θόλωσα: «όταν είδα να κοροϊδεύει γέρο άνθρωπο, μου ανέβηκαν οι καπνοί στο κεφάλι και τον έσπασα στο ξύλο»·
- όπου βγαίνει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. φρ. χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει·
- όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. φρ. χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει·
- πάω κατά καπνού, καταστρέφομαι ολοκληρωτικά, εκμηδενίζομαι, εξαφανίζομαι: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας, όλη η οικογένεια πήγε κατά καπνού»·
- πνίγω στον καπνό, (για κλειστούς χώρους) τον γεμίζω εντελώς με καπνό: «κάπνιζαν δέκα άτομα συνέχεια μέσ’ στο μικρό δωματιάκι και το ’πνιξαν στον καπνό»·
- ... που πήγε καπνός, λέγεται για κάτι που έγινε με μεγάλη ένταση ή σε υπερβολικό βαθμό: «έφαγα τόσο πολύ, που πήγε καπνός || ήπιαμε τόσο πολύ, που πήγε καπνός || κοιμήθηκα τόσο πολύ, που πήγε καπνός». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το κι αντάρα·
- προπέτασμα καπνού, βλ. λ. προπέτασμα·
- χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει, δε βγαίνει κάποια φήμη, ιδίως κακή, σε βάρος κάποιου, αν δεν υπάρχει και κάποια αλήθεια: «για ν’ αναφέρεται συνεχώς τ’ όνομά του, κάπου θα πρέπει να ’ναι κι αυτός μπλεγμένος σ’ αυτή τη βρομοδουλειά, γιατί χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει».

κάρβουνο

κάρβουνο, το, ουσ. [<μσν. κάρβουνον <κάρβων <λατιν. carbo], το κάρβουνο· ειδικό μολύβι από άνθρακα που χρησιμοποιούν οι σχεδιαστές ή οι ζωγράφοι, καθώς και αυτό το σχέδιο που γίνεται από αυτό το μολύβι: «σχεδίασε το πορτρέτο μου με κάρβουνο || πόσο τιμάται αυτό το κάρβουνο;». (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- αναμμένο κάρβουνο, σοβαρό πρόβλημα, δύσκολη υπόθεση: «δεν ανέχομαι άλλο, κάθε αναμμένο κάρβουνο που αντιμετωπίζετε να το φορτώνεται στις πλάτες μου»·
- έγιναν όλα κάρβουνο, κατακάηκαν, απανθρακώθηκαν τα πάντα, επήλθε ολοσχερής καταστροφή μετά από πυρκαγιά: «πήρε το σπίτι του φωτιά κι έγιναν όλα κάρβουνο»·
- έγινε κάρβουνο, α. (για πρόσωπα ή δάση) απανθρακώθηκε: «ο δασοπυροσβέστης τυλίχτηκε στις φλόγες κι έγινε κάρβουνο || από ένα παλιοτσίγαρο έγινε κάρβουνο το δάσος». β. (για ερωτευμένους) έλιωσε από ερωτικό πόθο: «μ’ ένα της φιλί έγινε κάρβουνο ο δικός σου». γ. (για φαγητά) κάηκε ολοσχερώς: «ξεχάστηκε μπροστά στην τηλεόραση κι έγινε κάρβουνο τ’ αρνάκι που είχε στο φούρνο»·
- εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα, βλ. λ. κάβουρας·
- είναι για κάρβουνα ή είναι για τα κάρβουνα ή είναι για κάρβουνο, (για τροφές) μπορεί ή πρέπει να ψηθεί στα κάρβουνα: «τα παϊδάκια είναι για κάρβουνα, ενώ οι κουτσουμούρες είναι για τηγάνι»·
- κάθομαι στα κάρβουνα ή κάθομαι σ’ αναμμένα κάρβουνα, έχω μεγάλη αγωνία, ανησυχία, αδημονώ για κάτι: «έμαθε πως πήρε άδεια ο γιος του, και κάθεται σ’ αναμμένα κάρβουνα, μέχρι να ’ρθει να τον σφίξει στην αγκαλιά του». (Τραγούδι: αχ, Γκράτσι, να μη σε δω Γκράτσι, γιατί σε κάρβουνα αναμμένα έχω κάτσει
- κάνω κάρβουνο, α. (για πρόσωπα ή για δάση) απανθρακώνω: «η φωτιά έκανε κάρβουνο τους θαμώνες του κέντρου || η πυρκαγιά έκανε κάρβουνο το δάσος». β. (για ερωτευμένους) λιώνω από ερωτικό πόθο: «με μια της ματιά έκανε κάρβουνο το φίλο σου». (Δημοτικό τραγούδι: να κι αν μ’ είδανε κι αν δε μ’ είδανε ’γω δε νοιάζουμαι και δε σκιάζουμαι είμαι η Κανελιά και με δυο φιλιά κάρβουνο κάνω το Λια). γ. (για φαγητά) καίω ολοσχερώς: «ξεχάστηκε στο τηλέφωνο, που μιλούσε με τη φιλενάδα της, κι έκανε κάρβουνο το φαγητό που μαγείρευε»·
- κάρβουνο να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, είδος ευχής. Συνών. σκατά να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται·
- κάρβουνο πιάνει, χρυσάφι γίνεται, είναι πολύ ικανός ή πολύ τυχερός στις διάφορες επιχειρηματικές του δραστηριότητες: «πάω να τρελαθώ μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κάρβουνο πιάνει, χρυσάφι γίνεται». Συνών. σκατά πιάνει, χρυσάφι γίνεται·
- καυτό κάρβουνο, βλ. συνηθέστ. αναμμένο κάρβουνο·
- μ’ άφησε σ’ αναμμένα κάρβουνα, με άφησε σε μεγάλη αγωνία: «δε μου ’πε τίποτα για το δυστύχημα που έγινε και μ’ άφησε σ’ αναμμένα κάρβουνα, γιατί στο λεωφορείο μέσα ήταν κι ο γιος μου»·
- να καούν τα κάρβουνα! έκφραση αδιαφορίας για όσα άσχημα μπορεί να συμβαίνουν γύρω· λέγεται σε στιγμές μεγάλου κεφιού·
- πατώ σ’ αναμμένα κάρβουνα, αντιμετωπίζω πολύ δύσκολη κατάσταση: «δεν πήγε καλά η τελευταία δουλειά που έκανα και πατώ σ’ αναμμένα κάρβουνα»·
- πού πας ξυπόλυτος στα κάρβουνα! βλ. συνηθέστ. πού πας ξυπόλυτος στ’ αγκάθια! λ. αγκάθι·
- ρίχνω κάρβουνα στη φωτιά, βλ. συνηθέστ. ρίχνω λάδι στη φωτιά, λ. λάδι·
- τι θες καημένε κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα; βλ. λ. κάβουρας·
- χρυσάφι να πιάνεις, κάρβουνο να γίνεται, είδος κατάρας·
- χρυσάφι πιάνει, κάρβουνο γίνεται, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, από ανικανότητα ή από ατυχία καταστρέφει οικονομικά ακόμη και την πιο κερδοφόρα δουλειά με την οποία καταπιάνεται: «είναι πολύ γκαντέμης άνθρωπος, γιατί χρυσάφι πιάνει, κάρβουνο γίνεται». Πρβλ. άνθρακες ο θησαυρός.

κάστανο

κάστανο, το, ουσ. [<αρχ. κάστανον], το κάστανο·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά, βλ. λ. τρελός·
- βγάζω τα κάστανα απ’ τη φωτιά, αναλαμβάνω να τακτοποιήσω δυσάρεστες ή επικίνδυνες καταστάσεις, που έχουν προκληθεί από άλλους: «κάνετε πρώτα του κόσμου τις βλακείες κι ύστερα φωνάζετε εμένα να βγάλω τα κάστανα απ’ τη φωτιά». Συνών. βγάζω το φίδι απ’ την τρύπα·
- δε χαρίζω κάστανα, δεν αστειεύομαι, δεν αφήνω ατιμώρητο αυτόν που ενήργησε εναντίον μου ή ενάντια στα συμφέροντά μου, δε δείχνω επιείκεια: «πρόσεχε πολύ πώς θα συμπεριφερθείς σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε χαρίζει κάστανα»·
- δεν τρέχει κάστανο, α. με κανέναν τρόπο, δεν υπάρχει περίπτωση, σε καμιά περίπτωση: «θα μου δανείσεις εκείνα τα λεφτά που σου ζήτησα; -Δεν τρέχει κάστανο || θα με βοηθήσεις αύριο στη μετακόμιση που θα κάνω; -Δεν τρέχει κάστανο». β. δε συμβαίνει, δε γίνεται τίποτα: «μην ανησυχείς, είναι τόσο μαλακός άνθρωπος, που, ό,τι και να του κάνεις, δεν τρέχει κάστανο». Συνών. δεν τρέχει τσάι·
- έγινε σαν κάστανο, (για ψητά κρέατα) έγινε πολύ τρυφερό και νόστιμο: «το αρνάκι που ψήσαμε στη σούβλα, έγινε σαν κάστανο»·
- καίνε τα κάστανα στα χέρια του, διαχειρίζεται ή αντιμετωπίζει μια πολύ σοβαρή υπόθεση: «μέχρι τώρα είχε εύκολες υποθέσεις, αλλά με τη νέα υπόθεση που ανέλαβε καίνε τα κάστανα στα χέρια του»·
- κάστανα σου καθαρίζουν; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που χαίρεται, ιδίως που γελάει, χωρίς λόγο: «τι γελάς, ρε χάχα, κάστανα σου καθαρίζουν;». Συνών. αβγά σου καθαρίζουν(;)·
- τα κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι, βλ. λ. μέλι.

κατσαρόλα

κατσαρόλα, η, ουσ. [<βενετ. cazzarola], η κατσαρόλα· στον πλ. οι κατσαρόλες, το σύνολο των μαγειρικών σκευών ενός νοικοκυριού: «άλλαξα όλες τις κατσαρόλες μας, γιατί, αυτές που είχαμε, ήταν ακόμα από την εποχή που παντρευτήκαμε». Υποκορ. κατσαρολίτσα, η και κατσαρολάκι, το·
- αν δε βάλεις την κατσαρόλα στη φωτιά, δε βράζει, αν δεν ενεργήσεις όπως πρέπει, κατάλληλα, δεν μπορείς να φέρεις μια δουλειά ή μια υπόθεσή σε αίσιο τέλος: «πρέπει να βρεθούν τα λεφτά, αγόρι μου, για ν’ αρχίσεις αυτή τη δουλειά, γιατί, αν δε βάλεις την κατσαρόλα στη φωτιά, δε βράζει»·
- μιλάμε για την κατσαρόλα και δεν ξέρουμε ακόμα τι φαγητό θέλουμε να κάνουμε, βιαζόμαστε να ενεργήσουμε, να συμπεράνουμε ή να καταλήξουμε σε κάτι, χωρίς να γνωρίζουμε ακόμα όλα τα απαραίτητα δεδομένα, ή προτρέχουμε, χωρίς να έχουμε κάποιο συγκεκριμένο στόχο: «τα πρώτα λεφτά που θα κερδίσουμε, θα τα ρίξουμε πάλι στη δουλειά. -Κάτσε, ρε παιδάκι μου, μιλάμε για την κατσαρόλα και δεν ξέρουμε ακόμα τι φαγητό θέλουμε να κάνουμε. Εδώ δε βρήκαμε ακόμα με τι δουλειά θέλουμε ν’ ασχοληθούμε κι εσύ ονειρεύεσαι κέρδη!»· 
- της κατσαρόλας, τρόπος μαγειρέματος διαφόρων φαγητών, συνήθως λαδερών: «σ’ άλλους αρέσουν τα τηγανητά, σ’ άλλους τα ψητά και σ’ άλλους τα φαγητά της κατσαρόλας»·
- τινάχτηκε το καπάκι της κατσαρόλας, βλ. λ. καπάκι.

κορμί

κορμί, το, ουσ. [<μσν. κορμίν <μτγν. κορμίον, υποκορ. του αρχ. κορμός], το κορμί. 1. ο άνθρωπος ως μονάδα: «στην τάδε μάχη έπεσαν πολλά κορμιά || στο χωριό δεν απόμειναν παραπάνω από δέκα κορμιά». (Λαϊκό τραγούδι: στο διπλανό τραπέζι ένα κορμί με παίζει). 2. το καλοσχηματισμένο ανθρώπινο κορμί και, κατ’ επέκταση, ο ωραίος, ο όμορφος άντρας ή η ωραία, η όμορφη γυναίκα: «για δες ένα κορμί που περνάει απέναντι!». (Λαϊκό τραγούδι: για κοίτα κόσμε ένα κορμί που μπήκε μες στο μαγαζί. Αμάν, πασά μου, θα τρελαθώ ως και τα ρούχα μου πουλώ). Υποκορ. κορμάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. κορμάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άχρηστο κορμί, (υποτιμητικά ή επιτιμητικά) άνθρωπος ανάξιος λόγου, τιποτένιος, άνθρωπος που δεν μπορεί να πετύχει τίποτα στη ζωή του, που είναι ανίκανος να φέρει σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση: «είσαι τόσο άχρηστο κορμί, που, και στη θάλασσα να σε στείλουν, δε θα φέρεις νερό». (Λαϊκό τραγούδι: για πες μου, άχρηστο κορμί,όταν θα έρθει η στιγμή τι ψυχή θα παραδώσεις
- δίνει το κορμί της, βλ. συνηθέστ. πουλάει το κορμί της·
- είναι δυο κορμιά μια ψυχή, ταιριάζουν, συνεννοούνται απόλυτα, είναι απόλυτα ταυτισμένοι: «αποκλείεται να χωρίσει αυτό το ζευγάρι, γιατί, απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν, είναι δυο κορμιά μια ψυχή». (Λαϊκό τραγούδι: είμαστε μες τη ζωή δύο κορμιά μια ψυχή κι αν τύχει και μ’ αρνηθείς, ό,τι μου κάνεις θα το βρεις). Συνών. είναι ένα σώμα μια ψυχή·
- είναι χαμένο κορμί, είναι άνθρωπος με κακές συναναστροφές και ανήθικη ζωή: «πρέπει να πάψεις να κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι χαμένο κορμί». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι ένα κορμί χαμένο, ένας άσωτος υιός, απ’ το σπίτι μου φευγάτος κι απ’ τον κόσμο μακριά, στον γκρεμό κατρακυλάω κάθε μέρα πιο βαθιά
- έπεσαν πολλά κορμιά, σκοτώθηκαν πολλοί άνθρωποι, ιδίως σε μάχη: «στη μάχη του Λαχανά έπεσαν πολλά κορμιά»·
- ίσια το κορμί σου, έκφραση με την οποία ενθαρρύνουμε κάποιον να αντιπαλέψει με θάρρος τις δυσκολίες που του έτυχαν. (Λαϊκό τραγούδι: έμπαινε, Γιώργο, έμπαινε και ίσια το κορμί σου, μη λογαριάζεις τίποτα και πονηρά ξηγήσου). Από την εικόνα του ατόμου που οι πολλές δυσκολίες της ζωής του το ανάγκασαν να περπατά με κυρτωμένους τους ώμους·
- κορμί μου ατελείωτο! θαυμαστικό επιφώνημα σε ψηλή και καλλίγραμμη γυναίκα, που βλέπουμε να περνάει μπροστά μας·
- κορμί (σαν) κυπαρίσσι, το ψηλό και λυγερό κορμί: «ο γιος του έχει ένα κορμί σαν κυπαρίσσι»·
- κορμί (σαν) λαμπάδα, το ψηλό και λεπτό κορμί: «με τη δίαιτα και τη γυμναστική έκανε ένα κορμί σαν λαμπάδα»·
- κορμί (σαν) λάστιχο, το ευλύγιστο και καλογυμνασμένο κορμί: «στο τσίρκο διαφήμιζαν ένα παιδί, που είχε κορμί λάστιχο»·
- κορμί σαν φίδι, βλ. φρ. φιδίσιο κορμί·
- κορμί σαν χέλι, λεπτό και ευλύγιστο κορμί: «είναι πολύ λαχταριστή γυναίκα κι έχει κορμί σαν χέλι». (Λαϊκό τραγούδι: χόρεψέ μου τσιφτετέλι που ’χεις το κορμί σαν χέλι, να χαζέψει ο ντουνιάς
- λιώνει το κορμί μου, α. πάσχω από ανίατη ασθένεια, ιδίως από καρκίνο: «παρόλη την πρόοδο της ιατρικής, εντούτοις λιώνει το κορμί μου». β. νιώθω έντονο ερωτικό πόθο: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, λιώνει το κορμί μου για πάρτη της». (Λαϊκό τραγούδι: το κορμί μου λιώνει όταν σε κοιτώ, όταν σε ιδώ πώς είσαι, θε να λωλαθώ
- ξερό κορμί, άνθρωπος χωρίς οικογένεια, που είναι εντελώς μόνος στη ζωή του: «κουράστηκε να ’ναι ένα ξερό κορμί κι αποφάσισε να παντρευτεί»·
- όταν ο σάλιαγκας ζητεί ν’ αλλάξει το καυκί του, πρώτα βγάζει τα κέρατα κι έπειτα το κορμί του, βλ. λ. σάλιαγκας·
- ό,τι τραβάει το κορμί, τα φταίει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- πήρε το κορμί μου φωτιά, κυριεύομαι από σεξουαλική επιθυμία: «μόλις ένιωσα στο στόμα μου τα σαρκώδη χείλη της, πήρε το κορμί μου φωτιά»·
- πουλάει το κορμί της, εκδίδεται επί χρήμασι. (Λαϊκό τραγούδι: τι σε μέλει εσένα κι αν γυρνώ το κορμί μου ακόμα κι αν πουλώ; πέντε χρόνια εσύ με τυραννάς, δε με στεφανώνεις με γελάς
- του άργασα το κορμί, βλ. φρ. του άργασα το τομάρι, λ. τομάρι·
- φιδίσιο κορμί, λεπτό και ευλύγιστο κορμί: «ήταν μια όμορφη γυναίκα με φιδίσιο κορμί». (Λαϊκό τραγούδι: αραπίνες, μάτια φλογισμένα και κορμιά φιδίσια καμωμένα, σαν εξωτικά!
- χαμένο κορμί, α. άνθρωπος ανίκανος, άχρηστος, τιποτένιος: «μην αναθέσεις τίποτα σ’ αυτό το χαμένο κορμί, γιατί θα εκτεθείς». β. άνθρωπος με κακές συναναστροφές, με ανήθικη ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: χαμένο κορμί με φωνάζουν κι αλήτη, γιατί δε γυρίζω τα βράδια στο σπίτι). γ. εκστομίζεται και ως βρισιά: «ουστ από δω, χαμένο κορμί». Συνών. χαμένο παρτάλι / χαμένο πατσί / χαμένο ρούχο / χαμένο υποκείμενο.

κώλος

κώλος, ο, ουσ. [<μσν. κῶλος <αρχ. επίθ. κῶλον (ενν. έντερον)]. 1. οι γλουτοί, τα πισινά, τα κωλομέρια, τα κωλομάγουλα: «όπως περνούσε από δίπλα της, της έδωσε μια τσιμπιά στον κώλο». 2. ο πρωκτός: «όταν είμαι δυσκοίλιος, με πονάει ο κώλος μου». 3. τα νώτα: «του γύρισε τον κώλο του κι έφυγε». 4. άνθρωπος εντελώς ανάξιος λόγου, εντελώς ασήμαντος, τιποτένιος: «δε θέλω να ’χω πάρε δώσε με κάτι κώλους σαν και σένα». 5. απευθύνεται και με υποτιμητική ή υβριστική διάθεση: «ναι, ρε κώλε, κάτι μας είπες τώρα! || έλα δω, ρε κώλε, γιατί με κατηγόρησες;». 6. το πίσω μέρος του παντελονιού που εφάπτεται στους γλουτούς: «πήγαινε ν’ αλλάξεις παντελόνι, γιατί αυτό που φοράς, τρύπησε ο κώλος του». 7. άνθρωπος με πρόσωπο άσχημο ή όμορφο, ανάλογα με τη σεξουαλική διάθεση εκείνου που το λέει: «ήταν άσχημος σαν κώλος», λέει ένας συνηθισμένος άνθρωπος, γιατί στο νου του ο κώλος είναι το σημείο αποβολής των ακαθαρσιών, των περιττωμάτων του ανθρώπινου οργανισμού, ενώ ένας σοδομιστής που ο κώλος είναι το σημείο εκτόνωσης, ικανοποίησης της σεξουαλικής του ορμής, θα πει: «ήταν όμορφος σαν κώλος». Στη δεύτερη περίπτωση η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με τα δάχτυλα του χεριού ενωμένα στις άκρες τους να έρχονται στα χείλη και, μόλις δεχτούν ένα ρουφηχτό και ηχηρό φιλί, το χέρι να τινάζεται μπροστά και λίγο προς τα πάνω και τα δάχτυλα να ανοίγουν ελευθερώνοντας την παλάμη. 8. για το άτομο που έχει αδικαιολόγητη υπεροπτική συμπεριφορά και επιδεικνύει προσποιητή ανδρεία, λέγονται και οι παρακάτω φράσεις: μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος επεισόδιο / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος κουβαρίστρα / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος υποβρύχιο / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος φιλιστρίνι. Από τα παιδιά της δεκαετίας του 1950 και λιγότερο του 1960 άκουγα που απάγγειλαν χάριν αστεϊσμού στην παρέα ή εν χορώ το παρακάτω ποιηματάκι: ο Γιώργος (ή όποιο άλλο όνομα) το καλό παιδί και τ’ άξιο παλικάρι, γαϊδάρου κώλο φίλησε και πήρε ένα δεκάρι, και το δεκάρι το ’δωσε και πήρε μια κουτάλα και πήγε στον απόπατο να φάει φασουλάδα. (Ακολουθούν 262 φρ.)·
- αγκάθια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. αγκάθι·
- αγκάθια έχει ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- αν βαστάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου βαστάει ο κώλος έλα, αν τολμάς, αν έχεις το θάρρος, έλα να αναμετρηθούμε δυναμικά, έλα να μαλώσουμε·
- αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια, χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «πρέπει να κοπιάσεις πολύ για ν’ αποκτήσεις τα καλά που ονειρεύεσαι, γιατί είναι γνωστό πως στη ζωή, αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια». Συνών. αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια / αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δεν τελειώνει η δουλειά·
- αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αν έχεις κώλο, έλα, βλ. φρ. αν βαστάει ο κώλος σου, έλα·
- αν κρατάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου κρατάει ο κώλος, έλα, βλ. φρ. αν βαστάει ο κώλος σου, έλα·
- άναψε ο κώλος μου, α. βρίσκομαι για πολλή ώρα καθισμένος στην ίδια θέση: «άντε, ρε παιδιά, πάμε και καμιά βόλτα, γιατί άναψε ο κώλος μου να κάθομαι τόσες ώρες σ’ αυτή την καρέκλα!». β. κινούμαι ασταμάτητα για να διεκπεραιώσω επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «άναψε ο κώλος μου να τρέχω απ’ το πρωί από γραφείο σε γραφείο για να μαζέψω όλες τις υπογραφές»· βλ. και φρ. πήρε ο κώλος μου φωτιά·
- άνοιξε ο κώλος μου, α. έχω μεγάλη τύχη, μου έρχονται όλα πολύ ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, άνοιξε ο κώλος μου». β. κερδίζω ασταμάτητα σε χαρτοπαίγνιο: «απ’ τη στιγμή που κάθισε αυτός ο τύπος δίπλα μου, μου ’φερε τόσο γούρι, που άνοιξε ο κώλος μου»·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, εξουθενώθηκα από την κούραση, από την προσπάθεια που κατέβαλα: «μια στιγμή να καθίσω λιγάκι, γιατί άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο απ’ τη μετακόμιση»·
- απ’ τον κώλο ως το μουνί ή απ’ το μουνί ως τον κώλο, έκφραση με την οποία θέλουμε να χαρακτηρίσουμε μια πάρα πολύ μικρή, κοντινή απόσταση: «το σπίτι μου απ’ το σημείο που βρισκόμαστε είναι απ’ τον κώλο ως το μουνί και θα πάρουμε ταξί!». Πρβλ.: απ’ τη ζωή ως το θάνατο είν’ ένα μονοπάτι κι από τον κώλο ως το μουνί δυο δάχτυλα και κάτι·
- άσ’ αυτά του κώλου! ειρωνική αμφισβήτηση ή απόρριψη των προτάσεων κάποιου, γιατί θεωρούμε πως μας λέει ψέματα ή γιατί αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «αν μου δανείσεις σήμερα ένα εκατομμύριο, σε δυο μέρες θα σου το επιστρέψω διπλό. -Άσ’ αυτά του κώλου!». Συνών. άσ’ αυτά τα σάπια(!)· 
- άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στον πόρο θα φανεί, βλ. λ. πόρος·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιδιώκει να μας προκαλέσει ή να μας υποβαθμίσει επιδεικνύοντάς μας τα λεφτά του. β. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποια δημόσια έγγραφα·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου, α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που προσπαθεί να μας δωροδοκήσει με κάποιο χρηματικό ποσό, με κάποια λεφτά. β. απαξιωτική έκφραση για απαράδεκτα μικρό ποσό που μας δίνεται για κάποια δουλειά ή εκδούλευση. γ. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποια δημόσια έγγραφα·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω στον κώλο σου, βλ. φρ. αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου, α. επιθετική έκφραση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον που, μας απειλεί με μαχαίρι ή πιστόλι. β. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποιο δημόσιο έγγραφο·
- βάζει κρέας στον κώλο του, βλ. λ. κρέας·
- βάζει τσιτσί στον κώλο του, βλ. λ. τσιτσί·
- βάζω κώλο, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «εγώ βάζω κώλο πως θα γίνουν τα πράγματα έτσι όπως σας τα λέω». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό, ιδίως πολύ υποτιμητικό για έναν άντρα, να αφήσει να χρησιμοποιήσουν τον κώλο του όπως οι άλλοι θέλουν·
- βάλ’ το στον κώλο σου! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα που του δώσαμε, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο, ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. Συνών. βάλ’ το εκεί που ξέρεις! / βάλ’ το κλύσμα! / βάλ’ το στη σαλαμούρα! / βάλ’ το στον πάγο! / κάν’ το κλύσμα(!)·
- βγάζει φωτιές απ’ τον κώλο του ή βγάζει απ’ τον κώλο του φωτιές, βλ. λ. φωτιά·
- βγάζει φωτιές ο κώλος του ή βγάζει ο κώλος του φωτιές, βλ. λ. φωτιά· 
- βγήκαν τα σκατά να κοροϊδέψουν τον κώλο, βλ. λ. σκατά·
- βελόνες έχει ο κώλος σου; βλ. λ. βελόνα·
- βελόνες έχει ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- βλέπει κι ο κώλος του, βλ. συνηθέστ. έχει και στον κώλο μάτια·
- βλέπω του κώλου μου την τρύπα, βασανίζομαι, υποφέρω, τυραννιέμαι πάρα πολύ: «κάθε μέρα βλέπω του κώλου μου την τρύπα για να τα βγάλω πέρα». Συνών. βλέπω τη Δευτέρα Παρουσία / βλέπω την κηδεία μου / βλέπω την κόλαση / βλέπω το διάβολό μου / βλέπω το μνήμα μου / βλέπω τον άγγελό μου· βλ. και φρ. είδα του κώλου μου την τρύπα·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει η σκούφια μας, βλ. λ. βρακί·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας, βλ. λ. βρακί·
- βρήκε μπόλικη μυτζήθρα ο γύφτος κι άλειψε και στον κώλο του, βλ. λ. γύφτος·
- γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί, έκφραση αδιαφορίας προς το άτομο που μας πληροφορεί για τις απειλές που εκτοξεύει κάποιος εναντίον μας, και έχει την έννοια πως δεν μπορεί να μας κάνει τίποτα: «ο τάδε λέει πως, αν σε συναντήσει, θα σε σπάσει στο ξύλο. -Γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί»·
- γαμώ τον κώλο μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ: «γαμώ τον κώλο μου γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ τον κώλο σου! ή σου γαμώ τον κώλο! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ τον κώλο σου, ασχολείσαι συνέχεια με μένα! || σου γαμώ τον κώλο αν ξαναφύγεις απ’ τη δουλειά χωρίς να πάρεις άδεια!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- για να σφίγγουν οι κώλοι ή για να σφίξουν οι κώλοι, λέγεται στην περίπτωση που κάποια ενέργεια γίνεται για εκφοβισμό: «κάθε τόσο βάζει δεξιά αριστερά τις φωνές για να σφίγγουν οι κώλοι»·
- για της ορφανής τον κώλο έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. λ. Θεός·
- γίναμε κώλος, μαλώσαμε άγρια, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «πιάσαμε κουβέντα για τα πολιτικά και γίναμε κώλος»·
- γλείφω κώλο, α. έκφραση με την οποία θέλουμε να γίνουμε πιστευτοί σε αυτό που λέμε: «γλείφω κώλο, αν δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως τα λέω. β. επιθυμώ να αποκτήσω κάτι πάρα πολύ: «γλείφω κώλο για να πάρω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό ή μειωτικό σε κάποιον να γλείφει τον κώλο κάποιου·
- γλείφω κώλους, ταπεινώνομαι σε διάφορους για να πετύχω κάτι: «τον τελευταίο καιρό γλείφω κώλους για να διορίσω το γιο μου στο δημόσιο». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό ή μειωτικό σε κάποιον να γλείφει διάφορους κώλους·
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. λ. ύπνος·
- γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο, βλ. λ. γυναίκα·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, βλ. λ. γυναίκα·
- δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! ή δεν πα(ς) να γαμηθείς ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! βλ. λ. γαμιέμαι· 
- δεν αγαπάει παρά τον κώλο του, βλ. φρ. κοιτάζει μόνο τον κώλο του·
- δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ μαζί σου, γιατί δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «έχω ένα μικρό σούπερ μάρκετ και κάθε Σάββατο δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν έχει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο του, βλ. λ. εμπιστοσύνη·
- δεν έχει κώλο για κάθισμα, είναι πολύ δραστήριος, είναι αεικίνητος: «δεν μπορεί να μείνει μια στιγμή ήσυχος, γιατί δεν έχει κώλο για κάθισμα, κι όλο με κάτι θέλει να καταγίνεται»·
- δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του ή δεν έχει να φορέσει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν κάθεται στον κώλο του, είναι πολύ εργατικός, πολύ δραστήριος: «απ’ το πρωί που θα ξυπνήσει μέχρι να βραδιάσει, δεν κάθεται στον κώλο του»·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω  τ’ αφτί μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου». β. έχω πολλή και συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν προλάβαινα να ξύσω τον κώλο μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν του βαστάει ο κώλος! δεν έχει το θάρρος, τη δύναμη να αναμετρηθεί με κάποιον: «μην τον ακούς που λέει πως, αν τον συναντήσει, θα τον δείρει, γιατί δεν του βαστάει ο κώλος!»·
- δίνω κώλο, επιθυμώ τόσο πολύ να πετύχω ή να αποκτήσω κάτι, που μπορώ να κάνω και πράγματα μειωτικά για τον εαυτό μου: «δίνω κώλο για μια θέση στο δημόσιο || δίνω κώλο για ν’ αποκτήσω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- δουλειά του κώλου ή του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, βλ. λ. κεφάλι·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο (ενν. από το καθισιό), δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω ασύστολα: «τον τελευταίο καιρό έχω τέτοια σπαρίλα, που έβγαλε ο κώλος μου κάλο»·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο ή έβγαλε κάλο ο κώλος μου (ενν. από το καθισιό, από το κάθισμα, από την καρέκλα), α. κάθομαι για πολλή ώρα στην ίδια θέση και αρχίζω να νιώθω δυσφορία: «πάμε να περπατήσουμε λίγο, γιατί έβγαλε ο κώλος μου κάλο όλη τη μέρα καθισμένος πίσω απ’ το γραφείο». β. (για μαθητές, σπουδαστές) για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζω πολύ εντατικά (δηλ. δε σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να μην καθυστερήσω λεπτό): «σ’ ένα μήνα δίνει εξετάσεις κι έβγαλε ο κώλος του κάλο απ’ το διάβασμα»·
- έβγαλε ο κώλος μου μαλλί ή έβγαλε μαλλί ο κώλος μου, απόκτησα μεγάλη πείρα στη ζωή μου: «είσαι πολύ μικρός για να με ξεγελάσεις, γιατί, εμένα που με βλέπεις, έβγαλε ο κώλος μου μαλλί τόσα χρόνια στην πιάτσα». Από το ότι το άτομο που έχει τρίχες (μαλλί) στον κώλο του, είναι και μεγάλο στην ηλικία, πράγμα που παραπέμπει στην πείρα που θα έχει αποκτήσει· βλ. και φρ. μάλλιασε ο κώλος μου·
- έγινα κώλος, λερώθηκα πάρα πολύ: «θέλησα να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό μου κι έγινα κώλος με τα λάδια και τα γράσα». Από την εικόνα του ατόμου που τα έκανε απάνω του·
- έγινε κώλος, (για μηχανήματα)έπαθε μεγάλη ζημιά, καταστράφηκε: «έφαγε τέτοιο τράκο τ’ αυτοκίνητο, που έγινε κώλος»·
- έγινε κώλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε κώλος, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε κώλος το πράμα ή το πράμα έγινε κώλος, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έγινε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- έγινε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- έγινε ο κώλος μου σαν τάλιρο, βλ. λ. τάλιρο·
- έγινε σαν της μαϊμούς τον κώλο, βλ. λ. μαϊμού·
- έγινε σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ. λ. δουλειά·
- εγώ από κώλο βγήκα; ή εμείς από κώλο βγήκαμε; α. έκφραση με την οποία εκφράζει κανείς το παράπονό του για απαξιωτική συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων σε βάρος του, ή στην περίπτωση που το αποκλείουν χωρίς λόγο από μια διαδικασία, από μια ομαδική εκδήλωση ή και μοιρασιά: «γιατί, ρε παιδιά, να μην έρθω μαζί στην εκδρομή, εγώ από κώλο βγήκα; || εμείς από κώλο βγήκαμε, ρε παιδιά, και δε μου δίνεται και μένα κάτι απ’ την μπάζα που κάναμε;». β. έκφραση με την οποία δικαιολογεί κανείς κάποια ενέργειά του με την έννοια γιατί να το κάνουν οι άλλοι και όχι κι εγώ ή δεν έχω κι εγώ τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους(;): «γιατί να μην πάω κι εγώ εκδρομή, εμείς από κώλο βγήκαμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για το άτομό του. Συνών. εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι) / εγώ στο πηγάδι κατούρησα; ή εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε; / εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; / εμένα μάνα δε με γέννησε; ή εμάς μάνα δε μας γέννησε(;)·
- εδώ το καζάνι βράζει κι ο κώλος της μαϊμούς γιορτάζει, βλ. λ. καζάνι·
- είδα του κώλου μου την τρύπα, κινδύνεψα άμεσα, γλίτωσα από βέβαιο θάνατο: «κάναμε τέτοια τράκα, που είδα του κώλου μου την τρύπα». Συνών. είδα τη Δευτέρα Παρουσία / είδα την κηδεία μου / είδα την κόλαση / είδα το διάβολό μου / είδα το μνήμα μου / είδα τον άγγελό μου · βλ. και φρ. βλέπω του κώλου μου την τρύπα·
- είδε η μαϊμού τον κώλο της και φοβήθηκε, βλ. λ. μαϊμού·
- είμαι με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- είναι για τον κώλο μου πεσκέσι ή είναι του κώλου μου πεσκέσι, βλ. φρ. είναι για το διάβολο πεσκέσι, βλ. λ. διάβολος·
- είναι κώλος ακάθιστος, δεν μπορεί να μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια θέση, είναι αεικίνητος: «δεν μπορείς να τον περιορίσεις πουθενά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι κώλος ακάθιστος»·
- είναι κώλος και βρακί, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος, είναι πάντα μαζί, είναι αχώριστοι, είναι στενά συνδεδεμένοι, είναι πολύ φίλοι: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν είναι κώλος και βρακί»·
- είναι κώλος ξεβράκωτος, α. είναι πάρα πολύ φτωχός: «δεν τον θέλουν στην παρέα τους τα πλουσιόπαιδα, γιατί είναι κώλος ξεβράκωτος». β. λέει, διαδίδει ό,τι του εμπιστεύεται κάποιος, δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό: «μην κάνεις το λάθος και του εμπιστευτείς κάποιο μυστικό, γιατί είναι κώλος ξεβράκωτος και θα το μάθουν οι πάντες»·
- είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. λ. κλάνω·
- έκανα κώλο τη δουλειά ή έκανα σαν τον κώλο μου τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
- έκανε ο κώλος μου πίου πίου, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη, ευχάριστη ή δυσάρεστη: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι στον πατέρα του, έκανε ο κώλος μου πίου πίου || έκανε ο κώλος μου πίου πίου, μόλις τον είδα να οδηγεί τέτοια αυτοκινητάρα!». β. εκνευρίστηκα πάρα πολύ: «έκανε ο κώλος μου πίου πίου, μόλις τον είδα να βρίζει γέρο άνθρωπο και τον σακάτεψα στο ξύλο». γ. φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να ’ρχεται αγριεμένος καταπάνω μου, έκανε ο κώλος μου πίου πίου και το ’βαλα αμέσως στα πόδια»· 
- ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, λ. κεφάλι·
- έτσι να κάνει ο κώλος σου, έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου λόγω του εκκωφαντικού ήχου της εξάτμισης μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου, και απευθύνεται στον κάτοχο του τροχοφόρου. Συνών. έτσι να κάνει η σούφρα σου·
- έφυγε με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- έχει αγκάθια ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- έχει βελόνες ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- έχει έναν κώλο να! είναι πολύ τυχερός: «δεν παίζει κανείς χαρτιά μαζί του, γιατί έχει ένα κώλο να και δεν αφήνει τον άλλο να πάρει ούτε χαρτωσιά». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τον αντίχειρα και το δείκτη του κάθε χεριού να έρχονται και να εφάπτονται στις άκρες τους σχηματίζοντας ένα κύκλο, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να δείξουν το μέγεθος του ανοίγματος του κώλου·
- έχει έναν κώλο τέτοιο! βλ. φρ. έχει ένα κώλο να! Και στη φρ. αυτή, παρατηρείται η παραπάνω χειρονομία·
- έχει καρφιά ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- έχει σκουλήκια ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχει και στον κώλο μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «πού να ξεφύγεις απ’ αυτόν! Αυτός έχει και στον κώλο μάτια!»·
- έχει σκουλήκια ο κώλο του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχεις κώλο; έχεις το θάρρος, τολμάς(;):«έχεις κώλο να τα βάλεις μαζί του;»·
- έχω έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- έχω κώλο, α. έχω τύχη, είμαι τυχερός: «αν δεν είχα κώλο, θα σκοτωνόμουν μετά από τέτοια τράκα». β. έχω θάρρος, τολμώ: «μόνο αυτός έχει κώλο να τα βάλει μαζί του»·
- έχω κώλο εγώ! απευθύνεται ειρωνικά ή κοροϊδευτικά σε κάποιον με την έννοια, έχω μυαλό. Συνοδεύεται πάντα με αλλεπάλληλα χτυπήματα του δείκτη στο μέρος του μυαλού·
- έχω τσιβί στον κώλο μου, βλ. λ. τσιβί·
- η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο, χειρονακτική εργασία που για να τη φέρει κάποιος σε πέρας πρέπει να καταβάλλει πολύ κόπο, πολλή κούραση, να υπερβάλλει τις δυνάμεις του: «μη μου λες ότι κουράζεσαι στο γραφείο σου και δες εμένα που δουλεύω στα χωράφια, γιατί η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο»·
- η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- ήρθε τ’ αβγό στον κώλο του, βλ. λ. αβγό·
- θα δούμε τον κώλο σου! ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας ειρωνεύεται για κάποια αποτυχία μας, με την έννοια να επιχείρηση την ίδια ή κάποια παρόμοια προσπάθεια για να δούμε αν θα μπορέσει να τα καταφέρει: «εγώ αυτό μπόρεσα να κάνω, αυτό έκανα. Όταν φτάσει και σένα η σειρά σου θα δούμε τον κώλο σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εσένα· 
- θα σε βγάλω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε διώξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε πετάξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σου ανοίξω τον κώλο, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σ’ ανοίξω τον κώλο, να το ξέρεις»·
- θα σου βάλω κρέας στον κώλο, βλ. λ. κρέας·
- θα σου βάλω τσιτσί στον κώλο, βλ. λ. τσιτσί·
- θα σου κόψω τον κώλο, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπείς κακό λόγο για μένα, θα σου κόψω τον κώλο || αν ξαναπατήσεις το πόδι σου σ’ αυτό το μέρος, θα σου κόψω τον κώλο»·
- θα σου φύγει ο κώλος, α. θα νιώσεις πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, θα εξουθενωθείς: «μην πας να δουλέψεις σ’ αυτό το εργοστάσιο, γιατί θα σου φύγει ο κώλος». β. θα νιώσεις τέτοια έκπληξη, που δε θα μπορείς να αρθρώσεις κουβέντα: «αγόρασε μια αυτοκινητάρα, που αν τη δεις, θα σου φύγει ο κώλος». Συνών. θα σου φύγει το καφάσι / θα σου φύγει το κλαπέτο / θα σου φύγει ο πάτος·
- θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. φρ. θα στα χώσω στον κώλο σου·
- θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), απειλητική έκφραση σε κάποιον που επιμένει να μας δωροδοκήσει με κάποιο χρηματικό ποσό ή να μας επιδεικνύει τα λεφτά του: «πάρ’ τα μπροστά απ’ τα μάτια μου, γιατί θα στα χώσω στον κώλο σου»·
- θα στο βάλω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς), βλ. φρ. θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς)·
- θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς) απειλητική έκφραση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον που μας απειλεί με μαχαίρι ή πιστόλι·
- θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι, η οικονομική κατάσταση προβλέπεται να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο: «με τη νέα κατάσταση που επικρατεί στην αγορά, θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι». Από την εικόνα του ατόμου που ο πρωκτός του είναι πολύ στενός, που είναι δυσκοίλιος, επειδή δεν έχει χρήματα να αγοράσει τροφή, οπότε δεν ενεργείται·
- θέλει κώλο, α. απαιτείται πολύ θάρρος, μεγάλη τόλμη: «θέλει κώλο για να τα βάλει κανείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο». β. απαιτείται πολύς κόπος: «θέλει κώλο αυτή η δουλειά για να την τελειώσεις»·
- θρέφει κώλο ή θρέφει κώλους, (ειρωνικά) δεν κάνει απολύτως τίποτα, τεμπελιάζει: «έχει έναν πλούσιο φίλο που τον χαρτζιλικώνει, κι αυτός θρέφει κώλο»·
- ίδρωσε ο κώλος μου, α. κουράστηκα υπερβολικά: «ίδρωσε ο κώλος μου μέχρι να τελειώσω τη δουλειά». β. κάθισα μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια θέση: «θα κάνω μια βόλτα, γιατί ίδρωσε ο κώλος μου να κάθομαι στην καρέκλα»·
- κάθομαι στον κώλο μου, δεν επεμβαίνω, δεν ανακατεύομαι, μένω στη θέση μου: «όταν βλέπω τους άλλους να μαλώνουν, κάθομαι στον κώλο μου»·
- κακό σπυρί στον κώλο σου, βλ. λ. σπυρί·
- κάν’ τα μασούρι και βαλ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. μασούρι·
- κάνει δουλειά του κώλου ή κάνει του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει κώλο ή κάνει κώλους, βλ. συνηθέστ. θρέφει κώλο·
- κάνουν αλλαξιά τους κώλους τους, βλ. συνηθέστ. κάνουν αλλαξοκωλιά, λ. αλλαξοκωλιά·
- κάνω κώλο ή κάνω κώλους, παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι φαΐ και ύπνο έκανα κώλους»·
- καρφιά έχει ο κώλος σου; βλ. λ. καρφί·
- καρφιά έχει ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- κάτσε στον κώλο σου! (απειλητικά ή συμβουλευτικά) μην επεμβαίνεις, μην ανακατεύεσαι, μην ενδιαφέρεσαι: «κάτσε στον κώλο σου, γιατί θα τις φας! || κάτσε στον κώλο σου, που στενοχωριέσαι τι θα κάνει αυτό το παλιοτόμαρο!». Συνήθως, άλλες φορές προτάσσεται και άλλες επιτάσσεται το μωρέ ή το ρε·
- κοιτάζει τον κώλο του ή κοιτάζει μόνο τον κώλο του ή κοιτάζει όλο τον κώλο του, είναι πολύ εγωιστής και ενδιαφέρεται μόνο για το προσωπικό του συμφέρον, για την προσωπική του ευχαρίστηση: «είναι άνθρωπος που δε νοιάζεται για κανέναν και πάντα κοιτάζει μόνο τον κώλο του»·
- κοιτάζω τον κώλο μου, ενδιαφέρομαι μόνο για το προσωπικό μου συμφέρον: «δε με ενδιαφέρουν τα κοινά, κοιτάζω τον κώλο μου και περνώ μια χαρά». Συνών. κοιτάζω την κοιλιά μου / κοιτάζω την πάρτη μου / κοιτάζω το συμφέρον μου·
- κουνάει τον κώλο της, βλ. συνηθέστ. κουνάει την ουρά της, λ. ουρά·
- κουνάει τον κώλο του, βλ. συνηθέστ. κουνάει την ουρά του, λ. ουρά·
- κόψε τον κώλο σου! δε με ενδιαφέρει, δε νοιάζομαι απολύτως τι θα κάνεις, για να βγεις από τη δύσκολη θέση που βρίσκεσαι ή για να πετύχεις κάτι: «αχ, Θεέ μου, με ποιο τρόπο θα μπορέσω να γλιτώσω τη φυλακή; -Κόψε τον κώλο σου! || πώς θα μπορέσω να μαζέψω τόσα λεφτά που μου ζητάς; -Κόψε τον κώλο σου!». Συνών. κόψε το κεφάλι σου! / κόψε το λαιμό σου! / κόψε το σβέρκο σου(!)·
- κώλο κώλο ή κώλο με κώλο, (για τσούγκρισμα αβγών) με το πλατύτερο μέρος τους: «τσουγκρίσαμε τ’ αβγά μας κώλο με κώλο και μου το ’σπασε». Αντίθ. μύτη μύτη ή μύτη με μύτη·
- κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος, αυτός που κλάνει, δεν έχει την ανάγκη γιατρού: «μην το μαλώνεις το παιδί που έκλασε, γιατί κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος». Από το ότι, μετά από κάποια σοβαρή εγχείρηση, από τα πρώτα που ενδιαφέρεται ο θεράποντας γιατρός του εγχειρισμένου είναι αν έκλασε, πράγμα που δείχνει πως ο οργανισμός άρχισε να επανέρχεται στην ομαλή λειτουργία του μετά από το σοκ της εγχείρησης·
- κώλος που κλάνει, γιατρό δε ζητάει, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος·
- κώλος που κλάνει, γιατρός δε φτάνει, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος·
- κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει, οι κακές συνήθειες δεν αποβάλλονται εύκολα: «από μικρός έμαθε να βρίζει σαν λιμενεργάτης κι έχει ακόμα κοτζάμ άντρας το ίδιο χούι. -Κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει»·
- λόγια του κώλου, βλ. λ. λόγια·
- μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος κουβαρίστρα ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος υποβρύχιο ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος φιλιστρίνι, βλ. λ. μαγκιά·
- μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια, ας γίνει οποιοδήποτε κακό, αρκεί να μη βλάψει εμάς: «ε ρε, πόσος κόσμος σκοτώνεται στο Ιράκ! -Μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια»·
- μακριά απ’ τον κώλο μου, δε θέλω να έχω καμιά ανάμειξη στην υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, γιατί υποπτεύομαι πως είναι παράνομη και πως θα έχω συνέπειες, αν αποκαλυφθεί: «εσείς κάντε ό,τι θέλετε, όσο για μένα, μακριά απ’ τον κώλο μου»·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας είν’ και τόσο, ευχετική έκφραση να μην υποστούμε έστω και κατ’ ελάχιστον το κακό που αναφέρει κάποιος. Λέγεται με παράλληλη χειρονομία με τον αντίχειρα να δείχνει επάνω στο δείκτη μια πολύ μικρή έκταση. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας μπει όπου θέλει, ευχετική έκφραση να μην υποστούμε το κακό που αναφέρει κάποιος, αδιαφορώντας ποιος θα το υποστεί. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- μάλλιασε ο κώλος μου (ενν. από το να κάθεται), α. κάθομαι για πολλή ώρα στην ίδια θέση και αρχίζω να νιώθω δυσφορία: «πάμε να κάνουμε καμιά βόλτα, γιατί μάλλιασε ο κώλος μου να κάθομαι τόση ώρα σ’ αυτό το μπαράκι». β. (για μαθητές, σπουδαστές) για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζω πολύ εντατικά (δηλ. δε σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να μη καθυστερήσω λεπτό): «σίγουρα θα πετύχω στο πανεπιστήμιο, γιατί όλο το καλοκαίρι μάλλιασε ο κώλος μου απ’ το διάβασμα»· βλ. και φρ. έβγαλε ο κώλος μου μαλλί·   
- μάστορας είναι και της κατσίκας ο κώλος που φτιάχνει τα κομπολόγια, βλ. λ. μάστορας·
- με κώλο; έκφραση απορίας ή δυσφορίας από άτομο που του προτείνουμε να αγοράσει κάτι, ενώ αυτό δεν έχει καθόλου χρήματα: «γιατί δεν αγοράζεις κι εσύ ένα αυτοκίνητο; -Με κώλο;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το με τι·
- με τον κώλο μιλάμε! μιλώ πολύ σοβαρά, σοβαρολογώ: «να πιστέψω πως θα με εξυπηρετήσεις; -Με τον κώλο μιλάμε!», δηλ. και βέβαια θα σε εξυπηρετήσω. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα τι τώρα·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, βλ. λ. μύγα·
- μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις, αν δε διαμορφώσουμε το χαρακτήρα του ανθρώπου από τη μικρή του ηλικία, δε θα μπορέσουμε όταν αυτός μεγαλώσει: «τώρα που έγινε ολόκληρος άντρας, δε θα μπορέσεις να το συμμορφώσεις, γιατί μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις». Πρβλ.: το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές, δε θα ακούσεις ποτέ καλό λόγο ή σωστή συμβουλή από άνθρωπο κακό ή από ανάξιο δάσκαλο: «μα είναι δυνατό να με συμβουλεύει να χωρίσω τη γυναίκα μου, επειδή πήγε σινεμά με τη φιλενάδα της! -Μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα / μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές·
- μιλάνε όλοι, μιλάνε κι οι κώλοι! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου που τον θεωρούμε εντελώς ανάξιο, εντελώς τιποτένιο·
- μου βγαίνει ο κώλος, α. κουράζομαι υπερβολικά, εξαντλούμαι από επίμονη εργασία ή προσπάθεια: «μου βγήκε ο κώλος μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά». β. ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «κάθε μέρα μου βγαίνει ο κώλος για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο Θεός / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω), κατακουράζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω κάθε μέρα για να ταΐσω πέντε στόματα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου γύρισε τον κώλο του, έπαψε να με συναναστρέφεται, με περιφρόνησε: «όσο ήμουν πλούσιος, έτρεχε σαν σκυλάκι από πίσω μου και τώρα, που ξέπεσα, μου γύρισε τον κώλο του»·
- μου μπήκε έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- μου ’πεσε ο κώλος, ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μέχρι να κουβαλήσω το εμπόρευμα απ’ το πεζοδρόμιο στην αποθήκη, μου ’πεσε ο κώλος»· βλ. και φρ. μου ’φυγε ο κώλος·
- μου πιάνουν τον κώλο, α. με εξαπατούν, με κοροϊδεύουν: «τον θεωρούσα αγαθό άνθρωπο, αλλά στο τέλος μου ’πιασε τον κώλο». β. με υποχρεώνουν να πληρώσω για αγορά ή διασκέδαση ποσό πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό: «είχε ωραίο πρόγραμμα το μαγαζί, αλλά στο τέλος μου ’πιασαν τον κώλο»·
- μου ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- μου ’φυγε ο κώλος,. α. ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μου ’φυγε ο κώλος απ’ τις συνεχείς εμπορικές αποτυχίες μου || μου ’φυγε ο κώλος μέχρι να τελειώσω τη μετακόμιση». β. ένιωσα πολύ μεγάλη έκπληξη, που δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη: «μόλις τον είδα να περπατάει αγκαζέ με την τάδε ηθοποιό, μου ’φυγε ο κώλος». Συνών. μου ’φυγε το καφάσι / μου ’φυγε το κλαπέτο / μου ’φυγε ο πάτος·
- να, κάνει ο κώλος σου! βλ. φρ. να, κάνει το κωλαράκι σου(!) λ. κωλαράκι·
- να κόψεις τον κώλο σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)·
- να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου! δε με ενδιαφέρει με ποιο τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου, να μου φέρεις τα λεφτά που σου δάνεισα, γιατί μου χρειάζονται!». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! / να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε τον κώλο σου(!)·
- να το βάλεις στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς), βλ. φρ. χώσ’ το στον κώλο σου·
- να το χώσεις τον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς) βλ. φρ. χώσ’ το στον κώλο σου·
- ξύνει τον κώλο του, α. δεν κάνει τίποτα, χάνει τον καιρό του, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός, αντί να μας βοηθήσει, μας βλέπει και ξύνει τον κώλο του». β. εκδηλώνεται, συμπεριφέρεται άπρεπα ή χωρίς σεβασμό στους παρόντες: «εμείς ήρθαμε να σε βοηθήσουμε κι εσύ, απ’ την ώρα που μας είδες, ξύνεις τον κώλο σου». Συνών. ξύνει τ’ αρχίδια του·
- ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο, ξύπνησε πολύ κακόκεφος: «μην του μιλάς σήμερα, γιατί ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο και σέρνει για καβγά». Από το ότι έχει παρατηρηθεί πως, όταν κάποιος ξυπνά κακόκεφος, παίρνει για ένα μικρό διάστημα μια στάση πάνω στο κρεβάτι του που μοιάζει κάπως με τη στάση που παίρνουν οι μωαμεθανοί όταν προσεύχονται και φαίνεται πως ο κώλος τους είναι πεταγμένος ψηλά. Συνών. ξύπνησε ανάποδα / ξύπνησε από λάθος πλευρά / ξύπνησε στο πλάι / ξύπνησε στραβά·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος, έκφραση επιδοκιμασίας, όταν βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας γυναίκα με πολύ ωραία οπίσθια·
- ο κώλος μας ο μάστορας βγάζει πορδές ματζόρε, λέγεται ειρωνικά για άτομο που έχει την εντύπωση πως μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έγινε ειδήμων σε μια δουλειά ή σε μια τέχνη·
- ο κώλος σου πονάει; γιατί ενδιαφέρεσαι ή γιατί δυσανασχετείς(;): «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Ο κώλος σου πονάει;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το γιατί, εσένα. Συνών. η κοιλιά σου πονάει(;)·
- ο κώλος σου τσούζει; βλ. φρ. ο κώλος σου πονάει(;)·
- ο κώλος τ’ αβγού, το πλατύτερο μέρος του αβγού: «ο κώλος τ’ αβγού του μετά από τόσα τσουγκρίσματα, εξακολουθούσε να είναι άσπαστος»·
- ο κώλος της βελόνας, βλ. φρ. το μάτι της βελόνας, λ. βελόνα·
- ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει, ο ανάγωγος παντού και πάντα συμπεριφέρεται με τον ίδιο ανάγωγο τρόπο: «μην παρεξηγιέσαι που ρεύτηκε μπροστά σου, γιατί ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει»·
- ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους ή ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους, βλ. λ. ύπνος·
- όλων οι κώλοι κλάνουνε, κι ο δικός μου μήτε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας, έκφραση υπέρμετρου φιλοτομαρισμού, που φανερώνει προσήλωση στις υλικές απολαύσεις, στην ικανοποίηση των σαρκικών επιθυμιών, ακόμη και με βιαστικές ενέργειες λόγω της μικρής διάρκειας της ζωής: «η ζωή είναι μικρή, γι’ αυτό ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας». Πρβλ.: στην παλιοζωή που ζούμε να τι θα κερδίσουμε, ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι θα γλεντήσουμε. (Λαϊκό τραγούδι)·
- οι κώλοι που γαμούσαμε, γίνανε καπετάνιοι ή οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για ανάξια ή τιποτένια άτομα, που προσπαθούν να φανούν ανώτεροι από εμάς ή που οι συγκυρίες της ζωής τους ανέδειξαν χωρίς να το αξίζουν: «όταν πρωτόρθαν στην πόλη μας μας, παρακαλούσαν για δουλειά, ύστερα μπλέχτηκαν με τα κόμματα και τώρα οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, αλείφει και τον κώλο του, βλ. λ. βούτυρο·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στον κώλο του, βλ. λ. πιπέρι·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, βλ. λ. θάλασσα·
- όποιος μιλήσει και λαλήσει, γαϊδάρου κώλο θα φιλήσει, βλ. λ. γάιδαρος·
- όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει κι ένα στον κώλο του, βλ. λ. παλούκι·
- παίρνω κώλο, ενεργώ σεξουαλικά ως κολομπαράς: «μακριά τα παιδιά σας απ’ αυτό το σκατόμουτρο, γιατί παίρνει κώλο»·
- παίρνω τον κώλο μου, ενεργοποιούμαι: «να τον δεις εσύ για πότε πήρε τον κώλο του κι άρχισε να δουλεύει, μόλις έμαθε πως θ’ ανέθεταν σε άλλον τη δουλειά!»·
- παίρνω τον κώλο μου και φεύγω, (ειρωνικά) φεύγω ντροπιασμένος: «μόλις τον κατσάδιασαν, πήρε τον κώλο του κι έφυγε με σκυμμένο κεφάλι»·
- πάρε τον κώλο σου, α. παραμέρισε, κάθισε, κάνε  λίγο πιο πέρα: «πάρε τον κώλο σου να καθίσω κι εγώ λιγάκι». β. κινήσου πιο γρήγορα, βιάσου: «άντε, πάρε τον κώλο σου, γιατί δε θα φτάσουμε ποτέ έτσι όπως πάμε»·
- πάρε τον κώλο σου και πάμε, προτροπή σε κάποιον για αναχώρηση, για αποχώρηση από κάποιο μέρος: «απ’ ό,τι βλέπω δε μας σηκώνει το κλίμα, γι’ αυτό πάρε τον κώλο σου και πάμε»·
- πάω κώλο κώλο, ενεργώ ύστερα από ώριμη σκέψη, γιατί σκέφτομαι τις συνέπειες σε περίπτωση αποτυχίας: «όποια δουλειά κι αν αναλάβω, πάω κώλο κώλο κι ας αργήσω και λίγο παραπάνω»·
- πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, πολλές φορές, πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούν να κάνουν πολύ μεγάλο κακό σε ένα σύνολο: «ήμασταν κι εμείς όλο χαρά, που στην πόλη μας θα γινόταν η μεγάλη καλλιτεχνική έκθεση, όμως πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, γιατί οι διοργανωτές τα ’καναν μούσκεμα και μας ρεζίλεψαν»·
- πετάει κώλο, (στη γλώσσα των μηχανόβιων ή των οδηγών αγωνιστικών αυτοκινήτων) το μειονέκτημα μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου να γλιστράει ο πίσω τροχός ή οι πίσω τροχοί προς το έξω μέρος της στροφής: «στις στροφές κόβω ταχύτητα, γιατί πετάει κώλο»·
- πετώ κώλο ή πετώ κώλους, χοντραίνω, παχαίνω, ιδίως στην περιφέρειά μου: «πρέπει να κάνω δίαιτα, γιατί άρχισα να πετώ κώλους»·
- πήρε ο κώλος μου φωτιά ή πήρε φωτιά ο κώλος μου, κινούμαι ασταμάτητα για να διεκπεραιώσω επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «έπρεπε να καλύψω μια επιταγή και πήρε ο κώλος μου φωτιά απ’ τον έναν στον άλλον, μέχρι να βρω τα λεφτά»·
- πήρε ο κώλος του αέρα ή πήρε αέρα ο κώλος του, α. απόκτησε θάρρος, οικειότητα: «του φερθήκαμε φιλικά και πήρε ο κώλος του αέρα». β. ενθουσιάστηκε από κάποια επιτυχία του και νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει δύσκολα πράγματα: «επειδή πήγε κάπως καλά η δουλειά που έκανε, πήρε ο κώλος του αέρα και θέλει να χτίσει εργοστάσιο»·
- πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο, είναι πάρα πολύ τυχερός: «ό,τι δουλειά να κάνει αυτός ο άνθρωπος πετυχαίνει, γιατί πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο»·
- πιάστηκε ο κώλος μου, μούδιασε ύστερα από πολύωρο καθισιό στην ίδια θέση: «κάθομαι δυο ώρες συνέχεια σ’ αυτή τη θέση και πιάστηκε ο κώλος μου»·
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, βλ. λ. Γιάννης·
- που να χτυπάς τον κώλο σου! ή που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω! ή που να χτυπάς τον κώλο σου καταγής! κατηγορηματική έκφραση που επιτείνει την άρνησή μας: «που να χτυπάς τον κώλο σου, δε θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρειάζονται! || δε θα ’ρθω να σε βοηθήσω, που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ και κλείνει με το όσο θες ή το όσο θέλεις·
- προσέχω τον κώλο μου, βλ. φρ. φυλάω τον κώλο μου·
- σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρε ο κώλος σου; α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άτομο που απόκτησε αδικαιολόγητα θάρρος, οικειότητα: «για κάτσε καλά, γιατί σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου!». β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που λόγω κάποιας πρόσφατης επιτυχίας του νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει δύσκολα πράγματα: «κοίτα τη δουλειά σου που πάει καλά κι άσε τα μεγάλα ανοίγματα, γιατί σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου!». Συνήθως, άλλοτε μετά το αέρα της φρ. και άλλοτε μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μου φαίνεται·     
- σε ξένο κώλο, σαράντα δεκανίκια, βλ. λ. δεκανίκι·
- σκίζω κώλους, έχω μεγάλες επιτυχίες: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, σκίζω κώλους»·
- σκουλήκια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. σκουλήκι·
- σκουλήκια έχει ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- στήνω κώλο, κάνω σοβαρές υποχωρήσεις, δίνω υπερβολικά ανταλλάγματα για να πετύχω κάτι: «έστησα κώλο στο διευθυντή για να πάρω την υπογραφή του»· βλ. και φρ. δίνω κώλο·
- στοιχηματίζω τον κώλο μου, είμαι απόλυτα βέβαιος για κάτι: «στοιχηματίζω τον κώλο μου πως θα ’ρθει και θα σου ζητήσει συγνώμη». Από το ότι είναι πολύ υποτιμητικό σε έναν άντρα να υποστεί τη σεξουαλική πράξη αν χάσει το στοίχημα·
- στον κώλο μου θα μπει! αδιαφορώ για την κακή ή άστοχη ενέργεια κάποιου, από τη στιγμή που οι συνέπειες θα είναι αποκλειστικά σε βάρος του: «τι με νοιάζει αν παρακινεί τους άλλους να κάνουν κοπάνα, στον κώλο μου θα μπει!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το σάματις. Το υπονοούμενο είναι το πέος·
- στρώνω κώλο, α. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «κάθε Σαββατοκύριακο στρώνω κώλο στο σπίτι και το φχαριστιέμαι». β. παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι καθισιό, φαγητό και ύπνο, έστρωσα κώλο»·
- στρώνω τον κώλο μου, ασχολούμαι επίμονα με κάτι, συγκεντρώνω όλες τις δυνάμεις μου, όλη την ενεργητικότητά μου για να πετύχω κάτι: «κάθε φορά που έχω εξετάσεις, στρώνω τον κώλο μου στο διάβασμα»·
- στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- σφίξε τον κώλο σου, προτροπή σε κάποιον να προσπαθήσει πολύ, προκειμένου να πετύχει κάτι: «αφού θέλεις τόσο πολύ να πάρεις το πτυχίο σου, σφίξε τον κώλο σου»·
- τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, βλ. λ. όνομα·
- τα θέλει ο κώλος σου! βλ. συνηθέστ. τα θέλει το κωλαράκι σου! λ. κωλαράκι·
- τα ’κανε σαν τον κώλο του, α. απέτυχε εντελώς να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «πήγε δήθεν να τους συμφιλιώσει και τα ’κανε σαν τον κώλο του». β. έκανε πολύ κακότεχνη δουλειά: «του ’δωσα να κάνει κάτι σχέδια και τα ’κανε σαν τον κώλο του»·
- τα κάνω κώλο(ς) αποτυχαίνω εντελώς σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση: «είπα να βοηθήσω κι εγώ, αλλά τα ’κανα κώλο»·
- τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους, βλ. λ. βρακί·
- της μάνας σου (της αδερφής σου, της γιαγιάς σου, της θειας σου) ο κώλος, α. έκφραση έντονης αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «της γιαγιάς σου ο κώλος, που έγιναν τα πράγματα έτσι». β. εκστομίζεται και ως βρισιά·
- τι λέει ο κώλος σου! βλ. φρ. τι λέει το κωλαράκι σου! λ. κωλαράκι·
- το ’κανα κώλο(ς), (για μηχανήματα) το κατάστρεψα: «μου ’δωσε τ’ αυτοκίνητό του για μια μέρα και το ’κανα κώλος»·
- το κάνει απ’ τον κώλο, α. (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη ή συνηθίζει να δέχεται τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «δεν το περίμενε κανένας πως τέτοιος άντρας θα μπορούσε να το κάνει απ’ τον κώλο || το κάνει απ’ τον κώλο, γιατί κρατάει την παρθενιά της για την τιμή του αντρού της». β. ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, συνηθίζει να επιβάλει τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να το κάνει απ’ τον κώλο»·
- τον βγάζω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον διώχνω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει, ανάλογα με το ποιόν του ανθρώπου ή τις γνώσεις του είναι και τα έργα του: «πρόσεξε ποιους θα διαλέξεις για συνεργάτες σου, γιατί τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει»·
- τον κώλο μου μυρίστε! ειρωνική, κοροϊδευτική ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει με το ορίστε επειδή δεν άκουσε ή δεν κατάλαβε κάτι που του είπαμε·
- τον κώλο σου κάτω να χτυπάς! ή τον κώλο σου να χτυπάς κάτω! βλ. φρ. που να χτυπάς τον κώλο σου(!)·
- τον (την, το) παίρνει από τον κώλο (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «αν είναι δυνατόν ένα τόσο ωραίο παιδί να τον παίρνει απ’ τον κώλο! || δεν τον νοιάζει αν είναι ασχημούλα η γυναίκα, αρκεί να τον παίρνει απ’ τον κώλο»·
- τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού ή τον πέρασε απ’ του βελονιού τον κώλο, τον καταξεφτίλισε: «τον είχε μεγάλο άχτι και μόλις τον συνάντησε τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού»·
- τον πετώ σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον Τούρκο φίλευε, τον κώλο σου φύλαγε, βλ. λ. Τούρκος·
- τον τρώει ο κώλος (του), α. του έχει γίνει έμμονη ιδέα να κάνει κάτι που υπάρχει περίπτωση να έχει αρνητικές συνέπειες σε βάρος του: «κέρδισε κάτι λεφτά στο λαχείο και τον τρώει ο κώλος του να πάει να παίξει στο καζίνο». β. με τον τρόπο που ενεργεί ή συμπεριφέρεται, είναι σαν να επιδιώκει να πάθει κάτι κακό: «πες του να καθίσει φρόνιμα και να πάψει να μ’ ενοχλεί, γιατί τον τρώει ο κώλος του». Πολλές φορές η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται·
- του άνοιξα τον κώλο, του επέβαλα τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον ξευτέλισα, τον τιμώρησα σκληρά: «δεν είναι τόσο άντρας όσο νομίζεις, γιατί προχθές βράδυ του άνοιξα τον κώλο || τον είχα τόσο άχτι, που με την πρώτη ευκαιρία του άνοιξα τον κώλο»·
- του βάζω νέφτι στον κώλο, βλ. λ. νέφτι·
- του βγάζω τον κώλο, βλ. συνηθέστ. του βγάζω τον πάτο, λ. πάτος·
- του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. συνηθέστ. του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω), λ. πάτος·
- του γαμώ τον κώλο, α. τον κατεξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε τον κώλο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι, τον έπιασε ο πατέρας του και του γάμησε τον κώλο || τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε τον κώλο». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του έσκισε τον κώλο, βλ. συνηθέστ. του ξέσκισε τον κώλο·
- του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται, βλ. λ. γυναίκα·
- του ’κανα τον κώλο να! βλ. συνηθέστ. φρ. του ’κανα τη σούφρα να! λ. σούφρα·
- του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι, του επέβαλα αλλεπάλληλες φορές τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον καταβασάνισα, τον καταταλαιπώρησα: «του ανέθεσα την πιο δύσκολη δουλειά του εργοστασίου και του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι»·
- του κόβω τον κώλο, τον τιμωρώ σκληρά, παραδειγματικά: «αφού δεν έπαιρνε από λόγια, του ’κοψε κι αυτός τον κώλο για να μάθει άλλη φορά ν’ ακούει»·
- του κώλου, (για πράγματα ή θεάματα) που δεν έχει καθόλου αξία, ποιότητα, που είναι ελεεινό: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο του κώλου || είδαμε ένα έργο του κώλου»·
- του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του κώλου τα εννιάμερα! αηδίες, ανοησίες, βλακείες: «αυτά που λες είναι του κώλου τα εννιάμερα!»·
- του (της) ξέσκισε τον κώλο, α. του (της) επέβαλε βίαια τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησε σκληρά, παραδειγματικά: «μόλις έμαθε ο διευθυντής του πως έκανε πάλι κοπάνα, του ξέσκισε τον κώλο». β. τον (την) καταξεφτίλισε: «επειδή έμαθε πως συνέχεια τον κατηγορούσε, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του ξέσκισε τον κώλο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. του (της) ξέσκισε τα βάρδουλα / του (της) ξέσκισε τα κωλοβάρδουλα / του (της) ξέσκισε τον πάτο·
- του ’πιασα τον κώλο, α. τον εξαπάτησα, τον κορόιδεψα: «περνιόταν για έξυπνος, αλλά του ’πιασα τον κώλο κι ησύχασε». β. τον υποχρέωσα να πληρώσει για αγορά ή για διασκέδαση, που του πρόσφερα, ποσό πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό: «ήρθε στο μαγαζί να διασκεδάσει ο τάδε βιομήχανος με την παρέα του κι όταν μου ζήτησε το λογαριασμό, του ’πιασα τον κώλο»·
- του ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- τους ξεσκίσαμε τον κώλο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους ξεσκίσαμε τον κώλο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία  με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. τους ξεσκίσαμε τα βάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τα κωλοβάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τον πάτο·
- τους σκίσαμε τον κώλο, βλ. συνηθέστ. τους ξεσκίσαμε τον κώλο·
- τρίβω τον κώλο μου, αδιαφορώ, δε με νοιάζει: «εμείς προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο να σε βολέψουμε σε κάποια δουλειά κι εσύ τρίβεις τον κώλο του»·
- τσούζει ο κώλος μου, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω: «έτσουξε ο κώλος μου μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά»·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! λέγεται για κάποιον που έχει το μυαλό του συνέχεια στο φαγητό, που είναι μεγάλος φαγάς: «δεν κάνει άλλη δουλειά όλη τη μέρα παρά φάε στόμα, χέσε κώλο!»·
- φιλώ κώλους, βλ. συνηθέστ. φιλώ κατουρημένες ποδιές, λ. ποδιά·
- φυλάω τον κώλο μου, προσέχω πάρα πολύ, παίρνω τα κατάλληλα μέτρα για να μην πάθω κάτι κακό: «να δεις πώς φυλάει τον κώλο του, απ’ τη μέρα που του την έφερε ο καλύτερος φίλος του!»·
- χέζει με ξένο κώλο, ενεργεί με τη βοήθεια αλλουνού: «δεν είναι άξιος άνθρωπος, γιατί χέζει με ξένο κώλο»·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε, βλ. λ. ξυλιά·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο, πόσες παράδες κάνουν; βλ. λ. ξυλιά·
- χώσ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά), α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει με ένα ποσό ή που μας επιδεικνύει τα λεφτά του. β. απαξιωτική έκφραση για απαράδεκτα μικρό ποσό που μας δίνεται για κάποια δουλειά ή εκδούλευση·
- χώσ’ το στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς), α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. β. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει με κάποιο πράγμα·
- ως και τον κώλο μου γάμησα, έχω άπειρες εμπειρίες στη ζωή μου: «εμένα μη μου κάνεις τον έξυπνο, γιατί στην ηλικία που βρίσκομαι, αγόρι μου, ως και τον κώλο μου γάμησα».

λάβα

λάβα, η, ουσ. [<ιταλ. lava], η λάβα· χαρακτηρίζει κάτι που είναι ορμητικό ή καταστροφικό: «ο έρωτας σαν λάβα έφερε το πάνω κάτω τη ζωή του». (Τραγούδι: όσο καίνε ακόμα τα καντήλια μας, λάβα το φιλί θα καίει τα χείλια μας
- πέρασε σαν φωτιά και λάβα (κάποιος ή κάτι), με πολύ καταστρεπτικές συνέπειες: «πέρασε απ’ τη ζωή του σαν φωτιά και λάβα || η ακρίδα πέρασε σαν φωτιά και λάβα απ’ τον κάμπο». (Λαϊκό τραγούδι: μια γυναίκα πέρασε σαν φωτιά και λάβα κι όλα στάχτη τα ’κανε, όλα ρημαδιό, μα η δόλια μου καρδιά την κρατάει σκλάβα, όσα και να μου ’κανε πάντα τη ζητώ). 

λάβρα

λάβρα, η, ουσ. [<μσν. λάβρα <αρχ. επίθ. λάβρος]. 1. ο καύσωνας: «η παρατεταμένη λάβρα του Ιουλίου κατέστρεψε την αγροτική παραγωγή». 2. ψυχική ή σεξουαλική υπερδιέγερση: «τον κυρίευσε η λάβρα του έρωτα || η λάβρα του κορμιού της τον πήγε στον έβδομο ουρανό». (Λαϊκό τραγούδι: έχεις χειλάκια ρουμπινιά και δυο ματάκια μαύρα, μες την καρδιά μου βάλανε του έρωτος τη λάβρα
- γίνομαι φωτιά και λάβρα, εκνευρίζομαι πάρα πολύ, οργίζομαι, εξοργίζομαι: «όταν βλέπω κάποιον να περιπαίζει γέρο άνθρωπο, γίνομαι φωτιά και λάβρα»·
- είναι φωτιά και λάβρα, α. επικρατεί αφόρητη ζέστη, επικρατεί καύσωνας: «σχεδόν κάθε χρόνο ο Ιούλιος είναι φωτιά και λάβρα». β. είναι πολύ θυμωμένος, πολύ εκνευρισμένος: «μην πας τώρα στο διευθυντή να του ζητήσεις άδεια, γιατί είναι φωτιά και λάβρα». γ. (ιδίως γυναίκα), προκαλεί έντονη ψυχική ή σεξουαλική υπερδιέγερση: «αυτή η γυναίκα είναι φωτιά και λάβρα || το κορμί της είναι φωτιά και λάβρα». (Λαϊκό τραγούδι: τα ματάκια σου τα μαύρα που είναι όλο φωτιά και λάβρα).δ. (για τιμές) είναι υπερβολικά υψηλές: «όλα τα είδη στην αγορά είναι φωτιά και λάβρα»·
- έχω λάβρα στην καρδιά, έχω μεγάλο ερωτικό πόθο, φλέγομαι από έρωτα: «κάθε φορά που τη βλέπω, χάνω τα λόγια μου, γιατί έχω λάβρα στην καρδιά γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: έλα, μάνα μου, να φιλήσω το χειλάκι σου, έχω στην καρδιά μου λάβρα,θα σου βγάλω πια τα μαύρα κι όλο κόκκινα θα ντύσω το κορμάκι σου). Συνών. έχω γιαγκίνι στην καρδιά·
- μ’ άναψε φωτιά και λάβρα, (ιδίως γυναίκα), μου προκάλεσε έντονη ψυχική ή σεξουαλική υπερδιέγερση: «απ’ την πρώτη στιγμή που είδα αυτή τη γυναίκα, μ’ άναψε φωτιά και λάβρα». (Λαϊκό τραγούδι: τα ματάκια σου τα μαύρα μ’ άναψαν φωτιά και λάβρα και μου πήραν το μυαλό μου, όμορφο μελαχρινό μου
- τον έκανα φωτιά και λάβρα, τον εκνεύρισα πάρα πολύ, τον εξόργισα: «μόλις τον είδα, άρχισα να τον δουλεύω που έχασε πάλι η ομάδα του και σε λίγη ώρα τον είχα κάνει φωτιά και λάβρα»·
- φωτιά και λάβρα να σε κάψει! είδος κατάρας.

λάδι

λάδι, το, ουσ. [<μσν. (ἐ)λάδιν <μτγν. ἐλάδιον, υποκορ. του αρχ. ἔλαιον], το λάδι. 1. λιπαντικό υγρό για μηχανές: «πρέπει ν’ αλλάξω τα λάδια της μηχανής || μετά το τρακάρισμα των δυο αυτοκινήτων ο δρόμος ήταν γεμάτος λάδια». 2. υγρό για την περιποίηση, αλλά κυρίως για την προστασία του δέρματος κατά τους καλοκαιρινούς μήνες από τον ήλιο, το αντηλιακό: «μην παραλείψεις να βάλεις λάδι, όταν κατεβείς στη θάλασσα, γιατί σήμερα καίει ο ήλιος». 3. η ελαιογραφία: «στην έκθεσή του ο ζωγράφος παρουσίασε δέκα λάδια και δέκα ακουαρέλες». Τέλος, το λάδι το χρησιμοποιούν οι ξεματιάστρες για να δουν αν είναι κάποιος ματιασμένος. Αυτό επιτυγχάνεται ως εξής: παίρνουν ένα φλιτζανάκι του καφέ ή ένα ποτήρι με νερό και, αφού πρώτα αναφέρουν το όνομα του ενδιαφερόμενου, ρίχνουν μέσα μια σταγόνα λάδι. Αν η σταγόνα δε διαλυθεί μέσα στο νερό, σημαίνει ότι το άτομο είναι ματιασμένο και αρχίζει η διαδικασία του ξεματιάσματος. (Ακολουθούν 31 φρ.)·    
- άναψαν τα λάδια, είχα πολύ κοπιαστική πορεία, κουράστηκα πάρα πολύ περπατώντας: «δεν ήξερα τη διεύθυνσή του και μέχρι να τον βρω άναψαν τα λάδια || μέχρι να τελειώσω τη δουλειά άναψαν τα λάδια». Αναφορά στο λιπαντικό λάδι, ιδίως των μηχανών των αυτοκινήτων που, όταν ζεσταθούν πολύ, δημιουργούν πρόβλημα στην κίνηση του αυτοκινήτου·
- βάζω λάδι στη φωτιά, βλ. συνηθέστ. ρίχνω λάδι στη φωτιά·
- βγάζει (κι) απ’ την πέτρα λάδι, βλ. λ. πέτρα·
- βγαίνω απάνω σαν το λάδι, τα βολεύω, τα καταφέρνω, επιπλέω παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω στη ζωή: «όποια δυσκολία κι αν του τύχει, βρίσκει πάντα τον τρόπο να βγαίνει απάνω σαν το λάδι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν όλες τις στολίσει, έξυπνα πια θα φροντίσει, ώσπου να ’ρθει το βραδάκι η Λενιώ να βγει λαδάκι).Από την εικόνα της σταγόνας του λαδιού που, όταν τη ρίξουμε μέσα σε ένα ποτήρι με νερό, έρχεται και επιπλέει στην επιφάνειά του·
- βγαίνω λάδι, καταφέρνω να αθωωθώ, αθωώνομαι ακόμη και όταν είμαι ένοχος: «έφερε έναν ψευδομάρτυρα στη δίκη και βγήκε λάδι»·
- είναι λάδι η θάλασσα ή η θάλασσα είναι λάδι, δεν ταράσσει τίποτε την επιφάνειά της, είναι εντελώς ακύμαντη: «αν δεν είναι λάδι η θάλασσα, δεν αποφασίζει να κάνει μπάνιο, γιατί φοβάται το κύμα»·
- είχε λάδι (ενν. το καντήλι του), διέφυγε από σοβαρότατο κίνδυνο: «τράκαρε μετωπικά με μια νταλίκα, αλλά είχε λάδι ο κωλόφαρδος, γιατί τη γλίτωσε μόνο με μερικούς μώλωπες»·
- η τέχνη θέλει μάστορα κι η φάβα θέλει λάδι, βλ. λ. τέχνη·
- κιούπι με λάδι, βλ. λ. κιούπι·
- με βγάζουν λάδι, με αθωώνουν ακόμη και όταν είμαι ένοχος: «λάδωσα ένα κάρο κόσμο για να με βγάλουν λάδι στη δίκη»·
- μου βγάζουν το λάδι, με καταβασανίζουν, με καταταλαιπωρούν, με πιέζουν υπερβολικά: «μου ’βγαλαν το λάδι μέχρι να μου ξοφλήσουν το λογαριασμό || μου βγάζουν το λάδι κάθε μέρα στη δουλειά»·
- μου βγαίνει το λάδι, κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι, εξαντλούμε υπερβολικά: «κάθε μέρα μου βγαίνει το λάδι για να τα φέρω βόλτα». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρα μάτια, μέση αλφάδι μ’ έκανες να τρελαθώ μάγκα, μου ’βγαλες το λάδι και μπορεί να σκοτωθώ
- να σε κάψω Γιάννη να σ’ αλείψω λάδι να γιάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- όσο χορταίνει η φάβα από λάδι τόσο κι η γκαστρωμένη από χάδι, βλ. λ. γκαστρωμένη·
- πιες λάδι κι έλα βράδυ, βλ. συνηθέστ. φάε λάδι κι έλα βράδυ·
- ρίχνω λάδι στη φωτιά, με λόγια ή πράξεις αναζωπυρώνω, υποδαυλίζω άσχημη κατάσταση ή παλιά έχθρα: «όταν είναι αυτοί οι δυο στην παρέα, δε θέλω να μιλάς για την τάδε, που ήταν η αιτία του μαλώματός τους, γιατί ρίχνεις λάδι στη φωτιά». (Λαϊκό τραγούδι: καίγομαι, καίγομαι, ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά, καίγομαι, καίγομαι, ρίξε με σε θάλασσα πλατιά
- σαν να κλέβω λάδι απ’ την εκκλησία, λέγεται ειρωνικά όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάποιον σε τυχερό παιχνίδι (ιδίως χαρτιά ή τάβλι) και είμαστε κατά πολύ ανώτεροι από αυτόν, ή, όταν αισθανόμαστε ηθική δέσμευση, ώστε να μην ξευτελίσουμε τόσο απροκάλυπτα κάποιον: «αν παίξω τάβλι μαζί σου, είναι σαν να κλέβω λάδι απ’ την εκκλησία»·
- σε γάμο και ταξίδι μήτε λάδι μήτε ξίδι, βλ. λ. γάμος·
- σώθηκε το λάδι του, βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου ή πέθανε: «σώθηκε το λάδι του και δεν πρόλαβε να δει αποκαταστημένα τα παιδιά του». Από την εικόνα του καντηλιού που σβήνει, όταν τελειώσει το λάδι του·
- τέλειωσε το λάδι του, βλ. συνηθέστ. σώθηκε το λάδι του·
- τον βγάζω λάδι, καταφέρνω να τον αθωώσω, αν και είναι ένοχος: «δωροδόκησε τους δικαστές ο πατέρας του και τον έβγαλαν λάδι»·
- του βάζω λάδι, τον βαφτίζω: «αφού του ’βαλε λάδι τρελός νονός, περίμενες προκοπή απ’ αυτόν τον άνθρωπο!»·
- του βγάζω το λάδι, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον πιέζω υπερβολικά: «τον έχω στη δουλειά μου και κάθε μέρα του βγάζω το λάδι || αν δε του ’βγαζα το λάδι, δε θα μου έδινε πίσω αυτά που μου χρωστούσε»·
- τραβώ λάδι, αντλώ από δοχείο ή από βαρέλι: «πήρε την τρόμπα και τράβηξε λάδι απ’ το βαρέλι»·
- τσιγαρίζομαι στο λάδι, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι: «έπεσε έξω στη δουλειά του και τώρα τσιγαρίζεται στο λάδι»·
- τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, βλ. φρ. τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, τρεις και το λαδόξιδο. (Λαϊκό τραγούδι: και τεφτέρι και μολύβι τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι παρ’ εκτός απ’ την αγάπη έχουμε και το χασάπη
- τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, τρεις και το λαδόξιδο, ειρωνική παρατήρηση για εσφαλμένους λογαριασμούς, ιδίως στην περίπτωση εσφαλμένης μοιρασιάς, που γίνεται από δόλο: «εμένα δεν μπορείς να με ξεγελάσεις, γιατί δε γίνεται τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, τρεις και το λαδόξιδο»·
- τρεις το λάδι, δυο το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο ή τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο, ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που προσπαθεί να μας εξαπατήσει, ιδίως σε κάποιο λογαριασμό ή σε κάποια μοιρασιά, όταν είναι ολοφάνερο πώς πρέπει να γίνει ο λογαριασμός ή η μοιρασιά·
- φάε λάδι κι έλα βράδυ, το υπονοούμενο στη φρ. είναι η ερωτική πράξη, γιατί το λάδι θεωρείται ελιξίριο ή δυναμωτικό·
- χάνει λάδια, πάσχει διανοητικά: «μην τον παίρνεις στα σοβαρά τον άνθρωπο, γιατί χάνει λάδια». Από την εικόνα της μηχανής που, όταν χάνει λάδια, δουλεύει προβληματικά·
- χοντρό λάδι, παχύρρευστο λιπαντικό μηχανής: «χρησιμοποιώ για τη μηχανή τ’ αυτοκινήτου μου την τάδε μάρκα, που είναι χοντρό λάδι»·
- χύνω λάδι στη φωτιά, βλ. συνηθέστ. ρίχνω λάδι στη φωτιά.  

μάτι

μάτι, το, ουσ. [μσν. μάτιν <ὀμμάτιον, υποκορ. του ουσ. ὄμμα], το μάτι. 1. το μάτιασμα, η βασκανία: «πάντα φοράει γαλάζια χάντρα, γιατί φοβάται το μάτι». 2. στρογγυλή επιφάνεια της ηλεκτρικής κουζίνας, όπου διοχετεύεται ηλεκτρισμός και πάνω στην οποία τοποθετείται το σκεύος για το μαγείρεμα: «στο ένα μάτι έβραζε η μητέρα μου τα μακαρόνια και στ’ άλλο είχε την κατσαρόλα με τον κιμά || ξέχασε το μάτι της ηλεκτρικής κουζίνας ανοιχτό και παραλίγο να παίρναμε φωτιά». 3. ο κόμπος πάνω στην επιφάνεια του βλαστού ή του κορμού, πάνω στο οποίο γίνεται το μπόλιασμα: «τα δέντρα πέταξαν μάτια». 4. (στη γλώσσα της αργκό) το μπανιστήρι: «τρελαίνεται για μάτι». Συνών. γρίλια. 5. συνήθως στον πλ. τα μάτια, η όραση: «μόνο άμα χάσεις τα μάτια σου, μπορείς να καταλάβεις έναν τυφλό». Υποκορ. ματάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 390 φρ.)·
- αβγά μάτια, βλ. λ. αβγό·
- αγκαλιάζω με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. αγκαλιάζω με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- ακολουθώ με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. ακολουθώ με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια, λέγεται ειρωνικά, όταν συγκρίνονται δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ή διαφορά ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις. (Λαϊκό τραγούδι: αλλού έκανες τα κόλπα σου εδώ θα κάτσεις άγια, γιατί άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια
- αλληθώρισε το μάτι μου απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά κι αλλού τα μάτια, λέγεται στην περίπτωση που δέχεται κάποιος πολύ ισχυρό χτύπημα στο πρόσωπο από κάποιον: «του ’δωσε τέτοιο χαστούκι, που τι να σου πω! Αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά»· βλ. και φρ. αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του, λ. παπάς·
- Αμερικανός και μ’ ένα μάτι, βλ. λ. Αμερικανός·
- ανέβηκε στα μάτια μου, νιώθω περισσότερη εκτίμηση για το άτομο που γίνεται λόγος, ιδίως ύστερα από κάποια σωστή πράξη ή ενέργειά του της οποίας είμαι αποδέκτης: «μ’ αυτόν τον καλό λόγο που είπε για μένα, ανέβηκε στα μάτια μου || μ’ αυτή τη χειρονομία που έκανε για πάρτη μου, ανέβηκε στα μάτια μου»·
- ανοίγουν τα μάτια μου, μορφώνομαι, διαφωτίζομαι: «ότι μου πέφτει στο χέρι, το διαβάζω για ν’ ανοίξουν τα μάτια μου || απ’ τη μέρα που άρχισα να κάνω ταξίδια, άνοιξαν τα μάτια μου»·
- ανοίγω τα μάτια μου, α. γεννιέμαι: «άνοιξα τα μάτια μου μια μέρα του Αυγούστου». β. ανοίγω τα βλέφαρά μου, ξυπνώ: «μόλις άνοιξα τα μάτια μου, είδα από πάνω μου το στοργικό βλέμμα της μητέρας μου»· βλ. και φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του, βλ. φρ. πρωτάνοιξε τα μάτια του·
- άνοιξε τα μάτια σου! α. (συμβουλευτικά) πρόσεχε καλά ή καλύτερα, πρόσεξε: «εκεί που θα πας, άνοιξε τα μάτια σου μην κάνεις καμιά ανοησία!». (Λαϊκό τραγούδι: γελάστηκα, γελάστηκα δεν ήξερα τι κρύβεις στη μαύρη σου ψυχή. Έπρεπε τα μάτια μου ν’ ανοίξω απ’ την αρχή, προτού να πληγωθώ). β. (συμβουλευτικά) να είσαι προσεκτικός: «στη δουλειά που θα πας άνοιξε τα μάτια σου για να τη μάθεις!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- απ’ τα μάτια του φαίνεται, γίνεται κάτι αμέσως αντιληπτό, γίνεται ολοφάνερο κάτι από την έκφραση των ματιών του: «απ’ τα μάτια του φαίνεται πως νιώθει άσχημα ο άνθρωπος σ’ αυτό το χώρο, δεν το καταλαβαίνεις; || απ’ τα μάτια του φαίνεται πως είναι ερωτευμένος μαζί της»·
- από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα, λέγεται για πούστη, που δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί επίσημα, αλλά το πάθος του γίνεται αντιληπτό από την έκφραση των ματιών του: «πες του να μη μας κάνει τον άντρα, γιατί από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα». Από την εικόνα του πούστη, που ρίχνει κλεφτές ματιές στα γεννητικά όργανα του άντρα για να μαντέψει το μέγεθός τους, ανάλογα με το πόσο φουσκώνει το παντελόνι στο επίμαχο σημείο·
- από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- ας βγάλουν τα μάτια τους, βλ. φρ. δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους(!)·
- άστραψε το μάτι του, α. είδε κάτι που τον εντυπωσίασε πάρα πολύ: «μόλις με είδε να περνώ έξω απ’ το μπαράκι με το καινούριο μου αυτοκίνητο, άστραψε το μάτι του || ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που, μόλις την είδε άστραψε το μάτι του». β. νευρίασε πάρα πολύ, έφτασε στα όρια της παράκρουσης: «όταν είδε τους αλήτες να χτυπούν γέρο άνθρωπο, άστραψε το μάτι του και χωρίς να σκεφτεί όρμησε απάνω τους». γ. ξαφνικά, βρήκε τη λύση του προβλήματος που τον απασχολούσε: «βρισκόταν σε αδιέξοδο και δεν ήξερε τι να κάνει, ώσπου κάποια στιγμή άστραψε το μάτι του κι ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του»·
- βάζω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·
- βάζω στο μάτι, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι: «έβαλε στο μάτι την κόρη του μπακάλη τους || ό,τι βάζει στο μάτι αργά ή γρήγορα πάει και τ’ αγοράζει». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθ’ ο χάρος και δε θα του ξεφύγεις, κόρη μου γλυκιά, γιατί σ’ έβαλε στο μάτι τούτη τη βραδιά)· βλ. και φρ. έχω στο μάτι·
- βασίλεψαν τα μάτια του, έκλεισαν από μεγάλη εξάντληση και νύστα: «μόλις γύρισε το βράδυ απ’ τη δουλειά και κάθισε για λίγο στον καναπέ, βασίλεψαν τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: βασίλεψαν τα μάτια μου απ’ τα γλυκά σου χάδια και τ’ όνειρο στα σύννεφα με πέταξε ψηλά
- βάσκανο μάτι, που προξενεί κακό όποιον βλέπει, που βασκαίνει, που ματιάζει: «φαίνεται μ’ είδε βάσκανο μάτι και δεν μπορώ να στεριώσω σε μια δουλειά!»·
- βγάζει μάτι, α. είναι τόσο ολοφάνερο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται καμιά επιπλέον επεξήγηση: «μα δεν καταλαβαίνεις ότι θέλει να σε καταστρέψει; Εδώ βγάζει μάτι η πρόθεσή του». β. (για πράγματα) είναι τόσο εντυπωσιακό λόγω κατασκευής ή μεγέθους, που είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητο: «φορούσε μια παρδαλή γραβάτα, που έβγαζε μάτι || είχε κάτι βυζάρες, που έβγαζαν μάτι». γ. είναι εξόφθαλμο: «αυτό το νερώ με ωμέγα, βγάζει μάτι»·
- βγάζει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- βγάζω μονάχος μου τα μάτια μου, βλ. φρ. βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- βγάζω τα μάτια μου, α. επιδίδομαι στη σεξουαλική πράξη με τον ερωτικό μου σύντροφο: «είναι δυο ώρες κλεισμένοι στο δωμάτιο και βγάζουν τα μάτια τους». β. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου σε κάποια εργασία, όπου απαιτούνται λεπτοί και επιδέξιοι χειρισμοί: «όλοι οι ρολογάδες βγάζουν τα μάτια τους με τη δουλειά που κάνουν». γ. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου, ιδίως όταν προσπαθώ να διαβάσω μικρά ή κακογραμμένα γράμματα ή όταν διαβάζω χωρίς ικανοποιητικό φωτισμό: «στα χρόνια μας βγάζαμε τα μάτια μας, όταν διαβάζαμε κάτω απ’ τ’ αδύναμο φως της γκαζόλαμπας»·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, με τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις μου, γίνομαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου: «αν υπογράψω αυτό το συμβόλαιο, είναι σαν να βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια»·
- βγάλε τα μάτια σου, ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον, που μας ρωτάει απεγνωσμένα τώρα τι θα κάνω; ή τώρα τι να κάνω(;)·
- βλέπω μ’ άλλο μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι με νέα θεώρηση καλύτερη ή χειρότερη από ό,τι προηγουμένως: «ήμουν κουμπωμένος απέναντί του, αλλά αφού με υποστήριξε, τώρα βλέπω μ’ άλλο μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω αρνητικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε μ’ αρέσει η μούρη του || βλέπω με κακό μάτι αυτόν το συνεταιρισμό που θέλεις να κάνεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω θετικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με καλό μάτι τον δεσμό που έχει η κόρη μου || αν με ρωτήσεις, θα σου πω πως βλέπω με καλό μάτι όλη αυτή τη διαφημιστική καμπάνια που κάνεις για την επιχείρησή σου»·
- βλέπω με την άκρη του ματιού μου, βλέπω κάποιον ή κάτι προσπαθώντας να μη γίνω αντιληπτός: «όση ώρα μιλούσε με τον άλλον, έκανα τον αδιάφορο και τον έβλεπα με την άκρη του ματιού μου»·
- βρίσκομαι στο μάτι του κυκλώνα, βρίσκομαι στο κέντρο επικίνδυνης κατάστασης, βρίσκομαι σε δεινή θέση βαλλόμενος ή κατηγορούμενος από όλες τις πλευρές: «στην προσπάθειά του να κουκουλώσει την παρανομία του συναδέλφου του, βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα κι άρχισε να δέχεται επιθέσεις από τους πάντες». Η ερμηνεία αυτή που επικράτησε είναι εσφαλμένη ίσως από το ότι, κατά τη γνώμη μου, αυτό που κυριαρχεί στη σκέψη μας είναι η καταστροφική δύναμη του κυκλώνα, πράγμα που συνηγορεί στην επικράτηση της εσφαλμένης ερμηνείας. Η ορθή ερμηνεία  είναι διανύω περίοδο γαλήνης, ηρεμίας, αφού στο μάτι (= στο κέντρο) του κυκλώνα, επικρατεί γαλήνη, ηρεμία·
- για να του βγει το μάτι, για να νιώσει μεγάλη στενοχώρια, που δεν εξελίχθηκαν τα πράγματα σε βάρος μου σύμφωνα με την επιθυμία του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «παρακαλούσε να μην μπω στο πανεπιστήμιο, αλλά εγώ μπήκα για να του βγει το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι μας θέλουν το κακό για πείσμα, για γινάτι, δε θα χωρίσουμε ποτέ για να τους βγει το μάτι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·  
- για τα δικά σου μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: στα σίδερα με βάλανε για τα δικά σου μάτια, το βλάμη που γουστάριζες, τον έκαμα κομμάτια
- για τα δυο σου μάτια, για τη χάρη σου, για την αφεντιά σου: «και βέβαια ήρθα για δουλειά, τι νόμισες, για τα δυο σου μάτια ήρθα;». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες· θα σπάσω πιάτα για τα δυο σου μάτια). Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- για τα μάτια ή για τα μαύρα μάτια ή για τα μαύρα τα μάτια, βλ. φρ. για τα μάτια του κόσμου·
- για τα μάτια του κόσμου, α. απλώς για να τηρηθούν τα προσχήματα: «τουλάχιστον, για τα μάτια του κόσμου, έπρεπε να τον χαιρετήσεις κι εσύ». β. για επίδειξη: «αγόρασε κι αυτός ένα αυτοκίνητο για τα μάτια του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: για τα μάτια του κόσμου, πώς μπορείς και παντρεύεσαι φως μου
- για τα μαύρα σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για τα ωραία σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για το κακό το μάτι, για την αποτροπή της βασκανίας, κατά της βασκανίας: «φοράει πάντα μια χάντρα θαλασσιά, για το κακό το μάτι»·
- γλυκά μου μάτια! προσφώνηση τρυφερότητας που επιτείνει το μάτια μου! (βλ. φρ.).(Τραγούδι: γλυκά μου μάτια αγαπημένα ίσως μια μέρα σας ξαναδώ)·
- γυαλίζει το μάτι του, α. είναι πολύ εκνευρισμένος, βρίσκεται στα πρόθυρα της παράκρουσης: «σε συμβουλεύω να μην του πεις κουβέντα, γιατί γυαλίζει το μάτι του». Από την εικόνα του τρελού που, όταν βρίσκεται σε κρίση, τα μάτια του γυαλίζουν. β. βρίσκεται σε περίοδο μεγάλης στέρησης, μεγάλης φτώχειας: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, γυαλίζει το μάτι του». γ. έχει υψηλό πυρετό: «για βάλε θερμόμετρο στο παιδί να δούμε τι πυρετό έχει, γιατί γυαλίζει το μάτι του»·
- γυαλίζει το μάτι μου απ’ τη πείνα ή το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. φρ. αλληθώρισα απ’ την πείνα, λ. πείνα·
- γυάλινο μάτι, ψεύτικο μάτι που είναι καμωμένο από γυαλί, από πορσελάνη: «έχασε σ’ ένα δυστύχημα το δεξί του μάτι κι από τότε έχει γυάλινο μάτι»· 
- δε βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), δεν έχω επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται: «επειδή δεν έβλεπε με κακό μάτι το δεσμό της κόρης του, έκανε τα στραβά μάτια»·
- δε βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), έχω σοβαρές επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται, τόσο μάλιστα, ώστε να διάκειμαι εχθρικά: «αν θέλεις τη γνώμη μου, δε βλέπω με καλό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γι’ αυτό πρόσεχε || δεν έβλεπε με καλό μάτι το δεσμό της κόρης του, γι’ αυτό έπιασε το λεγάμενο και του ζήτησε να χωρίσουν»·
- δε θέλω να τον δω στα μάτια μου, τον αποστρέφομαι, τον αντιπαθώ πάρα πολύ: «είναι τόσο αχάριστος άνθρωπος, που δε θέλω να τον δω στα μάτια μου»·
- δε με γελούν τα μάτια μου, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που βλέπω: «είναι ο τάδε, δε με γελούν τα μάτια μου || δε με γελούν τα μάτια μου, γιατί είμαι σίγουρος πως είσαι ο τάδε»·
- δε με πιάνει το μάτι, δε βασκαίνομαι, δε ματιάζομαι: «δεν έχω φόβο στους γαλανομάτηδες, γιατί δε με πιάνει το μάτι»·
- δε μου γεμίζει το μάτι (κάποιος ή κάτι), δε μου εμπνέει εμπιστοσύνη, έχω επιφυλάξεις: «δε μου γεμίζει το μάτι ο τύπος που κάνεις παρέα || δε μου γεμίζει το μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (από κάτι), είναι επίμονα προσηλωμένος σε κάτι: «ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ το βιβλίο || ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη δουλειά»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη, είναι πολύ ντροπαλός: «το μεγάλο του παιδί είναι πολύ ατίθασο, αλλά το μικρότερο δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη γη || αποκλείεται να σε κοίταξε αυτή η γυναίκα πονηρά, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, δε σηκώνει τα μάτια της απ’ τη γη»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να δει άνθρωπο, βλ. φρ. δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να με δει, δε με κοιτάζει, ιδίως από ντροπή ή από φόβο: «απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, δε σηκώνει τα μάτια του να με δει»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει(ς), α. υπάρχει αφθονία υλικών αγαθών σε ένα χώρο: «άνοιξε ένα καινούριο σούπερ μάρκετ κι έχει τόσα πολλά είδη που δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπεις». β. υπάρχει ωραιότατη θέα που σου προξενεί μεγάλη ευχαρίστηση: «αν ανεβείς στην κορυφή του λόφου, δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει την ομορφιά του κάμπου»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να τον (τη) βλέπει(ς), είναι πάρα πολύ όμορφος: «είναι μια γυναικάρα, που δε χορταίνει το μάτι σου να τη βλέπεις»·
- δε χορταίνει το μάτι του, είναι ανικανοποίητος, είναι άπληστος: «όσα και να του δώσεις, δε χορταίνει το μάτι αυτού του ανθρώπου»·
- δεν έχει μάτια γι’ άλλον (γι’ άλλη), ενδιαφέρεται μόνο για τον ερωτικό του σύντροφο, μόνο για το άτομο που αγαπάει: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκε, δεν έχει μάτια γι’ άλλη». (Λαϊκό τραγούδι: το κορίτσι που αγαπάω το κοιτάζουνε πολλοί, μα αυτό δεν έχει μάτια άλλον άντρα για να δει)· 
- δεν έχω μάτια να τον δω, α. ντρέπομαι να τον αντικρίσω, ντρέπομαι να τον συναντήσω, γιατί είμαι εκτεθειμένος απέναντί του: «κάποια στιγμή κατηγόρησα την αδερφή του χωρίς λόγο και τώρα δεν έχω μάτια να τον δω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω μάτια να σε δω καρδιά να σου μιλήσω, πέσαν τα χέρια μου νεκρά και πώς να σε κρατήσω).β. δεν καταδέχομαι, απαξιώ να τον συναντήσω: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ναρκωτικά, δεν έχω μάτια να τον δω»·
- δεν κλείνω μάτι, α. δεν μπορώ να κοιμηθώ, έχω αϋπνίες. (Λαϊκό τραγούδι: τις νύχτες τις αόρατες εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί μου λένε οι δαίμονες σήκω και περιπάτει). β. αγρυπνώ από ανησυχία ή από έμμονες ιδέες: «δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα, γιατί περίμενα τα παιδιά μου να γυρίσουν απ’ την εκδρομή τους»·
- δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους! έκφραση τέλειας αδιαφορίας για τις υποθέσεις, ιδίως για τις φιλονικίες, για τις έριδες κάποιων: «πάλι μαλώνουν οι συνέταιροι της εταιρείας μας. -Δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους!»·
- δεν πιστεύω στα μάτια μου! βλ. φρ. δεν το πιστεύουν τα μάτια μου(!)·
- δεν τ’ αφήνω απ’ τα μάτια μου, παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή, κάτι: «απ’ την ώρα που πάρκαρε τ’ αυτοκίνητο απέναντι, δεν τ’ άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν το πιάνει το μάτι σου, δεν μπορείς να το δεις, να το εντοπίσεις με γυμνό μάτι: «είναι ένα τόσο δα ζουζουνάκι, που δεν το πιάνει το μάτι σου χωρίς μεγεθυντικό φακό»·
- δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! επιφωνηματική έκφραση απορίας ή θαυμασμού για κάτι που βλέπουμε, ενώ δεν περιμέναμε να το δούμε: «εσύ, κοτζάμ παλικάρι, να χτυπάς μικρό παιδί, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! || μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα τέλειωσες ολόκληρη οικοδομή, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου!»·
- δεν τον αφήνω απ’ τα μάτια μου, τον παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή: «θα σου πω λεπτομερώς πού πήγε και τι έκανε, μόλις βγήκε απ’ το σπίτι του, γιατί δεν τον άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν τον είδε μάτι, δεν τον αντιλήφθηκε κανείς: «ο κλέφτης άδειασε το ταμείο κι ενώ το μαγαζί είχε ένα σωρό κόσμο, δεν τον είδε μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: ζούλα θα ’ρθω, κούκλα μου, από τους γειτόνους, μάτι για να μη με δει μάτια μου και φως μου
- δεν τον πιάνει το μάτι, δε βασκαίνεται, δε ματιάζεται: «ειρωνεύεται όλους αυτούς που φοβούνται το μάτιασμα, γιατί αυτόν δεν τον πιάνει το μάτι»·
- δεν τον πιάνει το μάτι σου, α. δεν μπορείς να τον θεωρήσεις αξιόλογο, δεν τον υπολογίζεις βλέποντας την εξωτερική του εμφάνιση, δεν είναι πραγματικά αυτός που δείχνει: «έτσι όπως γυρίζει μ’ αυτά τα παλιόρουχα, δεν τον πιάνει το μάτι σου για πλούσιο». β. (ειρωνικά) είναι πάρα πολύ κοντός (που υποτίθεται πως δεν μπορείς να τον εντοπίσεις): «προσέχω να μην τον πατήσω, γιατί δεν τον πιάνει το μάτι σου»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι, βλ. λ. άνθρωπος·
- δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, το ενδιαφέρον σου για μένα θα σου το ανταποδώσω στο διπλάσιο·
- διαβάζω στα μάτια του (της) (κάτι), αντιλαμβάνομαι, ξεχωρίζω τα συναισθήματα από τα οποία είναι κυριευμένος κάποιος (κάποια) από την έκφραση των ματιών του: «διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ την αγαπάει || διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ τη μισεί || διαβάζω στα μάτια του πόσο άσχημα νιώθει σ’ αυτό το χώρο»·
- δίνω το ένα μου μάτι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία για να…: «δίνω το ένα μου μάτι για να ξαπλώσω μ’ αυτή τη γυναίκα || δίνω το ένα μου μάτι για ν’ αποκτήσω κι εγώ τέτοιο αυτοκίνητο»·   
- έγινε το μάτι του να! α. πρήστηκε πολύ, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα: «έφαγε μια γροθιά απ’ τον τάδε κι έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την παλάμη, κυρτή προς τα έξω, να έρχεται σε μια μικρή απόσταση από το μάτι, θέλοντας να καθορίσει το μέγεθος του πρηξίματος. β. ένιωσε έντονη έκπληξη: «μόλις με είδε να διασχίζω με την αυτοκινητάρα μου τους δρόμους της γειτονιάς μας, έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν ευμεγέθη κύκλο, υπονοώντας το άνοιγμα του ματιού·
- είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. ζωή·
- είδα το χάρο με τα μάτια μου, βλ. λ. χάρος·
- είδαν πολλά τα μάτια μου, πέρασα πολλές δυσκολίες στη ζωή μου, πράγμα που μου έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσω πολλές και διάφορες εμπειρίες: «εμένα να με συμβουλεύεσαι, γιατί είδαν πολλά τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: πολλά είδαν τα μάτια μου κι έχω περάσει μπόρες, μονάχος μου που γύριζα μέσα σε ξένες χώρες
- είμαι αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- είμαι όλο(ς) μάτια, παρατηρώ κάποιον ή κάτι με πολύ μεγάλη προσοχή: «είμαι όλος μάτια, κάθε φορά που περνάει αυτή η γυναικάρα έξω απ’ το μαγαζί μου || όταν μου δείχνει πώς γίνεται κάτι, είμαι όλος μάτια»·
- είναι το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει να συμβαίνουν κατά την απουσία μου σε ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «αυτός ο άνθρωπος που βλέπεις, είναι το μάτι μου, όσο διάστημα λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου ή είναι τ’ αφτί μου και το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει και ακούει να συμβαίνουν και να λέγονται κατά την απουσία μου από ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «τον πληρώνω κάτι παραπάνω, αλλά έχω το κεφάλι μου ήσυχο, γιατί είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου, όσον καιρό λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, λέγεται ειρωνικά για εκείνους τους ελαφρόμυαλους, που επιτέλους κατάλαβαν ποιο είναι το συμφέρον τους: «επιτέλους, έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια και σταμάτησες αυτή η δουλειά που ξεκίνησες, γιατί κατάλαβες πως θα σε καταστρέψει»· 
- εκείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του, βλ. λ. πίκρα·
- έμεινε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), α. αφαιρέθηκα κοιτάζοντάς το(ν) επίμονα: «όπως τον κοίταζα, έμεινε το μάτι μου». β. (για πράγματα) με εντυπωσίασε τόσο πολύ που θέλω να το αποκτήσω: «έμεινε το μάτι μου σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- έμεινε το μάτι του, με ζηλεύει για κάποιο απόκτημά μου: «απ’ τη μέρα που αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο, έμεινε το μάτι του»·
- ένα τρίτο μάτι, άτομο που δεν έχει σχέση με κάποια υπόθεση, όπως δυο ενδιαφερόμενοι ή δυο ενδιαφερόμενες πλευρές, πράγμα που καθιστά αμερόληπτη τη γνώμη του ή την άποψή του σχετικά με αυτή: «ίσως, αν έβλεπε την υπόθεση ένα τρίτο μάτι, θα μπορούσε να μας δώσει μια πιο ξεκάθαρη γνώμη»·
- έπεσε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- έπεσε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), είδα, ιδίως τυχαία, κάποιον ή κάτι: «όπως ερχόμουν, έπεσε το μάτι μου στον τάδε || όπως έβλεπα τη βιτρίνα, έπεσε το μάτι μου σ’ ένα πανέμορφο δαχτυλίδι»·
- έφυγε με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- έχει αχόρταγο μάτι, βλ. φρ. δε χορταίνει το μάτι του·
- έχει βαρύ μάτι, βλ. συνηθέστ. έχει κακό μάτι·
- έχει γερό μάτι, έχει πολύ καλή όραση ή έχει την ικανότητα να εκτιμάει την πραγματική αξία ενός ανθρώπου ή πράγματος: «μπορεί να διαβάσει την εφημερίδα του από δυο μέτρα απόσταση, γιατί έχει γερό μάτι || ο τάδε, που έχει γερό μάτι, μου είπε πως αυτός που κάνεις παρέα, δε θα πρέπει να ’ναι καλός άνθρωπος || στην αγορά τ’ αυτοκινήτου μου θα πάρω και τον τάδε μαζί μου, γιατί έχει γερό μάτι»·
- έχει δυνατό μάτι, βλ. λ. έχει γερό μάτι·
- έχει και πίσω μάτια, βλ. φρ. έχει και στην πλάτη μάτια·
- έχει και στην πλάτη μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «έτσι να κάνεις λίγο, το παίρνει αμέσως μυρουδιά, γιατί έχει και στην πλάτη μάτια». Πρβλ.: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα, μα πιο πολύ το μάτι που έβλεπε απ’ την πλάτη (Λαϊκό τραγούδι)·
- έχει και στον κώλο μάτια, βλ. λ. κώλος·
- έχει κακό μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «μόλις μ’ είδε ο τάδε, έπεσα κι έσπασα το πόδι μου, γιατί έχει κακό μάτι»·
- έχει καλό μάτι, βλ. φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «δε θέλω να δει ο τάδε το καινούριο μου αυτοκίνητο, γιατί έχει μάτι και σίγουρα όλο και κάπου θα τρακάρω»· βλ. και φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει τα μάτια του παντού, αντιλαμβάνεται, παρακολουθεί τα πάντα, γιατί είναι πολύ προσεκτικός ή καχύποπτος: «από κείνη τη μέρα που έπαθε τη ζημιά στη δουλειά του, έχει τα μάτια του παντού»·
- έχει το μάτι του όλο στην πόρτα ή έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα, α. επιδιώκει διακαώς να βρει την ευκαιρία να βγει από το σπίτι, να ξεπορτίσει: «ξέρει πως στο μπαράκι την περιμένει ο γκόμενός της κι αυτή έχει το μάτι όλο στην πόρτα». β. αδημονεί να φανεί, να επιστρέψει κάποιος στο σπίτι: «μόλις περάσει λίγο η ώρα, έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα και δεν ησυχάζει αν δε δει τα παιδιά του να επιστρέφουν στο σπίτι»·
- έχει τρύπιο μάτι, είναι εντελώς ανικανοποίητος: «όταν ο άνθρωπος έχει τρύπιο μάτι, δεν μπορεί να ευχαριστηθεί με τίποτα»·
- έχουν δει πολλά τα μάτια μου, βλ. φρ. είδαν πολλά τα μάτια μου·
- έχω στο μάτι, α. λαχταρώ, επιθυμώ να αποκτήσω κάποιον ή κάτι: «από καιρό έχω στο μάτι αυτή τη γυναίκα || από καιρό έχω στο μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο». (Λαϊκό τραγούδι: τόσο καιρό σ’ έχω στο μάτι, γιατί είσαι ένα γερό κομμάτι). β. εποφθαλμιώ: «έχω στο μάτι τη θέση του διευθυντή μας»· βλ. και φρ. τον έχω στο μάτι·
- έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τα μάτια μου, προσέχω πολύ: «όταν ξεκινώ κάτι καινούριο, έχω τα μάτια μου ανοιχτά μέχρι να βάλω το νερό στ’ αυλάκι»·
- έχω τα μάτια μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- έχω τα μάτια μου κλειστά ή έχω κλειστά τα μάτια μου, α. δεν προσέχω: «πώς να μη σε κλέψουν, απ’ τη στιγμή που έχεις τα μάτια σου κλειστά!». β. προσποιούμαι πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω τι γίνεται γύρω μου: «όση ώρα είχα τα μάτια μου κλειστά, δε δούλεψε ούτε ένας εργάτης»·
- έχω τα μάτια μου τέσσερα (δεκατέσσερα, είκοσι τέσσερα), είμαι πάρα πολύ προσεκτικός στις ενέργειές μου ή στις συναναστροφές μου: «όπως έγινε σήμερα ο κόσμος, πρέπει να ’χεις τα μάτια σου τέσσερα για να μην μπλέξεις πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: αν έχεις μάτια τέσσερα, στάσου στο δεκατέσσερα
- έχω το μάτι μου όλο..., επιδιώκω συστηματικά κάτι: «έχω το μάτι μου όλο στα ταξίδια || απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, έχει το μάτι του όλο στα γλέντια || τα μικρά παιδιά έχουν το μάτι τους όλο στο παιχνίδι»·
- ζυγιάζω με το μάτι, εκτιμώ, υπολογίζω νοερά έπειτα από προσεκτική παρατήρηση τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς, υπόθεσης ή κατάστασης: «είναι πολύ έμπειρος στη ζωή κι ό,τι ζυγιάζει με το μάτι, πέφτει πάντα μέσα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά· βλ. και φρ. με το μάτι·
- η κότα σκαλίζοντας βγάζει το μάτι της ή σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της, βλ. λ. κότα·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, όσα κάνει κανείς τη νύχτα ακούγονται, ενώ όσα κάνει τη μέρα φαίνονται: «τίποτα δε μένει κρυφό, αγόρι μου και πρέπει να μάθεις να περπατάς καλά στη ζωή σου, γιατί η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια»·  
- η πραμάτεια θέλει μάτια, όταν αγοράζει κανείς κάτι, ιδίως από πλανόδιο πωλητή, πρέπει να είναι προσεκτικός: «να μην ψωνίζεις καβάλα, γιατί η πραμάτεια θέλει μάτια»·
- ήταν σκόνη στα μάτια, βλ. συνηθέστ. ήταν στάχτη στα μάτια·
- ήταν στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει, δηλώνει αδιαφορία ή και μοιρολατρία για την έκβαση κάποιας ενέργειας ή προσπάθειας: «είναι πολύ δύσκολη δουλειά, αλλά θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη μου πρώτη, αγάπη μεγάλη, θα κλείσω τα μάτια, κι όπου με βγάλει
- θα μου βγει απ’ τα μάτια, έχω πιει πάρα πολύ: «δεν μπορώ να πιω γουλιά περισσότερο, γιατί θα μου βγει απ’ τα μάτια». Από παρομοίωση του ποτού με τα δάκρυα·
- θα σου βγάλω το μάτι, θα σου προξενήσω μεγάλη ζημιά, θα σε εκδικηθώ: «αν ξαναενοχλήσεις την κόρη μου, θα σου βγάλω το μάτι». Από την εικόνα των ατόμων του υπόκοσμου που, όταν σε μια μονομαχία με μαχαίρια έπεφτε ο ένας από τους δυο νεκρός, ο νικητής ή έγλειφε το μαχαίρι του με το αίμα του αντιπάλου του ή του έβγαζε το μάτι και το ρουφούσε εξού και η φρ. θα σου πιω το μάτι και θα σου ρουφήξω το μάτι και θα σου φάω το μάτι·
- θα σου πιω το μάτι, βλ. φρ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θα σου ρουφήξω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου πιω το μάτι·
- θα σου φάω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θόλωσε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- θόλωσε το μάτι του, δεν αντέχει πια, ήρθε σε απόγνωση και δεν ξέρει τι να κάνει, πώς να ενεργήσει, ή ενεργεί καταστροφικά σε βάρος του ή σε βάρος άλλου: «θόλωσε το μάτι του απ’ τα προβλήματα που τον βασανίζουν και δεν ξέρει τι κάνει || όταν την είδε στο κρεβάτι μ’ έναν άλλον άντρα, θόλωσε το μάτι του και τους σκότωσε και τους δυο με το πιστόλι του»·
- … και μ’ ένα μάτι, έκφραση με την οποία δηλώνουμε περήφανα πως ταυτιζόμαστε απόλυτα με αυτό που μόλις προαναφέραμε: «Πόντιος και μ’ ένα μάτι || Θεσσαλονικιός και μ’ ένα μάτι || Παοκτσής και μ’ ένα μάτι || δημοκράτης και μ’ ένα μάτι»· βλ. και λ. Αμερικανός·
- ... και τα μάτια σου, δηλώνει πως πρέπει να δείξει μεγάλη προσοχή, μεγάλη φροντίδα κάποιος σε αυτό που μόλις του προαναφέραμε: «θα πεταχτώ μέχρι τον μπακάλη, γι’ αυτό το παιδί και τα μάτια σου || όσο θα λείπουμε, το σπίτι και τα μάτια σου»·
- κακό μάτι, το μάτι που βασκαίνει: «τέτοιο κακό μάτι, πρώτη φορά συνάντησα σε άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα ή καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, είναι προτιμότερο να πάθει κανείς ένα κακό έστω και μεγάλο παρά να αποκτήσει κακή φήμη: «για να πάρεις μια θέση σ’ αυτή την επιχείρηση, πρέπει να είσαι άμεμπτος, γι’ αυτό, καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα». Πρβλ.: ο κουρσάτος φίλος σου θα σ’ αφήσει γρήγορα και θα μείνεις κι απ’ τους δυο τότε αμανάτι, θα ’σαι πια για κλάματα κι όπως λέν’ τα γράμματα, πριν σου βγει το όνομα, πιο καλά το μάτι (Λαϊκό τραγούδι)·
- καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα δω) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα διώ) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα ιδώ), ειρωνική ή χαϊδευτική προσφώνηση σε άτομο που έχουμε καιρό να το δούμε·
- κάναμε μαύρα μάτια, βλ. φρ. μαύρα μάτια κάναμε·
- κανένα μάτι, κανένας άνθρωπος: «κανένα μάτι δεν είδε παρόμοια ομορφιά». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι δε θα δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί κι έχεις το λόγο μου, γλυκιά μου αγάπη, στιγμή δε θα σ’ απαρνηθώ και στρώσε μου να κοιμηθώ
- κάνουν πουλάκια τα μάτια μου ή τα μάτια μου κάνουν πουλάκια, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνουν πουλάκια τα μάτια σου ή πουλάκια κάνουν τα μάτια σου, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνω μάτι, παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το να κάνει κανείς μάτι είναι μια ικανοποίηση, αλλά και ένα βίτσιο»· βλ. και φρ. κάνω ματάκι, λ. ματάκι·
- κάνω μαύρα μάτια (να δω κάποιον), αισθάνομαι έντονα την έλλειψη κάποιου προσώπου: «πού χάθηκες, ρε παιδάκι μου, έκανα μαύρα μάτια να σε δω!»·
- κάνω τα γλυκά μάτια, α. ερωτοτροπώ: «πάλι κάνεις τα γλυκά μάτια στην τάδε;». β. επιθυμώ πάρα πολύ να αποκτήσω κάτι: «εδώ και χρόνια κάνω τα γλυκά μάτια σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- κάνω τα στραβά μάτια, α. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω, συμπεριφέρομαι ανεκτικά, με επιείκεια: «κακόμαθε το παιδί, γιατί ο πατέρας του κάνει τα στραβά μάτια στις αταξίες του». β. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν αντιλαμβάνομαι τις ερωτικές ιδίως επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «κάθε μήνα η αδερφή του αλλάζει γκόμενο κι αυτός κάνει τα στραβά μάτια»·
- κάνω το μάτι, ξεματιάζω: «έχει απομείνει μια γιαγιά στο χωριό μας που ξέρει να κάνει το μάτι»·
- καρφώνω στα μάτια (κάποιον), κοιτάζω επίμονα κάποιον στα μάτια: «στάθηκα απέναντί της και την κάρφωσα στα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: ένας μάγκας τη ζυγώνει και στα μάτια την καρφώνει. Χωρίς κουβέντες πια πολλές μαζί τα πίναμε που λες
- καρφώνω τα μάτια μου (σε κάποιον ή σε κάτι), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα: «μόλις κάθισε η γυναίκα στο τραπεζάκι, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω της || μόλις είδα τ’ αυτοκίνητο, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω του»·
- κατεβάζω τα μάτια ή κατεβάζω τα μάτια μου, κοιτώ προς τα κάτω από σεβασμό, ντροπή ή υποταγή: «όταν μου μιλάει ο παππούς μου, κατεβάζω τα μάτια και τον ακούω προσεκτικά || κατέβασα τα μάτια μου, μόλις αποκαλύφθηκε το ψέμα μου || μπροστά στ’ αφεντικό του κατεβάζει τα μάτια του»·
- κατέβηκε στα μάτια μου, βλ. φρ. έπεσε στα μάτια μου·
- κάτι άρπαξε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι έπιασε το μάτι μου, βλ. λ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι μπήκε στο μάτι μου, κλασική δικαιολογία όταν δε θέλουμε να παραδεχτούμε ότι δακρύσαμε για κάτι που είδαμε ή θυμηθήκαμε και συγκινηθήκαμε, αλλά το αποδίδουμε σε κάποια μικρή ακαθαρσία που μπήκε και ερέθισε το μάτι μας·
- κάτι πήρε το μάτι μου, κάτι είδα τυχαία από το συμβάν που μου αναφέρει κάποιος, αλλά δε γνωρίζω πολλά πράγματα: «είδες το δυστύχημα που έγινε στη γωνία; -Κάτι πήρε το μάτι μου, αλλά δεν έδωσα περισσότερη σημασία»·
- κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, ένα σπουδαίο ζήτημα ή ένα μυστικό πρέπει να προσέχουμε πώς τα λέμε, γιατί μπορεί να ακούσει κάποιος και ας μη φαίνεται: «πρόσεχε μη σ’ ακούσουν πώς μιλάς γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια»·
- κι όπου με βγάλουν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. κι όπου με βγάλει η άκρη, λ. άκρη·
- κλέβει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- κλείνουν τα μάτια μου, νυστάζω υπερβολικά: «εγώ πέφτω για ύπνο, γιατί κλείνουν τα μάτια μου»·
- κλείνω τα μάτια ή κλείνω τα μάτια μου, α. κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι ό,τι κακό ή ανεπίτρεπτο συμβαίνει γύρω μου, εθελοτυφλώ: «μέχρι πότε θα κλείνω τα μάτια μου στις αταξίες σου!». β. κοιμάμαι: «δε θυμάμαι τι ώρα χτες βράδυ έκλεισα τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: όταν κοιμάται ο δυστυχής, κανείς μην τον ξυπνήσει, ξεχνάει τα πάντα ο άνθρωπος τα μάτια του σαν κλείσει). γ. πεθαίνω: «όλοι μια μέρα θα κλείσουμε τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: την τελευταία μου στιγμή, τα μάτια μου πριν κλείσω, τότε γλυκιά μανούλα μου, εσένα θα ζητήσω)· βλ. και φρ. του κλείνω τα μάτια·
- κλείνω τα μάτια μου μια για πάντα, πεθαίνω: «όταν θα κλείσω τα μάτια μου μια για πάντα, θέλω να με θάψετε στη Θεσσαλονίκη»·
- κόβει το μάτι του, α. έχει δυνατή όραση: «για δες εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι γράφει εκεί πέρα;». β. έχει παρατηρητικότητα ή έχει ορθή κρίση: «εσένα που κόβει το μάτι σου, μήπως πρόσεξες τι χρώμα είχε τ’ αυτοκίνητο που πέρασε; || για πες μου εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι σόι άνθρωπος είναι αυτός;»·
- κόβω το μάτι, ξεματιάζω: «ήταν για θάνατο, αν δεν πήγαινε στην τάδε να του κόψει το μάτι»·
- κοιμάται μ’ ανοιχτά μάτια ή κοιμάται μ’ ανοιχτά τα μάτια ή κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, το άτομο για το ποίο γίνεται λόγος, μπορεί κανείς να το ξεγελάσει με μεγάλη ευκολία, είναι κουτό, ανόητο, βλάκας: «μην τον εμπιστευτείς καμιά σοβαρή δουλειά, γιατί κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά και θα τον ξεγελάσουν με το πρώτο»·
- κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό, κοιμάται πολύ ελαφρά, ιδίως γιατί υποπτεύεται κάποιον κίνδυνο: «απ’ τη μέρα που άνοιξε δοσοληψίες με την αστυνομία, κάθε βράδυ κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό»·
- κοίτα με στα μάτια ή κοίταξέ με στα μάτια, έκφραση που απευθύνουμε στο συνομιλητή μας, όταν περιμένουμε την απάντησή του σε κάποια ερώτηση που του θέσαμε, και η έννοια είναι πως περιμένουμε να μας πει την αλήθεια, γιατί έχει παρατηρηθεί πως, όποιος λέει ψέματα, αποφεύγει να δει κατάματα το συνομιλητή του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. (Λαϊκό τραγούδι: για κοίτα με στα μάτια λοιπόν κι εξηγήσου πού δίνεις το γλυκό το θερμό το φιλί σου, δεν είχες μυστικά από μένα θυμήσου, για κοίτα με στα μάτια λοιπόν). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το και πες μου την αλήθεια·  
- κοιτάζει με γυάλινα μάτια, κοιτάζει ανέκφραστος: «είναι άνθρωπος σκληρός και ψυχρός και κοιτάζει με γυάλινα μάτια τους συνανθρώπους του»·
- κοιτάζονται στα μάτια, το ζευγάρι για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πάρα πολύ ερωτευμένο: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν, κοιτάζονται στα μάτια»·
- κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου, βλ. φρ. βλέπω με την άκρη του ματιού μου·
- κοίταξέ με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, βλ. φρ. δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο·
- κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει, βλ. λ. κόρακας·
- κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά ή κρατώ ανοιχτά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- κρατώ τα μάτια μου κλειστά ή κρατώ κλειστά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- μ’ ένα δεύτερο μάτι, βλ. συνηθέστ. με μια δεύτερη ματιά·
- μ’ έφαγε με τα μάτια του, α. με βάσκανε, με μάτιασε: «μ’ έφαγε με τα μάτια του, μόλις μ’ είδε μέσα στο καινούριο μου αυτοκίνητο και λίγο παρακάτω τράκαρα». β. κάρφωσε απροκάλυπτα το βλέμμα του επάνω μου και με κοίταζε αδιάκοπα και εξεταστικά, συνήθως με ερωτική διάθεση: «μόλις μπήκα μέσα, μ’ έφαγε με τα μάτια της μέχρι την ώρα που έφυγα»·
- μ’ έχει στο μάτι, λέγεται σε περίπτωση που κάποιος δε με συμπαθεί και για το λόγο αυτό δεν είναι ακριβοδίκαιος μαζί μου: «ποτέ του δε μου έχει δώσει δίκιο, γιατί μ’ έχει στο μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: τον ένα λέγανε Κωστή, τον άλλονε Σταμάτη· τους γύρευαν από καιρό αχ, τους είχανε στο μάτι). Από τη συνηθισμένη δικαιολογία των μαθητών για κάποιον καθηγητή τους, όταν τους βαθμολογεί με όχι καλό βαθμό·
- μάτι να μη σε πιάσει, ευχή σε κάποιον για την αποτροπή βασκανίας, ματιάσματος: «όπου και να πας, παιδάκι μου, μάτι να μη σε πιάσει»·  
- μάτι νερού, βλ. λ. νερό·
- μάτια γλυκά μου μάτια μου τωνε ματιών μου μάτια ή μάτια γλυκά μου μάτια μου των οματιών μου μάτια, έκφραση απέραντης τρυφερότητας που απευθύνουμε σε κάποιο άτομο·
- μάτια μου! α. προσφώνηση τρυφερότητας σε αγαπημένο ή οικείο πρόσωπο: «μήπως σε στενοχώρησα, μάτια μου! || πετάξου, μάτια μου, μέχρι το σπίτι και πες στη γυναίκα μου πως θ’ αργήσω!». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου θυμώνεις, μάτια μου,που φεύγω για τα ξένα, πουλί θα γίνω και θα ’ρθω πάλι κοντά σε σένα). β. ειρωνική προσφώνηση σε άτομο: «τι λες, μάτια μου, που θα σηκωθώ για να καθίσεις εσύ!». (Λαϊκό τραγούδι: ανάποδα μετράς κι όλα τα δίκια, μάτια μου,για σένα τα κρατάς
- μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται, ο μακροχρόνιος αποχωρισμός δυο ανθρώπων έχει ως μοιραία κατάληξη τη λησμονιά. (Λαϊκό τραγούδι: μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται κι όλα ξεχνιούνται, αχ όλα ξεχνιούνται
- μαύρα μάτια κάναμε (να δω ή να δούμε κάποιον), είναι πολύς καιρός που δε σε είδα, που δε σε είδαμε: «βρε, καλώς το παιδί, μαύρα μάτια κάναμε για να σε δούμε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μαύρισε το μάτι μου, επιθυμώ έντονα κάτι που το έχω στερηθεί πάρα πολύ: «μαύρισε το μάτι μου για ένα τρικούβερτο γλέντι όπως παλιά || μαύρισε το μάτι μου για ένα καλό ψάρι || μαύρισε το μάτι μου για μια καλή κουβέντα»·
- μαύρισε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- με γεια τα μάτια! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δε βλέπει κάτι που του δείχνουμε επίμονα, ιδίως από κάποια απόσταση: «ούτε τώρα βλέπεις τη βάρκα στο πέλαγος; Ε, τι να σου πω, ρε παιδάκι μου, με γεια τα μάτια!»·
- με γυμνό μάτι, που δε χρειάζεται κανείς τη βοήθεια οποιουδήποτε οπτικού οργάνου για να δει κάτι: «ήταν τόσο φωτεινό τ’ αστέρι, που μπορούσε να το δει κανείς με γυμνό μάτι»·
- με δεμένα μάτια ή με δεμένα τα μάτια ή με τα μάτια δεμένα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή προσπάθεια, πάρα πολύ εύκολα: «το κάνω με δεμένα μάτια || τον νικώ με δεμένα τα μάτια»·
- με κλειστά μάτια ή με κλειστά τα μάτια ή με τα μάτια κλειστά, α. με πολύ μεγάλη ευκολία: «αυτόν που μου λες, τον νικώ με κλειστά μάτια || αυτό που μου λες, το κάνω με κλειστά τα μάτια». β. χωρίς εξέταση, χωρίς έλεγχο: «τ’ αγόρασε με κλειστά μάτια και την πάτησε». γ. με απόλυτη σιγουριά, με απόλυτη εμπιστοσύνη: «αυτόν τον άνθρωπο, τον εμπιστεύομαι με κλειστά τα μάτια»·
- με πειράζει στα μάτια, (ιδίως για φωτισμό) μου προκαλεί πρόβλημα στην όραση: «δεν μπορώ να βγω το καλοκαίρι έξω χωρίς γυαλιά, γιατί ο ήλιος με πειράζει στα μάτια»·
- με πιάνει το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε φορά που θα φορέσω καινούριο ρούχο, με πιάνει το μάτι και το λερώνω ή το σκίζω». (Λαϊκό τραγούδι: το θαλασσί της θάλασσας κι όλο το μπλε του χάρτη, να μπει στη χάντρα που φοράς να μη σε πιάνει μάτι
- με τα μάτια μου ή με τα ίδια μου τα μάτια, εγώ ο ίδιος, είμαι αυτόπτης μάρτυρας, έχω άμεση αντίληψη κάποιου γεγονότος: «δεν μπορείς να μου αλλάξεις γνώμη, γιατί σου λέω πως το είδα με τα ίδια μου τα μάτια»·
- με τι μάτια να τον δω, βλ. φρ. δεν έχω μάτια να τον δω·
- με το μάτι, χωρίς μέτρημα ή ζύγισμα, κατ’ εκτίμηση: «με το μάτι υπολογίζω πως θα πρέπει να ’ναι πάνω από δέκα κιλά»·
- μένει το κακό μάτι ή μένει το κακό το μάτι, βλ. φρ. μένει το μάτι του κόσμου·
- μένει το μάτι του κόσμου, μένει η ζηλοφθονία για κάτι καλό που συμβαίνει, που τυχαίνει σε κάποιον: «μην επιδεικνύεις τα λεφτά σου, γιατί μένει το μάτι του κόσμου»·
- μένω μ’ ανοιχτά μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια μου ή μένω με τα μάτια ανοιχτά ή μένω με τα μάτια μου ανοιχτά, εκπλήσσομαι έντονα με αυτό που μου λέει ή που μου δείχνει κάποιος: «έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο || μόλις μου είπε πως σκέφτεται να χωρίσει, έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, γιατί αυτός ήταν τρελά ερωτευμένος με τη γυναίκα του»·
- μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- μέσα στα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. μπροστά στα μάτια μου·
- μέχρις εκεί που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- μη με δει κανένα μάτι, μη με δει, αντιληφθεί κάποιος άνθρωπος: «θα ’ρθω μόλις σκοτεινιάσει, για να μη με δει κανένα μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι μη μας δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί
- μήπως με γελούν τα μάτια μου; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που βλέπουμε: «μήπως με γελούν τα μάτια μου, ρε παιδιά; Έχω πράγματι τον πρώτο αριθμό του λαχείου;»·
- μήπως πήρε το μάτι σου, μήπως είδες τυχαία, μήπως έτυχε να δεις: «μήπως πήρε το μάτι σου τον αναπτήρα μου; || μήπως πήρε το μάτι σου τον τάδε στη συγκέντρωση;»·   
- μικρό είναι το μάτι σου! α. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως κάτι που έχουμε ή που του δείχνουμε είναι μικρό, άχρηστο ή χωρίς καθόλου αξία. β. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν μπορούμε να φέρουμε σε πέρας κάτι·
- μικρός, (μικρή, μικρό) στο μάτι, μεγάλος (μεγάλη, μεγάλο) στο κρεβάτι, α. ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν έχουμε την εμπειρία της ερωτικής πράξης. β. (ειδικά για άντρα) ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως δεν είμαστε άξιοι να επιβάλλουμε τη σεξουαλική πράξη, επειδή έχουμε μικρό πέος, πράγμα για το οποίο, βέβαια, έχουμε εντελώς αντίθετη γνώμη, όχι ως προς το μέγεθος, αλλά ως προς την ικανότητα. Συνών. τα ακριβά αρώματα, τα βάζουν σε μικρά μπουκαλάκια. Πρβλ. οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τό εὖ· βλ. και φρ. μικρό είναι το μάτι σου(!)·
- μιλάνε με τα μάτια, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος συνεννοούνται από απόσταση κάνοντας νοήματα με τα μάτια ή συνεννοούνται αθόρυβα ή ξέρει τόσο καλά ο ένας τον άλλον, που συνεννοούνται με μια ματιά: «πάντοτε κάνουν την ίδια κίνηση, γιατί μιλάνε με τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: η σιωπή είναι χρυσός, θα το δεις, με τα μάτια μιλάμε εμείς
- μιλάνε τα μάτια του, α. είναι πολύ εκφραστικός, δεν μπορεί να κρύψει αυτό που νιώθει: «όσο και να προσπαθήσει να κρύψει κάτι, δεν μπορεί, γιατί μιλάνε τα μάτια του || υποστηρίζει πως δεν είναι ερωτευμένος μαζί της, αλλά μιλάνε τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: αχ! Σαμιωτίτσα μου τρελή, τα μάτια σου μιλούνε πως άλλονε κοιτάζουνε και με μένανε γελούνε). β. δείχνει τον εσωτερικό του κόσμο, τον χαρακτήρα του από την έκφραση των ματιών του: «αποκλείεται να ’ναι κακός άνθρωπος, γιατί μιλάνε τα μάτια του τι ακριβώς είναι»·
- μολύβι για τα μάτια, βλ. λ. μολύβι·
- μου ανοίγουν τα μάτια, με διαφωτίζουν για κάτι που είχα άγνοια, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «αν δε μου άνοιγαν τα μάτια οι φίλοι μου, δε θα μάθαινα πως η γυναίκα μου είχε γκόμενο»·
- μου άστραψε στο μάτι, βλ. συνηθέστ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μου ’βγαλε το μάτι, μου προξένησε μεγάλη ζημιά, ηθική ή υλική: «πίστευα πως, επειδή ήταν φίλος μου, θα με βοηθούσε, αλλά αυτός μου ’βγαλε το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: όσες φορές συμπόνεσα την ξένη δυστυχία, πληρώθηκα αχάριστα, μου γύρισαν την πλάτη κι αν δεν τους επρολάβαινα, θα μου ’βγαζαν το μάτι
- μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω ή μου βγήκαν τα μάτια απ’ όξω, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη βλέποντας κάτι, δεν πίστευα σε αυτό που έβλεπα: «επειδή ξέρω πόσο φτωχός είναι, μόλις τον είδα να κυκλοφορεί με τέτοια αυτοκινητάρα, μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω». β. κοίταζα επίμονα κάτι που με είχε εντυπωσιάσει πολύ, που δε χόρταινα να βλέπω: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω να κοιτάζω». Η σκηνή αυτή είναι αγαπημένη στους σκιτσογράφους, καθώς και στους δημιουργούς ηρώων των κινούμενων σχεδίων που σχεδιάζουν τους βολβούς των ματιών να πετάγονται προς τα έξω με ελατήρια·   
- μου βγήκαν τα μάτια σαν λουκουμάδες, βλ. φρ. μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω. Από παρομοίωση του βολβού των ματιών με το λουκουμά·
- μου γυάλισε στο μάτι, (για πρόσωπα ή πράγματα) με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεχτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μου γυάλισε στο μάτι το σπίτι του κι έμεινα να το χαζεύω με τις ώρες || μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο, μου γυάλισε στο μάτι κι αποφάσισα να το αγοράσω κι εγώ || μου γυάλισε στο μάτι αυτή η γυναίκα και θα την κάνω δική μου οπωσδήποτε»·
- μου γύρισε το μάτι, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα, βγήκα εκτός εαυτού και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να χτυπάει τον πατέρα του, μου γύρισε το μάτι και τον έσπασα στο ξύλο»·
- μου μπήκε στο μάτι, α. μου έγινε πολύ ενοχλητικός, πολύ προκλητικός: «τον είχα προειδοποιήσει να καθίσει ήσυχα, αλλά αυτός μου μπήκε στο μάτι, γι’ αυτό κι εγώ τον πλάκωσε στο ξύλο». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει άσχημα, όταν μπει κάποια ακαθαρσία ή σκόνη στο μάτι του. β. (για πρόσωπα ή πράγματα)με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεκτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μόλις είδα την ομορφιά και τα κάλλη της, μου γυάλισε στο μάτι || αυτό τ’ αυτοκίνητο πολύ μου γυάλισε στο μάτι κι οπωσδήποτε θα τ’ αγοράσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχει άλλος στον Περαία τέτοια γκόμενα ωραία· κάνει μπαμ όπου κι αν βγαίνει σ’ ολονών τα μάτια μπαίνει)· βλ. και φρ. του μπαίνω στο μάτι·
- μου ’φερε τη χολή στα μάτια, βλ. λ. χολή·
- μου χτύπησε άσχημα στο μάτι, μου έκανε κακή εντύπωση η ενέργεια κάποιου: «μου χτύπησε άσχημα στο μάτι η χειρονομία που έκανες, τη στιγμή που περνούσε εκείνη η γυναίκα από δίπλα σου»·
- μου χτύπησε στο μάτι, βλ. φρ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. αγκάθι·
- μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. καρφί·
- μπαίνω στο μάτι (κάποιου), προκαλώ τη ζήλια του: «αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο και κάθε τόσο περνώ μπροστά απ’ το σπίτι του για να μπαίνω στο μάτι του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ θε να γλεντάω για το ινάτι σου και μ’ άλλη θα περνάω, να μπω στο μάτι σου). Συνών. μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου) / μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- μπροστά απ’ τα μάτια μου, ενώ το πρόσεχα, ενώ το κοιτούσα: «ακούμπησα για λίγο το δεματάκι που κρατούσα στο τραπέζι και μου το ’κλεψαν μπροστά απ’ τα μάτια μου»·
- μπροστά στα μάτια μου, α. ακριβώς μπροστά μου: «η τράκα έγινε μπροστά στα μάτια μου». β. παρουσία μου: «το συμβόλαιο υπογράφηκε απ’ τους δυο ενδιαφερομένους μπροστά στα μάτια μου»·
- … να δουν τα μάτια σου! δηλώνει πως υπάρχει σε μεγάλη αφθονία αυτό που μόλις προαναφέρεται: «έχει λεφτά ο τάδε; -Λεφτά να δουν τα μάτια σου! || έχει καμιά γκόμενα ο τάδε; -Γκόμενες να δουν τα μάτια σου! || υπάρχουν γυναίκες εκεί που θα πάμε; -Γυναίκες να δουν τα μάτια σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εσύ·
- να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! ή να δούμε τι θα δουν τα μάτια μας ακόμα! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας για κάτι που δεν πιστεύουμε ή δεν πιστεύαμε πως θα μπορούσε να γίνει και που περιμένουμε πια να γίνουν και άλλα στη συνέχεια: «ήρθαν τα παλιόπαιδα, στάθηκαν μπροστά μου και χωρίς καμιά ντροπή άρχισαν να φιλιούνται. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας απ’ τη σημερινή νεολαία! || έβγαλαν, λέει, ένα τηλέφωνο, που μπορείς να βλέπεις αυτόν που σου τηλεφωνεί. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για·
 - να, έγινε το μάτι του! ένιωσε μεγάλη έκπληξη: «μόλις μ’ είδε αγκαλιά με την τάδε, να, έγινε το μάτι του!». Συνοδεύεται συνήθως από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν μπροστά στο στήθος υπερμεγέθη κύκλο, χωρίς να ενώνονται τα δάχτυλα στις άκρες τους·
- να, κάνει το μάτι του! ποθεί έντονα να αποκτήσει κάτι, γιατί το στερείται τελείως: «μόλις δει κανένα καινούριο αυτοκίνητο, να, κάνει το μάτι του!». Συνοδεύεται από την αμέσως παραπάνω χειρονομία·
- να μη με δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! λέγεται με αυτοσαρκασμό από άτομο που βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας·
- να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι!». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- να μη σε δουν τα μάτια μου! είδος κατάρας με την έννοια να πεθάνεις·
- να μη σε πιάσει μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί στα ξένα που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε πιάσει μάτι!»·
- να μη χαρώ τα μάτια μου! όρκος που δίνομαι σε κάποιον για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε: «αν σου λέω ψέματα, να μη χαρώ τα μάτια μου». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!)·
- να στα μάτια μου! έκφραση δυσαρέσκειας που στρέφεται κατά του εαυτού μας για πράξη που δεν έπρεπε να την κάνουμε ή που μετανιώσαμε γι’ αυτήν: «να στα μάτια μου, που πήγα και τον βοήθησα ο βλάκας! || να στα μάτια μου, που αγόρασα αυτή την τηλεόραση!». Συνήθως συνοδεύεται με παράλληλο αυτομούντζωμα·
- να στα μάτια σου! επιθετική έκφραση σε άτομο που μας μούντζωσε και που συνοδεύεται με αντίστοιχη χειρονομία·
- να, το μάτι του γαρίδα! βλ. φρ. να, κάνει το μάτι του(!)·
- να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!), ευχετική έκφραση σε κάποιον, για να μας βοηθήσει ή να μας εξυπηρετήσει σε κάτι ή να προσέχει να μη του συμβεί κάτι: «να χαρείς τα μάτια σου τα δυο, δώσε μου τα λεφτά που μου χρειάζονται! || εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να χαρείς τα μάτια σου μην μπλέξεις με τους αλήτες!». (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα μάτια σου). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα νιάτα σου! / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- ξέπεσε στα μάτια μου, έπαυσα να εκτιμώ κάποιον λόγω κακής συμπεριφοράς του: «απ’ τη στιγμή που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, ξέπεσε στα μάτια μου»·
- ο θυμός μάτια δεν έχει, βλ. λ. θυμός·
- όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του, βλ. λ. χώμα·
- όποιος έχει μάτια, βλέπει, το πράγμα είναι προφανές: «όποιος έχει μάτια, βλέπει το λόγο για τον οποίο αγαπάει τη γυναίκα του». (Κρητική μαντινάδα: εμέ το λέει η καρδούλα μου κι όποιος έχει μάτια, βλέπει, άλλοι αγαπούν με την καρδιά και άλλοι με την τσέπη). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το νομίζεις πως ή το μήπως νομίζεις πως·
- όποιος πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, είδος κατάρας, που τη λέμε για να προλάβουμε κάποιον, που έχουμε την εντύπωση πως ετοιμάζεται να μας κακολογήσει·
- όσο έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, όσο (θα) βρίσκομαι στη ζωή: «όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, θα είσαι υπό την προστασία μου»·
- όσο παίρνει το μάτι σου, ως εκεί που βλέπεις, ως εκεί που μπορείς να δεις: «όσο παίρνει το μάτι σου, τα χωράφια είναι του παππού μου»·
- όσο που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια, είναι ευθύς, ειλικρινής και σίγουρος για αυτά που μας λέει: «τον εμπιστεύομαι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί, όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια»·
- παίζει το μάτι μου, σε ένα από τα μάτια μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν παίζει το αριστερό μου μάτι, θα μου συμβεί σε σύντομο χρονικό διάστημα κάτι κακό ή θα δω κάποιον ανεπιθύμητο και αν παίζει το δεξί, θα μου συμβεί κάτι καλό ή θα δω κάποιον που επιθυμώ·
- παίζει το μάτι του (της), α. ερευνά επίμονα με το βλέμμα του (της) να εντοπίσει γυναικεία (αντρική) παρουσία, ερωτοτροπεί με γυναίκα (με άντρα): «μόλις έγινε παλικαράκι, άρχισε να παίζει το μάτι του || μπορεί να είναι παντρεμένη, αλλά παίζει το μάτι της». β. είναι πολύ έξυπνος: «αυτός θα προκόψει γρήγορα στη ζωή του, γιατί παίζει το μάτι του»·
- παίρνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το καλοκαίρι κάθομαι στο μπαλκόνι και παίρνω μάτι ένα ζευγαράκι που πηδιέται με τα παράθυρα ανοιχτά στην απέναντι πολυκατοικία». (Τραγούδι: μια ψυχή που ’ναι να βγει και κάνει κράτει με τα δόντια, με τα νύχια, με το νου που αντέχει κι ακόμα παίρνει μάτι μπανιστήρι στην αυλή του διπλανού μωρέ παιδιά!). β. (γενικά) κοιτάζω, βλέπω, παρατηρώ: «καθόταν σ’ ένα παγκάκι της παραλίας κι έπαιρνε μάτι τον κόσμο που έκανε βόλτα»· βλ. και φρ. κάνω μάτι·
- παίρνω τα μάτια μου και φεύγω ή παίρνω τώνε ματιών μου και φεύγω ή παίρνω των οματιών μου και φεύγω, νιώθω έντονη απελπισία και απομακρύνομαι από έναν κύκλο ανθρώπων. (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω πια τα μάτια μου να φύγω, να φύγω κι απ’ τον κόσμο να χαθώ
- παίρνω το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε τόσο τρέχει απ’ τη μια ξεματιάστρα στην άλλη, γιατί παίρνει εύκολα το μάτι»·
- παρά μάτι, παραλίγο: «πέταξε μια πέτρα και παρά μάτι θα με χτυπούσε»·
- πετάει το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. παίζει το μάτι μου·
- πέφτω (μπροστά) στα μάτια του, μειώνομαι ηθικά μπροστά του, πέφτω στην υπόληψη κάποιου: «δεν ζήτησα δανεικά απ’ αυτόν, γιατί δεν ήθελα να πέσω στα μάτια του»·
- πέφτω στα μάτια του κόσμου, μειώνομαι ηθικά στη κοινωνία: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες, γιατί πέφτεις στα μάτια του κόσμου»·
- πήγε από μάτι ή πήγε από κακό μάτι, πέθανε από μάτιασμα: «πέθανε ξαφνικά και λένε πως πήγε από κακό μάτι»·
- ποιο μάτι μου παίζει; ερώτηση σε κάποιον να βρει ποιανού ματιού μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν το βρει, υποτίθεται πως θα δούμε μαζί κάτι καλό ή κακό·
- ποιος στραβός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος στραβός δε θέλει το φως του(!)·
- ποιος τυφλός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος τυφλός δε θέλει το φως του(!)·
- πονάει δόντι, βγάζει μάτι, βλ. λ. δόντι·
- πού να κλείσω μάτι! δεν μπόρεσα στιγμή να κοιμηθώ, γιατί με απασχολούσε σοβαρότατο πρόβλημα: «όλο το βράδυ στριφογυρνούσε ένα κουνούπι πάνω απ’ το κεφάλι μου και πού να κλείσω μάτι! || δεν είχα συμπληρώσει τα λεφτά της επιταγής κι όλο το βράδυ πού να κλείσω μάτι! || οι διπλανοί μου αρραβώνιαζαν την κόρη τους και πού να κλείσω μάτι απ’ τις φωνές και τα τραγούδια τους». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι, κλειδώνω πόρτες και παράθυρα, μα πού να κλείσω μάτι!
- πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ενώ ήμουν ακόμη ζαλισμένος από τον ύπνο, ενώ ακόμη δεν είχα ξυπνήσει εντελώς, ενώ χουζούρευα ακόμη στο κρεβάτι: «είμαι πολύ θυμωμένος μαζί του, γιατί, πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ήρθε και μου ζητούσε δανεικά»·
- πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι, για να θέλει κανείς να φάει κάποιο φαγητό, θα πρέπει να παρουσιαστεί αυτό με εντυπωσιακό τρόπο, θα πρέπει να είναι καλά σερβιρισμένο: «όσο και να πεινώ, αν δεν είναι σωστά σερβιρισμένο το φαγητό δεν τρώω, γιατί πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι»·
- πρωτάνοιξε τα μάτια του, γεννήθηκε: «πρωτάνοιξε τα μάτια του μέσα στη δίνη του πολέμου»·
- ρίχνω κάτω τα μάτια ή ρίχνω κάτω τα μάτια μου ή ρίχνω τα μάτια κάτω ή ρίχνω τα μάτια μου κάτω, κατεβάζω το βλέμμα μου από σεβασμό, ντροπή ή ενοχή: «κάθε φορά που μου μιλάει κάποιος ηλικιωμένος, ρίχνω κάτω τα μάτια μου και τον ακούω προσεκτικά || κάθε φορά που έχω τη φωλιά μου λερωμένη και μου μιλούν γι’ αυτό το θέμα, ρίχνω τα μάτια μου κάτω και δε βγάζω λέξη»·
- σ’ όλα υπάρχει νόμος εις τα μάτια όχι όμως, βλ. λ. νόμος·
- στα μάτια μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε. (Λαϊκό τραγούδι: στα μάτια μου στ’ ορκίζομαι στα δύο πως χωρίζουμε, στα κοφτερά λεπίδια σου, στα μάτια και στα φρύδια σου).Από το ότι τα μάτια, είναι από τα πολυτιμότερα όργανα του ανθρώπινου σώματος και κανείς δε θα ήθελε να τα χάσει·
- στέγνωσαν τα μάτια μου, έκλαψα τόσο πολύ που τα μάτια μου δεν μπορούν να βγάλουν άλλα δάκρυα: «στο θάνατο του πατέρα μου στέγνωσαν τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που πονώ, να κλάψω δεν μπορώ. Τα στήθια μου ματώσανε, τα μάτια μου στεγνώσανε,να κλάψω δεν μπορώ
- στέρεψαν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. στέρεψαν τα δάκρυά μου, λ. δάκρυ·
- στήνω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·  
- στήνω τα μάτια μου ή στήνω το μάτι μου, βλέπω, παρακολουθώ προσεκτικά, επίμονα: «στήσε καλά τα μάτια σου να δεις ποιος θα μπει και ποιος θα βγει απ’ την αίθουσα»·
- στυλώνω τα μάτια μου (σε κάποιον, κάπου ή σε κάτι), βλ. φρ. στυλώνω το βλέμμα μου·
- σφαλίζω τα μάτια ή σφαλίζω τα μάτια μου, βλ. φρ. κλείνω τα μάτια·
- τ’ άρπαξαν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, μου το έκλεψαν αστραπιαία και χωρίς να το αντιληφθώ, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω από το βλέμμα μου: «ακούμπησα εδώ τα πράγματά μου για να ξεκουραστώ λιγάκι, και τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου»·
- τ’ άρπαξαν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τα μάτια γαρίδα! προτρεπτική έκφραση σε άτομο να είναι προσεκτικός, ιδίως σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «εκεί που θα πας τα μάτια γαρίδα μήπως και καταλάβεις τι σκοπεύουν να κάνουν με τη δουλειά που μας ενδιαφέρει»·
- τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής, από τα μάτια του ανθρώπου μπορεί να καταλάβει κανείς το ποιόν του: «μόλις δει κάποιον στα μάτια, καταλαβαίνει αμέσως τι καπνό φουμάρει, γιατί τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής»·
- τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, βλ. συνηθέστ. τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής·
- τα μάτια σου ανοιχτά, προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός σε αυτά που λέει ή κάνει ο ίδιος ή σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος ή κάποιοι: «όταν βρεθείς στον κύκλο τους, τα μάτια σου ανοιχτά, γιατί είναι πολύ παράξενοι άνθρωποι || μόλις συναντηθούν, τα μάτια σου ανοιχτά για να μάθουμε τι θα πουν»·
- τα μάτια σου γαρίδα, βλ. φρ. τα μάτια σου τέσσερα·
- τα μάτια σου τέσσερα (δεκατέσσερα, εικοσιτέσσερα), προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός. (Λαϊκό τραγούδι: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα
- τα μάτια του βγάζουν αστραπές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του βγάζουν σπίθες, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν σπίθες·
- τα μάτια του βγάζουν φωτιές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν αστραπές, είναι πολύ οργισμένος (πράγμα που φαίνεται από την αγριότητα του βλέμματός του): «τα μάτια του πετούσαν αστραπές, μόλις έμαθε ποιος τον κάρφωσε στην Ασφάλεια»·
- τα μάτια του πετούν κεραυνούς, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν σπίθες, νιώθει μεγάλο εκνευρισμό, είναι πολύ θυμωμένος, νιώθει μεγάλο μίσος για κάποιον ή για κάτι: «κάθε φορά που βλέπει αυτόν τον άνθρωπο, τα μάτια του πετούν σπίθες, γιατί ξέρει πως συνέχεια τον κατηγορεί»·
- τα μάτια του πετούν φωτιές, κατέχεται από έντονο ψυχικό συναίσθημα: «κάθε φορά που τη βλέπει να περνάει έξω απ’ το μαγαζί του, τα μάτια του πετούν φωτιές». (Λαϊκό τραγούδι: μες στην Καλλίπολη μια κούκλα και ζηλιάρα -τα δυο ματάκια της πάντα πετούν φωτιές- δεν ξέρω πώς με πλάνεψε η κακιά γκρινιάρα, με τα παιχνίδια και τις τόσες μαργιολιές)·βλ. και φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τέντωσε τα μάτια του, άνοιξε διάπλατα τα μάτια του από απορία ή έκπληξη, βλέποντας κάποιον ή κάτι: «μόλις μ’ είδε με τι γυναίκα κυκλοφορούσα, τέντωσε τα μάτια του και με πήρε από πίσω»·
- τη γδύνω με τα μάτια (μου), την κοιτάζω επίμονα, λεπτομερειακά και με προκλητικό βλέμμα εξετάζω το κορμί της: «απ’ όπου και αν περάσει αυτή η γυναικάρα, τη γδύνουν οι άντρες με τα μάτια»·
- την έχω στο μάτι ή την έχω βάλει στο μάτι, μου αρέσει πάρα πολύ και ψάχνω την ευκαιρία ή επιδιώκω να βρω την κατάλληλη στιγμή να συνάψω μαζί της ερωτικό δεσμό: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, την έχω βάλει στο μάτι αυτή τη γυναίκα»·
- την τρώω με τα μάτια, την κοιτάζω επίμονα και απροκάλυπτα, γιατί την ποθώ πολύ: «όση ώρα καθόταν απέναντί μου, την έτρωγα με τα μάτια»·
- της γκούρλωσα τα μάτια, της επέβαλα βίαια τη σεξουαλική πράξη: «ήταν πολύ σεξουλιάρα γυναίκα κι όλο το βράδυ στη γκαρσονιέρα της γκούρλωσα τα μάτια»·
- της γύρισα τα μάτια ανάποδα, την έκανα να φτάσει σε έντονη σεξουαλική ηδονή: «δεν έβρισκε τον κατάλληλο άντρα κι όταν ξαπλώσαμε, της γύρισα τα μάτια ανάποδα». Από το ότι, πολλές φορές, όταν η γυναίκα φτάνει σε έντονη σεξουαλική κορύφωση, τα μάτια της καλύπτονται από το ασπράδι τους·
- της έβγαλα τα μάτια απ’ έξω ή της έβγαλα τα μάτια απ’ όξω, βλ. φρ. της πέταξα τα μάτια απ’ έξω·
- της (του) κάνω μάτι, βλ. φρ. της (του) κλείνω (το) μάτι·
- της (του) κλείνω πονηρά το μάτι, α. της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει ως με ενδιαφέρει ερωτικά: «μόλις ο αδερφός της αντιλήφθηκε πως ο άλλος της έκλεισε πονηρά το μάτι, τον άρπαξε στα χέρια του και τον σακάτεψε στο ξύλο». β. λέω, αναφέρω, ανακοινώνω κάτι επιλήψιμο ή παράνομο στην ομήγυρη και του γνέφω με τρόπο, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου, για να του δώσω να καταλάβει πως γνωρίζω ότι είναι και αυτός συμμέτοχος, συνένοχος: «επειδή γνώριζα πως συμμετείχε κι αυτός στην κομπίνα με τις προμήθειες, όταν αναφέρθηκα σ’ αυτή του ’κλεισα πονηρά το μάτι»·
- της (του) κλείνω (το) μάτι, της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει πως με ενδιαφέρει: «μόλις κάθισε στο διπλανό τραπεζάκι, άρχισα να της κλείνει το μάτι για να καταλάβει τις προθέσεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ αβγά κάθε πρωί έφερνε στο παζάρι· τα ’δινε ακριβά, τα ’δινε και για χάρη· σ’ όποιον της μιλούσε κάτι έκλεινε και το μάτι
- της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- της πέταξα τα μάτια απ’ έξω ή της πέταξα τα μάτια απ’ όξω, της επέβαλα βίαια τη  σεξουαλική πράξη: «μου ’κανε τη δύσκολη, αλλά όταν κλειστήκαμε στο δωμάτιο, της πέταξα τα μάτια απ’ όξω»·
- τι βλέπουν τα μάτια μου; έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή θαυμασμού για κάτι καλό ή κακό που βλέπουμε ή μας δείχνουν: «τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μεθυσμένος είσαι; || τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μαλώνεις μέσα στους δρόμους; || τι βλέπουν τα μάτια μου, αγόρασες καινούριο αυτοκίνητο;». Στην τελευταία περίπτωση, που πρόκειται για κάτι καλό, πολλές φορές της φρ. προτάσσεται διπλό μπα·
- τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! βλ. φρ. να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας(!)·
- το βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω εντελώς, το αχρηστεύω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου να κάνει μια βόλτα και το ’βγαλε τα μάτια». Από την εικόνα του ατόμου που δεν έχει μάτια και δεν μπορεί να κινηθεί μοναχό του·
- το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου, νιώθω μεγάλη έκπληξη για κάτι καλό ή κακό που βλέπω: «κοτζάμ μαντράχαλος και χτυπάς μικρό παιδί, το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω·
- το βλέπω μ’ άλλο μάτι, από τα νέα δεδομένα που προέκυψαν, άλλαξε η αντιμετώπιση μου για κάτι είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, το εξετάζω πια από διαφορετική σκοπιά: «τώρα που μου λες πως ο συνεταίρος σου έχει πολλά λεφτά, το βλέπω μ’ άλλο μάτι και δεν έχω καμιά αντίρρηση γι’ αυτόν το συνεταιρισμό || απ’ τη στιγμή που μου λες πως ο συνεταίρος σου δεν έχει δραχμή, τώρα το βλέπω μ’ άλλο μάτι και σε συμβουλεύω να μη συνεταιριστείς μαζί του»·
- το βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω μ’ άλλο μάτι·
- το βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσο για τη συγχώνευση των δυο εταιρειών, το βλέπω με κακό μάτι»·
- το βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσον αφορά την επέκταση της εταιρείας σου, το βλέπω με καλό μάτι»·
- το βλέπω με ψυχρό μάτι, εξετάζω, κρίνω κάτι με πλήρη αντικειμενικότητα, χωρίς να υπεισέρχεται το συναίσθημα: «επειδή είναι αδερφός σου, δεν μπορείς να κρίνεις αμερόληπτα τις ενέργειές του, εγώ όμως, που είμαι ουδέτερος, το βλέπω με ψυχρό μάτι και μπορώ να σου πω πως ενήργησε λάθος»·  
- το γινάτι βγάζει μάτι, βλ. λ. γινάτι·
- το είδα με τα μάτια μου ή το είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας σε κάποιο γεγονός: «θέλω να με πιστέψεις απόλυτα, γιατί, ό,τι σου λέω, το είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει, πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση, είναι πολύ αλλήθωρος: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιόν σου λέω, γιατί το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση»·
- το κάνω με κλειστά μάτια ή το κάνω με κλειστά τα μάτια ή το κάνω με τα μάτια κλειστά, φέρνω σε πέρας με πολύ μεγάλη ευκολία αυτό που μου αναθέτουν: «θέλω να μου αναθέσεις κάτι πιο δύσκολο, γιατί αυτό το κάνω με κλειστά μάτια»·
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, βλ. λ. καρδιά·
- το μάτι μου αλληθώρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι σου γαρίδα, (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) να προσέχεις πολύ, να είσαι πολύ προσεκτικός: «εκεί που θα πας, το μάτι σου γαρίδα, γιατί υπάρχουν πολλοί απατεώνες». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ έξυπνη η γειτόνισσα κι η κόρη της ατσίδα και να ’χεις, για να μην μπλεχτείς, το μάτι σου γαρίδα
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο (ενν. γαμώ), έκφραση εκνευρισμένου ανθρώπου, που δείχνει επίμονα κάτι σε κάποιον και αυτός δεν μπορεί να το δει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο, δε βλέπεις κοτζάμ φορτηγό αυτοκίνητο;»·
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δεν έχει επίγνωση της πραγματικότητας ή σε κάποιον που έχει την εντύπωση πως μπορεί να μας ξεγελάσει ή που κατά την αντίληψή μας επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, φίλε μου, γιατί δεν έχεις ιδέα πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα! || το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, αν νομίζεις πως θα υπογράψω εγώ τέτοιο συμβόλαιο»·
- το μάτι σου το κλούβιο! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου: «το μάτι σου το κλούβιο, που έγιναν έτσι τα πράγματα!»·
- το μάτι της βελόνας, η τρύπα από την οποία περνάμε την κλωστή: «πέρασε την κλωστή απ’ το μάτι της βελόνας κι έκανε στην άκρη της ένα μικρό κόμπο»·
- το μάτι της θάλασσας, η δίνη, η ρουφήχτρα: «τον τράβηξε το μάτι της θάλασσας και πνίγηκε»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του είναι γαρίδα, προσέχει πάρα πολύ σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «όταν μιλάει κάποιος που είναι πιο έμπειρος απ’ αυτόν, το μάτι του είναι γαρίδα»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του έμεινε γαρίδα, έμεινε άυπνος: «είχαν πάρτι στο διπλανό διαμέρισμα κι όλο το βράδυ το μάτι του έμεινε γαρίδα απ’ τις μουσικές και τα τραγούδια τους»·
- το μάτι του έγινε γαρίδα, βλ. φρ. να, το μάτι του, γαρίδα(!)·
- το πήρα με κακό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με κακό μάτι·
- το πήρα με καλό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με καλό μάτι·
- το πήραν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήρε το μάτι μου (κάτι), το διέκρινα, το αντιλήφθηκα, ιδίως καθώς ήταν ανακατωμένο με διάφορα άλλα αντικείμενα: «να πάρει η ευχή, τώρα το πήρε το μάτι μου το κλειδί!»·
- το προσέχω σαν τα μάτια μου ή το προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το φυλάω σαν τα μάτια μου ή το φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το ’χασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «τ’ αυτοκίνητο απομακρύνθηκε στο βάθος του δρόμου και σε λίγο το ’χασα απ’ τα μάτια μου»·
- το ’χασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω απ’ την αντίληψή μου, ξαφνικά κάποιος μου το πήρε χωρίς να το αντιληφθώ ή κάπου παράπεσε: «τώρα είχα το στιλό εδώ μπροστά μου και το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. το ’χασα απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χω σαν τα μάτια μου ή το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο, θεωρώ κάτι πολύ ξεχωριστό, πολυτιμότατο γι’ αυτό και το προσέχω πάρα πολύ: «αυτό το κηροπήγιο είναι οικογενειακό μας κειμήλιο, γι’ αυτό το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο». (Λαϊκό τραγούδι: φύλαγε την ομορφιά σου σαν τα μάτια σου τα δυο, μην τυχόν καεί η καρδιά σου από μάτι πονηρό
- τον ανέβασε στα μάτια μου, η σωστή ενέργειά του, της οποίας ήμουν αποδέκτης, με έκανε να νιώθω περισσότερη εκτίμηση, για το άτομό του: «η κίνησή του να με υποστηρίξει, τον ανέβασε στα μάτια μου»·
- τον αφήνω με τα μάτια ανοιχτά ή τον αφήνω μ’ ανοιχτά τα μάτια, λέω ή δείχνω σε κάποιον κάτι που τον εκπλήσσει έντονα: «μόλις του ’πα πως κέρδισα στο λαχείο ένα εκατομμύριο ευρώ, τον άφησα με τα μάτια ανοιχτά»·
- τον βάζω στο μάτι ή τον έχω βάλει στο μάτι, βλ. φρ. τον έχω στο μάτι·
- τον βλέπει μέσ’ στα μάτια ή τον βλέπει στα μάτια, τον λατρεύει, τον υπεραγαπά και πραγματοποιεί κάθε επιθυμία του: «έχει μια γυναίκα και όμορφη και πλούσια και, σαν να μην έφτανε αυτό, τον βλέπει και μέσ’ στα μάτια»·
- τον βλέπει στα μάτια σαν Θεό ή τον βλέπει σαν Θεό στα μάτια, επιτείνει την αμέσως πιο πάνω φράση. (Λαϊκό τραγούδι: σκουπίδι με κατάντησες, κουρέλι πια του δρόμου, εγώ που πάντα σ’ έβλεπα στα μάτια σαν Θεό μου
- τον βλέπω μ’ άλλο μάτι, από κάποια πράξη ή ενέργεια του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, άλλαξε η εκτίμηση που το είχα είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με υπερασπίστηκε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι || απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τώρα·
- τον βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω μ’ άλλο μάτι· 
- τον βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον αντιπαθώ, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με ρουφιάνεψε στον διευθυντή μου, τον βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- τον βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον συμπαθώ: «είναι πολύ σωστός τύπος και τον βλέπω πάντα με καλό μάτι»·
- τον βλέπω με μισό μάτι, δεν τον συμπαθώ διόλου, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω με μισό μάτι»·
- τον είδα με τα μάτια μου ή τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας της παρουσίας κάποιου: «ήταν και ο τάδε στη δεξίωση σου λέω, αφού τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- τον έκοψε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. τον πήρε το μάτι μου·
- τον έριξε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- τον έχασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «σε λίγο τον κατάπιε η νύχτα και τον έχασα απ’ τα μάτια μου || στη πρώτη στροφή τον έχασα απ’ τα μάτια μου»·
- τον έχασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ τον παρακολουθούσα συνέχεια, έχασα ξαφνικά την οπτική επαφή που είχα μαζί του, εξαφανίστηκε: «μέχρι ν’ ανάψω ένα τσιγάρο τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. τον έχασα απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχω όλο στα μάτια μου ή τον έχω συνέχεια στα μάτια μου, πεθύμησα, λαχτάρησα πάρα πολύ να δω κάποιον και τον σκέφτομαι πολύ, τον σκέφτομαι συνέχεια: «απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω συνέχεια στα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το όλο ή το συνέχεια, ακολουθεί το μπροστά·
- τον (την) έχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) έχω σαν τα μάτια μου τα δυο, τον (την)  προσέχω ως το πολυτιμότερο αγαθό της ζωής μου, τον (την) υπεραγαπώ: «τον μικρό αδερφό μου τον έχω σαν τα μάτια μου || αγαπώ τόσο πολύ τη γυναίκα μου, που την έχω σαν τα μάτια μου τα δυο»·
- τον έχω στο μάτι, τον εχθρεύομαι, περιμένω την κατάλληλη στιγμή να του ανταποδώσω το κακό που μου έχει κάνει: «αυτόν τον τύπο τον έχω στο μάτι, γιατί κάποτε με κατηγόρησε χωρίς λόγο»·
- τον ζυγιάζω με το μάτι, τον παρατηρώ προσεκτικά για να μαντέψω το ποιόν του, τις προθέσεις του ή τη δυναμικότητά του: «καθόταν με τις ώρες και τον ζύγιαζε με το μάτι, μήπως και καταλάβει τι καπνό φουμάρει || επειδή είχε βάλει σκοπό να μαλώσει μαζί του, τον ζύγιαζε με το μάτι για να καταλάβει πόσο δυνατός είναι»·
- τον κοιτάζει μέσ’ στα μάτια ή τον κοιτάζει στα μάτια, βλ. φρ. τον βλέπει μέσ’ στα μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: έχει καρδιά λεβέντικη τ’ αγόρι π’ αγαπάω και το παλιόπαιδο στα μάτια το κοιτάω
- τον κοιτάζω με μισό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω με μισό μάτι·
- τον κοιτάζω στα μάτια, βλ. φρ. τον κοιτάζω κατάματα, λ. κατάματα·
- τον πήρα από κακό μάτι ή τον πήρα με κακό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με επιφύλαξη ή με δυσμένεια: «δεν ξέρω γιατί, αλλά, απ’ την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον πήρα με κακό μάτι»·
- τον πήρα από καλό μάτι ή τον πήρα με καλό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με συμπάθεια ή με ευμένεια: «είναι συμπαθέστατο παιδί και τον πήρα με καλό μάτι»·
- τον πήρε το μάτι μου, τον διέκρινα, τον εντόπισα, αντιλήφθηκα από μακριά ή ανάμεσα σε πλήθος: «κάποια στιγμή τον πήρε το μάτι μου που κουβέντιαζε με τον τάδε». (Τραγούδι: μη μιλάς και μη κουνιέσαι, δείξε σοβαρότητα, μη μας πάρει κάνα μάτι και ζητούν ταυτότητα
- τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- τον φοβήθηκε το μάτι μου, α. ήταν πολύ εκνευρισμένος, ήταν εκτός εαυτού και ενεργούσε παράλογα: «είχε τέτοια νεύρα, που, μόλις τον είδα, τον φοβήθηκε το μάτι μου». β. επιδόθηκε σε κάτι μετά μανίας: «όταν άρχισε να δουλεύει, τον φοβήθηκε το μάτι μου»·
- τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου ή τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- του ανοίγω τα μάτια, τον ενημερώνω, τον διαφωτίζω για πράγματα που έπρεπε να ξέρει, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού προσώπου: «αν δεν του άνοιγα τα μάτια, δε θα μάθαινε ακόμα για τα κατορθώματα της κόρης του»·
- του βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου για μια βόλτα κι αυτός του ’βγαλε τα μάτια»·
- του βούλωσα το μάτι, τον χτύπησα με τη γροθιά μου στο μάτι και του το έπρηξα: «όπως παλεύαμε, βρήκα κάποια στιγμή την ευκαιρία και του βούλωσα το μάτι»·
- του γέμισα το μάτι, τον χτύπησα στο μάτι, ιδίως με τη γροθιά μου και του το έπρηξα: «του ’δωσα ξαφνικά μια γροθιά και του γέμισα το μάτι»·
- του γκούρλωσα το μάτι, του το έπρηξα ύστερα από χτύπημα με τη γροθιά μου: «του ’δωσα κατά λάθος μια γροθιά και του γκούρλωσα το μάτι»·
- του είμαι αγκάθι στο μάτι, βλ. λ. αγκάθι·
- του είμαι καρφί στο μάτι, βλ. λ. καρφί·
- του κάνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος τις σεξουαλικές επιδόσεις του: «όση ώρα είχε την γκόμενά του στην γκαρσονιέρα και την πήδαγε, του ’κανα μάτι». Πολλές φορές, το μπανιστήρι αυτό γινόταν σε συνεννόηση με τον εραστή, ο οποίος ήθελε να επιδείξει σε κάποιον ή σε κάποιους τις σεξουαλικές του ικανότητες, κάτι που ήταν και που είναι διαδεδομένο μεταξύ των νεαρών, γιατί νιώθουν πιο άντρες. β. του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα να ’ρχεται η γυναίκα του, του ’κανα μάτι για να διώξει την γκόμενά του»·  
- του κλείνω τα μάτια, του συμπαραστέκομαι στις τελευταίες στιγμές της ζωής του: «πέθανε ευτυχισμένος, γιατί είχε δίπλα του το γιο του που του ’κλεισε τα μάτια»·
- του κλείνω τα μάτια μια για πάντα, βλ. συνηθέστ. του κλείνω το στόμα μια για πάντα, λ. στόμα·
- του κλείνω (το) μάτι, του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα τον αστυνομικό, του ’κλεισα μάτι να προσέχει»·     
- του μπαίνω στο μάτι, προκαλώ τη ζήλια του, το φθόνο του, γιατί δεν μπορεί να αντέξει τις επιτυχίες μου: «απ’ τη μέρα που πήρα το πτυχίο του δικηγόρου, του μπήκα στο μάτι και δεν τον πιάνει ύπνος»· βλ. και φρ. του μπαίνω καρφί στο μάτι και μου μπήκε στο μάτι·
- του πατώ μάτι, βλ. φρ. του κάνω μάτι·
- του ρίχνω στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- του σφαλίζω τα μάτια, βλ. φρ. του κλείνω τα μάτια·
- του ’φαγα το μάτι, α. του προξένησα μεγάλη ζημιά, τον κακοποίησα άγρια, τον εξουδετέρωσα: «τον άρπαξε στα χέρια του και του ’φαγε το μάτι». β. του έβγαλα το μάτι: «πέταξα μια πέτρα και, χωρίς να το θέλω, του ’φαγα το μάτι του φουκαρά»·
- τρίβω τα μάτια μου, παραξενεύομαι, εκπλήσσομαι, χαίρομαι από κάποιο ευχάριστο θέαμα ή απρόσμενη κατάσταση, δεν μπορώ να πιστέψω αυτό το ευχάριστο που βλέπω: «είχε τέτοια ομορφιά, που, μόλις την είδα, άρχισα να τρίβω τα μάτια μου || η ξαφνική αλλαγή αυτού του παιδιού προς το καλύτερο μας έκανε όλους να τρίβουμε τα μάτια μας»·
- τρώω με τα μάτια (μου), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα, γιατί λαχταρώ να το(ν) αποκτήσω: «μόλις κάθισε απέναντί μου κι έφερε το ’να της πόδι πάνω στ’ άλλο, άρχισα να την τρώω με τα μάτια μου || αν δεις πώς τρώει με τα μάτια του το καινούριο μου αυτοκίνητο, θα τον λυπηθεί η ψυχή σου!»·
- φαίνεται απ’ τα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φαίνεται στα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, λέγεται για κάτι που μας είναι πολύ επιθυμητό, αλλά το απολαμβάνουμε μόνο με το βλέμμα μας: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα με τρελαίνει. -Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο»·
- φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, λέγεται στην περίπτωση που μας αναθέτουν κάτι παρά τη θέλησή μας, και το κάνουμε βιαστικά και πρόχειρα για να απαλλαγούμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε από αυτό: «θα σου αναθέσω αυτή τη δουλειά, αλλά όχι φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, γιατί πρέπει να γίνει πολύ προσεγμένα»·
- χάθηκε ο κόσμος απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- χαίρεται το μάτι σου να βλέπει(ς), νιώθεις μεγάλη ευχαρίστηση στη θέα κάποιου ατόμου ή κάποιου πράγματος: «χαίρεται το μάτι σου να βλέπει τέτοια ομορφιά || απ’ την κορυφή του λόφου, χαίρεται το μάτι σου να βλέπεις τον καταπράσινο κάμπο»·
- χαμηλώνω τα μάτια ή χαμηλώνω τα μάτια μου, κατευθύνω, ρίχνω το βλέμμα μου προς τα κάτω, ιδίως από ντροπή ή ενοχή: «όταν ο τάδε της ζήτησε να χορέψουν, αυτή χαμήλωσε τα μάτια || μόλις ο τάδε αποκάλυψε ποιος ήταν ο πραγματικός ένοχος, αυτός χαμήλωσε τα μάτια του και δεν είπε κουβέντα». (Λαϊκό τραγούδι: μη χαμηλώνεις τα μάτια στο χώμα, γλυκιά μου αγάπη, συγνώμη μη ζητάς
- χάσου απ’ τα μάτια μου! επιθετική έκφραση με την οποία απαιτούμε από κάποιον να φύγει, να εξαφανιστεί από μπροστά μας, γιατί είμαστε πολύ δυσαρεστημένοι ή εκνευρισμένοι μαζί του·
- χτυπώ στο μάτι, είμαι πολύ εντυπωσιακός και κινώ αμέσως την προσοχή, το ενδιαφέρον κάποιου ή κάποιων: «όταν κυκλοφορείς με τέτοια αυτοκινητάρα, χτυπάς αμέσως στο μάτι || με τέτοιο ντύσιμο δεν μπορείς να περάσεις απαρατήρητος, γιατί χτυπάς στο μάτι»·
- χύνω το μάτι (κάποιου), του το βγάζω: «δεν τον πρόσεξα που περνούσε από δίπλα μου κι όπως γύρισα απότομα με τη βέργα στο χέρι, του έχυσα το μάτι»·
- ως εκεί που φτάνει το μάτι σου, έως εκείνο το σημείο που μπορεί να δει κανείς από το σημείο που στέκεται, έως τον ορίζοντα: «ως εκεί που φτάνει το μάτι σου μέσα στον κάμπο, είναι ιδιοκτησία του παππού μου»·
- ωχ, το μάτι μου! ειρωνικό επιφώνημα που απευθύνεται σε κάποιον που λέει μεγάλες ανοησίες ή που τερατολογεί: «προχτές το βράδυ έτρωγα παρέα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας . -Ωχ, το μάτι μου!». Συνοδεύεται πάντοτε από χειρονομία με την παλάμη να κλείνει το μάτι σαν να δέχτηκε κάποιο χτύπημα. Συνών. ωχ, το βάζο!

μπατζάκι

μπατζάκι, το, ουσ. [<τουρκ. bacak]. 1. το ένα από τα δυο σκέλη του παντελονιού. 2. το ωραίο, το καλλίγραμμο πόδι, ιδίως το γυναικείο και, κατ’ επέκταση, η ωραία, η καλλίγραμμη γυναίκα: «χτύπησα μια γκόμενα που είναι και γαμώ το μπατζάκι»·
- η δουλειά τρέχει απ’ τα μπατζάκια του, βλ. λ. δουλειά·
- πήραν τα μπατζάκια μου φωτιά ή πήραν φωτιά τα μπατζάκια μου, μου δημιουργήθηκε σοβαρό πρόβλημα: «μου κάνει έλεγχο η εφορία και πήραν τα μπατζάκια μου φωτιά»·
- τα λεφτά τρέχουν απ’ τα μπατζάκια του ή τρέχουν τα λεφτά απ’ τα μπατζάκια του, βλ. λ. λεφτά·
- τρέχει απ’ τα μπατζάκια του, α. έκφραση με την οποία επιτείνουμε την αρετή ή το προτέρημα κάποιου: «όχι μόνο είναι καλός αυτός ο άνθρωπος, αλλά η καλοσύνη τρέχει απ’ τα μπατζάκια του». β. λέγεται και ειρωνικά για κάποια αρετή ή προτέρημα που αποδίδεται σε κάποιον χωρίς να τα έχει: «ποιος είναι καλός, αυτός; Τι να σου πω, η καλοσύνη τρέχει απ’ τα μπατζάκια του»·
- τρομάρα στα μπατζάκια σου! βλ. λ. τρομάρα·
- φουρτούνα στα μπατζάκια σου! βλ. λ. φουρτούνα·
- φωτιά στα μπατζάκια σου! βλ. λ. φωτιά.

νερό

νερό κ. νιρό, το, ουσ. [<πρώιμο μσν. νερόν <μτγν. νηρόν <αρχ. επίθ. νεαρόν ὕδωρ (= φρέσκο νερό)], το νερό. 1. το νερό της βροχής, η βροχή: «τ’ απόγευμα έριξε τόσο νερό, που έπνιξε την πόλη». Πρβλ.: αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα. 2. η επανάληψη του ξεπλύματος ενός ρούχου μετά το πλύσιμό του με σαπούνι ή απορρυπαντικό: «επειδή το πουκάμισο ήταν πολύ λερωμένο το ’κανε δυο νερά». 3. το υγρό που μαζεύεται σε κάποιο σημείο του σώματος από παθολογικά αίτια: «η πληγή του άρχισε να μαζεύει νερό». 4. (για φαγητά) που περιέχουν πολύ περισσότερο νερό ή άλλο υγρό από το κανονικό, το νερομπούλι: «η φασουλάδα ήταν σκέτο νερό». 5α. στον πλ. τα νερά, κυματοειδείς αποχρώσεις σε μάρμαρο, κρύσταλλο ή ξύλο: «τα νερά του ξύλου ήταν εμφανέστατα || τα νερά του μάρμαρου σου έδιναν την εντύπωση πως σχημάτιζαν διάφορες μορφές». β. το αυλάκι που αφήνει πίσω του το σκάφος που πλέει: «κάθε τόσο βουτούσαν οι γλάροι μέσα στα νερά που άφηνε πίσω του το καράβι». γ. λέγεται για θάλασσα ή για τμήμα θάλασσας, ή για ποσότητα νερού ποταμού ή λίμνης: «το πρωί το καράβι μπήκε στα νερά της πατρίδας μας || τα νερά του Αιγαίου || τα νερά του ποταμού πλημμύρισαν τον κάμπο». Υποκορ. νεράκι κ, νιράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 119 φρ.)·
- άγνωστα νερά, περιοχές ή καταστάσεις που δε γνωρίζουμε, στις οποίες δεν ξέρουμε πώς να ενεργήσουμε ή να συμπεριφερθούμε: «δεν μπορούσα να συμπεριφερθώ με άνεση, γιατί βρισκόμουν σε άγνωστα νερά». (Λαϊκό τραγούδι: ξεκινάμε πάμε μακριά, σ’ άλλους τόπους σ’ άγνωστα νερά). Από τη ναυτική ορολογία·
- αθάνατο νερό, βλ. λ. αθάνατος·
- ακόμη λέει το νερό μπου, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «δε βλέπει που ακόμη λέει το νερό μπου, θέλει να μου υποδείξει πώς θα επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητο!». Από το ότι το μπου παραπέμπει στη νηπιακή ηλικία. Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- αν κάνει (ρίξει) ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, οι ανοιξιάτικες βροχές είναι πολύ χρήσιμες στη γεωργία·  
- ανοίγω το νερό ή ανοίγω τα νερά, παρέχω νερό σε μια περιοχή που βρίσκεται σε αρδευτικά κανάλια: «οι υπεύθυνοι άνοιξαν τα νερά για να ποτίσουν οι αγρότες τον κάμπο»·
- ανοίγω το νερό, ανοίγω τη βρύση ή το διακόπτη του δικτύου της ύδρευσης για να τρέξει το νερό: «τώρα που επιδιόρθωσα τη βλάβη, μπορείς ν’ ανοίξεις το νερό»·
- απότομα νερά, (για θάλασσες, ποταμούς, λίμνες) αυτά που βαθαίνουν απότομα και υπάρχει περίπτωση να κινδυνέψει να πνιγεί κάποιος: «πρόσεχε εκείνο το σημείο, γιατί υπάρχουν απότομα νερά»· 
- αρμενίζω σε βαθιά νερά, (στη γλώσσα της αργκό) μπλέκομαι σε δουλειές, καταστάσεις ή υποθέσεις που είναι πέρα από τις δυνάμεις μου ή τις δυνατότητές μου: «από τον καιρό που άρχισε ν’ αρμενίζει σε βαθιά νερά, έχει ένα  σωρό προβλήματα»·
- αρμυρό νερό, το νερό της θάλασσας σε αντιδιαστολή με το νερό των ποταμών και των λιμνών που είναι γλυκό: «κατάπιε πολλούς λεβέντες τ’ αρμυρό νερό». (Λαϊκό τραγούδι: άντε, σαν πεθάνω στο καράβι, ρίξτε με μες το γιαλό, άντε, να με φάνε τα μαύρα τα ψάρια και το αρμυρό νερό
- βάζω νερό στο κρασί μου, α. μετριάζω το θυμό μου, την οργή μου, καλμάρω τα νεύρα μου: «αν δεν έβαζα νερό στο κρασί μου, θα είχαμε γίνει βίδες». Από την εικόνα του ατόμου που βάζει νερό στο κρασί του για να μετριάσει τη δύναμη του αλκοόλ. β. μετριάζω, περιορίζω τις αξιώσεις μου, τις απαιτήσεις μου: «λέω να βάλω λίγο νερό στο κρασί μου για να μπορέσουμε να κλείσουμε τη συμφωνία»·
- βάζω το νερό στ’ αυλάκι, α. τακτοποιώ με επιτυχία τις υποθέσεις μου: «τώρα που έβαλα το νερό στο αυλάκι, μπορώ να πάω κι εγώ διακοπές». β. δημιουργώ τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την επαγγελματική ή την οικονομική  μου αποκατάσταση: «τώρα που πήρα κι εγώ το πτυχίο του μηχανικού, έβαλα το νερό στ’ αυλάκι»·
- βγάζω νερό, αντλώ: «έφερα το κατάλληλο μηχάνημα για να βγάλω νερό στο χωράφι»·
- βγαίνω απ’ τα νερά μου, βρίσκομαι έξω από το γνωστό περιβάλλον μου και ενεργώ αμήχανα, απερίσκεπτα ή φοβισμένα: «κάθε φορά που βγαίνω απ’ τα νερά μου, νιώθω σαν μηδενικό». Από την εικόνα του ψαριού που τινάζεται στη στεριά και σπαρταράει τρομαγμένο, ή από την εικόνα του πλοίου που χάνει τη ρότα του και πλέει χωρίς να ξέρει πού πάει·
- βλέπω νερό στην αυλή μου, έχω κάποιο όφελος, κάποια ωφέλεια: «όλη μου τη ζωή δούλεψα σκληρά και μόνο τον τελευταίο καιρό βλέπω νερό στην αυλή μου || τώρα που βγήκε το κόμμα μας, θα δούμε νερό στην αυλή μας»·
- γλυκό νερό, το νερό των ποταμών και των λιμνών σε αντιδιαστολή με το νερό της θάλασσας που είναι αρμυρό·
- γράφει στο νερό και σπέρνει στη λίμνη, βλ. λ. λίμνη·
- δε δίνει του αγίου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγιό του νερό, βλ. λ. άγιος·
- δε δίνει του αγγέλου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγγελό του νερό, βλ. λ. άγγελος·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- δεν έχει ιδέα για το νερό που κύλησε στ’ αυλάκι, βλ. λ. ιδέα·
- δεν παίρνει άλλο νερό, η δουλειά ή η υπόθεση δεν μπορεί να μεταβληθεί περαιτέρω προς όφελός μας: «ό,τι κάναμε, κάναμε, γι’ αυτό πρέπει να σταματήσουμε, γιατί δεν παίρνει άλλο νερό η υπόθεση». Από την εικόνα του ατόμου που δεν έχει τη δυνατότητα να βάλει περισσότερο νερό στο κρασί του, γιατί ήδη έχει βάλει αρκετό·
- έγινε μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- είμαι έξω απ’ τα νερά μου, βλ. συνηθέστ. βγαίνω απ’ τα νερά μου·
- είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. λ. ψάρι·
- ένα νερό, ένα ποτήρι νερό: «σε παρακαλώ, μου δίνει ένα νερό;». (Δημοτικό τραγούδι: ένα νερό κυρά Βαγγελιώ, ένα νερό κρύο να πιω
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι, στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι, βλ. λ. άγγελος·
- έρχομαι στα νερά του, βλ. συνηθέστ. πάω με τα νερά του. (Λαϊκό τραγούδι: άντε λοιπόν, άντε, κυρά μου, να πεις στη μάνα σου τη μπλου, πες της να ’ρθει με τα νερά μου κι να μη ξηγιέται φλου, ω, μάμυ μπλου
- έσπασαν τα νερά της, (για έγκυες γυναίκες) έφτασε η ώρα του τοκετού ή άρχισε η διαδικασία του τοκετού: «την ώρα που την έβαζαν στο χειρουργείο, έσπασαν τα νερά της και η γέννα είχε ομαλή εξέλιξη»·
- έφτασε στη βρύση και δεν ήπιε νερό, οι προσπάθειές του, ο αγώνας του, για κάποιον λόγο δεν απέδωσε την τελευταία στιγμή τα αναμενόμενα οφέλη, ωφελήματα·
- έφτασε στην πηγή και δεν ήπιε νερό, βλ. φρ. έφτασε στη βρύση και δεν ήπιε νερό·
- έχει η θάλασσα νερό; ή έχει νερό η θάλασσα; βλ. λ. θάλασσα·
- έχει νερό στις φλέβες του, βλ. φρ. τρέχει νερό στις φλέβες του·
- η βάρκα κάνει νερά, βλ. λ. βάρκα·
- η δουλειά κάνει νερά, βλ. λ. δουλειά·
- η δουλειά σηκώνει νερό, βλ. λ. δουλειά·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό ή η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και τον ουρανό, βλ. λ. κότα·
- η υπόθεση σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό η υπόθεση·
- ήπιε τ’ αμίλητο νερό, βλ. λ. αμίλητο νερό·
- θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- θα κουβαλάω νερό με το κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
- θα κυλήσει πολύ νερό ακόμα, θα περάσει πολύς καιρός ακόμα για να γίνει, να πραγματοποιηθεί κάτι: «φέτος μπήκε στο πανεπιστήμιο και θα κυλήσει πολύ νερό ακόμα μέχρι να πάρει το πτυχίο του στο χέρι»·
- θα πούμε το νερό νεράκι, θα έχουμε σοβαρή έλλειψη νερού: «αν συνεχιστεί αυτή η ανομβρία, θα πούμε το νερό νεράκι»·
- θολώνω τα νερά, προκαλώ σύγχυση για να καλύψω κάποια πράξη ή ενέργειά μου, ιδίως παράνομη: «όταν θέλει να κάνει κάποια κομπίνα, είναι μάνα στο να θολώνει τα νερά». (Λαϊκό τραγούδι: θολώνεις τα νερά, θολώνεις τα νερά, μα δε με ξεγελάς, στο λέω καθαρά).Από την εικόνα της σουπιάς, που, όταν βρίσκεται σε κίνδυνο, αφήνει πίσω της μελάνι για να ξεφύγει από το διώκτη της. Συνών. αμολάω μελάνι (β)·
- ίσα βάρκα, ίσα νερά, βλ. λ. βάρκα·
- κανόνι νερού, βλ. λ. κανόνι·
- κάνω μακροβούτι σε θολά νερά, βλ. λ. μακροβούτι·
- κάνω μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- κάνω νερά, α. προσπαθώ να ενεργήσω ή ενεργώ διαφορετικά από ότι υποσχέθηκα, δεν κρατώ το λόγο μου: «μου είχε υποσχεθεί πως θα με βοηθήσει, αλλά την τελευταία στιγμή έκανε νερά». (Λαϊκό τραγούδι: μα ο γιατρός κάνει νερά, γιατί δεν έχει τυχερά, ο θάνατος είν’ έξοδο κι ο Τζακ σε αδιέξοδο). Από την εικόνα της βάρκας που κάνει νερά και δεν έχει καμιά σταθερότητα ή κινδυνεύει να βουλιάξει. β. δεν είμαι πιστός στην επίσημη ερωτική μου σχέση, στον επίσημο ερωτικό μου δεσμό ή στο γάμο μου, τσιλημπουρδίζω: «δεν υπάρχει σήμερα κανένας άντρας που να μην κάνει νερά στη γυναίκα του». (Λαϊκό τραγούδι: μου το ’παν στο φλιτζάνι, καλέ, μου το ’παν στα χαρτιά, πως η καρδιά σου κάνει στον έρωτα νερά). γ. (για μηχανήματα) παρουσιάζω προβλήματα στη λειτουργία μου, χρειάζομαι επισκευή ή είμαι για πέταμα: «τις τελευταίες μέρες μου κάνει νερά το αυτοκίνητο και πρέπει να το πάω στο μηχανικό»·
- κάνω νερό, έχω ευκοιλιότητα: «όταν είμαι κρυωμένος κάνω νερό κάθε φορά που ενεργούμαι»·
- κάνω το νερό μου, κατουρώ, αφοδεύω: «πρέπει να πάω στην τουαλέτα, γιατί θέλω να κάνω το νερό μου»·
- κόβω το νερό, διακόπτω την παροχή του: «λόγο των έργων που γίνονται στην τάδε περιοχή, ο Ο.Υ.Θ. έκοψε το νερό»·
- κουβαλάει κρασί και πίνει νερό, λέγεται γι’ αυτούς που δεν αμείβονται ικανοποιητικά από την εργασία που προσφέρουν σε κάποιον: «έτσι κορόιδο θα είναι μια ζωή, γιατί κουβαλάει κρασί και πίνει νερό»·
- κουβαλάει νερό με το κοφίνι, βλ. λ. κοφίνι·
- κουβαλώ νερό στο μύλο του, βλ. φρ. ρίχνω νερό στο μύλο του·
- μάγκας του γλυκού νερού, βλ. λ. μάγκας·
- μάτι νερού, βλ. λ. νερομάνα·
- με το κόσκινο, δεν κουβαλιέται το νερό, βλ. λ. κόσκινο·
- μέσ’ στο νερό, σιγουρότατα: «μπορεί να πουληθεί πεντακόσια ευρώ μέσ’ στο νερό || είσαι σίγουρος πως θα ’ρθει κι ο τάδε; -Μέσ’ στο νερό»·
- μήπως έχει κάτι το νερό; ή μήπως έχει το νερό κάτι; α. λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε κάποιο τόπο και που συχνά πυκνά επανερχόμαστε σε αυτόν: «μήπως έχει κάτι το νερό και δεν μπορώ να ξεχάσω αυτή την πόλη;». Πρβλ.: Θεσσαλονίκη μου, αρχόντισσα μεγάλη, η πιο περήφανη πατρίδα του ντουνιά, Θεσσαλονίκη είσαι μάγισσα μεγάλη κι απ’ το νερό σου όποιος πιει δεν σε ξεχνά! (Λαϊκό τραγούδι). β. λέγεται στην περίπτωση που σε κάποιο τόπο, σε κάποια περιοχή, συμβαίνουν συχνά διάφορες καταστάσεις, καλές ή κακές, που δε συμβαίνουν σε άλλους τόπους, σε άλλες περιοχές ή που συμβαίνουν πολύ σπάνια: «μήπως έχει κάτι το νερό στη Μύκονο και όλοι ερωτεύονται με το πρώτο; || στην Κρήτη και η πιο μικρή προσβολή ξεπλένεται με αίμα. -Μήπως έχει το νερό κάτι;». Συνών. στο κρύο το νερό·
- μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό, βλ. λ. σταγόνα·
- μου πάει νερό, α. έχω έντονη διάρροια: «κάθε φορά που κάθομαι σε ρεύμα, μέσα σε λίγη ώρα μου πάει νερό». Συνών. μου πάει ζουμί (α) / μου πάει τσίρλα (α). β. φοβάμαι πάρα πολύ, τρομοκρατούμαι: «μα και βέβαια μου πάει νερό να τα βάλω μ’ αυτόν το γίγαντα || κάθε φορά που περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο, μου πάει νερό». Συνών. μου πάει έξι κι ένα ή μου πάει έξι και μία / μου πάει ζουμί (β) / μου πάει πέντε πέντε / μου πάει ριπιτίδι / μου πάει τρεις και δέκα ή μου πάει τρεις και μία ή μου πάει τρεις τριανταμία / μου πάει τσίρλα (β)·
- μπήκε το νερό στ’ αυλάκι, η δουλειά, η υπόθεση που με απασχολούσε, ύστερα από πολλούς κόπους και προσπάθειες μπήκε στο σωστό δρόμο και ακολουθεί τη φυσική της εξέλιξη: «είχα πολλά προβλήματα με την δουλειά, αλλά τώρα που μπήκε το νερό στ’ αυλάκι μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος»·
- νερό κι αλάτι (ενν. να γίνουν όσα πικρά λόγια ανταλλάξαμε), έκφραση που δηλώνει αποδοχή πρότασης για συμφιλίωση: «τι λες τώρα, θα δώσουμε τα χέρια να φιλιώσουμε; -Νερό κι αλάτι». Από το ότι το νερό λιώνει το αλάτι, εικόνα που επεκτείνεται στο λιώσιμο κάθε ψυχρότητας που χώριζε δυο άτομα·
- νιώθω σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. λ. ψάρι·
- ο λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το νερό; βλ. λ. αρνί·
- ο μύλος χωρίς νερό δεν αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό, μόνο από τους πλούσιους μπορεί να περιμένει κανείς οφέλη: «ψάχνεις λεφτά για την εγχείρηση της γυναίκας σου, αλλά μην τα ζητάς από μας τα φτωχαδάκια και πάνε σε κάναν πλούσιο, γιατί όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό»·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, βλ. λ. σπίτι·
- πάω με τα νερά του ή πηγαίνω με τα νερά του, δεν τον εναντιώνομαι, προσποιούμαι πως συμφωνώ μαζί του, συμφωνώ μαζί του ιδίως για να πετύχω κάποιο σκοπό μου: «κάθε φορά που θέλει να πάρει δανεικά από κάποιον, πάει με τα νερά του». (Λαϊκό τραγούδι: μα τώρα που ’γινες αφέντρα της καρδιάς μου και πήρες τ’ όνομα του κύρη μου κυρά για να μην έχουμε μπλεξίματα σαν του γιαλού τα κύματα να πας με τα δικά μου τα νερά // άφησε τα κορδελάκια, όμορφα να την περνάς· πήγαινε με τα νερά μου, βρε, και φιγούρες μη ζητάς
- πάω προς νερού μου, πηγαίνω για κατούρημα ή να αφοδεύσω: «λείπει ο τάδε, γιατί πήγε προς νερού του»·
- πέφτω στο νερό, κολυμπώ: «επειδή το πρωί έβγαλε αέρα, δεν έπεσα στο νερό»·
- πίνω νερό στ’ όνομά του, α. τον εκτιμώ, τον υπολήπτομαι απεριόριστα, γιατί έχω δεχτεί από αυτόν σπουδαία βοήθεια: «πίνω νερό στ’ όνομα του τάδε, γιατί, αν δε με βοηθούσε, θα ’μουν σήμερα φυλακή». β. τον αγαπώ υπερβολικά: «πίνει νερό στ’ όνομα της γυναίκας του»·
- πληρώνω το νερό, πληρώνω στην αρμόδια επιχείρηση το λογαριασμό για την κατανάλωση νερού που έχω κάνει: «ξέχασα να πληρώσω το νερό και φοβάμαι μήπως μου το κόψουν»·
- πνίγεται σ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- πνίγεται σε μια γουλιά νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- πνίγεται σε μια κουταλιά νερό, πελαγώνει, τα χάνει με το παραμικρό πρόβλημα ή με την παραμικρή δυσκολία και δεν ξέρει πώς να ενεργήσει: «πρέπει να ’σαι συνέχεια δίπλα να τον συμβουλεύεις, γιατί πνίγεται σε μια κουταλιά νερό». Συνών. πνίγεται στα ρηχά·
- ρίχνω νερό στο μύλο του, δίνω σε κάποιον επιχειρήματα να αντεπεξέλθει σε μια αντιπαράθεσή του με κάποιον: «αν δεν έριχνες εσύ νερό στο μύλο του, δε θα μπορούσε ν’ αντικρούσει αυτά που υποστήριζα»·
- σαν νερό, λέγεται για οτιδήποτε εξαντλείται πολύ γρήγορα, ιδίως χωρίς να το αντιληφθούμε: «τον άφησε ο πατέρας του μια ατράνταχτη περιουσία κι αυτός την ξόδεψε σαν νερό κάνοντας τη μεγάλη ζωή || πέρασε η ζωή μου σαν νερό». (Λαϊκό τραγούδι: φεύγουν κι έρχονται τα χρόνια σαν νερό,μα δεν είδαν μια χαρά τα δυο μου μάτια, και κρατώ του μαρτυρίου το σταυρό στης ζωής τα πονεμένα μονοπάτια
- σαν τα κρύα νερά ή σαν τα κρύα τα νερά ή σαν το κρύο νερό ή σαν το κρύο το νερό, (ιδίως για γυναίκα) που είναι πολύ γοητευτική, πολύ όμορφη, πολύ ωραία: «γνώρισα μια κοπέλα σαν τα κρύα νερά || είναι όμορφη η γκόμενα του τάδε; -Σαν τα κρύα τα νερά»·
- σηκώνει νερό, α. λέγεται για λόγο ή πράξη που προκαλεί αρνητική εντύπωση και επισύρει σοβαρές συνέπειες: «αυτό που είπες σηκώνει νερό και δε θα ’χεις καλά ξεμπερδέματα μαζί μου». β. λέγεται για λόγο ή πράξη που αμφισβητείται και πρέπει να δοθούν διευκρινίσεις: «αυτό που είπες, σηκώνει νερό και πρέπει εδώ και τώρα να μου δώσεις εξηγήσεις». Από την εικόνα πολλών φαγητών που, όταν χυλώσουν, μπορεί κανείς να τα αραιώσει με νερό·
- σηκώνει νερό η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει νερό, χρειάζεται περισσότερη σκέψη, περισσότερη συζήτηση, για τη λήψη μιας απόφασης: «νομίζω πως πρέπει να ξανακουβεντιάσουμε όλα τα δεδομένα, γιατί, απ’ ό,τι βλέπω, σηκώνει νερό η υπόθεση»·
- σηκώνει νερό το θέμα ή το θέμα σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό η υπόθεση·
- σηκώνει νερό το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό η υπόθεση·
- σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό, όποιος είναι ολιγαρκής στο φαγητό του έχει πολύ καλή υγεία: «ποτέ δε φουσκώνει την κοιλιά του όταν τρώει, γιατί όπως του έλεγε και ο παππούς του, σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό»·
- στάζει νερό από πάνω μου, τρέχει πολύς ιδρώτας από το κορμί μου: «κάθε φορά που κουράζομαι πολύ, στάζει νερό από πάνω μου»·
- στάλα με στάλα το νερό, τρυπάει το λιθάρι, βλ. λ. στάλα·
- στεκάμενα νερά ή στεκούμενα νερά, τα λιμνάζοντα: «η τάδε περιοχή είναι προβληματική, γιατί υπάρχουν πολλά στεκούμενα νερά || τα στεκάμενα νερά είναι πηγή ασθενειών»·
- στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό, βλ. λ. θάλασσα·
- στο κρύο το νερό, απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού οφείλεται ώστε στον τόπο, στην περιοχή που βρισκόμαστε, να συμβαίνουν συχνά διάφορες καταστάσεις, καλές ή κακές, που δε συμβαίνουν ή που συμβαίνουν σπάνια σε άλλους τόπους, σε άλλες περιοχές: «πού οφείλεται και δε μαλώνετε μεταξύ σας σ’ αυτό το χωριό; -Στο κρύο το νερό || που οφείλεται και στο χωριό σας η κάθε οικογένεια έχει πάνω από τέσσερα παιδιά; -Στο κρύο το νερό || πού οφείλεται και με το παραμικρό μαλώνετε στο χωριό σας; -Στο κρύο το νερό». Συνών. μήπως έχει κάτι το νερό(;)·  
- τα θολά νερά, κατάσταση όπου επικρατεί αβεβαιότητα, σύγχυση: «ποτέ μου δεν ενεργώ στα θολά νερά». (Λαϊκό τραγούδι: τη μελάνη σου αμολούσες πάντα πονηρά, σαν τυφλό με περπατούσες στα θολά νερά
- τα νερά του πλοίου, η γραμμή η οποία  χαράζεται στις πλευρές ενός πλοίου, στο ύψος όπου εφάπτονται με την επιφάνεια της θάλασσας, η ίσαλος γραμμή, τα ίσαλα του πλοίου·
- τα νερά του χαρτιού, εσωτερικές ραβδώσεις, που δύσκολα μπορεί κανείς να τις δει, να τις ξεχωρίσει: «τα νερά του χαρτιού μπορούν να τα ξεχωρίσουν μόνο πεπειραμένοι χαρτέμποροι και τυπογράφοι». Όταν σκίζεις με τα χέρια σου ένα χαρτί προς τη φορά που είναι τα νερά του, τότε σχίζεται πολύ εύκολα και ίσια, όταν όμως επιχειρήσεις να το σκίσεις με φορά κόντρα προς τα νερά του, τότε σκίζεται κάπως πιο δύσκολα και ποτέ ίσια·
- τα φέρνω ίσα βάρκα, ίσα νερά, βλ. λ. βάρκα·
- ταράζω τα νερά, α. κάνω αίσθηση, προκαλώ, προτείνω κάτι καινούργιο που ανατρέπει τη δεδομένη κατάσταση: «μόλις έριξε το τάδε προϊόν στην αγορά, τάραξε τα νερά και τώρα όλοι προσπαθούν να τον μιμηθούν || το καλό που σου θέλω μην ταράζεις τα νερά, είναι ηλικιωμένοι άνθρωποι και δεν θ’ αλλάξουν τώρα συμπεριφορά». β. ανακινώ ζήτημα, επαναφέρω στην επικαιρότητα παλιά υπόθεση: «με την πρότασή του, τάραξε τα νερά γύρω απ’ το θέμα των ναρκωτικών». Από την εικόνα της ταραγμένης θάλασσας, της φουρτούνας που φέρνει στην επιφάνεια πράγματα που ήταν στο βυθό·
- ταράζω τα νερά (κάποιου), εμβάλλω ανησυχίες, υπόνοιες σε κάποιον, ιδίως ως προς την ειλικρίνεια των αισθημάτων του ατόμου που τον ενδιαφέρει ερωτικά: «κάπου κάπου ταράζω τα νερά για να με προσέχει περισσότερο, κι αυτό είναι παλιό γυναικείο κόλπο»·
- το αίμα νερό δε γίνεται, βλ. λ. αίμα·
- το ήσυχο το νερό τρυπάει το βουνό, με την επιμονή και την υπομονή, με τη συνεχή προσπάθεια, φτάνουμε στο ποθητό αποτέλεσμα, στην επιτυχία: «πρέπει να κοπιάσεις πολύ να φτάσεις στην επιτυχία, γιατί το ήσυχο νερό τρυπάει το βουνό». Συνών. κι ο κουτσός με τόνα πόδι, κούτσα κούτσα πάει στην πόλη / στάλα με στάλα το νερό, τρυπάει το λιθάρι· 
- το καλό πηγάδι, όσο νερό κι αν βγάζει δεν ξεραίνεται, βλ. λ. πηγάδι·
- το κρασί σηκώνει νερό, βλ. λ. κρασί·
- το νερό που καίει, κάθε οινοπνευματώδες ποτό και ιδίως το ουίσκι ή τα διαφανή ποτά (βότκα, τζιν, τεκίλα), επειδή μοιάζουν με το νερό: «βάλε μου ένα από κείνο το νερό που καίει»·
- το νερό της λησμονιάς, βλ. λ. λησμονιά·
- το ξέρω νερό, βλ. φρ. το ξέρω νεράκι, λ. νεράκι·
- το παλιό καράβι κάνει νερά, βλ. λ. καράβι·
- του γλυκού νερού, άπειρος, αδέξιος, ακατάρτιστος και, κατ’ επέκταση, επαγγελματίας χωρίς την πείρα του επαγγέλματος που ασκεί, ή άτομο που δεν έχει πείρα στη ζωή του, που δεν ταλαιπωρήθηκε στη ζωή του, σε αντιδιαστολή με τον θαλασσινό που απόκτησε πείρα ένεκα των πολλών δυσκολιών και ταλαιπωριών που παρουσιάζει το ναυτικό επάγγελμα·
- τραβώ νερό, αντλώ: «για να ποτίζω τα λουλούδια του κήπου μου, τραβώ νερό από ένα γειτονικό πηγάδι»·
- τρέχει η μύτη μου νερό, βλ. λ. μύτη·
- τρέχει νερό στις φλέβες του, α. δε θυμώνει εύκολα, δεν είναι οξύθυμος, είναι πολύ μαλακός, πολύ πράος: «ό,τι και να τον κάνεις, δε θυμώνει, γιατί τρέχει νερό στις φλέβες του». β. κατ’ επέκταση, είναι δειλός, φοβητσιάρης: «δε μαλώνει με κανέναν, γιατί τρέχει νερό στις φλέβες του»·
- τρέχει ο ιδρώτας (μου) νερό, βλ. λ. ιδρώτας·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, βλ. λ. μέλι·
- φέρνει από χίλιες βρύσες νερό, βλ. λ. βρύση·
- φέρνω με τα νερά μου (κάποιον), βλ. φρ. φέρνω στα νερά μου (κάποιον)·
- φέρνω στα νερά μου (κάποιον), κάνω κάποιον να συμφωνήσει μαζί μου, προσεταιρίζομαι κάποιον: «ήταν τόσο ανένδοτος, που είδα κι έπαθα να τον φέρω στα νερά μου». (Λαϊκό τραγούδι: είδα κι έπαθα κυρά μου να σε φέρω στα νερά μου)·
- φέρνω νερό στο μύλο του, βλ. φρ. ρίχνω νερό στο μύλο του·
- χάνεται σε μια κουταλιά νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- χάνεται σε μια χούφτα νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- χάνω τα νερά μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τα νερά μου. (Λαϊκό τραγούδι: πώς μ’ έμπλεξες, κυρά μου, πώς μ’ έμπλεξες, κυρά, να χάσω τα νερά μου και ν’ αράξω στη στεριά)·
- χάρη στο βασιλικό πίνει η γλάστρα το νερό, βλ. λ. χάρη·
- ψαρεύει σε θολά νερά ή ψαρεύει στα θολά νερά, α. προσπαθεί να αποκομίσει διάφορα προσωπικά οφέλη από μια κατάσταση στην οποία επικρατεί αβεβαιότητα, σύγχυση: «είναι στο στοιχείο του όταν ψαρεύει σε θολά νερά, γιατί πάντα βγαίνει κερδισμένος». β. ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα, επικίνδυνα με επιδιωκόμενο σκοπό το προσωπικό κέρδος: «πότε έχει και πότε δεν έχει αυτός ο άνθρωπος, γιατί κάθε τόσο ψαρεύει σε θολά νερά»·    
- ωσότου το νερό φτάσει στη δεξαμενή, ο βάτραχος ψοφάει, βλ. λ. βάτραχος.

παιχνίδι

παιχνίδι κ. παιγνίδι, το, ουσ. [<παιγνίδι με επίδραση του παίχτης], το παιχνίδι. 1. οποιαδήποτε απασχόληση του παιδιού, που γίνεται για τη διασκέδασή του ή την ψυχαγωγία του: «το μυαλό του είναι όλο στα παιχνίδια». 2. το ίδιο το αντικείμενο ή το μέσο διασκέδαση; ή ψυχαγωγίας, ιδίως των μικρών παιδιών, αλλά και των μεγάλων: «βρήκε ένα παιχνίδι κι ασχολείται μ’ αυτό όλη τη μέρα». 3. η αθλοπαιδιά, η αθλητική αναμέτρηση δυο παιχτών ή ομάδων, ο αγώνας: «το παιχνίδι τέλειωσε χωρίς σκορ || το αυριανό παιχνίδι είναι πολύ δύσκολο για την ομάδα μας». 4. η χαρτοπαιξία: «αν δεν κόψεις το παιχνίδι, θα καταστραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ άλλες γυναίκες τα λεφτά σου σπαταλάς, σ’ έχουνε φάει το πιοτό και το παιχνίδι, εμένα πάντοτε σαν σκλάβα μου μιλάς κι όλο μου φέρνεσαι σαν να ’μουνα σκουπίδι). 5. η ερωτοτροπία από κάποια απόσταση, το φλερτ. (Λαϊκό τραγούδι: παιχνίδι με τα μάτια μόνο, μαζί σου θέλω και τελειώνω). 6. το αστείο, ο αστεϊσμός: «άσε τα παιχνίδια και συγκεντρώσου στη δουλειά». 7. κόλπο, τέχνασμα για την εξαπάτηση κάποιου: «στη δουλειά θέλω ειλικρίνεια και τιμιότητα κι όχι διάφορα παιχνίδια». (Λαϊκό τραγούδι: το δικός σου το παιχνίδι το ’χω καταλάβει ήδη). (Ακολουθούν 90 φρ.)·
- αγρίεψε το παιχνίδι, α. (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) έγινε σκληρό, αντιαθλητικό: «μόλις αγρίεψε το παιχνίδι, ο διαιτητής άρχισε να βγάζει συνέχεια κίτρινες και κόκκινες κάρτες || επειδή αγρίεψε το παιχνίδι, ο διαιτητής απείλησε πως θα διακόψει τον αγώνα». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) άρχισαν να ποντάρονται μεγάλα ποσά: «μόλις αγρίεψε το παιχνίδι βγήκα απ’ το καρέ, γιατί δεν μπορούσα να παρακολουθήσω τους άλλους παίχτες»·
- ανοιχτό παιχνίδι, α. (στη γλώσσα ιδίως του ποδοσφαίρου), στο οποίο μπορούν να προκύψουν όλα τα αποτελέσματα: «το ’παιξα ένα δύο χι στο προπό, γιατί είναι ανοιχτό παιχνίδι». β. στο οποίο οι παίχτες και των δυο ομάδων παίζουν επιθετικά και όχι αμυντικά: «στα τελευταία παιχνίδια, οι παίχτες της ομάδας μας παίζουν ανοιχτό παιχνίδι»·
- βάζω πάλι την ομάδα στο παιχνίδι, (για ποδοσφαιριστές ή μπασκετμπολίστες) βλ. λ. ομάδα·
- βάζω στο παιχνίδι (κάποιον), δίνω την ευκαιρία σε κάποιον να συμμετάσχει σε κάποια συγκεκριμένη διαδικασία με τη δυνατότητα να διαμορφώνει την εξέλιξή της: «επειδή ξέμεινα από μετρητά, έβαλα στο παιχνίδι του πλειστηριασμού κι έναν φίλο μου που είχε άνεση ρευστού»·
- βγαίνω απ’ το παιχνίδι, αποχωρώ από κάποια διαδικασία, είτε γιατί δεν έχω τη δυνατότητα να συνεχίσω είτε γιατί υποπτεύομαι πως η περαιτέρω παραμονή μου σε αυτή θα αποβεί σε βάρος μου: «επειδή δεν μπορώ να τα βάλω με τους μεγαλοκαρχαρίες σ’ αυτό το διαγωνισμό, βγαίνω απ’ το παιχνίδι || επειδή υποπτευόμουν πως κάποιο λάκκο είχε η φάβα, βγήκα απ’ το παιχνίδι κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- βρίσκομαι έξω απ’ το παιχνίδι, βλ. φρ. είμαι έξω απ’ το παιχνίδι·
- βρίσκομαι μέσα στο παιχνίδι, βλ. φρ. είμαι μέσα στο παιχνίδι·
- γίνεται παιχνίδι, α. στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος συχνάζουν γυναίκες που ανταποκρίνονται στα ερωτικά νοήματα των αντρών και ως εκ τούτου υπάρχει περίπτωση να βρει κάποιος το ερωτικό του ταίρι: «κάθε απόγευμα τη στήνει στα μπαράκια της παραλίας, όπου συχνάζουν πολλές γυναίκες μόνες τους και γίνεται παιχνίδι». β. (για χαρτοπαίγνιο) στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος παίζουν χαρτιά: «έμαθα πως στο καφενείο γίνεται παιχνίδι». γ. υπάρχει οικονομικό ενδιαφέρον, αγοραστική κίνηση, γίνεται νταραβέρι, αλισβερίσι: «μόλις έμαθε ότι γίνεται παιχνίδι στο χρηματιστήριο, έτρεξε να αγοράσει μετοχές»·
- γίνεται παιχνίδι κέντρου, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. φρ. παίζεται παιχνίδι κέντρου·
- γίνεται χοντρό παιχνίδι, α. στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος συχνάζουν γυναίκες που ανταποκρίνονται απροκάλυπτα στα ερωτικά νοήματα των αντρών και ως εκ τούτου είναι σχεδόν σίγουρο πως θα βρει κάποιος άντρας το ερωτικό του ταίρι: «μόνο σ’ ένα μπαράκι της παραλίας γίνεται χοντρό παιχνίδι κι όλοι μαζευόμαστε σ’ αυτό, όταν είμαστε μόνοι». β. (για χαρτοπαίγνιο) στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος παίζουν χαρτιά με πολλά λεφτά: «δεν κάθομαι στο καρέ τους, γιατί γίνεται χοντρό παιχνίδι». γ. υπάρχει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, υπάρχει μεγάλη αγοραστική κίνηση: «τους τελευταίους μήνες στο χρηματιστήριο γίνεται χοντρό παιχνίδι»·
- γίνεται ψηλό παιχνίδι, βλ. φρ. παίζεται ψηλό παιχνίδι·
- γίνεται ψιλό παιχνίδι, (για χαρτοπαίγνιο), στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος παίζουν χαρτιά με λίγα χρήματα: «πήγε να παίξει χαρτιά στο καφενείο, γιατί έμαθε πως γίνεται ψιλό παιχνίδι»·
- γίνομαι κύριος του παιχνιδιού, ελέγχω απόλυτα μια κατάσταση ή διαδικασία: «αγόρασε τις περισσότερες μετοχές της επιχείρησης κι έτσι έγινε κύριος του παιχνιδιού»·
- γυρίζω το παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) αν και χάνω, καταφέρνω να ισοφαρίσω ή και να κερδίσω το παιχνίδι: «μέχρι το ογδόντα χάναμε 2-0, αλλά στα τελευταία λεπτά η ομάδα μας γύρισε το παιχνίδι και κερδίσαμε 3-2 || μ’ ένα εκπληκτικό σερί δέκα πόντων η ομάδα μας γύρισε το παιχνίδι και μέχρι το τέλος διεκδικούσε τη νίκη»·
- δεν είναι καιρός για παιχνίδια, βλ. λ. καιρός·
- δεν είναι παιχνίδι, πρόκειται για πολύ σοβαρή υπόθεση ή κατάσταση που πρέπει να αντιμετωπιστεί με μεγάλη περίσκεψη: «οι νέοι πρέπει να παίρνουν όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις, όταν κάνουν έρωτα, γιατί το έιτζ δεν είναι παιχνίδι»·
- δεν είναι ώρα για παιχνίδια, βλ. λ. ώρα·
- δεν έχει παιχνίδια στα πόδια του, (για ποδοσφαιριστές) δεν έλαβε μέρος σε αρκετούς αγώνες, ώστε να είναι ή να επανακτήσει την καλή αγωνιστική του κατάσταση, τη φόρμα του: «ο τάδε παίχτης μας δεν έχει παιχνίδια στα πόδια του, γι’ αυτό και ο προπονητής δεν τον αφήνει να παίξει σε όλη τη διάρκεια του αγώνα»·
- δεν έχω καιρό για παιχνίδια, βλ. λ. καιρός·
- δεν έχω χρόνο για παιχνίδια, βλ. λ. χρόνος·
- δεν έχω ώρα για παιχνίδια, βλ. λ. ώρα·
- δεν κάνω παιχνίδια, ενεργώ πολύ σοβαρά, δεν αστειεύομαι: «όταν πρόκειται για τη δουλειά μου, δεν κάνω παιχνίδια»·
- διαβάζουν το παιχνίδι, (ιδίως στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι αντίπαλοι παίχτες, επειδή βρίσκονται στα πρώτα λεπτά της συνάντησης, παίζουν συγκρατημένα και αναγνωριστικά: «συνήθως οι παίχτες στα πρώτα λεπτά του αγώνα διαβάζουν το παιχνίδι»·
- έγινε παιχνίδι στα χέρια του (της), βλ. φρ. έγινε παιχνιδάκι στα χέρια του (της), λ. παιχνιδάκι·
- είμαι έξω απ’ το παιχνίδι, δε συμμετέχω σε κάποια διαδικασία, είτε γιατί δεν έχω τη δυνατότητα είτε γιατί υποπτεύομαι πως η συμμετοχή μου σε αυτή θα αποβεί σε βάρος μου: «είμαι έξω απ’ το παιχνίδι της δημοπρασίας, γιατί δεν μπορώ να παρακολουθήσω δυο βιομηχάνους που παίρνουν μέρος»·
- είμαι κύριος του παιχνιδιού, βλ. φρ. γίνομαι κύριος του παιχνιδιού·
- είμαι μέσα στο παιχνίδι, συμμετέχω σε κάποια διαδικασία: «αν πάρει ο τάδε μέρος στη δουλειά, τότε κι εγώ είμαι μέσα στο παιχνίδι»·
- είμαι παιχνίδι (κάποιου), με κάνει ό,τι θέλει, είμαι υποχείριό του: «επειδή την αγαπούσα, νόμισε πως θα είμαι και παιχνίδι της, γι’ αυτό την έστειλα στη μάνα της». (Λαϊκό τραγούδι: θα σου φύγω με καιρό και δικό σου δε θα είμαι παιχνίδι, στο ’χω πει από καιρό, να σ’ αντέξω δεν μπορώ και στα χέρια σου να γίνουμε σκουπίδι)·  
- είναι παιχνίδι για μένα, βλ. συνηθέστ. είναι παιχνιδάκι για μένα, λ. παιχνιδάκι·
- είναι παιχνίδι η δουλειά ή η δουλειά είναι παιχνίδι, βλ. φρ. είναι παιχνιδάκι η δουλειά, λ. παιχνιδάκι·
- είναι παιχνίδι στα χέρια του (της), βλ. φρ. είναι παιχνιδάκι στα χέρια του (της), λ. παιχνιδάκι·
- είναι χαμένο παιχνίδι ή είναι χαμένο το παιχνίδι, λέγεται για υπόθεση, όταν προδικάζουμε την αποτυχία της: «εκεί που έφτασαν τα πράγματα, δε γίνεται τίποτα, γιατί είναι χαμένο το παιχνίδι»·
- ερωτικά παιχνίδια, καθετί που γίνεται μεταξύ του ζευγαριού κατά τη σεξουαλική πράξη με σκοπό τη διέγερση του ερωτικού πόθου: «με τρελαίνει αυτή η γυναίκα, γιατί ξέρει πολλά ερωτικά παιχνίδια»·
- έχει παιχνίδι, βλ. φρ. γίνεται παιχνίδι·
- έχω παιχνίδι, (για αθλητές), συμμετέχω σε κάποια αθλητική αναμέτρηση, παίζω: «το βράδυ πρέπει να κοιμηθώ νωρίς, γιατί αύριο έχω παιχνίδι»·
- κάν’ τε παιχνίδι, προτροπή κρουπιέρη στους παίχτες να ποντάρουν· βλ. και φρ. κάνε παιχνίδι·
- κάν’ τε παιχνίδι ρεεε! αγανακτισμένη προτροπή των οπαδών μια ομάδας, ιδίως ποδοσφαιρικής, στους παίχτες της, που δεν αποδίδουν αγωνιστικά, να παίξουν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους. Συνών. παίξτε μπάλα ρεεε(!)·
- κάνε παιχνίδι, α. φιλική προτροπή σε άτομο που του παραθέτουμε γεύμα να αρχίσει να τρώει: «μόλις δεις όλα τα φαγητά στο τραπέζι, κάνε παιχνίδι». β. φιλική προτροπή σε κάποιον να οργανώσει και εκ μέρους της παρέας μας, τη νυχτερινή μας έξοδο, τη νυχτερινή μας διασκέδαση: «αφού ξέρεις εσύ τον ταβερνιάρη, μπες και κάνε παιχνίδι || αφού είσαι ο μόνος που ξέρεις όλα τα κατατόπια της πόλης, κάνε παιχνίδι». γ. (στον ερωτικό ή επαγγελματικό τομέα) φιλική προτροπή σε κάποιον να ενεργήσει δυναμικά, να πάρει την κατάσταση στα χέρια του: «εγώ σου ’φερα την γκόμενα στο πιάτο, τώρα εσύ κάνε παιχνίδι || κάνε παιχνίδι, βρε ανόητε, τώρα που έχει κίνηση στην αγορά». Συνών. κάνε μπεγλέρι / παίξε μπάλα· βλ. και φρ. κάνω παιχνίδι·
- κάνουμε ψιλό παιχνίδι, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. φρ. παίζουμε ψιλό παιχνίδι·
- κάνω όλο το παιχνίδι, (για ποδοσφαιριστές ή μπασκετμπολίστες) είμαι ο κύριος συντονιστής των ενεργειών των συμπαιχτών μου: «όταν βρίσκομαι σε καλή φόρμα, κάνω όλο το παιχνίδι»·
- κάνω παιχνίδι, α. ερωτοτροπώ από μικρή απόσταση με άτομο του άλλου φύλου, φλερτάρω: «κάθισε στο διπλανό τραπεζάκι κι άρχισε να κάνει παιχνίδι με την κοπέλα που καθόταν μόνη της». Συνών. κάνω μπεγλέρι. β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) διευθύνω το χαρτοπαίγνιο: «ποιος κάνει παιχνίδι μετά από μένα;». γ. έχω την ευθύνη, έχω πάρει την κατάσταση στα χέρια μου, έχω το πάνω χέρι: «ποιος κάνει επιτέλους παιχνίδι σ’ αυτό το σπίτι, να ξέρω για να φερθώ κι εγώ αναλόγως»· βλ. και φρ. κάνε παιχνίδι·
- καταστροφικό παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) λέγεται στην περίπτωση που οι παίχτες της μιας ομάδας για κάποιο λόγο που τους συμφέρει, αντί να προσπαθούν να αναπτύξουν το παιχνίδι τους, εμποδίζουν με συντονισμένες προσπάθειες τους παίχτες της άλλη ομάδας, ώστε να μην μπορούν να αναπτύξουν το παιχνίδι τους: «μετά την επίτευξη του νικητήριου γκολ, η ομάδα μας επιδόθηκε σ’ ένα καθαρά καταστροφικό παιχνίδι»·
- κλειδώνω το παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) σιγουρεύω τη νίκη: «με το γκολ που πέτυχε ο παίχτης μας αύξησε τη διαφορά κι έτσι κλείδωσε το παιχνίδι». Συνών. κλειδώνω τη νίκη / κλειδώνω το ματς·
- μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι, με ξεγέλασε, με εξαπάτησε απροκάλυπτα, που έκανε μεγάλη ζημιά: «μου ’παιξε τόσο άσχημο παιχνίδι, που δε θα τον ξαναμιλήσω σ’ όλη μου τη ζωή || η ζωή μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι»·
- μου ’παιξε κακό παιχνίδι, βλ. φρ. μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι·
- μου ’παιξε παιχνίδι, με ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «ενώ έλεγε πως θα με βοηθήσει, στο τέλος μου ’παιξε παιχνίδι και μ’ άφησε αβοήθητο»·
- μου ’παιξε σκληρό παιχνίδι, βλ. φρ. μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι. (Τραγούδι: μια νύχτα σ’ έδιωξα από δω, παιχνίδι σου ’παιξα σκληρό, μα το μπλουζάκι σου φοράω και σ’ ανασαίνω για να ζω)·
- μου ’παιξε χοντρό παιχνίδι, βλ. συνηθέστ. μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι·
- μου σκάρωσε άσχημο παιχνίδι, βλ. συνηθέστ. μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι·
- μου σκάρωσε χοντρό παιχνίδι, βλ. συνηθέστ. μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι·
- μπαίνω στο παιχνίδι, α. παίρνω μέρος σε κάποια διαδικασία, συμμετέχω: «αν δεν είμαι σίγουρος πως θα έχω κάποια ωφέλεια, δεν μπαίνω σε κανένα παιχνίδι». β. (για χαρτοπαίγνιο) παίρνω μέρος, συμμετέχω: «είχα λεύτερο χρόνο και μπήκα στο παιχνίδι για να περάσω κι εγώ την ώρα μου»·
- παγώνω το παιχνίδι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου ή του μπάσκετ), επιβραδύνω το ρυθμό του για λόγους τακτικής, ιδίως επειδή ευνοούμαι από το σκορ: «απ’ τη στιγμή που η ομάδα προηγούνταν στο σκορ, ο προπονητής έδωσε εντολή στους παίκτες του να παγώσουν το παιχνίδι»·
- παίζει βρόμικο παιχνίδι, α. κινείται, ενεργεί, συμπεριφέρεται σε βάρος μας ανέντιμα, τις πιο πολλές φορές χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε: «πρόσεχε τον τάδε, γιατί παίζει βρόμικο παιχνίδι και θα ’χεις τραβήγματα». β. (για ποδοσφαιριστές) αντιμετωπίζει τον αντίπαλό του σκληρά, αντιαθλητικά: «φοβούνται να τον μαρκάρουν, γιατί παίζει βρόμικο παιχνίδι»·
- παίζει διπλό παιχνίδι, δουλεύει ταυτόχρονα για δυο αφεντικά μεταφέροντας παράλληλα πληροφορίες από το ένα στο άλλο ή έχει δυο ερωτικούς συντρόφους ταυτόχρονα και πηγαίνει πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον: «πρόσεχε τον τάδε που έχεις στο γραφείο σου, γιατί τον είδα να κουβεντιάζει με τον ανταγωνιστή σου κι έχω την εντύπωση πως παίζει διπλό παιχνίδι || έχει δυο πιτσιρίκες που είναι τρελά ερωτευμένες μαζί του και παίζει διπλό παιχνίδι». (Λαϊκό τραγούδι: διπλό παιχνίδι έπαιξες,δεν έπιασε και η καρδιά σου την καρδιά μου έχασε
- παίζει παιχνίδι στην πλάτη μου, επιδιώκει ύπουλα να αποκομίσει διάφορα οφέλη σε βάρος μου, επιδιώκει να με βλάψει, να με κοροϊδέψει ή να με γελοιοποιήσει: «κατάλαβα ότι παίζει παιχνίδι στην πλάτη μου, αλλά κάνω πως δεν καταλαβαίνω για να δω μέχρι πού θα το πάει». (Λαϊκό τραγούδι: διπλό παιχνίδι έπαιξες στην πλάτη μου,δεν το ’ξερα και σ’ έλεγα αγάπη μου
- παίζεται παιχνίδι κέντρου, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι παίχτες και των δυο ομάδων εξαντλούν όλες τους τις προσπάθειες στο χώρο του κέντρου του γηπέδου: «απ’ την έναρξη του αγώνα παίζεται παιχνίδι κέντρου και μέχρι το εβδομήντα το αποτέλεσμα εξακολουθεί να είναι μηδέν μηδέν»·
- παίζεται συρτό παιχνίδι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι παίχτες ανταλλάσσουν συστηματικά την μπάλα μεταξύ τους με μπαλιές που δίνονται με το πόδι και που δεν έχουν ύψος: «όταν οι αντίπαλοι παίχτες είναι ψηλοί, τότε παίζεται συρτό παιχνίδι απ’ την ομάδα μας»·
- παίζεται ύποπτο παιχνίδι, λέγεται για κάθε ανέντιμη ενέργεια ή χειρισμό σε βάρος κάποιου ή σε βάρος ενός συνόλου: «έχε το νου σου τώρα με τις προαγωγές, γιατί, απ’ ό,τι έχω καταλάβει, παίζεται ύποπτο παιχνίδι σε βάρος σου || με τις διαπραγματεύσεις για τ’ όνομα της Μακεδονίας παίζεται ύποπτο παιχνίδι σε βάρος του ελληνικού λαού»·
- παίζεται χοντρό παιχνίδι, α. υπάρχει πολύ μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον, οι διαπραγματεύσεις είναι σκληρές και αφορούν μεγάλα χρηματικά ποσά ή πολύ σπουδαία ζητήματα: «στο τραπεζικό κύκλωμα παίζεται χοντρό παιχνίδι || με το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων παίζεται χοντρό παιχνίδι». β. οι διαπραγματεύσεις είναι αδιαφανείς και αφορούν μεγάλα χρηματικά ποσά ή συμφέροντα, γίνεται μεγάλη απάτη: «στο ζήτημα των προμηθειών πρέπει να παίζεται χοντρό παιχνίδι». γ. (για χαρτοπαίγνιο) βλ. φρ. γίνεται χοντρό παιχνίδι·
- παίζεται ψηλό παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο) οι παίχτες ανταλλάσσουν συστηματικά την μπάλα μεταξύ τους με ψηλοκρεμαστές μπαλιές ή με το κεφάλι: «όταν οι παίχτες της αντίπαλης ομάδας είναι κοντοί, τότε παίζεται ψηλό παιχνίδι απ’ την ομάδα μας»·
- παίζεται ψιλό παιχνίδι, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. συνηθέστ. γίνεται ψιλό παιχνίδι·
- παίζουμε ψιλό παιχνίδι, (για χαρτοπαίγνιο), παίζουμε με λίγα χρήματα: «κάθε Κυριακή μαζευόμαστε όλη η παρέα στο καφενείο και παίζουμε κανένα ψιλό παιχνίδι»·
- παίζω παιχνίδι, υποκρίνομαι, προσποιούμαι για να αποκομίσω προσωπικά οφέλη, κρύβω το αληθινό μου πρόσωπο: «ο τάδε σου παίζει παιχνίδι, γιατί μπροστά σου κάνει το φίλο και πίσω σου σε κατηγορεί»·
- παίζω το παιχνίδι μου, κάνω αυτό που πρέπει σχετικά με μένα, ενεργώ συστηματικά σύμφωνα με το συμφέρον μου: «ό,τι και να γίνεται στον περίγυρό του, αυτός σταθερά παίζει το παιχνίδι του»·
- παίζω το παιχνίδι του, συνειδητά ή ασυνείδητα υποστηρίζω τις επιδιώξεις κάποιου, ενεργώ για το συμφέρον κάποιου: «είναι πολύ φίλος του και απ’ τις θέσεις που παίρνει κάθε τόσο, φαίνεται πως παίζει το παιχνίδι του || πάνω στα νεύρα του δήλωσε παραίτηση και χωρίς να το θέλει έπαιξε το παιχνίδι του τάδε»·
- παίρνω απάνω μου το παιχνίδι ή παίρνω το παιχνίδι απάνω μου, (για παίχτες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) βλ. φρ. παίρνω το παιχνίδι στην πλάτη μου·
- παίρνω το παιχνίδι, το κερδίζω, αναδεικνύομαι νικητής: «ποιος πήρε το παιχνίδι στο τάβλι που έπαιζες με το τάδε || ποια ομάδα πήρε το παιχνίδι στον αγώνα της Κυριακής;»·
- παίρνω το παιχνίδι στην πλάτη μου ή παίρνω το παιχνίδι στις πλάτες μου, (για παίχτες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ), αναλαμβάνω πρωτοβουλία και επωμίζομαι την ανταγωνιστική διεξαγωγή του από τη στιγμή που οι συμπαίχτες μου, για κάποιο λόγο, δεν αποδίδουν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους: «αν δεν έπαιρνε το παιχνίδι στις πλάτες του ο τάδε παίχτης, οι αντίπαλοι θα διέσυραν την ομάδα μας»·
- παίρνω το παιχνίδι στους ώμους μου, (για παίχτες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ), βλ. συνηθέστ. παίρνω το παιχνίδι στην πλάτη μου·
- παιχνίδι κέντρου, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) παιχνίδι που παίζεται περισσότερο στο κέντρο του γηπέδου: «τα περισσότερα παιχνίδια κέντρου λήγουν με λευκή ισοπαλία»·
- παιχνίδι φωτιά, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) πολύ σπουδαία, πολύ κρίσιμη αναμέτρηση: «το παιχνίδι της Κυριακής είναι παιχνίδι φωτιά, γιατί απ’ αυτό θα κριθεί ως ένα σημείο ο πρωταθλητής»·
- παραχόντρυνε το παιχνίδι, α. (για χαρτοπαίγνιο), παίζονται όλο και μεγαλύτερα χρηματικά ποσά: «μόλις παραχόντρυνε το παιχνίδι, αποχώρησα, γιατί δεν μπορούσα να παρακολουθήσω τους άλλους». β. (για υποθέσεις) αντιμετωπίζεται χωρίς συναίσθημα, με ψυχρότητα και με στόχο το μεγαλύτερο κέρδος: «απ’ τη στιγμή που έμαθαν οι κληρονόμοι το μέγεθος της περιουσίας που άφηνε στη διαθήκη του ο μακαρίτης, παραχόντρυνε το παιχνίδι κι όλοι κοίταζαν πώς θα πάρουν τα περισσότερα». γ. (για διενέξεις) έφτασε σε επικίνδυνο σημείο, έφτασε στα άκρα: «πες ο ένας πες ο άλλος, στο τέλος παραχόντρυνε το παιχνίδι κι αρπάχτηκαν στα χέρια»·
- πιάνω παιχνίδι, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) αποδίδω πάρα πολύ καλά: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που οι αντίπαλοί μας έχασαν την μπάλα || όταν πιάνει παιχνίδι η ομάδα μου, δεν μπορεί καμιά ομάδα να τη νικήσει»·
- πνευματικά παιχνίδια, αυτά τα παιχνίδια που η έκβασή τους δεν επηρεάζεται από την τύχη, αλλά από τις πνευματικές ικανότητες των παιχτών: «το σταυρόλεξο και το σκάκι ανήκουν στα πνευματικά παιχνίδια, ενώ τα χαρτιά και η ρουλέτα ανήκουν στα τυχερά παιχνίδια»·
- σικέ παιχνίδι, βλ. λ. στημένο παιχνίδι·
- στημένο παιχνίδι, (ιδίως γιαποδόσφαιρο ή μπάσκετ) που έχει από πριν συμφωνηθεί το αποτέλεσμά του, το σικέ παιχνίδι: «στο προηγούμενο πρωτάθλημα υπήρξαν πολλά στημένα παιχνίδια». Πρβλ.: σικέ το ματς, είναι στημένο, στον πάγκο ακόμα περιμένω. (Τραγούδι)·
- στήνω παιχνίδι, α. οργανώνω χαρτοπαίγνιο, οργανώνω καρέ για χαρτοπαίγνιο: «μόλις μαζεύεται η παρέα του, στήνει αμέσως παιχνίδι για πρέφα». β. (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ), συμφωνώ από τα πριν το αποτέλεσμα του παιχνιδιού: «τον πήραν μυρουδιά πως στήνει παιχνίδια και τον πέταξαν απ’ την αθλητική οικογένεια»·
- στρώνομαι στο παιχνίδι, α. (για χαρτοπαίγνιο) παίζω απερίσπαστος: «όταν στρώνονται στο παιχνίδι, δεν ακούς μιλιά». β. (γενικά) παίζω με κέφι, με όρεξη: «έξω στην αυλή τα παιδιά στρώθηκαν στο παιχνίδι»·
- συρτό παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο), κατά τη διάρκεια του οποίου οι παίχτες ανταλλάσσουν την μπάλα μεταξύ τους με μπαλιές που δίνονται με το πόδι και δεν έχουν ύψος: «επειδή οι παίχτες της αντίπαλης ομάδας ήταν ψηλοί, ο προπονητής μας συμβούλεψε να παίζουμε συρτό παιχνίδι»·
- τι παιχνίδι παίζει; έκφραση απορίας για κάποιον που δε γνωρίζουμε καλά, που αμφιβάλλουμε για την ειλικρίνεια των προθέσεών του και για τη στάση του γενικότερα σε κρίσιμα προβλήματα: «δεν μπορώ να καταλάβω τι παιχνίδι παίζει, επιτέλους, αυτός ο άνθρωπος; Τη μια φορά κάνει τον καλό σε μένα και την άλλη στον ανταγωνιστή μου»·
- το παιχνίδι είναι χαμένο απ’ τ’ αποδυτήρια, απαισιόδοξη διαπίστωση ατόμου που πιστεύει πως, οι εξελίξεις που αφορούν τη ζωή του, είναι αρνητικά προδιαγεγραμμένες από ισχυρούς, αλλά και ανέντιμους ανθρώπους, που κινούνται στο παρασκήνιο και που υπολογίζουν μόνο για την προσωπική τους επιτυχία ή προκοπή. Αναφορά στα στημένα παιχνίδια του ποδοσφαίρου ή του μπάσκετ·
- το παιχνίδι ήταν μοιρασμένο, (ιδίως για ποδόσφαιρο) πότε επικρατούσε η μια ομάδα και πότε η άλλη με συνηθισμένο αποτέλεσμα την ισοπαλία: «απ’ τη στιγμή που το παιχνίδι ήταν μοιρασμένο, οι φίλαθλοι των δυο ομάδων δέχτηκαν την ισοπαλία ως φυσιολογικό αποτέλεσμα»·  
- το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, α. η απροκάλυπτη κοροϊδία ή βασανισμός κάποιου από κάποιον: «όσο φίλος μου και να ’ναι, δε θ’ ανεχτώ άλλο αυτό το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι». β. συνεχόμενα μικρά πλήγματα πριν από το τελειωτικό, που δίνονται από κάποιον στον αντίπαλό του, μόνο και μόνο για να παρατείνει την αγωνία του: «άσε, μωρέ παιδάκι μου, αυτό το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι και δώσ’ του μια κατακέφαλα να τον ξαπλώσεις κάτω, δεν τον λυπάσαι!»·
- το παιχνίδι των δέκα ερωτήσεων, ερευνητικές ερωτήσεις που γίνονται σε κάποιον για να ανακαλύψουμε το πρόσωπο ή το πράγμα που μας κρατάει κρυφό, μόνο και μόνο για να μας έχει σε αγωνία. Στην περίπτωση του προσώπου, αρχίζουμε να ρωτάμε, αν είναι άντρας ή γυναίκα, πλούσιος ή φτωχός, ψηλός ή κοντός, ξανθός ή μελαχρινός κ.λπ. και, αποδεχόμενος κάθε φορά ως σωστή ή απορρίπτοντας ο συνομιλητής μας την ερώτησή μας πλησιάζουμε στο να ανακαλύψουμε το εν λόγω πρόσωπο. Σχετικές είναι και οι ερωτήσεις για το πράγμα, Σχεδόν πάντα σε συνδυασμό με το ρ. παίζω και σε ερωτηματικό τύπο: «γιατί δε μου λες ποιος ήταν αυτός που σε βοήθησε; Το παιχνίδι των δέκα ερωτήσεων θα παίξουμε;»·
- τον (την) έκανε παιχνίδι στα χέρια της (του), βλ. συνηθέστ. τον (την) έκανε παιχνιδάκι στα χέρια της (του), λ. παιχνιδάκι·  
- τον βγάζω (έξω) απ’ το παιχνίδι, τον υποχρεώνω να αποχωρήσει από κάποια διαδικασία: «πρόσφερα δυο φορές απάνω απ’ ό,τι αυτός κι έτσι τον έβγαλα απ’ το παιχνίδι»·
- τυχερά παιχνίδια, εκείνα που, κατά ένα μεγάλο μέρος, εξαρτιόνται από την τύχη (χαρτιά, ζάρια, ρουλέτα κ. ά.) και όχι από κάποια πνευματική ή άλλη ικανότητα του παίχτη: «όλα του τα λεφτά τα παίζει στα τυχερά παιχνίδια || δεν παίζει τυχερά παιχνίδια, γιατί πιστεύει πως είναι άτυχος»·
- φτιαχτό παιχνίδι, βλ. φρ. στημένο παιχνίδι·
- χάνω το παιχνίδι, α. αποτυχαίνω να πραγματοποιήσω κάποια επιδίωξή μου: «όλο το καλοκαίρι δεν άνοιξα βιβλίο, γι’ αυτό έχασα το παιχνίδι των διαγωνισμών». β. νικιέμαι: «έπαιξα τάβλι με τον τάδε κι έχασα το παιχνίδι || η ομάδα μας έχασε το παιχνίδι, γιατί η αντίπαλη ομάδα ήταν πολύ ισχυρή»·
- χοντρό παιχνίδι, α. υπόθεση ή διαπραγμάτευση που αφορά μεγάλα χρηματικά ποσά ή σοβαρά ζητήματα: «δεν υπάρχει χοντρό παιχνίδι που να μην είναι μέσα αυτός ο μεγαλοκαρχαρίας!». β. (για χαρτοπαίγνιο) όπου ποντάρονται, όπου παίζονται μεγάλα χρηματικά ποσά: «δεν μπορώ να μπω σε τόσο χοντρό παιχνίδι, γιατί όλοι οι παίχτες είναι από βιομήχανος και πάνω»·
- χόντρυνε το παιχνίδι, ηπιότερη έκφραση του παραχόντρυνε το παιχνίδι·
- χτυπώ το παιχνίδι στα ίσα, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) αν και είμαι ομάδα κατώτερης δυναμικότητας, εντούτοις παίζω με την αντίπαλη ομάδα ως ίσος προς ίσο με σκοπό τη νίκη: «αν και παίζουν με την πρωτοπόρο του πρωταθλήματος, οι παίχτες είναι αποφασισμένοι να χτυπήσουν το παιχνίδι στα ίσα»·
- ψηλό παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο) κατά τη διάρκεια του οποίου οι παίχτες ανταλλάσσουν την μπάλα μεταξύ τους με το κεφάλι ή με ψηλοκρεμαστές μπαλιές: «ο προπονητής συμβούλεψε τους παίχτες του ν’ αφήσουν το ψηλό παιχνίδι και να παίζουν με συρτές μπαλιές»·
- ψιλό παιχνίδι, (για χαρτοπαίγνιο) όπου δεν ποντάρονται, δεν παίζονται μεγάλα χρηματικά ποσά: «κάθε Κυριακή πρωί μαζευόμαστε στο καφενείο για καμιά πόκα, αλλά μόνο για ψιλό παιχνίδι».

πιρούνι

πιρούνι κ. πιρόνι κ. περόνι, το, ουσ. [<μσν. πιρούνι <μτγν. περόνιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. περόνη], το πιρούνι·
- άναψαν τα πιρούνια, τα άτομα που παρευρίσκονταν στο γεύμα, έπεσαν με μανία στο φαγητό: «μόλις η οικοδέσποινα σέρβιρε τα φαγητά, άναψαν τα πιρούνια». Δεν ακούγεται ποτέ για κουτάλι, για το λόγο που εξηγούμε στη φρ. είναι μεγάλο πιρούνι·
- είναι γερό πιρούνι, βλ. φρ. είναι μεγάλο πιρούνι·
- είναι γρήγορο πιρούνι, βλ. φρ. είναι γερό πιρούνι·
- είναι μεγάλο πιρούνι, είναι λαίμαργος, αδηφάγος: «είναι τόσο μεγάλο πιρούνι, που μπορεί να φάει ένα βόδι στην καθισιά». Δεν ακούγεται ποτέ για κουτάλι, γιατί η φράση αυτή είναι δημιούργημα της ταβέρνας που, ως γνωστό, σπάνια χρησιμοποιείται το κουτάλι ή και καθόλου, εκτός βέβαια αν είναι κανείς στην ψαροταβέρνα, όπου μπορεί να φάει κακαβιά ή κάποιο άλλο είδος ψαρόσουπας. Στην περίπτωση αυτή, ο πελάτης τρώει τη σούπα του με μακρόσυρτες, ηχηρές και αργές ρουφηξιές, για το φόβο των ψαροκόκαλων. Έτσι αποκλείεται η περίπτωση να χαρακτηριστεί κάποιος μεγάλο κουτάλι, γιατί όλη η προσοχή και η φροντίδα του δεν είναι να φάει γρήγορα και πολύ, αλλά αργά και προσεχτικά για να μην πνιγεί. Εξάλλου, πόσα πιάτα σούπας μπορεί να φάει κανείς για να χαρακτηριστεί λαίμαργός(;)·
- είναι ηλεκτρικό πιρούνι, είναι πολύ λαίμαργος, πολύ αδηφάγος: «αν πάρετε και τον τάδε στο γεύμα, δε θα προλάβετε να φάτε ούτε μπουκιά, γιατί είναι ηλεκτρικό πιρούνι». Δεν ακούγεται ποτέ για κουτάλι, για το λόγο που εξηγούμε στη φρ. είναι μεγάλο πιρούνι·
- κατά το μεζέ και το πιρούνι, ανάλογα με την περίσταση, με την περίπτωση, χρησιμοποιούμε και τα κατάλληλα μέσα: «τι θα κάνεις, αν θελήσει ο τάδε να σ’ ανταγωνιστεί; -Κατά το μεζέ και το πιρούνι»· βλ. και φρ. κατά το γάιδαρο και το σαμάρι, λ. σαμάρι·
- μακαρόνια με τα χρυσά πιρόνια, αγαπημένη έκφραση των μακαρονάδων: «σήμερα θα φάμε μακαρόνια με τα χρυσά πιρόνια»·
- όνι όνι παπαρόνι κι ο παπάς με το πιρόνι, βλ. λ. παπάς·
- πήραν τα πιρούνια φωτιά ή πήραν φωτιά τα πιρούνια, βλ. φρ. άναψαν τα πιρούνια.

πόδι

πόδι, το, ουσ. [<αρχ. πόδιον, υποκορ. του ουσ. πούς], το πόδι. 1. στήριγμα επίπλου: «το πόδι της καρέκλας || το πόδι του κρεβατιού». 2. χερσόνησος: «το Άγιο Όρος βρίσκεται στο τρίτο πόδι της Χαλκιδικής». Υποκορ. ποδαράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 191 φρ.)·
- ακολουθώ κατά πόδας (κάποιον), παρακολουθώ στενά κάποιον, βρίσκομαι συνέχεια από πίσω του: «μόλις βγήκε απ’ το σπίτι του, τον ακολούθησα κατά πόδας και κατέγραψα όλες τις κινήσεις του»·
- αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια, χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις ποτέ κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «η ζωή δεν είναι εύκολη κι αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια». Συνών. αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια / αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά·
- αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- άναψαν τα πόδια μου, ζεστάθηκαν πάρα πολύ από την ορθοστασία, την πεζοπορία, από το ότι έχω μεγάλο χρονικό διάστημα να βγάλω τα παπούτσια μου ή από τα συνεχή τρεξίματα για διάφορες δουλειές, για διάφορες υποθέσεις: «έχω ολόκληρη μέρα να βγάλω τα παπούτσια μου κι άναψαν τα πόδια μου || άναψαν τα πόδια μου σήμερα, μέχρι να τακτοποιήσω όλες τις εκκρεμότητες που είχα»·
- ανοίγει τα πόδια της, (για γυναίκες) δέχεται με ευκολία να της επιβληθεί η σεξουαλική πράξη: «για ποια παρθένα μου μιλάς, αφού ξέρω πως αυτή ανοίγει τα πόδια της από μικρή». Από τη στάση που παίρνει συνήθως η γυναίκα κατά τη σεξουαλική πράξη. Συνών. ανοίγει τα σκέλια της· βλ. και φρ. σηκώνει τα πόδια της·
- άνοιξε τα πόδια σου! προτροπή ή παράκληση σε κάποιον να επιταχύνει το βηματισμό του: «άνοιξε τα πόδια σου, γιατί, έτσι όπως πάμε, δε θα φτάσουμε ούτε αύριο». Συνών. άνοιξε το βήμα σου(!)·
- αντιστέκομαι με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- απλώνω τα πόδια μου, επεκτείνω τις ασχολίες μου, τη δουλειά μου, τα επαγγελματικά μου ενδιαφέροντα: «οι καιροί είναι πονηροί, γι’ αυτό δεν πρέπει ν’ απλώνεις τα πόδια σου όπου να ’ναι»·
- απλώνω τα πόδια μου μέχρις εκεί που φτάνει το πάπλωμα, ενεργώ σύμφωνα με τις δυνάμεις μου ή τις δυνατότητές μου: «δεν έχω κάνει ποτέ μεγάλα ανοίγματα στη ζωή μου, γιατί πάντα απλώνω τα πόδια μου, μέχρις εκεί που φτάνει το πάπλωμα»· βλ. και φρ. κατά το πάπλωμα και το ξάπλωμα, λ. πάπλωμα·
- βαδίζω στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- βάζω πόδι, κατοχυρώνω μια εργασιακή θέση: «τώρα που έβαλε πόδι στο εργοστάσιο, δεν τον διώχνει κανένας, γιατί είναι πολύ εργατικός και τίμιος»·
- βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, α. κάθομαι αναπαυτικά: «έβαλε το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο κι αφοσιώθηκε στο έργο». β. δεν κάνω τίποτα, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «έβαλε το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και τα περιμένει όλα απ’ τους άλλους». Πρβλ.: το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και φουμάρει και τσιγάρο (Λαϊκό τραγούδι)·
- βάζω το πόδι μου (κάπου), εισέρχομαι σε έναν εργασιακό χώρο με σκοπό να εδραιωθώ επαγγελματικά: «έτσι όπως άρχισε αυτός, θα βάλει το πόδι του σε κάθε μορφή εμπορικής δραστηριότητας». (Λαϊκό τραγούδι: ακόμα και στο Χόλιγουντ θα βάλω το ποδάρι, που ’ναι στρωμένο μάλαμα και με μαργαριτάρι  
- βγάζουν τα πόδια μου φωτιά ή βγάζουν τα πόδια μου φωτιές ή βγάζουν φωτιά τα πόδια μου ή βγάζουν φωτιές τα πόδια μου ή τα πόδια μου βγάζουν φωτιά ή τα πόδια μου βγάζουν φωτιές, α. είμαι πολύ γρήγορος στο τρέξιμο: «όταν αρχίζω να τρέχω, δεν μπορεί κανένας να με φτάσει, γιατί βγάζουν τα πόδια μου φωτιές || ειδοποίησε τον τάδε πως ήρθε ο γιος του απ’ το εξωτερικό, αλλά θέλω να βγάλουν φωτιά τα πόδια σου»· βλ. και φρ. άναψαν τα πόδια μου·
- βγήκε το πόδι μου, εξαρθρώθηκε: «όπως έτρεχα, παραπάτησα και βγήκε το πόδι μου»·
- βρίσκομαι στο πόδι, βλ. φρ. είμαι στο πόδι·
- γίγαντας με πήλινα πόδια, βλ. λ. γίγαντας·
- γίνεται βαρίδι στα πόδια μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. βαρίδι·
- γίνεται στο πόδι (κάτι), λέγεται για οτιδήποτε γίνεται βιαστικά και πρόχειρα: «το βρίσκεις σωστό μια τόσο σοβαρή δουλειά να γίνεται στο πόδι;»·
- γράφει με τα πόδια, είναι πολύ κακογράφος, δεν μπορείς να διαβάσεις αυτά που γράφει: «αποκλείεται να διαβάσεις αυτά που σου ’γραψε, γιατί αυτός ο άνθρωπος γράφει με τα πόδια»·
- γράφει στο πόδι, βλ. συνηθέστ. γράφει στο γόνατο, λ. γόνατο·
- γράφω στο πόδι (κάτι), βλ. συνηθέστ. γράφω στο γόνατο, λ. γόνατο·
- γύρισε το πόδι μου, το στραμπούλιξα και πιο σπάνια το έσπασα: «όπως πήγα να πηδήξω πάνω στο πεζοδρόμιο, γύρισε το πόδι μου κι έκατσα αμέσως στα πλακάκια απ’ τον πόνο που ένιωσα»·
- (δε) βάζει το πόδι του στη φωτιά, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο ποδοσφαιριστής για τον οποίο γίνεται λόγος, (δεν) παίρνει μέρος σε φάσεις που χρειάζεται δυναμική επέμβαση, (δε) διστάζει να διεκδικήσει δυναμικά την μπάλα: «είχε ένα πρόσφατο τραυματισμό στην κνήμη του, γι’ αυτό δε βάζει το πόδι του στη φωτιά»·
- δε με βαστούν τα πόδια μου, βλ. φρ. δε με κρατούν τα πόδια μου·
- δε με κρατούν τα πόδια μου, είμαι πάρα πολύ κουρασμένος, είμαι πολύ εξαντλημένος: «έχω τέτοια κούραση, που δε με κρατούν τα πόδια μου». Πρβλ.: δεν περνάει μέρα να μην πικραθώ, όλα πια τα βάρη πέσανε σε μένα και στα δυο μου πόδια πώς να κρατηθώ (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου·
- δε μου κόβονται καλύτερα τα πόδια! ή δε μου κόβεται καλύτερα το πόδι! κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δεν έχει την παραμικρή διάθεση να πάει ή να μπει σε κάποιο χώρο που του έχουμε απαγορεύσει ή όχι: «θα πας κι εσύ στο μαγαζί του τάδε; -Δε μου κόβονται καλύτερα τα πόδια!»·
- δε μου κόβονταν καλύτερα τα πόδια! ή δε μου κοβόταν καλύτερα το πόδι! έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας για την είσοδο σε κάποιο χώρο: «πήγες μια φορά στο μαγαζί του κι έδωσες αξία σ’ αυτόν τον απατεώνα. -Δε μου κόβονταν καλύτερα τα πόδια!»·
- δείχνω τα πόδια μου, με τις πράξεις μου ή τη συμπεριφορά μου αποκαλύπτω το ποιόν μου, το χαρακτήρα μου: «περίμενε πρώτα να δείξει τα πόδια του και μετά τον μονιμοποιούμε στη δουλειά || με την πρώτη δυσκολία έδειξε τα πόδια του και τον έδιωξαν πυξ λαξ»·
- δεν έκοβα καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το πόδι μου! έκφραση πικρά μετανιωμένου ατόμου, που δηλώνει πως δε θα ξαναπάει σε ένα τόπο, σε ένα χώρο: «πήγα στο τάδε μέρος για διακοπές, αλλά δεν έκοβα καλύτερα τα πόδια μου!»·
- δεν έχει παιχνίδια στα πόδια του, (για ποδοσφαιριστές), βλ. λ. παιχνίδι·
- δεν έχω κουράγιο να πάρω τα πόδια μου ή δεν έχω το κουράγιο να πάρω τα πόδια μου, βλ. λ. κουράγιο·
- δεν κόβω καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το πόδι μου! έκφραση ατόμου που δηλώνει απερίφραστα πως δεν πρόκειται να πάει σε ένα τόπο, σε ένα χώρο: «δεν κόβω καλύτερα τα πόδια μου, που θα πάω να ζήσω στην Αθήνα να με πνίγει όλη τη μέρα το τσιμέντο!»·
- δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του, είναι πολύ μικρό;, είναι νήπιο και δεν μπορεί να σταθεί όρθιο, να περπατήσει: «πόσο χρονώ είναι ο γιος σου; -Δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του». Πολλές φορές, συνήθως μετά το ρ. μπορεί, ακούγεται το ακόμα, ενώ της φρ. προτάσσεται το α·
- δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου, α. είμαι τόσο κουρασμένος, τόσο εξαντλημένος, που δεν μπορώ να περπατήσω: «αν δε σταματήσεις να ξεκουραστούμε λίγο, θα πέσω κάτω, γιατί δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου». β. είμαι τόσο ηλικιωμένος, που αδυνατώ να περπατήσω: «είχαν κι ένα γεροντάκι μαζί τους, που δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του»·
- δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, α. είναι τόσο κουρασμένος, τόσο εξαντλημένος, που δεν μπορώ να στέκομαι όρθιος: «σήκω να καθίσω, γιατί είχα τόσα τρεξίματα σήμερα, που δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου». β. είμαι τόσο ηλικιωμένος, που αδυνατώ να σταθώ όρθιος: «ο παππούς μας είναι τόσο γέρος, που δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του». Πολλές φορές, συνήθως μετά το ρ. μπορώ, ακούγεται το άλλο ή το πια·
- δεν μπορώ να σύρω τα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου·
- δεν πατάει πόδι, βλ. συνηθέστ. δεν πατάει άνθρωπος, λ. άνθρωπος·
- (δεν) πατώ το πόδι μου, (δεν) πηγαίνω, (δε) συχνάζω κάπου: «είναι τόσο κακόφημο μπαράκι, που δεν πατώ το πόδι μου || ο μόνος απ’ την παρέα που πατάει το πόδι του σ’ αυτό το μπαράκι είμαι εγώ»·
- δίνω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- δίνω το ένα μου πόδι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία μου για κάτι: «δίνω το ένα μου πόδι για να πάω έστω και μια φορά μ’ αυτή τη γυναίκα»·
- δουλειά στο πόδι, βλ. λ. δουλειά·
- έβαλε ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έβαλε τα πόδια στην πλάτη του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- έβαλε τα πόδια του στον ώμο, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια του στον ώμο·
- έβαλε φτερά στα πόδια του, βλ. λ. φτερό·
- έβγαλαν καντήλες τα πόδια του, βλ. λ. καντήλα·
- είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω, αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα στο αν πρέπει να φύγω ή να μείνω σε ένα χώρο: «απ’ την ώρα που ήρθε αυτός ο αλήτης στη γιορτή σου, είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω»· 
- είμαι στο πόδι, α. είμαι όρθιος, είμαι ξυπνητός: «είμαι στο πόδι απ’ τις έξι το πρωί». β. είμαι σε έντονη ενεργοποίηση: «απ’ το πρωί όλα τα στελέχη ήταν στο πόδι για να πετύχει η υποδοχή του αρχηγού του κόμματος»·
- είμαι στο πόδι του, βλ. φρ. μένω στο πόδι του·
- είμαι στο πόδι όλη μέρα (όλη νύχτα) ή είμαι στο πόδι όλη τη μέρα (όλη τη νύχτα), δεν κάθισα καθόλου, δεν ξεκουράστηκα καθόλου λόγω υπερβολικής δουλειάς ή άλλων ασχολιών και, κατ’ επέκταση, είμαι πολύ κουρασμένος, πολύ εξαντλημένος: «σήκω να καθίσω λιγάκι, γιατί είμαι στο πόδι όλη μέρα»·
- είναι βαρίδι στα πόδια μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. βαρίδι·
- είναι γραμμένο με τα πόδια, το κείμενο για το οποίο γίνεται λόγος είναι γραμμένο με πολύ δυσανάγνωστα γράμματα: «δεν μπορώ να διαβάσω το σημείωμα που μου ’στειλε, γιατί είναι γραμμένο με τα πόδια»·
- είναι γραμμένο στο πόδι, βλ. φρ. είναι γραμμένο στο γόνατο·
- είναι γρήγορος στα πόδια, τρέχει πολύ γρήγορα: «όσο και να τον κυνηγάς, δεν μπορείς να τον πιάσεις, γιατί είναι γρήγορος στα πόδια»·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στο λάκκο, βλ. φρ. είναι με τα δυο πόδια (του) στον τάφο·
- είναι με το ένα πόδι (του) στο λάκκο, βλ. φρ. είναι με το ένα πόδι (του) στον τάφο·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στον τάφο, α. είναι υπερβολικά ηλικιωμένος: «είναι απ’ τα μυστήρια της φύσεως αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι με τα δυο πόδια του στον τάφο και ζει!». β. είναι εντελώς σίγουρο πως πεθαίνει, πεθαίνει: «ο άρρωστος είναι με τα δυο πόδια του στον τάφο κι οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια τους»·
- είναι με το ένα πόδι (του) στον τάφο, α. είναι πολύ ηλικιωμένος: «τον αφιλότιμο, είναι με το ένα πόδι του στον τάφο κι ακόμα δε λέει να πεθάνει!». β. είναι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί αποφάνθηκαν πως ο άρρωστος είναι με το ένα πόδι του στον τάφο»·
- είναι όλοι στο πόδι, είναι όλοι έντονα ενεργοποιημένοι: «απ’ την ώρα που μαθεύτηκε πως ο πρωθυπουργός θα επισκεφθεί την πόλη μας, είναι όλοι στο πόδι για να του ετοιμάσουν θριαμβευτική υποδοχή»·
- έκαναν καντήλες τα πόδια μου, βλ. λ. καντήλα·
- έσπασε ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έτσι και σπάσει ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έφαγα τα πόδια μου, κουράστηκα υπερβολικά, ιδίως από πολύωρο περπάτημα: «έφαγα τα πόδια μου, καθώς έψαχνα να σε βρω από μπαράκι σε μπαράκι»·
- έφτασαν τα πόδια στην πλάτη του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- έφτασαν τα πόδια στον ώμο του, έτρεξε τόσο γρήγορα και με τόσο μεγάλες δρασκελιές, που έδινε την εντύπωση από μακριά πως τα πόδια του ακουμπούσαν στον ώμο του: «έκανε τέτοιο τρέξιμο, όταν τον κυνήγησαν οι αστυνομικοί, που έφτασαν τα πόδια στον ώμο του»·
- έφυγε η γη κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. γη·
- έχει βαρίδια στα πόδια του, βλ. λ. βαρίδι·
- έχει καλό πόδι (για ποδοσφαιριστές) έχει πολύ δυνατό και ευθύβολο σουτ: «όλα τα φάουλ τα χτυπάει ο τάδε, γιατί έχει καλό πόδι»·
- έχει κάτι πόδια σαν βάρκες, βλ. λ. βάρκα·
- έχει πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. φρ. έχει καλό πόδι·
- έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και φιλοσοφεί»·
- έχει φτερά στα πόδια του, βλ. λ. φτερό·
- έχει ωραίο πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. φρ. έχει καλό πόδι·
- ζωγραφίζει με τα πόδια, (για ποδοσφαιριστές) χειρίζεται με μεγάλη μαεστρία την μπάλα, είναι δεινός μπαλαδόρος: «ο τάδε είναι άπιαστος παίχτης κι έρχονται στιγμές που ζωγραφίζει με τα πόδια». Ίσως αναφορά στον καλλιτέχνη που, λόγω ελλείψεως των χεριών του, απόκτησε τη δυνατότητα να ζωγραφίζει με το πόδι·
- θα σου κόψω τα πόδια ή θα σου κόψω το πόδι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσω πολύ αυστηρά, πως θα τον τιμωρήσω παραδειγματικά, αν επιδιώξει να πάει ή να μπει κάπου που του το έχουμε απαγορέψει: «αν ξαναπάς σ’ αυτό το κέντρο, θα σου κόψω τα πόδια»· βλ. και φρ. θα σου σπάσω τα πόδια·
- θα σου σπάσω τα πόδια ή θα σου σπάσω το πόδι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσω αυστηρά, αν ξανακάνει κάτι που του το έχουμε απαγορέψει: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου σπάσω τα πόδια»· βλ. και φρ. θα σου κόψω τα πόδια·
- κεντάει με τα πόδια, βλ. φρ. ζωγραφίζει με τα πόδια·
- κι ο κουτσός με τόνα πόδι, κούτσα κούτσα πάει στην πόλη, βλ. λ. κουτσός·
- κόπηκαν τα πόδια μας ή μας κόπηκαν τα πόδια, (για ποδοσφαιρικές ομάδες) δεν μπορέσαμε να αποδώσουμε σύμφωνα με τις δυνατότητές μας: «απ’ τη στιγμή που φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, κόπηκαν τα πόδια μας και δεν μπορούσαμε να παίξουμε με πεσμένο το ηθικό»·
- κόπηκαν τα πόδια μου ή μου κόπηκαν τα πόδια, α. κουράστηκα υπερβολικά, εξαντλήθηκα, με εγκατέλειψαν οι δυνάμεις μου: «κόπηκαν τα πόδια μου, μέχρι να φτάσω στην κορυφή του λόφου». β. φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις είδα τον άλλον να τραβάει το μαχαίρι του, μου κόπηκαν τα πόδια». γ. αποθαρρύνθηκα: «όταν έμαθα το ποσό που έπρεπε να διαθέσω για ν’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, μου κόπηκαν τα πόδια κι έκανα πίσω»·
- κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο ή μου κόπηκαν τα πόδια απ’ το φόβο, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου, κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο»·
- κουλάθηκε το πόδι μου, παρέλυσε, δεν μπορώ να το ελέγξω, ιδίως ύστερα από δυνατό χτύπημα που δέχτηκε: «μου ’δωσε τόσο δυνατή κλοτσιά, που κουλάθηκε το πόδι μου»·
- κούνα τα πόδια σου! βλ. συνηθέστ. πάρε τα πόδια σου(!)·
- κουνιέται το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. τρέμει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου·
- λιώνει στα πόδια του, α. εξαντλείται καθημερινά, ιδίως από χρόνια ασθένεια, χωρίς όμως να μένει στο κρεβάτι του: «λιώνει στα πόδια του απ’ την κακιά και δε βλέπω να ’χει πολλή ζωή ακόμα». β. κουράζεται καθημερινά υπερβολικά: «λιώνει κάθε μέρα στα πόδια του για να τα φέρει βόλτα στο φτωχικό του». γ. υποφέρει αβάσταχτα από ερωτικό πόθο που δεν έχει ανταπόκριση: «λιώνει στα πόδια του ο δόλιος για πάρτη της κι αυτή ούτε που νοιάζεται»·
- λύγισαν τα πόδια μου, α. δεν μπόρεσα να αντέξω άλλο το βάρος που κουβαλούσα, και κατέρρευσα: «είχα παραφορτωθεί και κάποια στιγμή λύγισαν τα πόδια μου». β. εξουθενώθηκα στην κούραση από πολύωρη ορθοστασία και δεν μπόρεσα να μείνω άλλο όρθιος: «κάποια στιγμή λύγισαν τα πόδια μου περιμένοντάς την, γι’ αυτό πήγα και κάθισα στο παγκάκι»·
- λύθηκαν τα πόδια του, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο ποδοσφαιριστής για τον οποίο γίνεται λόγος, μετά από ένα διάστημα άρχισε να παίζει σύμφωνα με τις δυνατότητές του: «λίγη ώρα μετά την είσοδο του παίχτη στον αγωνιστικό χώρο κι έπειτα από τις πρώτες πάσες που δέχτηκε απ’ τους συμπαίχτες του, λύθηκαν τα πόδια του κι άρχισε να ζωγραφίζει μέσα στο γήπεδο»·  
- μ’ αφήνει στο πόδι του (κάποιος), με ορίζει κάποιος αντικαταστάτη του ή πληρεξούσιό του, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «κάθε φορά που λείπει τ’ αφεντικό μου απ’ τη δουλειά, μ’ αφήνει στο πόδι του»·
- με τα πόδια ή με το πόδι, πεζή, ποδαράτα, περπατώντας: «ήρθα με τα πόδια, γιατί δεν έβρισκα ταξί || έφυγε με τα πόδια». (Λαϊκό τραγούδι: μου τα παίρναν’ και γυρνούσα με τα πόδια στις Συκιές, και δεν είχα να γουστάρω στα μπουζούκια δυο πενιές
- με το που πάτησε το πόδι του, από την πρώτη στιγμή του ερχομού του, της παρουσίας του σε κάποιο χώρο: «ο νέος διοικητής, με το που πάτησε το πόδι του στο στρατόπεδο, μας πήδηξε στα καψώνια || με το που πάτησε το πόδι του ο τάδε στο μπαράκι, άρχισε τη φασαρία»·
- με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- μένω στο πόδι του, είμαι αντικαταστάτης του ή πληρεξούσιός του, τον αντικαθιστώ, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «κάθε φορά που φεύγει ο διευθυντής μας στο εξωτερικό, μένω στο πόδι του»·
- μέχρι να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα το πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, λέγεται ειρωνικά για άτομο που είναι πάρα πολύ νωθρό, πάρα πολύ αργοκίνητο και, κατ’ επέκταση, που είναι τεμπέλης: «κάναμε δέκα ώρες να έρθουμε, γιατί συνόδευα τον τάδε, που, μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο || μην του αναθέσεις καμιά δουλειά, γιατί μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο και θα σου την τελειώσει το μήνα που δεν έχει Σάββατο». Συνών. μέχρι να σηκώσει το δεξί του, βρομάει τ’ αριστερό του ·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. συνηθέστ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μην κοιτάς τα στραβά πόδια μου, κοίτα την ίσια τύχη μου, βλ. λ. τύχη·
- μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, α. παρεμβάλλεται με το σώμα του και εμποδίζει την κίνησή μου: «είναι που είναι μικρό το γραφείο μας, μπερδεύεται κι αυτός ανάμεσα στα πόδια μου και δεν μπορώ να κινηθώ με άνεση». β. ανακατεύεται στις δουλειές μου, στις υποθέσεις μου και μου δημιουργεί προβλήματα: «πρέπει να κάνω κάτι μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί μπερδεύεται κάθε τόσο ανάμεσα στα πόδια μου και χάνω ένα σωρό δουλειές»·  
- μπλέκει ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου ή μπλέκεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου·
- να μου κοπούν τα πόδια ή να μου κοπεί το πόδι, κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δε θα ξαναπάει, δε θα ξαναπεράσει από έναν χώρο: «αν ξανάρθω εγώ στο μαγαζί σου, να μου κοπούν τα πόδια»·
- να μου ξεραθούν τα πόδια ή να μου ξεραθεί το πόδι, βλ. συνηθέστ. να μου κοπούν τα πόδια·
- να σπάσεις το πόδι σου! ανταλλάσσεται ως ευχή μεταξύ τους ηθοποιών θεάτρου λίγο πριν από την παράσταση, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως η ευχή καλή επιτυχία! τους φέρνει γρουσουζιά. Συνών. σκατά(!)·
- νιώθω τα πόδια μου βαριά σαν μολύβι, περπατώ με πολύ μεγάλη δυσκολία, γιατί είμαι πολύ κουρασμένος: «όλη τη μέρα, σήμερα, έτρεχα μέσα στους δρόμους για διάφορες δουλειές και τώρα νιώθω τα πόδια μου βαριά σαν μολύβι»·
- ξένο πόδι, δηλώνει το άγνωστο άτομο, τον άγνωστο άνθρωπο: «στο σπίτι του δεν πατάει ποτέ ξένο πόδι»·
- ξεράθηκε το πόδι μου, δεν το νιώθω, αναισθητοποιήθηκε, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε: «μου ’ρθε μια πετριά στο γόνατο και ξεράθηκε το πόδι μου»·
- ξεροσταλιάζω στα πόδια μου, παραμένω για πολλή ώρα όρθιος σε ένα μέρος: «ξεροστάλιασα στα πόδια μου να σε περιμένω»·
- ξεσηκώνω τον κόσμο στο πόδι, βλ. λ. κόσμος·
- οικονομία με πήλινα πόδια, βλ. λ. οικονομία·
- όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια, βλ. λ. μυαλό·
- όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του, όποιος μπλέκει σε βρόμικες, σε ύποπτες υποθέσεις υφίσταται και τις δυσάρεστες συνέπειες: «να μην έμπλεκες μ’ αυτούς τους αλήτες για να μη σε κυνηγούσε η αστυνομία, γιατί όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του». Συνών. όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες / όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια / όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του / όποιος πάει στο βάλτο να κυνηγήσει, θα γελαστεί·
- όσο πατάει το πόδι της μύγας, βλ. συνηθέστ. όσο πατάει η γάτα, λ. γάτα·
- πάγωσαν τα πόδια μου, βλ. φρ. πάγωσα απ’ το φόβο μου, λ. φόβος·
- πάγωσαν τα πόδια μου απ’ το φόβο, βλ. φρ. κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο·
- παίρνω πόδι, α. με διώχνουν από τη θέση εργασίας που κατέχω σε μια δουλειά, σε μια επιχείρηση, με διώχνουν από την υπηρεσία μου: «ήθελαν να κάνουν περικοπές στα έξοδα και πήρα πόδι μαζί με μερικούς άλλους». β. (για δημόσιους υπαλλήλους) παίρνω δυσμενή μετάθεση: «μόλις ανέλαβε η νέα κυβέρνηση, όσοι ήταν υποστηρικτές της προηγούμενης, πήραν πόδι σε διάφορες απομακρυσμένες περιοχές». γ. με διώχνει ο ερωτικός μου σύντροφος: «βρήκε κάποιον λεφτά και πήρα πόδι»·
- παίρνω τα πόδια μου, περπατώ, προχωρώ, ιδίως αποχωρώ από κάπου: «παιδιά, εγώ παίρνω τα πόδια μου για το σπίτι, γιατί με περιμένουν οι δικοί μου»·
- πάρε τα πόδια σου! α. περπάτα πιο γρήγορα, τάχυνε το βήμα σου, βιάσου: «άντε, πάρε τα πόδια σου, γιατί, όπως πάμε, δε φτάνουμε ούτε αύριο!». β. μάζεψε τα πόδια σου, συμμαζέψου, μην κάθεσαι απλωτά: «πάρε τα πόδια σου να περάσω»·
- πατώ με τα δυο πόδια μου στη γη, βλ. λ. γη·
- πατώ πόδι, α. απαιτώ κάτι έντονα, ζητώ άφοβα το δίκιο μου, επιμένω στην αξίωσή μου: «πρέπει να πατήσεις πόδι για να πάρεις αυτά που σου ανήκουν». β. επιβάλλω δυναμικά τη γνώμη μου, τη θέλησή μου: «οι εργάτες πάτησαν πόδι με τις απεργίες τους κι αντικατέστησαν τον εργοδηγό τους». γ. έθιμο κατά την τελετή του γάμου, σύμφωνα με το οποίο, όποιος από τους δύο νεόνυμφους προλάβει να πατήσει το πόδι του άλλου, όταν ακούγεται το ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄντρα, αυτός θα έχει τον πρώτο λόγο στην οικογένεια: «πρόσεξε μη σου πατήσει πόδι η νύφη και ξεφτιλιστείς μέσα στην εκκλησία!»·
- πατώ στα δάχτυλα των ποδιών μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- πατώ στα νύχια των ποδιών μου, βλ. λ. νύχι·
- πατώ σταθερά στα πόδια μου, δεν έχω την ανάγκη βοήθειας κανενός, γιατί μπορώ και στηρίζομαι στις δικές μου δυνάμεις: «από μικρός έχω μάθει να πατώ σταθερά στα πόδια μου και δεν είμαι σε κανέναν υποχρεωμένος»·
- πατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- πατώ το πόδι μου, πηγαίνω σε ένα μέρος, κάνω την εμφάνισή μου κάπου: «μόλις πάτησε το πόδι του στο μπαράκι, άρχισαν οι φασαρίες || δε θέλω ξανά να πατήσεις το πόδι σου στο μαγαζί μου». (Λαϊκό τραγούδι: όπου πατώ το πόδι μου και ρίχνω τη ματιά μου, μεγάλος ντόρος γίνεται γύρω από τ’ όνομά μου
- περπατώ στα δάχτυλα των ποδιών μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- περπατώ στα νύχια των ποδιών μου, βλ. λ. νύχι·
- περπατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- πέφτω στα πόδια του, τον εκλιπαρώ, τον ικετεύω για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «μόλις πληροφορήθηκε πως ήθελε να τον απολύσει, έπεσε στα πόδια του, μήπως και του αλλάξει γνώμη»·
- πήρε τα πόδια στον ώμο του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- πιάστηκαν τα πόδια μου ή μου πιάστηκαν τα πόδια, βλ. φρ. κόπηκαν τα πόδια μου·
- πιάστηκε το πόδι μου, α. μούδιασε ή έπαθε αγκύλωση: «καθόμουν μια ώρα σταυροπόδι και πιάστηκε το πόδι μου»·
- πιάστηκε το πόδι μου (κάπου), συνάντησε κάποιο εμπόδιο, μπερδεύτηκε ή αιχμαλωτίστηκε κάπου: «όπως πήγα να σκαρφαλώσω στο φράχτη, πιάστηκε το πόδι μου σε κάτι σύρματα»·
- πίνω στο πόδι, πίνω βιαστικά: «ήπιε στο πόδι ένα σφηνάκι κι έφυγε»·
- πριονίζω τα πόδια (κάποιου), υπονομεύω, φθείρω, αποδυναμώνω κάποιον αργά και μεθοδικά, μέχρι να καταρρεύσει: «από μπροστά του ’κανε το φίλο, αλλά μυστικά και ύπουλα του πριόνιζε τα πόδια για να του φάει τη θέση»·
- προσπαθεί να σταθεί στα πόδια μου, αγωνίζεται να ξεπεράσει μια δύσκολη κατάσταση στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις, αγωνίζεται ύστερα από κάποια οικονομική ή ψυχική καταστροφή να ανασυγκροτήσει τον διαλυμένο του εαυτό: «προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του ύστερα απ’ τη χρεοκοπία του || του στοίχισε πολύ η απιστία της γυναίκας του, αλλά η ζωή συνεχίζεται και προσπαθεί να στηθεί στα πόδια του». Συνήθως μετά το πρώτο ρ. της φρ. και πιο αραιά το δεύτερο ακολουθεί το πάλι·
- ρέβει στα πόδια του, βλ. φρ. λιώνει στα πόδια του·
- ρίχνομαι στα πόδια του, βλ. συνηθέστ. πέφτω στα πόδια του·
- σέρνομαι στα πόδια του, βλ. συνηθέστ. πέφτω στα πόδια του·
- σέρνω τα πόδια μου, περπατώ με μεγάλη δυσκολία είτε λόγω υπερβολικής κούρασης είτε λόγω γηρατειών: «φεύγω απ’ το πρωί για τη δουλειά κι όταν γυρίζω αργά το βράδυ στο σπίτι, σέρνω τα πόδια μου || είναι τόσο ηλικιωμένος, που, όταν περπατάει, σέρνει τα πόδια του»·
- σηκώθηκαν όλοι στο πόδι, α. αναστατώθηκαν όλοι από φόβο ή εξεγέρθηκαν από αγανάκτηση: «μόλις έμαθαν πως οι τρομοκράτες θα χτυπούσαν κάπου στη γειτονιά τους, σηκώθηκαν όλοι στο πόδι || είχε το ραδιοφωνάκι του μεσάνυχτα στη διαπασών και σηκώθηκαν όλοι στο πόδι». β. ενεργοποιήθηκαν όλοι έντονα: «σηκώθηκαν όλοι στο πόδι μέσα στην πόλη μας για την υποδοχή του πρωθυπουργού»·
- σηκωθήκανε τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, α. λέγεται ειρωνικά για κάποιον αδύναμο σωματικά ή οικονομικά που επιχειρεί να εναντιωθεί σε κάποιον ισχυρότερο ή ανώτερό του. β. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που, ενώ έχει άδικο, επιχειρεί με φωνές ή άλλο δυναμικό τρόπο να μας πείσει για το αντίθετο, ή για κάποιον που θέλει να φανεί πιο έξυπνος από εμάς, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Συνών. σηκωθήκανε τ’ αγγουράκια να γαμήσουν το μανάβη / σηκωθήκανε τα κολοκυθάκια να χτυπήσουν το μανάβη / σηκωθήκανε τα λάχανα να χτυπήσουν το μανάβη·
- σηκώνει τα πόδια της, (για γυναίκες) δέχεται με ευκολία να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «έναν καφέ να την κεράσεις, σηκώνει αμέσως τα πόδια της». Από την εικόνα της γυναίκας που σηκώνει τα πόδια της κατά τη σεξουαλική πράξη για την ευκολότερη και καθολική είσοδο του πέους στον κόλπο της· βλ. και φρ. ανοίγει τα πόδια της·
- σηκώνω όλους στο πόδι, δημιουργώ μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη φασαρία, που κάνω όλους να ανησυχήσουν ή να διαμαρτυρηθούν: «κάθε βράδυ γυρνούσε μεθυσμένος στο σπίτι του και με τις φωνές του σήκωνε όλους στο πόδι μέσα στην πολυκατοικία»·
- σηκώνω τη γειτονιά στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τη γειτονιά, βλ. λ. γειτονιά·
- σηκώνω τον κόσμο στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- σκουπίζω στα πόδια του, πρόληψη, σύμφωνα με την οποία, όταν σκουπίζουν μπροστά στα πόδια κάποιου, δε θα παντρευτεί: «καλέ, μη σκουπίζεις στα πόδια του, κι είναι αρραβωνιασμένο το παλικάρι!»·
- σκουπίζω τα πόδια μου στο χαλάκι, βλ. λ. χαλάκι·
- στέκομαι στα πόδια μου, αντιμετωπίζω μια δύσκολη κατάσταση με θάρρος και αντοχή, καταφέρνω σε μια δύσκολη στιγμή να στηριχθώ με επιτυχία στις δικές μου δυνάμεις: «παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισα μετά τη χρεοκοπία μου, δε γονάτισα και στάθηκα στα πόδια μου». (Λαϊκό τραγούδι: παραιτήθηκα, στα πόδια να σταθώ δε φοβήθηκα, καλύτερη δουλειά θα βρω, τ’ ορκίστηκα, παραιτήθηκα
- στέκομαι στο πόδι του, βλ. φρ. μένω στο πόδι του·
- στήθηκε στα πόδια του, α. ανέλαβε τις δυνάμεις του, ιδίως μετά από αρρώστια: «μόλις βγήκε απ’ το νοσοκομείο, τον άρχισε η γυναίκα του στις κοτόσουπες και στις κρεατόσουπες και μέσα σε λίγο καιρό στήθηκε στα πόδια του». β. ξεπέρασε κάποια σοβαρή δυσκολία που είχε, ορθοπόδησε: «στην αρχή κανείς δεν πίστευε πως θα ξεπεράσει το θάνατο της γυναίκας του, αλλά με τον καιρό στήθηκε πάλι στα πόδια του || μπορεί να έπεσε έξω στις δουλειές του, όμως βρήκε τρόπο και στήθηκε πάλι στα πόδια του». γ. προέβαλε αντίσταση, αντιστάθηκε σθεναρά: «στην αρχή δείλιασε να του αντιμιλήσει, αλλά κάποια στιγμή στήθηκε στα πόδια του και του τα ’πε απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη»·
- στηρίζομαι στα πόδια μου, έχω εμπιστοσύνη, αγωνίζομαι αποκλειστικά με τις δικές μου δυνάμεις: «δε συνεταιρίζεται με κανένα, γιατί έχει μάθει να στηρίζεται στα πόδια του»·
- στο πόδι! προσταγή για ετοιμότητα αναχώρησης: «μετά από λίγη ώρα ανάπαυλας ακούστηκε η φωνή του λοχαγού μας: στο πόδι!»·
- στο πόδι, στα όρθια, βιαστικά και πρόχειρα: «συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο και τα ’παμε στο πόδι»·
- στυλώνομαι στα πόδια μου, δυναμώνω, τονώνομαι οικονομικά ή σωματικά, αναλαμβάνω οικονομικά ή σωματικά: «βρισκόμουν σε οικονομικό αδιέξοδο, αλλά με τα λεφτά που μου ’δωσε ο φίλος μου, στυλώθηκα στα πόδια μου και συνέχισα τη δουλειά || μετά την εγχείρηση το ’ριξα στο φαγητό και σε λίγο καιρό στυλώθηκα πάλι στα πόδια μου»·
- στυλώνω τα πόδια μου, πεισμώνω πολύ, μένω αμετακίνητος στη γνώμη μου, στην άποψή μου, υποστηρίζω τα επιχειρήματά μου, ακόμη και αν αυτά δεν είναι σωστά: «αν τύχει και στυλώσει τα πόδια του, δεν αλλάζει γνώμη με τίποτα». Από την εικόνα πολλών ζώων, ιδίως του γαϊδάρου ή του αλόγου, που, όταν πεισμώσουν, στυλώνουν μπροστά τα δυο τους πόδια και δε λένε να περπατήσουν·
- σωριάστηκε στα πόδια του, κατέρρευσε, έχασε τις αισθήσεις του: «μόλις του είπαν πως χτύπησε το γιο του αυτοκίνητο, σωριάστηκε στα πόδια του»·
- τα θέλει όλα στα πόδια του ή όλα στα πόδια του τα θέλει, είναι τόσο απαιτητικός ή καλομαθημένος ή τόσο τεμπέλης, που τα θέλει όλα έτοιμα, χωρίς αυτός να κοπιάσει καθόλου: «τον κακόμαθαν το μοναχογιό τους και τα θέλει όλα στα πόδια του || αυτός, αγόρι μου, δεν είναι για δουλειά, γιατί όλα στα πόδια του τα θέλει»·
- τα πόδια του χτυπούν στ’ αφτιά του ή τα πόδια του χτυπούν στην πλάτη του ή τα πόδια του χτυπούν στις πλάτες του ή τα πόδια του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. συνηθέστ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. λ. φτέρνα·
- τα ’χει όλα στα πόδια του, είναι τόσο απαιτητικός ή καλομαθημένος, που του ετοιμάζουν τα πάντα, χωρίς αυτός να κοπιάσει καθόλου: «του έχουν τόσο μεγάλη αδυναμία οι γονείς του, που τα ’χει όλα στα πόδια του»·
- τα χρυσά πόδια, (για ποδοσφαιριστές) χαρακτηρισμός των ποδιών ποδοσφαιριστή που πετυχαίνει πολλά γκολ: «είναι ο πιο αγαπημένος παίχτης της ομάδας, γιατί με τα χρυσά του πόδια ανέβασε την ομάδα μας στον πίνακα της βαθμολογίας»·     
- τη βγάζω στο πόδι, στέκομαι όρθιος, ιδίως για μεγάλο χρονικό διάστημα: «είναι τέτοιο το πόστο που έχω στη δουλειά μου, που για μεγάλο χρονικό διάστημα τη βγάζω στο πόδι»·
- την έβγαλα στο πόδι, (για αρρώστιες) βλ. φρ. την πέρασα στο πόδι·
- την πέρασα στο πόδι, (για αρρώστιες) γιατρεύτηκα χωρίς να μείνω στο κρεβάτι: «πριν από καιρό είχα μια γερή γρίπη, αλλά την πέρασα στο πόδι»·
- της ανοίγω τα πόδια, (για γυναίκες) της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «αφού την είχε ολόκληρη βραδιά στην γκαρσονιέρα του, σίγουρα της άνοιξε τα πόδια»·
- της (του) δίνω πόδι, διαλύω τον ερωτικό μου δεσμό, διώχνω το ερωτικό μου ταίρι: «μόλις αρχίζει να του μιλάει για γάμο η γυναίκα που συνδέεται μαζί του, της δίνει πόδι»·
- το βάζω στα πόδια, φεύγω τρέχοντας από φόβο ή επειδή με καταδιώκουν, τρέπομαι σε φυγή: «μόλις έβγαλε ο άλλος το μαχαίρι του, το ’βαλα στα πόδια || μόλις τους είδα να τρέχουν προς το μέρος μου, το ’βαλα στα πόδια». (Τραγούδι: τώρα κατάλαβα τα λόγια, τώρα κατάλαβα γιατί, γιατί το έβαλα στα πόδια, γιατί δεν ήρθα στη γιορτή
- το καλό το πόδι ή το καλό πόδι, (για ποδοσφαιριστές) το πόδι εκείνο που χρησιμοποιεί με επιτυχία για να σημειώσει γκολ (δηλ., αν είναι δεξιός, το δεξί του πόδι, αν είναι αριστερός, το αριστερό του): «ο παίχτης έφερε την μπάλα στο καλό πόδι και σουτάρισε με δύναμη προς την αντίπαλη εστία»·
- το κόβω με τα πόδια ή το κόβω με το πόδι, διανύω μια απόσταση με τα πόδια, πεζοπορώ: «επειδή δεν μπορούσα να βρω ταξί, το ’κοψα με τα πόδια για το σπίτι»·
- τον αφήνω στο πόδι μου, τον αφήνω αντικαταστάτη μου ή πληρεξούσιό μου: «επειδή έλειψα δυο βδομάδες απ’ τη δουλειά μου, τον άφησα στο πόδι μου να επιβλέπει τους εργάτες»·
- τον βάζω στο πόδι μου, βλ. φρ. τον αφήνω στο πόδι μου·
- τον βρίσκω συνέχεια μπροστά στα πόδια μου, τον συναντώ συνέχεια μπροστά μου, ιδίως ως εμπόδιο: «τι κακό μ’ αυτόν τον άνθρωπο! Όπου κι αν πάω, τον βρίσκω συνέχεια μπροστά στα πόδια μου και καθυστερώ να τελειώσω τη δουλειά μου»·
- τον έστησα στα πόδια του, τον σήκωσα όρθιο και τον υποχρέωσα να πατήσει στα πόδια του: «επειδή ο γιατρός μας συνέστησε πως ο άρρωστος πρέπει να περπατάει, τον σήκωσα απ’ το κρεβάτι του και τον έστησα στα πόδια του»·
- τον έχω ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, βλ. φρ. μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου·
- τον έχω στο ένα πόδι, τον ελέγχω απόλυτα, τον έχω υποχείριό μου: «αγαπάει τόσο πολύ τη γυναίκα του, που τον έχει στο ένα πόδι». Συνών. τον έχω σούζα·
- τον έχω στο πόδι, τον έχω σε διαρκή ετοιμότητα: «μόλις του πεις τ’ όνομά μου, θα σ’ εξυπηρετήσει αμέσως, γιατί του μίλησα για σένα και τον έχω στο πόδι»·
- του βάζω τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι, α. τον φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση, τον αναγκάζω να υποκύψει, να γίνει πειθήνιος ή ακίνδυνος: «ήταν ο πιο τσαμπουκάς της παρέας μας, αλλά, μόλις ήρθε ο τάδε, του ’βαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι και τον έκανε αρνάκι». β. αναγκάζω, υποχρεώνω κάποιον να ενεργοποιηθεί έντονα, κάτι που δεν έκανε προηγουμένως: «όσο ήταν ο παλιός διευθυντής, το εργοστάσιο ήταν μπάτε σκύλοι αλέστε, μόλις ήρθε όμως ο καινούριος, τους έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι»·
- του βάζω το πόδι στο γύψο, του περιορίζω την ελεύθερη διακίνησή του και, κατ’ επέκταση, τον καταπιέζω, ιδίως για να τον σωφρονίσω: «είναι άνθρωπος που κανείς δεν μπορεί να του βάλει το πόδι του στο γύψο». Η έκφραση άρχισε να χρησιμοποιείται μετά την επιβολή της δικτατορίας του 1967 και η πατρότητά της ανήκει στο δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο·
- του δίνω πόδι, τον διώχνω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «όποιος απ’ τους υπαλλήλους του κάνει κοπάνα, του δίνει αμέσως πόδι»·
- του κόβω τα πόδια, τον εμποδίζω, ιδίως τον αποθαρρύνω να πραγματοποιήσει κάτι: «ήθελε ν’ ανοίξει τη δουλειά του και στο χώρο των ηλεκτρονικών, αλλά του ’κοψα τα πόδια, γιατί υπάρχει κρίση»·
- του πήρε τα πόδια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πάνω στην προσπάθειά του να αποσπάσει την μπάλα από τον αντίπαλο παίχτη, τον κλότσησε στα πόδια και τον σώριασε κάτω: «μόλις ο επιθετικός τον προσπέρασε, ο αντίπαλος αμυντικός του πήρε τα πόδια»·
- τραβώ το χαλί κάτω απ’ τα πόδια του, βλ. λ. χαλί·
- τρέμει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- τρέμουν τα πόδια μου, α. δεν μπορώ να μείνω άλλο όρθιος ή νηστικός, γιατί εξουθενώθηκα από την κούραση, την πολύωρη ορθοστασία ή την πείνα: «μόλις ένιωσα να τρέμουν τα πόδια μου, βρήκα μια θέση και θρονιάστηκα του καλού καιρού || δώσε μου να βάλω κάτι στο στόμα μου, γιατί τρέμουν τα πόδια μου». β. νιώθω μεγάλο φόβο ή τρόμο: «μόλις αγρίεψε ο άλλος και κινήθηκε εναντίον μου, άρχισαν να τρέμουν τα πόδια μου»·
- τρίζει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- τρώω στο πόδι, τρώω βιαστικά και πρόχειρα: «όταν έχω πολλή δουλειά τρώω στο πόδι, γιατί δεν προλαβαίνω να πάω στο εστιατόριο»·
- υπογράφω και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- υποχωρεί το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- φεύγει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- φιλώ πόδια, ταπεινώνομαι για να πετύχω κάτι: «φίλησε πόδια προκειμένου να βάλει το γιο του στο δημόσιο»·
- χάνω το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου , βλ. λ. έδαφος·
- χέστηκ’ ο Πολύδωρος που ’ταν στα πόδια γρήγορος, βλ. φρ. χέστηκ’ η Φατμέ στο Γενί τζαμί, βλ. λ. τζαμί·
- ώσπου να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. συνηθέστ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο.

σπίτι

σπίτι, το, ουσ. [<μσν. σπίτιν <ὁσπίτιον <λατιν. hospitium], το σπίτι. 1. η οικογένεια: «αυτή τον αγαπάει πολύ, αλλά δεν τον θέλουν απ’ το σπίτι της || δεν καταλαβαίνεις πως μ’ αυτές τις βλακείες που κάνεις στενοχωρείς το σπίτι σου; || χαιρετισμούς στο σπίτι!». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα με το σπίτι μου μαλώνω· τα δικά σου τα σπασμένα εγώ πληρώνω). 2. (γενικά) ο οικιακός εξοπλισμός, καθώς και η επίπλωση: «έχει κάνει ένα σωρό έξοδα, γιατί παντρεύει την κόρη του και στήνει το σπίτι της». 3. ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα σπίτια είναι μαζεμένα γύρω απ’ το λιμάνι». 4. κατάλληλα διαμορφωμένα κλειστός χώρος, όπου διαδραματίζονται οι περιπέτειες των παιχτών του big brother: «από την κόντρα των τάδε, επικρατούσε για τρίτη μέρα μεγάλη ένταση στο σπίτι».  5. ως επίρρ., σπίτι, στο σπίτι: «όταν κάνει κρύο, μένω σπίτι». Υποκορ. σπιτάκι, το, (βλ. λ.). (Ακολουθούν 121 φρ.)·
- αδειάζω το σπίτι, α. το απογυμνώνω από τα πράγματα αξίας που έχει, το κατακλέβω: «χτες βράδυ τα κλεφτρόνια άδειασαν τα πιο πολλά σπίτια της γειτονιάς». β. το ξενοικιάζω είτε ως ιδιοκτήτης είτε ως ένοικος: «την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι και μπορώ να στο νοικιάσω || την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι, γιατί βρήκα άλλο με φθηνότερο νοίκι»·
- άδειο σπίτι, α. το ξενοίκιαστο: «ξέρεις πουθενά κανένα άδειο σπίτι, για να το νοικιάσω;». β. που δεν έχει ενοίκους, που δε ζει κανένας ή που δε ζουν όσοι ζούσαν, όσοι θα έπρεπε να ζουν: «εδώ κάποτε ζούσε ολόκληρη οικογένεια, αλλά ξεκληρίστηκε σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα κι απόμεινε άδειο σπίτι || κάποτε μέσα στο σπίτι αντιλαλούσαν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών, όμως τα παιδιά μεγάλωσαν, έκαναν δικές τους οικογένειες κι απόμειναν μόνοι, δυο γέροι, μέσα στ’ άδειο σπίτι»·
- αλλάζω σπίτι, μετακομίζω από αυτό στο οποίο διαμένω σε ένα άλλο: «την άλλη βδομάδα αλλάζω σπίτι, γιατί σ’ αυτό που μένω θα εγκατασταθεί η κόρη του ιδιοκτήτη που παντρεύτηκε»·
- άμα θέλεις να βρεις σπίτι, ψάξε για γείτονα, βλ. λ. γείτονας·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, βλ. λ. χωριό·
- αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, όποιος δεν παινεύει κάποιον της οικογενείας του ή κάτι που είναι δικό του τότε βλάπτει αρχικά τον ίδιο του τον εαυτό. Συνήθως λέγεται ειρωνικά και σε κάποιον, που εκθειάζει τις αρετές και τις ικανότητες συγγενικού του προσώπου·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- ανάποδο σπίτι, που δεν έχει καλή διαρρύθμιση, που δεν είναι βολικό: «μπορεί να είναι μεγάλο και καλοχτισμένο, αλλά με τους διαδρόμους και τα δωματιάκια του είναι τελικά ανάποδο σπίτι»·
- άνθρωπος του σπιτιού, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγω σπίτι, παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόλις βρω μια σταθερή δουλειά, θα βρω κι ένα καλό κορίτσι για ν’ ανοίξω σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ το κρητικόπουλο από τον Ψηλορείτη αγάπησα μια κοπελιά, μ’ αυτή θ’ ανοίξω σπίτι). Συνών. ανοίγω νοικοκυριό·
- ανοίγω το σπίτι, κάνω διάρρηξη: «χτες βράδυ άνοιξαν το σπίτι του τάδε»·
- ανοίγω το σπίτι μου, δέχομαι κοινωνικές επισκέψεις, έχω κοινωνική, κοσμική  ζωή: «αν δεν περάσουν τρία χρόνια απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, δε θ’ ανοίξω το σπίτι μου»·
- ανοιχτό σπίτι, το κοσμικό, το φιλόξενο: «έχουν ανοιχτό σπίτι και κάθε τόσο κάνουν διάφορα πάρτι || όποιος φίλος περνάει απ’ την πόλη μας, κοιμάται στον τάδε, γιατί έχει ανοιχτό σπίτι»·
- απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- από σπίτι σε σπίτι, από το ένα σπίτι στο άλλο διαδοχικά: «κάθε μέρα γυρίζει από σπίτι σε σπίτι και κάνει κουτσομπολιό || είναι τόσο φτωχός, που κάθε μέρα ζητιανεύει από σπίτι σε σπίτι»·
- βασιλικός στη γειτονιά, κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι, λέγεται γι’ αυτούς, που ενώ στις παρέες τους είναι ευγενικοί και πρόσχαροι στην οικογένειά τους φέρονται σκληρά, τυραννικά: «έτσι είναι τα πιο πολλά σημερινά παιδιά, βασιλικός στη γειτονιά κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι»·
- βαστώ το σπίτι, συντηρώ, φροντίζω την οικογένειά μου: «ένας Θεός ξέρει με τι κόπους και θυσίες βαστώ αυτό το σπίτι!»·
- γαμώ το σπίτι μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ το σπίτι μου, πάλι λάθος έκανα!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το σπίτι σου! ή σου γαμώ το σπίτι! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ το σπίτι σου, μου δημιουργείς συνέχεια προβλήματα! || σου γαμώ το σπίτι αν ξανακάνεις κοπάνα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δε με χωράει το σπίτι, νιώθω έντονη στενοχώρια, ανυπομονησία ή ανησυχία για κάτι ή νιώθω έντονη χαρά για κάτι, πράγμα που με κάνει να μην μπορώ να μείνω στο σπίτι: «όταν είμαι στενοχωρημένος, δε με χωράει το σπίτι, γιατί έχω την εντύπωση ότι πνίγομαι || κάθε βράδυ μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου, δε με χωράει το σπίτι || όταν μου τηλεφώνησαν πως κέρδισα το λαχείο, πετάχτηκα στους δρόμους, γιατί δε με χωρούσε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: τους δρόμους πήρα μες στην παγωνιά κι ήρθα να πιω σε μια γωνιά. Δε με χωράει το σπίτι μου, τα ρούχα μου μου φταίνε, για μια γυναίκα στη ζωή τα δυο μου μάτια κλαίνε
- δεν είναι για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) λόγω χαρακτήρα ή επαγγέλματος δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει οικογένεια: «όπως έχει μάθει αυτός με τις παλιοπαρέες και τα ξενύχτια, δεν είναι για σπίτι || όσο να πεις, ένας ναυτικός δεν είναι για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στου Αιγάλεω το Σίτυ, στου Αιγάλεω το Σίτυ “περιτράνως απεδείχθη” πως δεν είσαι συ για σπίτι
- δεν κάνει για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) δεν είναι ικανός, κατάλληλος ή ώριμος για να κάνει οικογένεια: «είναι καλό παιδί, αλλά άμυαλο, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι || όταν δει κάποιον όμορφο παίζει το μάτι της, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου στέρησες το σπλάχνο μου και ρήμαξε η ζωή μου, δεν έκανες για σπίτι εσύ ούτε για το παιδί μου
- δεν ξέρει τι θα πει σπίτι ή δεν ξέρει τι πάει να πει σπίτι, δεν πηγαίνει τακτικά στο σπίτι του, είτε γιατί δουλεύει πάρα πολύ είτε γιατί το ’χει ρίξει στις διασκεδάσεις: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, δεν ξέρει τι θα πει σπίτι, γιατί δουλεύει σαν σκυλί || όσο ήταν λεύτερος, δεν ήξερε τι πάει να πει σπίτι, γιατί είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις»·    
- δεν πάω σπίτι μου απόψε! έκφραση ενθουσιασμένου ανθρώπου, που βρίσκεται σε απόλυτη ψυχική ευφορία, ιδίως λόγω ποτού. (Λαϊκό τραγούδι: δεν πάω σπίτι μου απόψε,να χαρώ την όμορφη βραδιά, απόψε όλα θα τα σπάσω και το πρωί θα πάρω τα κλειδιά
- δεν το κάνω σπίτι, δε συνηθίζω να κάνω κάτι ή το κάνω πάρα πολύ αραιά: «κάπου κάπου πηγαίνω κι εγώ στα μπουζούκια, αλλά δεν το κάνω σπίτι». Από το ότι το σπίτι του καθενός είναι ο χώρος που συνήθως περνάει τις περισσότερες ώρες της ημέρας ή είναι ο χώρος όπου επιστρέφει κάθε μέρα·
- διέλυσε το σπίτι του, διέλυσε την οικογένειά του, χώρισε με τη σύζυγό του: «για μια γυναίκα της νύχτας διέλυσε το σπίτι του»·
- δουλειές του σπιτιού, βλ. λ. δουλειά·
- είναι από καλό σπίτι, βλ. φρ. είναι από σπίτι·
- είναι από μεγάλο σπίτι, κατάγεται από πλούσια, από αριστοκρατική οικογένεια. (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμ’ εγώ παλιόπαιδο και μη με λες αλήτη, είμ’ από οικογένεια κι από μεγάλο σπίτι
- είναι από σπίτι, είναι από καλή οικογένεια, έχει καλή ανατροφή: «απ’ τη στάση και τους τρόπους του φαίνεται αμέσως πως το παιδί είναι από σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου γίνανε στενός κορσές και μου μπήκανε στη μύτη, έλα πάρ’ το μου φωνάζουν, κι είν’ κορίτσι από σπίτι
- είναι από σπίτι με αρχές, είναι από ηθική και τίμια οικογένεια: «είναι παιδί από σπίτι με αρχές και δεν κάνει παρέα με τους αλήτες της γειτονιάς»·
- είναι κορίτσι από σπίτι, βλ. λ. κορίτσι·
- είναι του σπιτιού, ανήκει στην ίδια την οικογένεια με κάποιους άλλους, είναι συγγενής της οικογένειας: «άφησέ τον να μπει μέσα, γιατί είναι του σπιτιού»·
- είχαμε κηδεία στο σπίτι, βλ. λ. κηδεία·
- επιστρέφω στο σπίτι μου, (για ανώτερους δημόσιους λειτουργούς ή για πολιτικούς) τερματίζω τη σταδιοδρομία μου: «όλοι οι ηλικιωμένοι του κόμματος επέστρεψαν στο σπίτι τους, για ν’ αναλάβουν οι νεότεροι»·
- έφυγε απ’ το σπίτι, εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι ή εγκατέλειψε τη σύζυγό του, την οικογένειά του: «μάλωσε άγρια με το γέρο του κι έφυγε απ’ το σπίτι || τα ’μπλεξε με μια παρδαλή κι έφυγε απ’ το σπίτι του»· βλ. και φρ. το ’σκασε απ’ το σπίτι·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, βλ. λ. γυναίκα·
- ζει σε γυάλινο σπίτι, είναι απαλλαγμένος από κάθε είδους διαπλοκή ή από άλλες ύποπτες ή παράνομες ενέργειες: «ένας πολιτικός πρέπει να ζει σε γυάλινο σπίτι, για να δίνει με τη διαγωγή του το καλό παράδειγμα και στους πολίτες». Από το ότι, αυτός που ζει μέσα σε γυάλινο σπίτι, δεν μπορεί να κάνει τίποτα κρυφό, γιατί όλες του οι ενέργειες βρίσκονται σε κοινή θέα·
- ζει το σπίτι του, συντηρεί το σπίτι του: «είναι πολύ άξιο παλικάρι, γιατί από μικρός ζει το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: πέντε χρόνια στη δουλειά σου ζούσες σπίτι, τα παιδιά σου, ήσουνα τεχνίτης πρώτης, ο Αντώνης ο Πειραιώτης
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια, ένας αποτυχημένος γάμος, έχει οπωσδήποτε συνέπεια και στις οικογένειες των δυο συζύγων: «δεν είναι μόνο που και οι δυο τους είναι στραβόξυλα, αλλά το κακό είναι πως ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια»·
- η βασίλισσα του σπιτιού, βλ. λ. βασιλιάς·
- η μικρή μαγεριά, κάνει μεγάλα σπίτια, με την οικονομία δημιουργεί κανείς πλούτο: «αυτός θα γίνει πλούσιος μια μέρα με την οικονομία που κάνει, γιατί η μικρή μαγειριά, κάνει τα μεγάλα σπίτια»·
- θα σε στείλω σπίτι ή θα σε στείλω σπίτι σου ή θα σε στείλω στο σπίτι σου, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε απολύσω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «αν σε ξαναπιάσω να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω στο σπίτι σου»·
- θρέφω το σπίτι μου, προσφέρω στην οικογένειά μου τα απαραίτητα για να ζήσει: «κάνω δυο δουλειές για να θρέψω το σπίτι μου»·
- κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, ο καθένας νιώθει πολύ άνετα και ευχάριστα στο σπίτι του: «όλη τη μέρα μπερδεύομαι μ’ ένα σωρό ανθρώπους και μόλις γυρίσω στο σπίτι νιώθω ευτυχισμένος, γιατί κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του»·
- και του χρόνου σπίτια μας! ή και του χρόνου στα σπίτια μας! ευχετική έκφραση α. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα ξενιτεμένα άτομα, με το νέο χρόνο να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, στην οικογένειά τους. β. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα άτομα που είναι ανύπαντρα, με το νέο χρόνο να παντρευτούν και να βρίσκονται στο δικό τους σπίτι, στη δική τους οικογένεια. γ. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα στρατευμένα άτομα, με το νέο χρόνο να έχουν πάρει το απολυτήριό τους και να βρίσκονται στα σπίτια τους·
- καίει το σπίτι, επικρατεί στους χώρους του μεγάλη ζέστα: «άνοιξε κανένα παράθυρο να δροσιστούμε, γιατί καίει το σπίτι»·
- καιρός για σπίτι, βλ. λ. καιρός·
- κακόφημο σπίτι, ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα κακόφημα σπίτια βρίσκονταν κάποτε στην περιοχή του λιμανιού»·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, καλύτερα φτωχός και να αφεντεύω το σπίτι μου, παρά να είμαι σε ένα πλουσιόσπιτο και να με αφεντεύουν άλλοι: «κάντε εσείς παρέα μ’ αυτό το πλουσιόπαιδο, γιατί εγώ, κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι»·  
- κάνω σπίτι, α. παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόνο αν βρω την κατάλληλη γυναίκα θα κάνω σπίτι». Συνών. κάνω νοικοκυριό. β. χτίζω σπίτι: «επειδή η κόρη μου έφτασε σε ηλικία γάμου, της κάνω ένα σπίτι για προίκα»·
- κάνω το σπίτι, καθαρίζω το εσωτερικό του, τους χώρους όπου ζω και κινούμαι: «επειδή αύριο έχω κάποιους φίλους καλεσμένους, δε θα ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί πρέπει με την κυρά μου να κάνω το σπίτι»·
- κλείνω το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου: «έμπλεξε με κάτι παρδαλές κι έκλεισε το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια
- κολόνα του σπιτιού, βλ. λ. κολόνα·
- κουρελού έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. κουρελού·
- μ’ έφαγε το σπίτι, κουράστηκα πολύ για να το συμμαζέψω, να το συγυρίσω: «μόλις γυρίσαμε απ’ τις διακοπές, μ’ έφαγε το σπίτι, μέχρι να το βάλω σε μια τάξη»·
- μαζεύω σπίτι μου ή μαζεύω στο σπίτι μου (κάποιον), προσφέρω στέγη σε κάποιον: «επειδή για ένα διάστημα δεν είχε πού να μείνει, τον μάζεψα στο σπίτι μου»·
- μαζεύω το σπίτι, βλ. φρ. συμμαζεύω το σπίτι·
- μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου: «μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, ο άτιμος, γιατί παρέσυρε το γιο μου στα ναρκωτικά». (Λαϊκό τραγούδι: αισθήματα δεν είχες μέσα στην καρδιά σου και να με κάψει, ήθελες, το προμελέτημά σου. Μπαμπέσικη καρδιά, πώς μ’ έχεις βασανίσει, έβαλες στο σπίτι μου φωτιά
- μου διέλυσε το σπίτι, ήταν η αιτία που χώρισα με τη γυναίκα μου: «τον θεωρούσα φίλο κι αυτός ξεμυάλισε τη γυναίκα μου και μου διέλυσε το σπίτι»· βλ. και φρ. μου ’κλεισε το σπίτι·
- μου ’κλεισε το σπίτι, μου προξένησε μεγάλη ηθική ή οικονομική ζημιά ή προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου ή σε κάποιο μέλος της οικογένειάς μου: «δε μου επέστρεψε τα λεφτά την ημερομηνία που μου είχε υποσχεθεί και μου ’κλεισε το σπίτι, γιατί δεν είχα τη δυνατότητα να συνεχίσω τη δουλειά  μου || τα ’μπλεξε με τη γυναίκα μου και μου ’κλεισε το σπίτι το κάθαρμα || σκότωσε το γιο μου με τ’ αυτοκίνητό του και μου ’κλεισε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: Δημήτρη μου, Δημήτρη μου, μου το ’κλεισες το σπίτι μου // πόσα σπιτάκια έκλεισες και είναι ρημαγμένα, πόσοι λεβέντες μπήκανε στη φυλακή για σένα
- μου τίναξε το σπίτι στον αέρα, βλ. φρ. μου διέλυσε το σπίτι·
- μπερντέ έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. μπερντές·
- να πάει σπίτι ή να πάει στο σπίτι ή να πάει στο σπίτι του, έκφραση που απευθύνεται σε όσους δε συμπεριφέρονται ή δεν εργάζονται σύμφωνα με τους όρους μιας ομάδας ή μιας επιχείρησης με την έννοια να αποχωρήσουν, να φύγουν, να παραιτηθούν: «οι όροι του καταστατικού της ομάδας είναι αυτοί και, όποιος δε συμφωνεί, να πάει σπίτι || η επιχείρηση δουλεύει με αυτό το σύστημα κι όποιου δεν του αρέσει, να πάει στο σπίτι || το ωράριο είναι εφτά πέντε κι όποιος δε συμφωνεί, να πάει στο σπίτι του»·
- ντύνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω τα χαλιά: «λέω όπου να ’ναι να ντύσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- ξεσηκώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) κάνω γενική καθαριότητα: «κάθε φορά που πλησιάζουν μεγάλες γιορτές, η μάνα μου ξεσηκώνει το σπίτι»·
- ξεστρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) βγάζω τα χαλιά: «κάθε φορά που πλησιάζει το καλοκαίρι, η μάνα μου ξεστρώνει το σπίτι»·
- ο άντρας του σπιτιού, βλ. λ. άντρας·
- όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου, α. λέγεται για κείνους που αισθάνονται άνετα και οικεία σε οποιοδήποτε περιβάλλον: «αυτός ο άνθρωπος έχει τη φιλοσοφία όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου κι έτσι νιώθει παντού άνετα». β. αναφορά σε παλιότερες εποχές, όταν επικρατούσε ανθρωπιά και αλληλεγγύη μεταξύ των γειτόνων σε αντιδιαστολή με τη σημερινή εποχή, όπου κυριαρχεί η απανθρωπιά και ο ατομικισμός·
- όποιος κατηγορεί το σπίτι του, πέφτει και τον πλακώνει, όποιος δεν είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει, ως τιμωρία του τα χάνει και αυτά·
- όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του, αυτός που διαχειρίζεται καλά τα του οίκου του, διαχειρίζεται σωστά και λογικά και τη ζωή του: «πες μου τι κάνει στο σπίτι του και θα σου πω για τη ζωή του, γιατί όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του»·
- όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, γίνεται ρεζίλι του κόσμου αυτός που πουλάει το σπίτι του και ύστερα δεν έχει πού να μείνει: «μα με τα σωστά σου, θα πουλήσεις το σπίτι σου και θα ξεσπιτωθείς για να κάνεις μια αμφίβολη δουλειά; Όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, χαϊβάνι, έ χαϊβάνι!»·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, όταν γίνει το κακό, η ζημιά, τότε όλοι δήθεν προθυμοποιούνται να βοηθήσουν: «τώρα ξύπνησες να με βοηθήσεις που καταστράφηκα; Αλλά βέβαια, όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό»·
- όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα κάποιο κακό, γενικεύεται: «η κοινωνία πρέπει να απομονώνει και να λύνει έγκαιρα το πρόβλημα που προκύπτει, γιατί, όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου»·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, όλες οι οικογένειες λίγο πολύ έχουν τα ψεγάδια τους, τα ηθικά παραπτώματά τους: «εμένα μη μου λες πως είστε άγιοι στην οικογένειά σας, γιατί ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή»·
- ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι, λέγεται στην περίπτωση που ενώ συνήθως το κάθε σπίτι έχει τον προστάτη σύζυγο, πατέρα, αυτός επειδή εργάζεται εξαντλητικά είναι συνεχώς έξω από το σπίτι του: «απ’ το πρωί σκοτώνομαι με το νοικοκυριό και με την ανατροφή των παιδιών, γιατί ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι να βάλει κι αυτός κανένα χεράκι»·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, βλ. λ. δουλειά·
- παλιό σπίτι, οικογένεια αριστοκρατική, αρχοντική: «είναι το πιο παλιό σπίτι της πόλης μας»·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, ένδειξη πως σίγουρα κάτι άσχημο, κάτι οδυνηρό θα συμβαίνει·
- πεινά το σπίτι του, βρίσκεται σε έσχατη στέρηση, σε έσχατη φτώχεια, είναι πολύ φτωχοί: «εδώ πεινά το σπίτι του κι αυτός ούτε που νοιάζεται». (Τραγούδι: δεν ντρέπεσαι Μηνά, το σπίτι σου πεινά κι εσύ στο καπηλειό πίνεις κρασί παλιό
- πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού, βλ. λ. παιδί·
- πιάνω σπίτι, νοικιάζω: «έπιασα ένα σπίτι κοντά στην παραλία»·
- σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου, ο σεβασμός και η εκτίμηση που δείχνει στον άντρα το σπίτι του, η οικογένειά του, έχει αντίκτυπο και στον κόσμο που φέρεται ανάλογα: «μα και βέβαια σ’ εκτιμά και σε υπολήπτεται ο κόσμος, γιατί σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου»·
- σαν στο σπίτι σου! ή σαν το σπίτι σου! φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας επισκέπτεται στο σπίτι μας, να νιώσει και να κινηθεί με μεγάλη άνεση, όπως δηλ. και στο σπίτι του·
- σήκωσαν όλο το σπίτι, το κατάκλεψαν, δεν άφησαν τίποτα μέσα: «το καλοκαίρι, που λείπαμε διακοπές, ήρθαν οι κλέφτες και σήκωσαν όλο το σπίτι»·
- σπίτι με τα όλα του, με όλες τις ανέσεις, με όλα τα κομφόρ: «είναι αρκετά πλούσιος κι έχει ένα σπίτι με τα όλα του»·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) πορδοκαλυβάκι μου, ό,τι και παρακάτω, με μια διάθεση περισσότερης οικειότητας ή χάριν αστεϊσμού·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) σπιτοκαλυβάκι μου, έκφραση αγάπης για το σπίτι μας. Λέγεται και με νοσταλγική διάθεση, όταν βρισκόμαστε μακριά του ή ως εκδήλωση λατρείας, όταν επιστρέφουμε σε αυτό μετά από πολύ καιρό απουσίας·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) φτωχοκαλυβάκι μου, ό,τι και το παραπάνω·
- σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, να μάθεις να ξεχωρίζεις και να ενεργείς ανάλογα με αυτό που σε ωφελεί περισσότερο και σε βάθος χρόνου: «άσε τις πολυτέλειες και τις μεγαλομανίες και συγκεντρώσου στη δουλειά σου, γιατί σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, αν θέλεις να προκόψεις»·
- σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός, (γενικά) όταν κάποιος δεν προνοεί, τότε πέφτει σε δύσκολες ή δυσάρεστες καταστάσεις, ιδίως όταν πρόκειται για θέματα υγείας: «πρέπει να προσέχει καλά κανείς τον εαυτό του, γιατί σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός». Από την εικόνα της νοικοκυράς που ανοίγει τα παράθυρα για να αεριστεί το σπίτι και να μπει ο ήλιος μέσα, κίνηση που εντάσσεται στους κανόνες υγιεινής ενός σπιτιού·
- σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- στην οικία του σπιτιού μας ή στην οικία του σπιτιού μου, απάντηση που δίνεται συνήθως χάριν αστεϊσμού σε άτομο που μας ρωτάει πού περάσαμε, ιδίως την περίοδο κάποιων θρησκευτικών ή εθνικών εορτών και έχει την έννοια πως τις περάσαμε στο σπίτι. Ο πλ. επειδή ίσως να υπάρχει και οικογένεια, αλλά και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.   
- στήνω σπίτι, βλ. συνηθέστ. στήνω σπιτικό, λ. σπιτικό·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλος έρχεται στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί ή στου κρεμασμένου το σπίτι δε μιλάνε για σκοινί, α. δεν πρέπει να κατηγορεί κάποιος έναν άλλον για λάθη, παρατυπίες ή παρανομίες που προηγουμένως τις έχει κάνει και ο ίδιος. β. δεν πρέπει να μιλάμε παρουσία κάποιου για θέματα που προηγουμένως τον έχουν πληγώσει ή τον έχουν βασανίσει πολύ·
- στου κλέφτη το σπίτι, κλέφτες δεν πατούν, βλ. λ. κλέφτης·
- στρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω στο πάτωμα τα χαλιά, ιδίως στην αρχή της χειμερινής περιόδου: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα». Είναι και φορές που ακούγεται μόνο το ρήμα: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- συμμαζεύω το σπίτι, το τακτοποιώ, το νοικοκυρεύω: «απ’ το πρωί η μητέρα συμμαζεύει το σπίτι, γιατί το βράδυ θα έχουμε επισκέψεις»·
- ταΐζω το σπίτι μου, βλ. φρ. θρέφω το σπίτι μου·
- τινάζω το σπίτι μου στον αέρα, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «τίναξε το σπίτι του στον αέρα για μια παρδαλή»·
- το ’σκασε απ’ το σπίτι, (ιδίως για νεαρά άτομα) εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι: «επειδή την καταπίεζε ο πατέρας της, το ’σκασε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: δε γουστάρω πια το τσίτι και τη φτωχογειτονιά, θα το σκάσω απ’ το σπίτι,να γλεντήσω τον ντουνιά
- το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη, αν και είμαστε φτωχοί, προσφέρουμε πλούσια φιλοξενία: «όσους φιλοξενήσαμε έχουνε να το λένε, γιατί το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη»· 
- το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις, μη βοηθάς κάποιον χρηματικά, όταν η οικογένειά σου έχει ανάγκη από αυτά τα χρήματα: «σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή που περνάει η οικογένειά σου, σταμάτα να βοηθάς τον έναν και τον άλλον, γιατί το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις»·
- το σπίτι της αμαρτίας, σπίτι όπου παρατηρείται έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, όπου συμβαίνουν όργια: «απ’ τη μέρα που τον παράτησε η γυναίκα του, κατάντησε το σπίτι του σπίτι της αμαρτίας»·
- το σπίτι των ανέμων, κακοδιατηρημένο ή εγκαταλελειμμένο σπίτι που βρίσκεται σε κάποιο ύψωμα: «τα μικρά παιδιά ένιωθαν φόβο σαν αντίκριζαν το σπίτι των ανέμων»·
- τον έδιωξε απ’ το σπίτι, του στέρησε το δικαίωμα να μένει μαζί με την οικογένειά του, τον έδιωξε από την οικογένειά του: «επειδή ο γιος του μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, τον έδιωξε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στους παράνομους τους δρόμους μαύρη μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- τον έστειλα σπίτι ή τον έστειλα σπίτι του ή τον έστειλα στο σπίτι του, τον απέλυσα από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνες, τον έστειλα σπίτι του»·
- τον πλακώνει το σπίτι, του προκαλεί δυσθυμία, τον καταπιέζει ψυχικά: «βρήκε τη δικαιολογία πως τον πλακώνει το σπίτι, και κάθε βράδυ ξεπορτίζει»·
- τον χάνει το σπίτι του, βρίσκεται συχνά ή για αρκετό καιρό μακριά από την οικογένειά του: «τον τελευταίο καιρό έχει μπλέξει με κάτι παλιοπαρέες και κάθε τόσο τον χάνει το σπίτι του || δουλεύει πλασιέ σε μια εταιρεία και τον χάνει το σπίτι του, καθώς βγαίνει κάθε τόσο στην επαρχία για να δειγματίζει τα νέα προϊόντα»·
- του άδειασαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες και έκλεψαν όλα ή τα περισσότερα πράγματα: «χτες βράδυ, που έλειπε με τη γυναίκα του, του άδειασαν το σπίτι»·
- του άνοιξαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες: «χτες βράδυ του άνοιξαν το σπίτι και του πήραν τηλεόραση και βίντεο»·
- του γαμώ το σπίτι, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή μπεκροπίνει, τον έπιασε ο αδερφός του μπροστά στον κόσμο και του γάμησε το σπίτι». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση τον κατανικώ: «επειδή έκανε κοπάνα απ’ τη δουλειά, ο διευθυντής του του γάμησε το σπίτι || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε το σπίτι». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του σήκωσαν το σπίτι, βλ. φρ. του άδειασαν το σπίτι·
- του χρόνου σπίτι σας! ευχή σε ζευγάρι να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- του χρόνου σπίτι σου! (και για τα δυο φύλα) ευχή να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- τους βγάζω απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση: «τους βγάζω απ’ το σπίτι, γιατί έχουν μαζέψει στο διαμέρισμα τέσσερα σκυλιά, που έχουν σηκώσει στο πόδι την πολυκατοικία με τα γαβγίσματά τους»·
- τους πετώ απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση βίαια ή με ένδικα μέσα: «επειδή δε με πλήρωσαν πέντε νοίκια, τους πέταξα απ’ το σπίτι»·
- φεύγω απ’ το σπίτι, α. εγκαταλείπω τη σύζυγό μου, την οικογένειά μου, διακόπτω τις σχέσεις μου με την οικογένειά μου: «τα ’μπλεξε με μια πιτσιρίκα κι έφυγε απ’ το σπίτι || ο γιος του έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες κι έφυγε απ’ το σπίτι». β. ξενοικιάζω το σπίτι που μένω: «τον άλλο μήνα φεύγω απ’ το σπίτι που μένω, γιατί βρήκα άλλο καλύτερο»·
- φτιάχνω σπίτι, βλ. φρ. ανοίγω σπίτι και κάνω σπίτι·
- χαλώ το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «εγώ για καμιά γυναίκα δεν πρόκειται να χαλάσω το σπίτι μου»·
- χόρευε κυρά και σειού, μα έχε κι έννοια του σπιτιού, βλ. λ. κυρά.

στόμα

στόμα, το, ουσ. [<αρχ. στόμα], το στόμα. 1. ο άνθρωπος ως μονάδα κατανάλωσης τροφής: «σκοτώνεται κάθε μέρα στη δουλειά, γιατί έχει πέντε στόματα να θρέψει». (Λαϊκό τραγούδι: και στο σπίτι δεν υπάρχει ούτε μια σταγόνα λάδι, τόσα στόματα πώς ζούνε πρωί, μεσημέρι, βράδυ;). 2. στον πλ. τα στόματα, ο κοινωνικός περίγυρος, που σχολιάζει, που κριτικάρει τις πράξεις κάποιου ή κάποιων: «έχω ακούσει πως μερικά στόματα σε κατακρίνουν για τις παρέες που κάνεις». Υποκορ. στοματάκι, το. Μεγεθ. στοματάρα, η. Σπάνια ακούγεται λανθασμένα και στόμας, ο. (Ακολουθούν 189 φρ.)·
- αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα, βλ. λ. γάιδαρος·
- αθύρωτο στόμα, βλ. συνηθέστ. απύλωτο στόμα·
- ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα και θέλει να μας κάνει και το δάσκαλο!». Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- αμάν αυτό το στόμα σου! έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας σε κάποιον που μιλάει ασταμάτητα ή που κακολογεί συνεχώς: «αμάν αυτό το στόμα σου! Όταν αρχίζει(ς) να μιλά(ς) δεν αφήνει(ς) άλλον κανέναν να μιλήσει || αμάν αυτό το στόμα σου! Δε θα πει(ς) καλό λόγο για κανέναν!»·
- αν είχε στόμα, θα μιλούσε, βλ. φρ. στόμα να ’χε, θα μιλούσε·
- άναψε το στόμα μου, α. κάηκα από κάποιο φαγητό, γιατί περιείχε πολλά μπαχαρικά, ή από κάποιο ρόφημα, που ήταν πολύ ζεστό: «μόλις έφαγα την πρώτη κουταλιά, άναψε το στόμα μου απ’ το πιπέρι που είχε το φαγητό». β. μιλούσα ασταμάτητα και για πολλή ώρα: «άναψε το στόμα μου να τον συμβουλεύω, αλλά αυτός πού να βάλει μυαλό!»·
- ανοίγω το στόμα μου, α. μιλώ: «μην ανοίγεις το στόμα σου, αφού δεν ξέρεις για ποιο πράγμα μιλάμε». (Νησιώτικο τραγούδι: ήρθε η ώρα κι η στιγμή το στόμα μου ν’ ανοίξω και στην καλή παρέα μου καληνύχτα ν’ αφήσω).β. προδίδω: «έφαγε τόσο ξύλο στην Ασφάλεια, που στο τέλος άνοιξε το στόμα του και τα ξέρασε όλα»·
- άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή! αντιμίλησε προκλητικά: «εγώ του είπα να προσέχει να μην κάνει καμιά ζημιά, κι αυτός άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή!». Πολλές φορές, συνοδεύεται με χειρονομία του ομιλητή να επιδεικνύει την πιθαμή του· βλ. και φρ. άνοιξ’ ένα στόμα να(!)·
- άνοιξ’ ένα στόμα να! έμεινε κατάπληκτος, εμβρόντητος: «μόλις μ’ είδε με το καινούριο μου αυτοκίνητο, άνοιξ’ ένα στόμα να!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τις δυο παλάμες, καθώς εφάπτονται με τις εσωτερικές τους πλευρές και με τους καρπούς σταθερά ενωμένους σε οριζόντια θέση, να ανοίγουν από την πλευρά των δαχτύλων, σαν να θέλει ο ομιλητής να καταδείξει το μέγεθος του ανοίγματος του στόματος· βλ. και φρ. άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή(!)·
- άνοιξ’ ένα στόμα σαράντα πήχες! βλ. συνηθέστ. άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή(!)·
- άνοιξαν πολλά στόματα, μίλησαν πολλά άτομα για ένα θέμα το οποίο επιδίωκαν κάποιοι να μείνει στην αφάνεια, να το κουκουλώσουν: «μετά την αποκάλυψη της ανάμειξης του υπουργού στις παράνομες προμήθειες, άνοιξαν πολλά στόματα τα οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή δε μιλούσαν»· 
- άνοιξε το στόμα σου! (προτρεπτικά) μίλα: «άνοιξε, επιτέλους, το στόμα σου, πες κι εσύ κάτι!»·
- απ’ το δικό σου στόμα, από σένα τον ίδιο, από σένα προσωπικά: «αυτό που άκουσα πως λες για μένα, θέλω να τ’ ακούσω κι απ’ το δικό σου στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε με στο τηλέφωνο, κι απ’ το δικό σου στόμα, θέλω ν’ ακούσω να μου πεις πως μ’ αγαπάς ακόμα
- απ’ το στόμα μου το πήρες, είπες ακριβώς αυτό που ήμουν έτοιμος να πω: «απ’ τη στιγμή που ξέρουμε πως είναι καρφί, αν ξανάρθει στην παρέα μας λέω να τον διώξουμε. -Απ’ το στόμα μου το πήρες»·
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! βλ. λ. Θεός·
- από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα, βλ. λ. κόρακας·
- από στόμα σε στόμα, με τον προφορικό λόγο, προφορικά: «η μεγάλη είδηση διαδόθηκε αμέσως από στόμα σε στόμα»·
- απύλωτο στόμα, λέγεται για άτομο που συνηθίζει να αυθαδιάζει ή να κατηγορεί συστηματικά τους άλλους, που δηλ. το στόμα του δεν κλείνεται από καμιά θύρα, πύλη: «ένα τέτοιο απύλωτο στόμα, αν είναι δυνατό να πει καλή κουβέντα για άνθρωπο!»·
- βάζω κάτι στο στόμα μου ή βάζω στο στόμα μου κάτι, α. τρώω σε μικρή ποσότητα είτε από βιασύνη είτε για να ξεγελάσω την πείνα μου: «κατά τις δώδεκα βάζω κάτι στο στόμα μου, γιατί δεν αντέχω μ’ άδειο στομάχι μέχρι το μεσημέρι». β. πολλές φορές προτρεπτικά ή συμβουλευτικά βάλε κάτι στο στόμα σου ή βάλε στο στόμα σου κάτι: «βάλε κάτι στο στόμα σου, γιατί θ’ αργήσουμε να φάμε»·
- βάζω λόγια στο στόμα του, βλ. λ. λόγος·
- βάζω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. φρ. πιάνω στο στόμα μου (κάποιον)·
- βάζω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, βλ. λ. κεφάλι·
- βαστώ το στόμα μου κλειστό, βλ. φρ. κρατώ το στόμα μου κλειστό·
- βγάζει αφρούς απ’ το στόμα του, βλ. λ. αφρός·
- βγάζει φλόγες απ’ το στόμα του, βλ. λ. φλόγα·
- βγάζει φωτιές απ’ το στόμα του, βλ. λ. φωτιά·
- βουλώνω πολλά στόματα, θρέφω πολλούς ανθρώπους, συντηρώ μεγάλη οικογένεια: «σκοτώνεται όλη τη μέρα στη δουλειά, γιατί έχει να βουλώσει πολλά στόματα»· βλ. και φρ. ταΐζω πολλά στόματα·
- βουλώνω τα στόματα του κόσμου ή βουλώνω το στόμα του κόσμου, με διάφορους τρόπους αποτρέπω αρνητικά σχόλια για κάποιον ή για μένα τον ίδιο: «τόσα χρόνια βοηθάω τους πάντες μόνο και μόνο για να βουλώνω τα στόματα του κόσμου απ’ την κακή διαγωγή σου»·
- βουλώνω το στόμα μου, βλ. φρ. κλείνω το στόμα μου·
- γαμώ το στόμα σου, υβριστική έκφραση σε άτομο που μιλάει συνέχεια ή σε άτομο που αισχρολογεί, που κακολογεί συνεχώς. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ: «κλείσ’ το, γαμώ το στόμα σου, γαμώ για να μιλήσει και κανένας άλλος! || γαμώ το στόμα σου γαμώ, δε θα πεις ποτέ καλή κουβέντα για άνθρωπο!»·
- γεια στο στόμα σου! βλ. λ. γεια·
- γλίτωσα απ’ το στόμα του καρχαρία, βλ. συνηθέστ. γλίτωσα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία, λ. σαγόνι·
- γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- γλίτωσα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- δε βάζει τη γλώσσα στο στόμα του, βλ. λ. γλώσσα·
- δε βγάζω λέξη απ’ το στόμα μου, βλ. λ. λέξη·
- δεν ανοίγω το στόμα μου, α. δεν αρθρώνω, δε λέω λέξη από αμηχανία, ταραχή, κατάπληξη, ντροπή, φόβο ή τρόμο: «κάθε φορά που έχω άδικο, ό,τι και να μου πουν, δεν ανοίγω το στόμα μου || μόλις τον είδα αγκαλιά με τη γυναίκα του καλύτερου φίλου του, δεν μπόρεσα ν’ ανοίξω το στόμα μου || δεν μπόρεσα ν’ ανοίξω το στόμα μου, μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι». β. (γενικά) δε μιλώ, δε λέω τίποτα: «όταν πεισμώσει, ό,τι και να του πεις, δεν ανοίγει το στόμα του». γ. δεν προδίδω: «παρόλο το ξύλο που έφαγε στην Ασφάλεια να μαρτυρήσει τους συνενόχους του, δεν άνοιξε το στόμα του». δ. είμαι κατ’ εξοχήν ολιγόλογος: «όταν μιλούν άνθρωποι που ξέρουν πολλά περισσότερα από μένα, εγώ δεν ανοίγω το στόμα μου»·
- δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου, δεν έφαγα τίποτα, είμαι νηστικός: «απ’ το πρωί δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου και τώρα πεινώ σαν λύκος»·
- δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του, μιλούσε συνεχώς, φλυαρούσε αδιάκοπα: «απ’ τη στιγμή που κάθισε στην παρέα μας, δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του»·
- δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου, βλ. φρ. δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου·
- δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του, βλ. φρ. δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του·
- δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μιλούσε συνεχώς: «απ’ την ώρα που ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μας, δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του»·
- δεν έχει να βάλει ψωμί στο στόμα του, βλ. λ. ψωμί·
- δεν ξέρει ν’ ανοίξει το στόμα του, (για τραγουδιστές, τραγουδίστριες) δεν ξέρει να τραγουδά, δεν έχει φωνή για να ασχοληθεί επαγγελματικά με το τραγούδι: «πολλοί επώνυμοι κατηγορούν το fame story ότι βραβεύει τραγουδιστές, που δεν ξέρουν ν’ ανοίξουν το στόμα τους»·
- δεν παίρνεις κουβέντα απ’ το στόμα του, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, βλ. λ. λέξη·
- έβγαλε το στόμα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε το στόμα μου·
- είναι άσχημο στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει άσχημο στόμα·
- είναι βρόμικο στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει βρόμικο στόμα·
- είναι κακό στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει κακό στόμα·
- είναι ένα στόμα! βλ. συνηθέστ. έχει ένα στόμα(!)·
- είναι με το γέλιο στο στόμα ή έχει το γέλιο στο στόμα, βλ. λ. γέλιο·
- έμεινα με τη γλύκα στο στόμα, βλ. λ. γλύκα·
- έμεινε με το δάχτυλο στο στόμα, βλ. λ. δάχτυλο·
- έπεσα στου λύκου το στόμα, βλ. λύκος·
- έφτασε η ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- έφυγε με την μπουκιά στο στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- έχει άσχημο στόμα, α. είναι αισχρολόγος: «δεν μπορεί να πει καλό για κανέναν, γιατί έχει άσχημο στόμα». β. μιλάει σκληρά, δε χαρίζεται σε κανέναν: «πρόσεξε μην τα βάλει μαζί σου, γιατί έχει άσχημο στόμα»·
- έχει βρόμικο στόμα, συνηθίζει να βρίζει: «όταν υπάρχουν γυναίκες στην παρέα μας τον διώχνουμε, γιατί έχει βρόμικο στόμα»·
- έχει γλυκό στόμα, α. είναι ευχάριστος, ευγενικός: «χαίρεσαι να τον ακούς, γιατί έχει γλυκό στόμα». β. (για γυναίκες) είναι ποθητό, ηδονικό: «χαίρεσαι να τη φιλάς, γιατί έχει γλυκό στόμα». (Λαϊκό στόμα: σαν λουλούδι πλάνο, μαγικό, μυρωμένο και μεθυστικό είναι το γλυκό της στόμα το φιδίσιο της το σώμα
- έχει ένα στόμα! α. είναι ιδιαίτερα αισχρολόγος: «δεν μπορείς να κάνεις σοβαρή κουβέντα μαζί του, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. β.μιλάει πολύ σκληρά, δε χαρίζεται σε κανέναν: «μην τον τσιγκλάς, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. γ. είναι μεγάλος κουτσομπόλης: «μη διανοηθείς να του εμπιστευτείς τίποτα, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. δ.είναι ιδιαίτερα ικανός ρήτορας: «έχει ένα στόμα, που, όση ώρα και να μιλάει, χαίρεσαι να τον ακούς!». ε. (ιδίως για γυναίκες) έχει όμορφο στόμα, σαρκώδη χείλη: «έχει ένα στόμα, που σου ’ρχεται να το δαγκάσεις!»·
- έχει ένα στόμα σαν απόπατο ή έχει ένα στόμα σκέτο απόπατο, βλ. φρ. έχει ένα στόμα σαν βόθρο·
- έχει ένα στόμα σαν βόθρο ή έχει ένα στόμα σκέτο βόθρο, είναι πολύ αθυρόστομος, βρίζει ακατάσχετα: «όταν είναι στα καλά του, το στόμα του στάζει μέλι, όταν όμως νευριάσει, έχει ένα στόμα σαν βόθρο»·
- έχει ένα στόμα σαν χρεία ή έχει ένα στόμα σκέτη χρεία, βλ. συνηθέστ. έχει ένα στόμα σαν βόθρο·
- έχει ένα στόμα σαν πηγάδι, έχει πολύ μεγάλο στόμα: «όταν κάνει πως γελάει αυτός ο άνθρωπος, σε τρομάζει, γιατί έχει ένα στόμα σαν πηγάδι»· βλ. και φρ. έχει μεγάλο στόμα·
- έχει κακό στόμα, μιλάει πάντοτε με κακία για τους άλλους: «δεν είπε ποτέ καλό για κανέναν, γιατί έχει κακό στόμα»· βλ. και φρ. έχει άσχημο στόμα·
- έχει καλό στόμα, α. μιλάει πάντοτε με καλοσύνη και αγάπη: «δεν άκουσα ποτέ απ’ αυτόν τον άνθρωπο να πει κακό για κάποιον, γιατί έχει καλό στόμα». β. είναι καλός ρήτορας: «μπορώ να τον ακούω με άνεση, γιατί έχει καλό στόμα»·
- έχει κλειδωνιά στο στόμα του, βλ. λ. κλειδωνιά·
- έχει λουκέτο στο στόμα του, βλ. λ. λουκέτο·
- έχει μεγάλο στόμα, μιλάει πολύ, ιδίως συνηθίζει να αντιμιλάει ή να αναφέρεται θαρρετά στα κακώς κείμενα: «μην του πας κόντρα αυτού του ανθρώπου γιατί έχει μεγάλο στόμα και θα σου σπάσει τα νεύρα || δε θα του βγει σε καλό που έχει μεγάλο στόμα, γιατί έμαθε ο διευθυντής του πως τον κατηγορεί ως υπεύθυνο για τις απολύσεις που έγιναν»·
- έχει φερμουάρ στο στόμα του, βλ. λ. φερμουάρ·
- έχω το στόμα μου βουλωμένο ή έχω βουλωμένο το στόμα μου, βλ. φρ. βουλώνω το στόμα μου·
- έχω το στόμα μου κλεισμένο ή έχω κλεισμένο το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. έχω το στόμα μου κλειστό·
- έχω το στόμα μου κλειστό ή έχω κλειστό το στόμα μου, βλ. φρ. κλείνω το στόμα μου·
- θα μου ’βγαινε η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- θα σου βάλω πιπέρι στο στόμα ή θα σου βάλω στο στόμα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- κλείνω το στόμα μου, παύω να μιλώ, σωπαίνω: «όταν υπάρχουν γεροντότεροι στην παρέα, κλείνω το στόμα μου και ακούω προσεκτικά τι λένε»· βλ. και φρ. κρατώ το στόμα μου κλειστό·
- κοιτάζω μ’ ανοιχτό στόμα ή κοιτάζω μ’ ανοιχτό το στόμα ή κοιτάζω μ’ ανοιχτό το στόμα μου ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό ή κοιτάζω με το στόμα μου ανοιχτό, βλ. φρ. μένω μ’ ανοιχτό στόμα. (Τραγούδι: πλήρωσες να μπεις και κοιτάς με ορθάνοιχτο στόμα, φλόγες να έχουν ζώσει τον στίβο και πού είσαι ακόμα
- κόλλησε το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. κόλλησε η γλώσσα μου, λ. γλώσσα·
- κρατώ το στόμα μου κλειστό ή κρατώ κλειστό το στόμα μου, σωπαίνω, δε μιλώ, δεν αποκαλύπτω μυστικό, που μπορεί να βλάψει κάποιον: «μπορούσε με μια λέξη του να μας ρίξει όλους στη φυλακή, όμως, ευτυχώς, κράτησε το στόμα του κλειστό». (Τραγούδι: κράτα το στόμα σου κλειστό, κράτα για σένα το σωστό κι άσε με μένα τον τρελό, κατά πώς θέλω να γλεντώ το χάλι μου, κύριε Μιχάλη
- κρέμομαι απ’ το στόμα του, η τύχη μου εξαρτάται από αυτό που θα πει: «το ξέρει πως κρέμομαι απ’ το στόμα του, γι αυτό πιστεύω πως θα σκεφτεί καλά τι θα καταθέσει στη δίκη»· βλ. και φρ. κρέμομαι απ’ τα χείλη του, λ. χείλι·
- λέει ό,τι του ’ρχεται στο στόμα, μιλάει απερίσκεπτα, στην τύχη, τα νοήματά του δεν έχουν ειρμό και περιεχόμενο: «όταν πιει κάνα δυο ποτηράκια, λέει ό,τι  του ’ρχεται στο στόμα». Συνών. λέει ό,τι θέλει / λέει ό,τι λάχει / λέει ό,τι του καπνίσει / λέει ό,τι του κατέβει / λέει ό,τι να ’ναι / λέει ό,τι του ’ρθει / λέει ό,τι φτάσει·
- μ’ άφησε μ’ ανοιχτό το στόμα ή μ’ άφησε με το στόμα ανοιχτό, από κάτι που μου είπε ή μου έδειξε ή από την εν γένει συμπεριφορά του με άφησε κατάπληκτο, εμβρόντητο και δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη: «μόλις μου ’δωσε χωρίς δεύτερο λόγο τα δανεικά που του ζήτησα, μ’ άφησε με το στόμα ανοιχτό»·
- μ’ άφησε με τη γλύκα στο στόμα, βλ. λ. γλύκα·
- μ’ ένα στόμα, δια βοής και ομόφωνα: «οι υπερασπιστές της πόλης απέρριψαν μ’ ένα στόμα την πρόταση παράδοσης»·
- μ’ έστειλαν στου λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- μάζεψε το στόμα σου, (απειλητικά) πάψε να μιλάς, ιδίως άσχημα ή προσβλητικά για μένα τον ίδιο ή και για πρόσωπο που με ενδιαφέρει: «μάζεψε το στόμα σου και πάψε να με κατηγορείς, γιατί θα πλακωθούμε στις μπουνιές»·
- μάλλιασε το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε η γλώσσα μου·
- με μισό στόμα, συμφωνία ή υπόσχεση που γίνεται ή που δίνεται χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση: «μου ’δωσε το λόγο του πως θα με βοηθήσει, αλλά μου το ’πε με μισό στόμα»·
- με την κοιλιά στο στόμα, βλ. λ. κοιλιά·
- με την μπουκιά στο στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- με την ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. άρα μάρα·
- με το στόμα μπάρα μπάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. μπάρα μπάρα·
- με το στόμα φάε σκατά και με τα χέρια κάτσε, βλ. συνηθέστ. με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα·
- μένω μ’ ανοιχτό στόμα ή μένω μ’ ανοιχτό το στόμα ή μένω μ’ ανοιχτό το στόμα μου ή μένω με το στόμα ανοιχτό ή μένω με το στόμα μου ανοιχτό, α. εκπλήσσομαι έντονα, δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη από απροσδόκητο λόγο ή συμβάν που ακούω ή βλέπω: «έμεινα με το στόμα ανοιχτό, μόλις τον είδα να φιλιέται με τη γυναίκα του φίλου του». (Λαϊκό τραγούδι: ως κι ο Διάβολος ακόμα μένει μ’ ανοιχτό το στόμα και του έρχεται ζαλάδα, στων Ρωμιών την εξυπνάδα).β. αισθάνομαι έντονη απορία ή θαυμασμό για κάτι που ακούω ή βλέπω, και δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη: «μόλις του ζήτησα δανεικά και μου τα ’δωσε αμέσως, έμεινα με το στόμα ανοιχτό || έμεινα με το στόμα μου ανοιχτό, μόλις έμαθα πως πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο»·
- μέσα στο στόμα μου το ’χω, βλ. φρ. στο στόμα μου το ’χω·
- μην ανοίξω το στόμα μου! απειλητική έκφραση εναντίον κάποιου πως αν αρχίσω να μιλάω, θα πω πράγματα που δεν του συμφέρουν καθόλου ή και που τον ενοχοποιούν: «σε μένα μην κάνεις το μάγκα, γιατί μην ανοίξω το στόμα μου! Δε θα ξέρεις από πού να φύγεις». (Λαϊκό τραγούδι: φύγε πριν ανοίξω το στόμα μου, φύγε πριν στα πω μαζεμένα, φύγε οι πληγές μου στο σώμα μου είν’ ακόμη από σένα
- μην πέσεις στο στόμα του, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να προσέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί συνηθίζει να βρίζει, να κατηγορεί, να κακολογεί, να διαβάλλει: «πρόσεχε μην πέσεις στο στόμα του, γιατί δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας»·
- μιλώ έξω απ’ το στόμα, βλ. συνηθέστ. μιλώ έξω απ’ τα δόντια, λ. δόντι·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου άρπαξε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μου βγήκε η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μου πήρε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου πήρε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου ’φαγε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φερε την ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μπήκα στου λύκου στο στόμα, βλ. λ. λύκος· 
- ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. φρ. γεια στο στόμα σου! λ. γεια·
- να κρέμεσαι απ’ το στόμα του! βλ. συνηθέστ. να κρέμεσαι απ’ τα χείλη του! λ. χείλι·
- να μη σε πιάσω στο στόμα μου! (απειλητική ή προειδοποιητικά) αν ασχοληθώ με το άτομό σου, θα σε κακολογήσω τόσο πολύ, που σίγουρα θα σου δημιουργήσω πρόβλημα: «μη με πας κόντρα, γιατί, να μη σε πιάσω στο στόμα μου!». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το άντε γιατί α· βλ. και φρ. να μην ανοίξω το στόμα μου(!)·
- να μην ανοίξω το στόμα μου! (απειλητικά ή προειδοποιητικά) να μην αρχίσω να μιλώ, γιατί θα πω πράγματα που δε σε συμφέρουν και που πιθανώς μπορεί και να σε βλάψουν: «μην κάνεις σε μένα που σε ξέρω τον καλό και τον τίμιο, για να μην ανοίξω το στόμα μου!». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το άντε γιατί α· βλ. και φρ. να μη σε πιάσω στο στόμα μου(!)·
- ξεράθηκε το στόμα μου, βλ. φρ. στέγνωσε το στόμα μου·
- ξέφυγα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- όταν μιλάς για (κάποιον ή κάτι), να πλένεις πρώτα το στόμα σου, δηλώνει πως το πρόσωπο ή το θέμα στο οποίο αναφέρεται ο συνομιλητής μας είναι πολύ σπουδαίο και για το λόγο αυτό είναι άξιο μεγάλου σεβασμού: «όταν μιλάς για τη μάνα μου, να πλένεις πρώτα το στόμα σου || όταν μιλάς για τη δημοκρατία, να πλένεις πρώτα το στόμα σου». Συνήθως μετά το τέλος της φρ. αναφέρεται και το είδος με το οποίο πρέπει να πλυθεί το στόμα, όπως είναι η χλωρίνη, το κεζάπι, το άκουα φόρτε, το ντουμποφλό και άλλα παρόμοια δραστικά απορρυπαντικά ή καθαριστικά υγρά, και πολύ σπάνια αναφέρεται η οδοντόκρεμα·
- παίρνω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. συνηθέστ. πιάνω στο στόμα μου (κάποιον)·
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- πέρασα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- πες τα ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. συνηθέστ. πες τα χρυσόστομε! λ. χρυσόστομος·
- πες το ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. συνηθέστ. πες το χρυσόστομε! λ. χρυσόστομος·
- πέφτω στα στόματα του κόσμου ή πέφτω στο στόμα του κόσμου, συζητιέμαι, σχολιάζομαι αρνητικά: «πώς να μην πέσεις στα στόματα του κόσμου με τις παλιοπαρέες που γυρνάς!»·
- πέφτω στο στόμα του, με βρίζει, με κατηγορεί, με κακολογεί, με διαβάλλει: «κάθε φορά που πέφτω στο στόμα του, έχω φασαρίες με τη γυναίκα μου, γιατί πιστεύει σ’ αυτά που λέει»·
- πιάνω στο στόμα μου (κάποιον), αναφέρομαι σε κάποιον με όχι κολακευτικά λόγια, τον κακολογώ: «εμένα μην μου παριστάνεις τον τίμιο άνθρωπο, γιατί, αν σε πιάσω στο στόμα μου, δε θα ξέρεις από πού να φύγεις!»·
- πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- ποιος ακούει το στόμα της! αναφορά σε γυναίκα από την οποία είμαστε σίγουροι πως θα δεχτούμε αυστηρές επιπλήξεις ή πως θα υποχρεωθούμε να υπομένουμε την ακατάσχετη γκρίνια της, αν κάνουμε ή δεν κάνουμε κάτι: «είναι κάπως αδιάθετη η γυναίκα μου κι αν δεν πάω σήμερα νωρίς στο σπίτι, ποιος ακούει το στόμα της! || αύριο έχουμε την επέτειο του γάμου μας κι αν δεν της αγοράσω ένα δαχτυλίδι που της γυάλισε, ποιος ακούει το στόμα της!». Η αναφορά σε γυναίκα, γιατί πως, αυτή δημιουργεί συνήθως την γρίνια σε ένα σπίτι. Λέγεται και για άντρα·
- πρόσεχε το στόμα σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να είναι κόσμιος στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε πρόσεχε το στόμα σου, γιατί θα είναι όλοι με τις οικογένειές τους». β. απειλητική έκφραση σε άτομο που μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά σε μας ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «πρόσεχε το στόμα σου, γιατί δε θ’ ανεχτώ άλλο τις βλακείες που λες για το φίλο μου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τα λόγια σου! / πρόσεχε τη γλώσσα σου(!)· 
- πρόσεχε το στόμα του, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να προσέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί συνηθίζει να κακολογεί, να διαβάλλει τους άλλους: «όχι πολλά πάρε δώσε με τον τάδε, και το κυριότερο, πρόσεχε το στόμα του». Συνών. πρόσεχε τη γλώσσα του·
- ράβω το στόμα μου, α. αποφασίζω να πάψω στο εξής να μιλώ: «αφού κανείς δε μ’ ακούει, ράβω κι εγώ το στόμα μου και πέστε ό,τι θέλετε»·
- ράψε το στόμα σου! λέγεται προτρεπτικά, συμβουλευτικά ή και απειλητικά με την έννοια πάψε να μιλάς, βούλωσ’ το(!): «ράψε το στόμα σου, γιατί δεν ανέχομαι να κατηγορείς το φίλο μου!»·  
- σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει, βλ. λ. μύγα·
- στέγνωσε το στόμα μου, α. δίψασα υπερβολικά: «δώσε μου να πιω ένα ποτήρι κρύο νερό, γιατί στέγνωσε το στόμα μου». β. μιλούσα αδιάκοπα, ιδίως συμβουλεύοντας κάποιον: «στέγνωσε το στόμα μου να τον συμβουλεύω, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- στο στόμα μου το ’χω, α. λέγεται στην περίπτωση που ξέρουμε τι θέλουμε να πούμε ή γνωρίζουμε πώς να ονοματίσουμε κάτι, αλλά μας διαφεύγει ακριβώς τη στιγμή που γίνεται η κουβέντα. Συνών. στη γλώσσα μου το ’χω. β. είμαι έτοιμος να πω κάτι, κρατιέμαι για να μην πω κάτι που δε θα είναι αρεστό σε κάποιον ή κάποιους: «εμένα μη μου κάνεις τον τίμιο, γιατί στο στόμα μου το ’χω ν’ αποκαλύψω τη βρομιά σου»·
- στόμα έχει και μιλιά δεν έχει, α. είναι ιδιαίτερα ολιγόλογος: «αυτό το παιδί στόμα έχει και μιλιά δεν έχει». β. ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα ατόμου πως κάποιος είναι ολιγόλογος, ενώ στην πραγματικότητα είναι το αντίθετο: «ποιος δε μιλάει, ο τάδε; Τι να σου πω, στόμα έχει και μιλιά δεν έχει»·
- στόμα να ’χε, θα μιλούσε, έκφραση που επιτείνει κάποια αρνητική ενέργειά μας: «πώς αντέχει το στομάχι σου με τόσο ποτό; Στόμα να ’χε, θα μιλούσε || το διέλυσες τ’ αυτοκίνητό σου έτσι όπως το τρέχεις μέσα στα χωράφια. Στόμα να ’χε, θα μιλούσε»·
- σώθηκα απ’ το στόμα του καρχαρία, βλ. φρ. γλίτωσα απ’ του στόμα του καρχαρία·
- σώθηκα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- σώθηκα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- τ’ άκουσα απ’ το ίδιο του το στόμα, το άκουσα να το λέει ο ίδιος: «είμαι σίγουρος γι’ αυτό που σου λέω, γιατί τ’ άκουσα απ’ το ίδιο του το στόμα»·
- τα λέμε στόμα με στόμα, κουβεντιάζουμε εντελώς ιδιωτικά: «έβγαλαν όλους τους άλλους έξω απ’ το δωμάτιο και τα λένε μέσα στόμα με στόμα»·
- τα λέω έξω απ’ το στόμα, βλ. συνηθέστ. τα λέω έξω απ’ τα δόντια, λ. δόντι·
- ταΐζω πολλά στόματα, α. θρέφω πολλούς ανθρώπους, συντηρώ μεγάλη οικογένεια: «σκοτώνομαι απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ στη δουλειά, γιατί ταΐζω πολλά στόματα». β. δωροδοκώ πολλούς ανθρώπους, για να πετύχω το σκοπό μου: «τάισα πολλά στόματα μέσα στην πολεοδομία, μέχρι να πάρω την άδεια ανέγερσης της πολυκατοικίας δίπλα στην παραλία»·
- της τον (τη, το) δίνω απ’ το στόμα ή της τον (τη, το) δίνω στο στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), της επιβάλλω το στοματικό έρωτα: «κάθε φορά που κάνουμε έρωτα, της τον δίνω απαραίτητα στο στόμα»·
- το κάνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. φρ. τον (την, το) παίρνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί)·
- το στόμα μου έγινε παπούτσι ή το στόμα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. φρ. η γλώσσα μου έγινε παπούτσι, λ. γλώσσα·
- το στόμα μου είναι δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα μου είναι φαρμάκι·
- το στόμα μου είναι φαρμάκι, είναι πολύ πικρό, συνήθως από αδιάκοπο κάπνισμα και έντονη κατανάλωση αλκοόλ: «όλη τη νύχτα πίναμε και καπνίζαμε και το πρωί το στόμα μου ήταν φαρμάκι»·
- το στόμα του βγάζει φωτιές, α. μιλάει ακατάπαυστα: «όταν αρχίζει να μιλάει, το στόμα του βγάζει φωτιές». β. κατακεραυνώνει τους αντιπάλους του ή τους ενόχους σε μια υπόθεση: «όταν ανέβηκε στο βήμα της Βουλής ο τάδε βουλευτής, το στόμα του έβγαζε φωτιές για τους εμπνευστές του αντεργατικού νομοσχεδίου»· 
- το στόμα του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του είναι μέλι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει πετμέζι·
- το στόμα του είναι σαν πηγάδι, βλ. φρ. έχει ένα στόμα σαν πηγάδι·  
- το στόμα του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει σερμπέτι·
- το στόμα του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του είναι χαβούζα, είναι πολύ βρομόστομος: «όταν θυμώνει με κάποιον, το στόμα του είναι χαβούζα». Αναφορά στις ακαθαρσίες και στα βρομόνερα που περιέχει μια χαβούζα·
- το στόμα του πάει ροδάνι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του πάει ροδάνι, λ. γλώσσα·
- το στόμα του πάει σαν μυδραλιοβόλο, βλ. φρ. το στόμα του πάει σαν πολυβόλο·
- το στόμα του πάει σαν οπλοπολυβόλο, βλ. φρ. το στόμα του πάει σαν πολυβόλο·
- το στόμα του πάει σαν πολυβόλο, μιλάει αδιάκοπα, ασταμάτητα: «όταν αρχίζει να μιλάει αυτός ο άνθρωπος, το στόμα του πάει σαν πολυβόλο». Αναφορά στο κροτάλισμα των πυροβόλων όπλων·
- το στόμα του πάει σαν ραπτομηχανή, μιλάει αδιάκοπα, ασταμάτητα: «όταν αποφασίσει να μιλήσει αυτός ο άνθρωπος, το στόμα του πάει σαν ραπτομηχανή». Αναφορά στο συνεχή ήχο που αφήνει η ραπτομηχανή, όταν γαζώνει·
- το στόμα του στάζει δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του στάζει μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος, μιλάει πολύ κολακευτικά, με πολλή αγάπη για κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, το στόμα του στάζει μέλι». Αναφορά στη γλυκύτητα του μελιού·
- το στόμα του στάζει πετμέζι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει ροσόλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει φαρμάκι, είναι κακεντρεχής, μιλάει με μεγάλη κακία, με μεγάλη κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να στενοχωρήσει, να πικράνει ή να βλάψει κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στον τάδε, το στόμα του στάζει φαρμάκι»·
- το στόμα του στάζει χολή, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει φαρμάκι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει χολή, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει, βλ. λ. χρήμα·
- τον αφήνω με το στόμα ανοιχτό ή τον αφήνω μ’ ανοιχτό το στόμα, του προξενώ μεγάλη έκπληξη, τον αφήνω κατάπληκτο, άναυδο: «μόλις με είδε με την κουρσάρα και την γκομενάρα που είχα μέσα, τον άφησα με το στόμα ανοιχτό»·
- τον βρήκα με το πιστόλι στο στόμα, βλ. λ. πιστόλι·
- τον έχω όλο στο στόμα μου, σχολιάζω ή αναφέρομαι συνεχώς σε ένα άτομο που δεν είναι παρόν: «μου ήταν τόσο αγαπητός φίλος κι απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω όλο στο στόμα μου»·
- τον (την, το) παίρνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ιδίως γυναίκα, επιδίδεται στο στοματικό έρωτα: «η τάδε είναι πολύ καλή στο κρεβάτι και, το κυριότερο, τον παίρνει απ’ το στόμα»·
- τον πιάνω στο στόμα μου, μιλώ για κάποιον, ιδίως αναφέρω τις κακές του ιδιότητες, τις παρατυπίες ή τις παρανομίες του: «να του πεις να μην ασχολείται μαζί μου, γιατί, αν τον πιάσω στο στόμα μου, δε θα τον ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας»·
- τον (την) ταΐζει στο στόμα, τον (τη) λατρεύει, τον (την) υπεραγαπά, του (της) πραγματοποιεί κάθε επιθυμία: «είναι πολύ τυχερός, γιατί έχει μια γυναίκα που τον ταΐζει στο στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: στους παράνομους τους δρόμους μαύρη μοίρα μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- του άρπαξα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του άρπαξα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- του βούλωσα το στόμα, τον χτύπησα με τη γροθιά μου στο στόμα του: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, του ’δωσα μια και του βούλωσα το στόμα»· βλ. και φρ. του ’κλεισα το στόμα·
- του ’κλεισα το στόμα, α. με τη στάση, τις ενέργειές ή τη συμπεριφορά μου του απέδειξα ότι δεν είμαι αυτός που κατηγορούσε ότι ήμουν, τον αποστόμωσα: «έλεγε πως ήθελα το κακό του, αλλά, όταν πήγα στο δικαστήριο και κατέθεσα υπέρ του, του ’κλεισα το στόμα». β. τον δωροδόκησα για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «είχε σκοπό να με καρφώσει, αλλά του ’δωσα πέντε χιλιάδες ευρώ του ’κλεισα το στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: το δάσκαλο, το δάσκαλο αυτό το σαρδανάπαλο, που κατσαπλιάδες έχει γύρω, παράδες θα γιομίσετε, το στόμα αν του κλείσετε,που τάζει τους κολήγους κλήρο)·  
- του ’κλεισα το στόμα μια για πάντα, τον δολοφόνησα, τον σκότωσα, για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «επειδή κάθε τόσο μ’ εκβίαζε πως θα με καρφώσει στην Ασφάλεια, του ’κλεισα το στόμα μια για πάντα·
- του μπούκωσα το στόμα, α. τον δωροδόκησα πλουσιοπάροχα, για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «του μπούκωσα το στόμα, για να μην καταθέσει εναντίον μου». β. του το γέμισα υπερβολικά με φαγητό: «έτσι όπως του μπούκωσες το στόμα, μπορεί να πνιγεί το παιδί»·
- του πήρα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του πήρα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του ’φαγα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! βλ. λ. κώλος·
- φοβάμαι το στόμα του, φοβάμαι τον τρόπο με τον οποίο μιλάει ή το σκεπτικό με το οποίο κρίνει: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο θέλω να τα ’χω πάντα καλά, γιατί φοβάμαι το στόμα του»·
- χίλια χέρια ευλογημένα, πολλά στόματα καταραμένα, βλ. λ. χέρι·

τηλέφωνο

τηλέφωνο, το, ουσ. [<γαλλ. téléphone <αρχ. ελλ. επίρρ. τῆλε (= μακριά) + φωνή], το τηλέφωνο. Πολλές φορές, όταν θέλουμε να ειδοποιήσουμε κάποιον που τον ζητάνε στο τηλέφωνο και για κάποιο λόγο δε θέλουμε να του το πούμε φωναχτά, τότε, κάνοντας διάφορα νοήματα μέχρι να μας αντιληφθεί, φέρνουμε τον αντίχειρα στο αφτί μας και το μικρό δάχτυλο του ίδιου χεριού στο στόμα μας, υπονοώντας με τον τρόπο αυτό το ακουστικό του τηλεφώνου. (Ακολουθούν 46 φρ.)·
- άναψαν τα τηλέφωνα, παρατηρήθηκε έντονη τηλεφωνική επικοινωνία, ιδίως ανάμεσα σε μια φιλική ομάδα, φιλική συντροφιά: «μόλις μαθεύτηκε πως συνέλαβαν τον τάδε, άναψαν τα τηλέφωνα κι όλοι ρωτούσαν να μάθουν το λόγο». (Τραγούδι: το τράκο ήταν το δεύτερο, Οκτώβρης ήταν πάλι, που ανάψαν τα τηλέφωνα, που ’χες ξανατρακάρει
- άναψε το τηλέφωνο, η τηλεφωνική επικοινωνία είναι ή ήταν πολύωρη: «κλείσ’ το, ρε παιδάκι μου, κάποια στιγμή, άναψε το τηλέφωνο! || πήρε τη φιλενάδα της να τη ρωτήσει κάτι κι άναψε το τηλέφωνο»·
- δε δουλεύει το τηλέφωνο, δε λειτουργεί, γιατί είναι αποσυνδεμένο ή γιατί είναι μπλοκαρισμένη λόγω βλάβης η τηλεφωνική γραμμή: «φαίνεται πως θα υπάρχει κάποια βλάβη στην περιοχή, γι’ αυτό δε δουλεύει το τηλέφωνο»·
- δε χτυπάει το τηλέφωνο, βλ. φρ. δε δουλεύει το τηλέφωνο·
- δίνω το τηλέφωνό μου (σε κάποιον), του δίνω τον αριθμό του τηλεφώνου μου: «θα σου δώσω το τηλέφωνό μου, ώστε, αν προκύψει κάτι, να μου τηλεφωνήσεις»·
- δούλεψαν τα τηλέφωνα, βλ. φρ. έπεσαν τα τηλέφωνα·
- δώσε μου το τηλέφωνό σου, πες μου τον αριθμό του τηλεφώνου σου, για να τον σημειώσω: «καλού κακού, δώσε μου το τηλέφωνό σου, μήπως και χρειαστεί να σε τηλεφωνήσω»·
- είμαι στο τηλέφωνο, βλ. φρ. μιλώ στο τηλέφωνο·
- έπεσαν τα τηλέφωνα, οι ενδιαφερόμενοι ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά: «μόλις έμαθα πως θα ’ρχόταν ο φίλος μας απ’ το εξωτερικό, έπεσαν τα τηλέφωνα στην παρέα, για να τον υποδεχτούμε στο αεροδρόμιο»·
- έσπασα τα τηλέφωνα, τηλεφωνούσα συνεχώς σε διάφορους για κάποιο λόγο: «έσπασα τα τηλέφωνα, μέχρι να σε βρω»·
- έσπασα το τηλέφωνο, καλούσα κάποιον πολλή ώρα, χωρίς αυτός να σηκώνει το ακουστικό του: «μη μου πεις ότι ήσουν στο σπίτι, γιατί έσπασα το τηλέφωνο όλο τ’ απόγευμα!»·
- έσπασαν τα τηλέφωνα, παρατηρήθηκε έντονη τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα σε μια ομάδα ανθρώπων: «έσπασαν τα τηλέφωνα, μέχρι να βρούμε τον τάδε που ήταν εξαφανισμένος»·
- έχω κατεβασμένο το τηλέφωνο, το έχω αποσυνδεδεμένο ή δεν έχω το ακουστικό στην κατάλληλη θέση οπότε ακούγεται συνεχώς ο χαρακτηριστικός ήχος που δείχνει πως κάποιος τηλεφωνεί: «κάθε Κυριακή έχω κατεβασμένο το τηλέφωνο, γιατί δε θέλω να με ενοχλήσει κανένας»·
- καλώ στο τηλέφωνο (κάποιον), τηλεφωνώ σε κάποιον: «κάλεσε στο τηλέφωνο τον τάδε και πες του να ’ρθει αμέσως στο γραφείο μου»·
- κάνω τηλέφωνο, βλ. φρ. παίρνω τηλέφωνο·
- κατεβάζω το τηλέφωνο, βλ. φρ. έχω κατεβασμένο το τηλέφωνο·
- κλείνω το τηλέφωνο, διακόπτω ή τερματίζω την τηλεφωνική συνομιλία που είχα με κάποιον: «δεν είναι ευγενικό να κλείνεις το τηλέφωνο στο συνομιλητή σου || μόλις του είπα τα καθέκαστα, έκλεισα το τηλέφωνο, αφού προηγουμένως συνεννοηθήκαμε να συναντηθούμε για να τα πούμε από κοντά»·
- κόβω το τηλέφωνο, διακόπτω τη σύνδεσή του, το αποσυνδέω: «ξέχασα να πληρώσω το λογαριασμό κι ο Ο.Τ.Ε. μου ’κοψε το τηλέφωνο»·
- κόκκινο τηλέφωνο, α. άμεση τηλεφωνική σύνδεση μεταξύ των ηγετών δυο κρατών, ιδίως για πολύ επείγουσες υποθέσεις: «αμέσως μετά την έναρξη των επεισοδίων που ξέσπασαν στη μεθοριακή γραμμή των δυο κρατών, ο τάδε υπουργός πήρε τον ομόλογό του στο κόκκινο τηλέφωνο για να αποτρέψουν μια γενική σύρραξη». β. τηλέφωνο που ο ηγέτης κράτους το χρησιμοποιεί για να δώσει άκρως σοβαρή διαταγή και, σε περίπτωση πυρηνικής δύναμης, την έναρξη πυρηνικής επίθεσης εναντίον του εχθρού: «κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθεί το κόκκινο τηλέφωνο από τους ηγέτες των δυο υπερδυνάμεων υπήρξε μεγάλος»·
- κόπηκε το τηλέφωνο, έπαψε να λειτουργεί λόγω βλάβης: «εκεί που μιλούσαμε, κόπηκε το τηλέφωνο»· βλ. και φρ. έπεσε η γραμμή, λ. γραμμή·
- μιλάει το τηλέφωνο, είναι κατειλημμένη η τηλεφωνική γραμμή, γιατί το άτομο με το οποίο επιδιώκω να συνομιλήσω συνομιλεί με άλλο: «προσπαθώ μια ώρα να επικοινωνήσω μαζί του, αλλά συνεχώς μιλάει το τηλέφωνο»·
- μιλώ στο τηλέφωνο, συνομιλώ με κάποιον τηλεφωνικά: «δεν μπορώ να ’ρθω αυτή τη στιγμή, γιατί μιλώ με τον τάδε στο τηλέφωνο»·
- μου κάνουν τηλέφωνο, βλ. φρ. μου παίρνουν τηλέφωνο·
- μου ’κοψαν το τηλέφωνο, το αποσύνδεσαν από τον Ο.Τ.Ε., γιατί δεν πλήρωσα το λογαριασμό: «ξέχασα να πληρώσω το λογαριασμό και μου ’κοψαν το τηλέφωνο»·
- μου παίρνουν τηλέφωνο, δέχομαι τηλεφωνική κλήση: «μου πήρε τηλέφωνο ένας φίλος για να πάμε να πιούμε κανένα ποτηράκι»·
- παγιδεύω το τηλέφωνο (κάποιου), βλ. λ. παγιδεύω·
- παίρνω (στο) τηλέφωνο (ακολουθεί όνομα ή υπηρεσία), τηλεφωνώ (στον τάδε ή σε υπηρεσία): «παίρνω στο τηλέφωνο τον τάδε για να τον ρωτήσω κάτι || παίρνω τηλέφωνο στην Ολυμπιακή για να μου πουν τι ώρα έχει πτήση για τη Θεσσαλονίκη»·
- παίρνω τηλέφωνο, τηλεφωνώ: «πάρε τηλέφωνο στο σπίτι σου, γιατί κάτι σε θέλει η μητέρα σου». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε τηλέφωνο τον κερατά, καλύτερα τώρα παρά μετά).Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα·
- παίρνω τηλέφωνο (από κάποιον), δέχομαι τηλεφώνημα από κάποιον, μου τηλεφωνεί κάποιος: «κάθε βδομάδα παίρνω τηλέφωνο απ’ τον τάδε και μου λέει όλα τα νέα της παρέας»·
- πάρε με στο τηλέφωνο, τηλεφώνησέ μου: «αν μάθεις κάτι νέο για την υπόθεση, πάρε με στο τηλέφωνο». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε με στο τηλέφωνο λιγάκι να τα πούμε και κλείσε μου ένα ραντεβού για να συναντηθούμε
- πήραν τα τηλέφωνα φωτιά ή πήραν φωτιά τα τηλέφωνα, βλ. φρ. άναψαν τα τηλέφωνα·
- πιάνω στο τηλέφωνο (κάποιον), α. συνδέομαι τηλεφωνικά με κάποιον: «μόλις έπιασα στο τηλέφωνο το διευθυντή μου, τον παρακάλεσα να μην πάω σήμερα στη δουλειά, γιατί ήμουν αδιάθετος». β. συνδέομαι τηλεφωνικά με κάποιον και του μιλώ για πολλή ώρα: «αν σε πιάσει στο τηλέφωνο ο τάδε, αλίμονό σου, γιατί δε θα σ’ αφήσει ούτε μετά από δυο ώρες»·
- πληρώνω το τηλέφωνο, πληρώνω στον Ο.Τ.Ε. το λογαριασμό του τηλεφώνου μου: «τρέχω να πληρώσω το τηλέφωνο, γιατί θα μου το κόψουν»·
- ρίχνω ένα τηλέφωνο, τηλεφωνώ: «μισό λεπτό να ρίξω ένα τηλέφωνο στο σπίτι μου κι έρχομαι»·
- ροζ τηλέφωνα, βλ. λ. ροζ·
- σηκώνω το τηλέφωνο, ανταποκρίνομαι στην τηλεφωνική κλήση: «την Κυριακή δεν σηκώνω το τηλέφωνο σε κανέναν, γιατί ξεκουράζομαι»·
- σημειώνω το τηλέφωνο (κάποιου), γράφω τον αριθμό του τηλεφώνου κάποιου στο σημειωματάριό μου ή το εντυπώνω στη μνήμη μου: «σημείωσα το τηλέφωνό του πρόχειρα σ’ ένα χαρτάκι»· 
- σπασμένο τηλέφωνο, ο τρόπος με τον οποίο φτάνει καθυστερημένα επιτέλους μια είδηση ή πληροφορία στον ενδιαφερόμενο. Στην περίπτωση αυτή η είδηση ή η πληροφορία περνάει από άτομο σε άτομο μέχρι να καταλήξει εκεί που πρέπει: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν ήρθες αμέσως να με πληροφορήσεις και, μέχρι να το μάθω, έγινε σπασμένο τηλέφωνο!». Αναφορά σε ομώνυμο παιδικό παιχνίδι, όπου, αυτό που λέει ο πρώτος παίχτης ψιθυριστά στο αφτί του διπλανού του, φτάνει στον τελευταίο παίχτη εντελώς παραποιημένο·
- τηλέφωνο σκιά, ειδικό σταθερό ή κινητό τηλέφωνο για υποκλοπές και που η ανίχνευσή του είναι πολύ δύσκολη: «οι ειδικοί προσπαθούν να βρουν τον τρόπο, για να αποκαλύψουν το τηλέφωνο σκιά». Η φρ. σε χρήση από τις αρχές Φεβρουαρίου του 2006 μετά το σκάνδαλο των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή, καθώς και άλλων υψηλών προσώπων ή δημοσιογράφων·
- τι τηλέφωνο έχεις; ποιος είναι ο αριθμός του τηλεφώνου σου(;): «πες μου τι τηλέφωνο έχεις, για να σου τηλεφωνήσω μόλις έχω περισσότερα νέα»·
- το τηλέφωνο είναι νεκρό, δε δίνει κανένα σήμα, είτε γιατί είναι αποσυνδεδεμένο είτε λόγω βλάβης είτε γιατί είναι κομμένο από τον Ο.Τ.Ε.: «κάτι θα πρέπει να συμβαίνει, γιατί το τηλέφωνο είναι νεκρό»·
- το τηλέφωνο έχει δυο άκρες, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος μας παραπονιέται πως δεν επικοινωνούμε τηλεφωνικά μαζί του κι έχει την έννοια πως, αφού δεν του τηλεφωνούμε εμείς, ας μας τηλεφωνήσει αυτός: «δε φτάνει που δε σε βλέπουμε, δε μας παίρνεις και κανένα τηλέφωνο να μάθουμε τι κάνεις. -Το τηλέφωνο έχει δυο άκρες, αν ενδιαφέρεσαι πραγματικά να μάθεις τι κάνω»·
- χαλασμένο τηλέφωνο, βλ. συνηθέστ. σπασμένο τηλέφωνο·
- χτύπα κάνα τηλέφωνο, (αόριστα) τηλεφώνησε, τηλεφώνησέ μου: «όταν δεν έχεις να κάνεις κάτι, χτύπα κάνα τηλέφωνο». Συνών. χτύπα κάνα σύρμα·
- χτυπάει το τηλέφωνο, καλεί: «χτυπάει το τηλέφωνο μια ώρα και κανένας δεν το σηκώνει».

τιμή

τιμή, η, ουσ. [<αρχ. τιμή], η τιμή. 1. η καλή κοινωνική φήμη, η κοινωνική υπόληψη: «για μια τιμή ζούσε σ’ αυτή την κοινωνία». 2. (για γυναίκες) η αγνότητα, η παρθενία: «στα παλιά χρόνια οι γυναίκες πέθαιναν για την τιμή τους κι όχι όπως σήμερα, που τη δίνουν για έναν καφέ!». 3. (για παντρεμένες γυναίκες) η συζυγική πίστη: «πάνω απ’ όλα έχει την τιμή της». 4. τα χρήματα που πρέπει να πληρώσει κάποιος για την αγορά οποιουδήποτε πράγματος ή για κάποια υπηρεσία, η αξία, το αντίτιμο: «τι τιμή έχει αυτό το ρολόι; || τι τιμή έχει αυτό το κουστούμι;». (Ακολουθούν 77 φρ.)·
- ανεβάζω την τιμή ή ανεβάζω τις τιμές, πουλώ εμπόρευμα σε υψηλότερη από την κανονική του τιμή είτε αυθαίρετα είτε σύμφωνα με το νόμο: «τον έστειλε η αγορανομία στο αυτόφωρο, γιατί ανέβασε τις τιμές των εμπορευμάτων του χωρίς λόγο || όλοι οι έμποροι ανέβασαν τις τιμές των εμπορευμάτων τους σύμφωνα με τις νέες οδηγίες του Υπουργείου Εμπορίου»·
- ανεβαίνουν οι τιμές, παρατηρείται αύξηση της τιμής πώλησης, ιδίως των καταναλωτικών αγαθών, κυρίως λόγω πληθωρισμού: «τον τελευταίο καιρό με την άνοδο του πληθωρισμού ανεβαίνουν συνέχεια οι τιμές»·
- αρμυρή τιμή, που είναι πολύ υψηλή, υπερβολική: «βρήκα ένα πολύ ωραίο ρολόι, αλλά έχει αρμυρή τιμή και δεν είναι για την τσέπη μου»·
- για λόγους τιμής, λέγεται για πράξη που γίνεται από κάποιον, όταν νιώθει να προσβάλλεται η τιμή του, η αξιοπρέπειά του: «έπιασε τη γυναίκα του με τον γκόμενό της και τους σκότωσε για λόγους τιμής || σκότωσε το βιαστή της αδερφής του για λόγους τιμής || ο δολοφόνος επικαλέστηκε λόγους τιμής»·
- για μια τιμή ζούμε, δηλώνει πως η τιμή του ανθρώπου είναι υπεράνω όλων στη ζωή: «δε θα επιτρέψω σε κανέναν να με προσβάλλει, γιατί για μια τιμή ζούμε»·
- για την τιμή των όπλων, α. για να διαφυλαχτεί η αξιοπρέπεια αυτού που χάνει, υποχωρεί ή ηττάται: «χάναμε τέσσερα μηδέν, αλλά λίγο πριν λήξει ο αγώνας βάλαμε κι εμείς ένα γκολ για την τιμή των όπλων || ό,τι κι αν μου πρότεινε, το δέχτηκα, γιατί τον είχα ανάγκη, αλλά για την τιμή των όπλων έβαλα στο συμβόλαιο τον όρο να προσέρχομαι στη δουλειά μου γύρω στις δέκα || ο εχθρός ήταν πολύ πιο ισχυρός από εμάς και, πριν υποχωρήσουμε, ρίξαμε πέντε δέκα ντουφεκιές για την τιμή των όπλων». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, όταν κάποιος συνουσιάζεται με κάποια άσχημη γυναίκα ή με γυναίκα που δεν τον προσελκύει ερωτικά, μόνο και μόνο για να μην αμφισβητηθεί ο αντρισμός του: «δεν ήταν καθόλου του γούστου μου, αλλά πήγα μαζί της μόνο και μόνο για την τιμή των όπλων, για να μην έχουν να λένε»·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, βλ. λ. γυναίκα·
- δεν έχει τιμή, α. (για προϊόντα) δεν πουλιέται σε ικανοποιητική τιμή: «το λάδι φέτος δεν έχει τιμή || τα καπνά δεν έχουν τιμή». β. (για πρόσωπα) είναι άτιμος: «μην τον εμπιστεύεσαι, γιατί δεν έχει τιμή»·
- δίνω το λόγο της τιμής μου, βλ. λ. λόγος·
- είναι ζήτημα τιμής, πρόκειται για θέμα αξιοπρέπειας, για ηθικό θέμα: «πρέπει οπωσδήποτε να του επιστρέψω τα δανεικά, γιατί για μένα είναι ζήτημα τιμής». (Λαϊκό τραγούδι: ήτανε ζήτημα τιμής που έσβησε η Τροία· το δείξαν οι αρχαίοι μας…κι αρχίζει πια η Οδύσσεια, μα είναι άλλη ιστορία)· βλ. και φρ. για λόγους τιμής·   
- έκλεψε την τιμή της, λέγεται για άντρα που ξεγέλασε τη γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος και την ξεπαρθένεψε: «της είχε υποσχεθεί πως θα την παντρευτεί και της έκλεψε την τιμή της»·
- έπεσαν οι τιμές, παρατηρείται πτώση της τιμής πώλησης, ιδίως των καταναλωτικών αγαθών: «λόγω της αναδουλειάς έπεσαν οι τιμές στην αγορά»·
- έπεσε στο πεδίο της τιμής, βλ. λ. πεδίο·
- έχασε την τιμή της, λέγεται για γυναίκα που έχασε την παρθενιά της, που ξεπαρθενεύτηκε από κάποιον άντρα: «απ’ τη μέρα που έχασε την τιμή της, πηγαίνει απ’ τον έναν άντρα στον άλλον»·
- έχω την τιμή να…, έκφραση ευγένειας: «έχω την τιμή να σας προσκαλέσω στα εγκαίνια του καταστήματός μου || έχουμε την τιμή να σας προσκαλέσουμε στο γάμο των παιδιών μας»·
- η τιμή της αγοράς, βλ. φρ. η τιμή της πιάτσας·
- η τιμή της πιάτσας, η τρέχουσα τιμή: «γι’ αυτό το είδος που ενδιαφέρεσαι ν’ αγοράσεις, η τιμή της πιάτσας είναι περίπου σ’ αυτά τα λεφτά που σου λέω»·
- η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει), η κοινωνική υπόληψη του ανθρώπου δεν εξαγοράζεται με κανένα τίμημα: «όσα λεφτά κι αν μου δώσεις, δεν μπορώ ν’ αθετήσω το λόγο μου, γιατί για μένα η τιμή τιμή δεν έχει»·
- η τρέχουσα τιμή, αυτή που ισχύει σήμερα: «η τρέχουσα τιμή του είδους που σ’ ενδιαφέρει, είναι περίπου εκατό χιλιάδες»·
- θα το θεωρήσω μεγάλη τιμή αν… ή θα το θεωρήσω μεγάλη τιμή να…, βλ. φρ. θα μου κάνετε μεγάλη τιμή αν(…)·
- θα μου κάνετε μεγάλη τιμή αν… ή θα μου κάνετε μεγάλη τιμή να…, έκφραση ευγένειας: «θα μου κάνετε μεγάλη τιμή, αν παρευρεθείτε στα εγκαίνια του καταστήματός μου || θα μας κάνετε μεγάλη τιμή να παρευρεθείτε στο γάμο των παιδιών μας»·
- λόγος τιμής, βλ. λ. λόγος·
- λόγω τιμής, βλ. λ. λόγος·
- μα την τιμή μου! βλ. φρ. στην τιμή μου(!)·
- με βασιλικές τιμές, με πολύ επίσημες εκδηλώσεις για να τιμηθεί κάποιο σπουδαίο πρόσωπο: «οι κάτοικοι και οι αρχές της πόλης υποδέχτηκαν τον πρωθυπουργό με βασιλικές τιμές»·
- με τιμή ή μετά τιμής, στερεότυπη φρ. με την οποία τελειώνει κάποιος γραπτή αίτηση ή αναφορά σε προϊσταμένη αρχή, κι έχει την έννοια με εκτίμηση, με σεβασμό. Ακολουθεί η υπογραφή του αιτούντος ή του ατόμου που αναφέρει κάτι·
- μεγάλη μας τιμή! ή μεγάλη μου τιμή! έκφραση ευγένειας, όταν μας χαρίζει κάποιος κάτι ή όταν μας προσκαλεί κάπου. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- οι τιμές είναι φαρμάκι, υπάρχει μεγάλη ακρίβεια στην αγορά: «δεν τολμώ να κατέβω στην αγορά, γιατί οι τιμές είναι φαρμάκι»·
- οι τιμές είναι φωτιά, είναι πάρα πολύ υψηλές, υπάρχει πολύ μεγάλη ακρίβεια στην αγορά: «δεν τολμώ να σκεφτώ ν’ αγοράσω κάτι, γιατί οι τιμές είναι φωτιά»·
- όλοι έχουν την τιμή τους, απαισιόδοξη διαπίστωση πως όλοι εξαγοράζονται με τα κατάλληλα χρήματα: «απ’ τη στιγμή που όλοι έχουν την τιμή τους, δεν μπορείς πια να έχεις εμπιστοσύνη σε κανέναν»·
- ορισμένη τιμή, που δεν επιδέχεται διαπραγματεύσεις, παζάρια: «δεν μπορώ να σου κάνω την παραμικρή έκπτωση, γιατί αυτό το είδος έχει ορισμένη τιμή»·
- ποιος έχασε την τιμή του, (για) να τη βρεις εσύ; ειρωνική έκφραση σε άτομο που ορκίζεται στο λόγο της τιμής του, ενώ εμείς είμαστε εντελώς σίγουροι από προηγούμενες φορές πως δεν έχει καθόλου υπόληψη και, φυσικά, δεν το πιστεύουμε·
- προς τιμή(ν) (κάποιου), για να τιμηθεί κάποιος: «ο δήμος ενέκρινε την ανέγερση ανδριάντα προς τιμήν του τάδε αγωνιστή της δημοκρατίας»·
- προς τιμή(ν) του, επαινετική έκφραση για το λόγο ή την πράξη κάποιου: «μόνο ο τάδε, προς τιμήν του, με υπερασπίστηκε, όταν με κατηγόρησε ο διευθυντής για υποκινητή της κατάληψης του εργοστασίου»·
- ράλι τιμών, ραγδαία αύξηση των τιμών: «δεν είναι να κατεβείς στην αγορά, γιατί, με το ράλι τιμών που παρατηρείται συνεχώς, δεν μπορείς ν’ αγοράσεις τίποτα»·
- ρίχνω την τιμή ή ρίχνω τις τιμές, πουλώ εμπόρευμα σε τιμή μικρότερη από την κανονική του: «για να μην του μείνει το εμπόρευμα, μια και ήταν τέλος εποχής, έριξε τις τιμές κι έγινε ανάρπαστο»·
- σε καλή τιμή, σε τιμή που συμφέρει: «αγόρασα ένα ρολόι σε καλή τιμή || πούλησα ένα οικόπεδο σε καλή τιμή»·
- σε συμβολική τιμή, (για προϊόντα) σε τιμή κατώτερη από την πραγματική του: «θα σου το δώσω σε συμβολική τιμή, γιατί σε συμπάθησα»·
- σε τιμή γνωριμίας, (για προϊόντα) που πουλιέται σε χαμηλή τιμή, επειδή ο πελάτης αγοράζει για πρώτη φορά από το συγκεκριμένο κατάστημα: «για να σε κάνω μόνιμο πελάτη του μαγαζιού μου, θα σου δώσω αυτό το είδος σε τιμή γνωριμίας»·
- σε τιμή εργοστασίου, (για βιομηχανικά προϊόντα) που για κάποιους λόγους πουλιέται όσο κόστισε η κατασκευή του: «έχει άμεση ανάγκη από μετρητά ο άνθρωπος, γι’ αυτό πουλάει τα ψυγεία σε τιμή εργοστασίου»·
- σε τιμή ευκαιρίας, (για προϊόντα) που για διάφορους λόγους πωλείται σε τιμή πολύ κατώτερη από την κανονική του: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο για την κόρη μου, γιατί το βρήκα σε τιμή ευκαιρίας»·
- σε τιμή κόστους, (για προϊόντα) που για κάποιους λόγους πουλιέται όσο κόστισε, χωρίς κανένα κέρδος για τον πωλητή: «όσα απόμειναν απ’ αυτά τα μπλουζάκια, τα πουλάει σε τιμή κόστους, γιατί του χρόνου αλλάζει η μόδα»·
- σε τιμή προσφοράς, (για προϊόντα) που πουλιέται σε συμφέρουσα, σε πολύ χαμηλή τιμή: «κάθε μέρα το σούπερ μάρκετ έχει ένα είδος σε τιμή προσφοράς»· 
- σπάσιμο τιμών, βλ. λ. σπάσιμο·
- σπάω την τιμή ή σπάω τις τιμές, πουλώ εμπόρευμα σε χαμηλότερη τιμή από την κανονική, πουλώ με έκπτωση, κάνω εκπτώσεις: «θα πάω να ψωνίσω απ’ το τάδε μαγαζί, γιατί έμαθα πως σπάει τις τιμές»·
- στην προσκοπική μου τιμή, βλ. φρ. στο λόγο της τιμής μου·
- στην τιμή μου! (ενν. ορκίζομαι), όρκος για να γίνει κάποιος πιστευτός σε αυτά που λέει ή για να βεβαιώσει κάποιον πως δε θα αθετήσει κάποια υπόσχεση που του έδωσε: «στην τιμή μου, σου λέω, έτσι έγιναν τα πράγματα! || εντέλει, αν μου χρειαστούν εκείνα τα χρήματα, θα μου τα δώσεις; -Στην τιμή μου, μόλις τα χρειαστείς, θα στα δώσω!»·
- στο λόγο της τιμής μου! βλ. λ. λόγος·
- συμβόλαιο τιμής, βλ. λ. συμβόλαιο·
- τελευταία τιμή, η πιο χαμηλή στην οποία προσφέρεται κάποιο προϊόν: «το πήρα τελευταία τιμή εκατόν πενήντα ευρώ»·
- τελική τιμή, βλ. φρ. τελευταία τιμή·
- την πήρε δόξη και τιμή, βλ. λ. δόξα·
- την πήρε με δόξα και τιμή, βλ. λ. δόξα·
- τιμές για όλα τα βαλάντια, βλ. λ. βαλάντιο·
- τιμές για όλα τα πορτοφόλια, βλ. λ. πορτοφόλι·
- τιμές για όλες τις τσέπες, βλ. λ. τσέπη·
- τιμές περίπτωση! ή τιμή περίπτωση! (για προϊόντα) που πουλιέται σε τιμή τόσο χαμηλή, που εντυπωσιάζει·
- τιμές φωτιά ή τιμή φωτιά, που είναι πολύ υψηλές, πολύ ακριβές, που είναι πολύ υψηλή, πολύ ακριβή: «με τέτοιες τιμές φωτιά που υπάρχουν στην αγορά, ο κόσμος αγοράζει μόνο τα στοιχειώδη πράγματα»·
- τιμή μου και καμάρι μου, καύχημά μου: «είναι τιμή μου και καμάρι μου που έχω φίλο τον τάδε»·
- τιμή πόρτας, η αρχική τιμή που δίνει συνήθως ένα ξενοδοχείο, που είναι κατά πολύ αυξημένη, πάνω στην οποία όμως γίνεται μια σχετική έκπτωση, για να φανεί πως η επιχείρηση κάνει εκπτώσεις στους πελάτες της: «τα εκατό ευρώ τη βραδιά είναι τιμή πόρτας, γι’ αυτό ν’ απαιτήσεις να σου κάνουν έκπτωση»·
- τιμής ένεκεν, α. έκφραση σε ένδειξη σεβασμού, εκτίμησης η τιμής στο πρόσωπο κάποιου ή έντονης επιδοκιμασίας για τις ενέργειες κάποιου: «ο παππούς μας, κάθεται πάντοτε τιμής ένεκεν στην κεφαλή του τραπεζιού || του ’δωσα τιμής ένεκεν το πρώτο αντίτυπο του βιβλίου μου που κυκλοφόρησε || όταν αποχωρούσε απ’ τη διεύθυνση, οι υπάλληλοι του ’καναν τιμής ένεκεν ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι || ο σύλλογος του απένεμε τιμής ένεκεν μια πλακέτα ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις ακάματες προσπάθειές του για τη διάδοση του αθλητισμού». β. πολλές φορές, λέγεται άσχετα από την πράξη στην οποία προβαίνει κάποιος: «όση ώρα τον περίμενα, ήπια τιμής ένεκεν δυο ουισκάκια»·
- το γκολ της τιμής, βλ. λ. γκολ·
- το κρατάει για την τιμή του αντρού της, α. είναι παρθένα και δε δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη πριν από το γάμο της, για να δώσει τη χαρά του ξεπαρθενέματός της στο μελλοντικό σύζυγό της: «μαζί της έχεις μόνο μερικά φιλιά και κάτι χαδάκια κι αυτό είναι όλο, γιατί το άλλο το κρατάει για την τιμή του αντρού της». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε γυναίκα που δε δέχεται να της επιβάλουμε τη σεξουαλική πράξη· βλ. και φρ. από μπροστά παρθένα κι από πίσω μπαίνουν τρένα, λ. πίσω·
- του ’καναν βασιλικές τιμές, λέγεται με ειρωνική διάθεση, όταν περιποιούνται υπερβολικά κάποιον: «του ’καναν βασιλικές τιμές οι φίλοι του, όταν βγήκε απ’ τη φυλακή»· βλ. και φρ. με βασιλικές τιμές·
- του στραπατσάρισε την τιμή, βλ. φρ. του τσαλάκωσε την τιμή·
- του τσαλάκωσε την τιμή, του συμπεριφέρθηκε περιφρονητικά,τον καταντρόπιασε, τον καταξεφτίλισε: «τον συνάντησε στο καφενείο κι εκεί μπροστά στον κόσμο του τσαλάκωσε την τιμή»·
- του τσαλαπάτησε την τιμή, βλ. φρ. του τσαλάκωσε την τιμή·
- τσιμπάνε οι τιμές, βλ. λ. τσούζουν οι τιμές·
- τσιμπημένη τιμή, βλ. φρ. αρμυρή τιμή·
- τσούζουν οι τιμές, οι τιμές των προϊόντων στην αγορά είναι αρκετά υψηλές: «τον τελευταίο καιρό δεν αγοράζω τίποτα, γιατί παντού τσούζουν οι τιμές»·
- τσουχτερή τιμή, βλ. φρ. αρμυρή τιμή·
- υψώνω την τιμή ή υψώνω τις τιμές, βλ. συνηθέστ. ανεβάζω την τιμή·
- φανταστικές τιμές ή φανταστική τιμή, που είναι πολύ χαμηλές, που είναι πολύ χαμηλή: «τον τελευταίο μήνα στην αγορά υπάρχουν γενικά φανταστικές τιμές || αγόρασε ένα αυτοκίνητο σε φανταστική τιμή»·
- φαρμακερές τιμές ή φαρμακερή τιμή, βλ. φρ. οι τιμές είναι φαρμάκι·
- φιλική τιμή, πολύ χαμηλή τιμή, ιδίως για φίλους: «αγόρασα αυτό τ’ αυτοκίνητο από κάποιον, που μου το ’δωσε σε φιλική τιμή»·
- φόρος τιμής, βλ. λ. φόρος·
- χρέος τιμής, βλ. λ. χρέος·
- χτυπώ την τιμή, ανάλογα με τη στιγμή, πλειοδοτώ ή μειοδοτώ σε κάποια δημοπρασία ή σε κάποια ανάληψη εργασίας: «περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει την τιμή».

τόπι

τόπι, το, ουσ. [<τουρκ. top (= σφαίρα)]. 1. η μπάλα: «τα παιδιά μαζεύτηκαν στην αλάνα για να παίξουν τόπι». 2. ύφασμα πολλών μέτρων περιτυλιγμένο: «όλα τα ράφια του καταστήματος ήταν γεμάτα με τόπια διάφορων υφασμάτων». 3. (παλαιότερα) σφαιρικό βλήμα κανονιού και, κατ’ επέκταση, το κανόνι: «με το ξημέρωμα πήραν φωτιά τα τόπια και σε λίγο η μάχη γενικεύτηκε»·
- βάζω φωτιά στα τόπια, δημιουργώ έκρυθμη κατάσταση: «οι δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών για την εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης έβαλε φωτιά στα τόπια και οι συνδικαλιστές όλων των πολιτικών παρατάξεων ανήγγειλαν δυναμικές κινητοποιήσεις». Από την εικόνα των κανονιών εν ώρα μάχης· 
- θα σε κάνω τόπι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον έκανε τόπι, τον έδειρε άγρια, τον ξυλοκόπησε: «όπως ήταν μεθυσμένος, τον άρπαξε στα χέρια του και τον έκανε τόπι»·
- τον έκανε τόπι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο.

χέρι

χέρι, το, ουσ. [<μσν. χέριν <μτγν. χέριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. χείρ, από τη μτγν. αιτιατ. χέρα(ν)], το χέρι. 1. λέγεται για κάτι που πλησιάζει στη μορφή ή στη χρήση με το χέρι: «τα χέρια της πολυθρόνας είχαν φθαρεί απ’ την πολυχρησία». 2. η λαβή δοχείου ή εργαλείου: «έπιασε τη χύτρα απ’ τα χέρια και την κατέβασε απ’ τη φωτιά». Υποκορ. χεράκι, το, είδος μεταλλικού ρόπτρου σε σχήμα κυρτωμένης παλάμης, όπως όταν χτυπάμε την πόρτα για να μας ανοίξουν που βρίσκεται καρφωμένο στην επιφάνεια της πόρτας σε ύψος κανονικού ανθρώπου: «χτύπησε με το χεράκι την πόρτα και περίμενε να τον ανοίξουν». (Παιδικό τραγούδι: πλάθω κουλουράκια με τα δυο χεράκια,ο φούρνος θα τα ψήσει, το σπίτι θα μυρίσει). Μεγεθ. χεράκλα κ. χερούκλα, η. (Ακολουθούν 390 φρ.)·
- άγιε Νικόλα μου, βοήθα με. -Κούνα κι εσύ τα χέρια σου, μαζί με τη βοήθεια του θεού που επικαλείσαι, δραστηριοποιήσου και εσύ, μην αδρανείς. Πρβλ. σύν Ἀθηνᾷ καί χεῖρα κίνει. Συνών. καλός ο αγιασμός, αλλά κράτα και μια γάτα·   
- αλλάζει χέρια (κάτι), πηγαίνει από την κυριότητα του ενός στην κυριότητα ενός άλλου: «είναι πολύ γρουσούζικο αυτό το μαγαζί, γιατί κάθε τόσο αλλάζει χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: και τα ζάρια φέρνουν βόλτα μες στου φορτηγού τη ρόδα, η χαρτούρα αλλάζει χέρια και δεν έχει βερεσέδια
-άλλαξε πολλά χέρια (κάτι), άλλαξε πολλούς κατόχους: «αυτό το μαγαζί μέχρι σήμερα άλλαξε πολλά χέρια»· βλ. και φρ. πέρασε από πολλά χέρια (κάτι)·
- αμπέλι του χεριού σου, συκιά του κυρού σου κι ελιά του παππού σου, βλ. λ. αμπέλι·
- αν δεν έχεις φίλο, είσαι μ’ ένα χέρι, βλ. λ. φίλος·
- αν μου πέσει στα χέρια (κάτι) ή αν πέσει στα χέρια μου (κάτι), αν έρθει στην κατοχή μου, στην κυριότητά του, αν το αποκτήσω: «αν μου πέσει στα χέρια αυτό που ζητάς, θα στο δώσω για να κάνεις τη δουλειά σου»·
- αν πέσει στα χέρια μου, βλ. φρ. αν τον πιάσω στα χέρια μου·
- αν τον πιάσω στα χέρια μου, απειλητική έκφραση για κάποιον πως με την πρώτη ευκαιρία θα τον τιμωρήσουμε με ξυλοδαρμό: «να του πείτε πως, αν τον πιάσω στα χέρια μου, θα βλαστημήσει την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκε»·
- ανοίγω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω τον τάφο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. τάφος·
- άξια χέρια, χαρακτηρίζει το άτομο που διευθύνει με επιτυχία ένα σύνολο ανθρώπων ή που φέρνει σε αίσιο τέλος κάτι που έχει αναλάβει ή διακονεί με επιτυχία κάτι: «ευτυχώς που ανέλαβαν τις τύχες μας άξια χέρια || στα άξια χέρια του τάδε, δεν είναι τίποτα ακατόρθωτο».  (Τραγούδι: η αποψινή μας εκπομπή φιλοξενεί τ’ αστέρια, κι είν’ του Τσιτσάνη η μουσική στα πλέον άξια χέρια). β. χαρακτηρίζει τον καλό μάστορα, τον καλό τεχνίτη: «τα άξια χέρια του όλα τα επιδιορθώνουν».
- απ’ το χέρι σου (του, της), από σένα (από εκείνον, από εκείνη): «δεν περίμενα τέτοιο ύπουλο χτύπημα απ’ το χέρι σου». (Λαϊκό τραγούδι: αφού απ’ τα εμπόδια δε θα γίνω ταίρι σου, θέλω ο θάνατος να έρθει απ’ το χέρι σου
- απλώνω τα χέρια μου εκεί που δε φτάνουν, επιχειρώ να κάνω κάτι που είναι πέρα από τις δυνατότητές μου, πέρα από τις δυνάμεις μου: «επειδή την έχω πατήσει μια φορά, ξανά δεν απλώνω τα χέρια μου εκεί που δε φτάνουν, και ασχολούμαι μόνο με πράγματα που τα κατέχω»·
- απλώνω το χέρι μου, ζητιανεύω: «δεν ντρέπεσαι, κοτζάμ άντρας, ν’ απλώνεις το χέρι σου στον έναν και τον άλλον;»· βλ. και φρ. απλώνω χέρι·
- απλώνω το χέρι μου (εναντίον κάποιου), βλ. και φρ. απλώνω χέρι·
- απλώνω χέρι, α. χειροδικώ: «αν απλώσεις χέρι ξανά απάνω του, θα σου σπάσω τα μούτρα». β. κλέβω: «ποιος άπλωσε χέρι στο ταμείο;». γ. προσπαθώ να χαϊδέψω ερωτικά, ιδίως γυναίκα: «κάθισε δίπλα της και μόλις έσβησαν τα φώτα, άρχισε ν’ απλώνει χέρι». δ. ζητιανεύω: «επειδή είναι τεμπέλης, απλώνει χέρι στον καθέναν». (Λαϊκό τραγούδι: μεγάλε χουβαρντά και απλοχέρη, σε λίγο ζητιανιάς θ’ απλώσεις χέρι
- απλώνω χέρι βοηθείας, βλ. συνηθέστ. δίνω χέρι βοηθείας·
- από δεύτερο, (τρίτο, τέταρτο κ.λπ.) χέρι, α. (για πληροφορίες) που τις μαθαίνουμε έμμεσα: «δεν ξέρω αν είναι αλήθεια αυτά που σου λέω, γιατί τα ’μαθα από δεύτερο χέρι». β. (για αγορά) που δεν αγοράστηκε απευθείας από την πηγή του και, κατ’ επέκταση, που είναι χρησιμοποιημένο, μεταχειρισμένο, που δεν είναι καινούριο: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο από δεύτερο χέρι, γι’ αυτό το πήρα πιο φτηνό». γ. (για γυναίκες) που δεν είναι παρθένα: «δεν τον ενδιαφέρει αν η γυναίκα που θα παντρευτεί θα είναι από δεύτερο χέρι, αρκεί να ’ναι καλός άνθρωπος»·
- από πρώτο χέρι, α. (για πληροφορίες) χωρίς τη μεσολάβηση άλλου, αλλά από τους ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν ή που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, απευθείας: «αυτά που σου λέω δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, γιατί τα ’μαθα από πρώτο χέρι». β. (για αγορά) που αγοράστηκε απευθείας από την πηγή του και, κατ’ επέκταση, που δεν είναι χρησιμοποιημένο, μεταχειρισμένο, που είναι καινούριο: «τ’ αυτοκίνητο τ’ αγόρασα από πρώτο χέρι». γ. (για γυναίκες) που είναι παρθένα, που την πήρε κάποιος, για να την παντρευτεί, απευθείας από τους γονείς της, χωρίς να μεσολαβήσει ερωτικά άλλος άντρας: «είναι της παλιάς σχολής και θέλει να παντρευτεί γυναίκα από πρώτο χέρι»·
- από χέρι, (για πράγματα) που προέρχεται από έμμεση αγορά, που είναι μεταχειρισμένο: «τ’ αυτοκίνητο που βλέπεις τ’ αγόρασα από χέρι»·
- από χέρι σε χέρι, (για πράγματα) με αλλεπάλληλη μεταβίβαση σε μια σειρά ανθρώπων: «αυτό το κηροπήγιο είναι παμπάλαιο κι από χέρι σε χέρι έφτασε και στα δικά μου τα χέρια || το πράμα πήγε πάσα από χέρι σε χέρι κι εξαφανίστηκε»·
- αρπάζομαι στα χέρια (με κάποιον), βλ. φρ. πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- αρχίζω πρώτος χειρών αδίκων, είμαι ο πρωταίτιος μιας δυσάρεστης ή ανώμαλης κατάστασης: «απορείς που σου συμπεριφέρομαι μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο, αλλά μην ξεχνάς ποιος άρχισε πρώτος χειρών αδίκων»·
- αφήνω το τιμόνι απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- αχλάδια πιάνουν τα χέρια σου; βλ. λ. αχλάδι·
- βάζω βαθιά το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, α. δίνω πολλά χρήματα για κάποιο σκοπό: «πρέπει όλοι να βάλουμε βαθιά το χέρι μας στην τσέπη, για να βοηθήσουμε το φίλο μας». β.υποχρεώνομαι να πληρώσω, να ξοδέψω πολλά χρήματα: «στο γάμο της κόρης μου έβαλα βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, αλλά το καταχάρηκα»·
- βάζω ένα χέρι (χεράκι), βοηθώ περιστασιακά κάποιον, ιδίως σε κάποια χειρονακτική εργασία που κάνει: «βάλε ένα χεράκι, σε παρακαλώ, να μεταφέρω αυτό το μπαούλο μέχρι τη στάση»· βλ. και φρ. δίνω ένα χέρι (χεράκι)·
- βάζω κι εγώ ένα χέρι (χεράκι) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), συμβάλλω ενεργά στην πραγματοποίηση κάποιου σκοπού, καλού ή κακού: «τώρα περνάς φτωχικά και υποφέρεις, αλλά θα έχεις την ικανοποίηση αργότερα και θα λες πως έβαλες κι εσύ ένα χέρι για τη δημιουργία αυτού του εργοστασίου || μην κλαις και μη χτυπιέσαι για την κατάντια του φίλου σου, γιατί έβαλες κι εσύ το χεράκι σου για την καταστροφή του». Συνών. βάζω κι εγώ ένα λιθαράκι ή βάζω κι εγώ το λιθαράκι μου·
- βάζω στο χέρι (κάποιον), πετυχαίνω να πάρω χρήματα από κάποιον με σκοπό να μην του τα επιστρέψω: «πρόσεχε μ’ αυτόν που συναλλάσσεσαι, γιατί έχει βάλει στο χέρι όλη την αγορά»·
- βάζω στο χέρι (κάτι), αποκτώ, οικειοποιούμαι κάτι, ιδίως με όχι νόμιμα, με όχι τίμια μέσα: «έκανε τον ερωτευμένο μαζί της και μόλις έβαλε στο χέρι την προίκα της, την κοπάνησε»·
- βάζω συνέχεια το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω συνέχεια το χέρι στην τσέπη μου, ξοδεύω, πληρώνω συνεχώς: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, βάζω συνέχεια το χέρι στην τσέπη μου και ξοδεύω αβέρτα»· 
- βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω το χέρι μου (το χεράκι μου) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), ανακατεύομαι, επεμβαίνω, μπερδεύομαι σε μια υπόθεση: «έχω μάθει να μη βάζω το χέρι μου σε ξένες υποθέσεις || έβαλα κι εγώ το χεράκι μου, για να τα φτιάξουν οι δυο τους || έβαλες κι εσύ το χεράκι σου να μαλώσουν»·
- βάζω το χέρι μου στη φωτιά, είμαι απόλυτα βέβαιος, απόλυτα σίγουρος για κάποιον ή για κάτι: «είναι τίμιος άνθρωπος και βάζω το χέρι μου στη φωτιά γι’ αυτόν || βάζω το χέρι μου στη φωτιά πως μας λέει ψέματα»·
- βάζω το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. βαγγέλιο·
- βάζω το χέρι μου στην καρδιά, βλ. συνηθέστ. με το χέρι στην καρδιά·
- βάζω το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω το χέρι στην τσέπη μου, α. δίνω χρήματα για κάποιο σκοπό: «μια και είμαστε φίλοι του, πρέπει να βάλουμε όλοι το χέρι στην τσέπη μας, για να τον βοηθήσουμε». β. υποχρεώνομαι να πληρώσω, να ξοδέψω χρήματα: «κάθε φορά που βγαίνω με τη γυναίκα μου στην αγορά, βάζω το χέρι μου στην τσέπη, για να γλιτώσω απ’ την γκρίνια της»· 
- βάζω χέρι, α. κλέβω: «ποιος έβαλε χέρι στο εμπόρευμα;». β. χαϊδεύω ερωτικά, ιδίως γυναίκα: «μέσα στο συνωστισμό του λεωφορείου έβαζε χέρι στη γυναίκα που στεκόταν μπροστά του». γ. αρχίζω να καταναλώνω κάτι: «έφαγε τα λεφτά που είχε, και τώρα έβαλε χέρι στην περιουσία του πατέρα του». δ. επιπλήττω, κατσαδιάζω, μαλώνω κάποιον: «έχει μάθει να βάζει χέρι σε όποιον κάνει ανοησίες». (Λαϊκό τραγούδι: γεια σου, Μανώλη ντερμπεντέρη, που στους νταήδες βάζεις χέρι. Και στη ζωή σου δε χορταίνεις μες τη στενή να μπαινοβγαίνεις). ε. αποκτώ κάτι με πλάγιο, με ανέντιμο τρόπο: «της έταξε πως θα την παντρευτεί κι έβαλε χέρι στην περιουσία της»· βλ. και φρ. της βάζω χέρι·
- βάζω χέρι στα έτοιμα, χρησιμοποιώ χρήματα από τις αποταμιεύσεις μου, τρώω από τα έτοιμα: «όταν δεν πάει καλά η δουλειά, βάζω χέρι στα έτοιμα»·
- βάζω χέρι στο γλυκό, βλ. λ. γλυκό·
- βάλε ένα χέρι (χεράκι), παράκληση σε κάποιον να μας βοηθήσει για λίγο σε κάποια χειρωνακτική εργασία που κάνουμε: «βάλε ένα χεράκι, σε παρακαλώ, να μεταφέρω αυτόν τον μπόγο μέχρι τη στάση»·
- βαστάνε τα χέρια του, βλ. φρ. κρατάνε τα χέρια του·
- βάφω τα χέρια μου με αίμα ή βάφω τα χέρια μου στο αίμα, δολοφονώ, σκοτώνω κάποιον: «για να ξεπλύνει τη ντροπή της αδερφής του, έβαψε τα χέρια του με αίμα ξεπαστρεύοντας το βιαστή της»·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. μάτι·
- βγήκε απ’ τα χέρια μου, (ειδικά για χειροποίητη κατασκευή) αποτελεί δικό μου δημιούργημα, δικό μου κατασκεύασμα: «αυτός ο ζωγραφικός πίνακας βγήκε απ’ τα χέρια μου»·
- βγήκε το χέρι μου, εξαρθρώθηκε: «πέταξα με μεγάλη δύναμη την πέτρα μακριά και βγήκε το χέρι μου»·
- βλέπω με (τα) χέρια δεμένα ή βλέπω με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- βλέπω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή βλέπω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- βουτώ τα χέρια μου στο αίμα, βλ. φρ. βάφω τα χέρια μου με αίμα·   
- βρήκε το χέρι του, (για μπασκετμπολίστες) μετά από ένα διάστημα αστοχίας, άρχισε πάλι να σκοράρει με ευχέρεια, κάτι, εξάλλου, που είναι χαρακτηριστικό του: «στο τελευταίο πεντάλεπτο ο τάδε βρήκε το χέρι του κι άρχισε να φορτώνει τ’ αντίπαλο καλάθι με τρίποντα»·
- βρίσκεται σε κακά χέρια, βρίσκεται υπό την εξουσία ή υπό την καθοδήγηση κακού ή ανέντιμου ανθρώπου: «απ’ τη μέρα που σκοτώθηκαν οι γονείς του σε τροχαίο, βρίσκεται σε κακά χέρια, γιατί, ο θείος του που τον ανέλαβε, έχει πάρε δώσε με τον υπόκοσμο»·
- βρίσκεται σε καλά χέρια, βρίσκεται υπό την προστασία, τη φροντίδα ή υπό την καθοδήγηση ικανού και έντιμου ανθρώπου: «όσο θα λείπει στο εξωτερικό, ο γιος του θα βρίσκεται σε καλά χέρια, γιατί θα τον αφήσει στον αδερφό του»·
- βρίσκεται σε σίγουρα χέρια (κάτι), το αντικείμενο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει ανατεθεί στη φύλαξη ικανού και έντιμου ανθρώπου: «είναι πανάκριβος πίνακας και βρίσκεται σε σίγουρα χέρια, μέχρι να επιδιορθώσω το σπίτι μου»· βλ. και φρ. βρίσκεται σε καλά χέρια·
- βρίσκεται στα χέρια μου (κάτι), βλ. φρ. έχω στα χέρια μου (κάτι)·
- γεια στα χέρια σου! βλ. λ. γεια·
- γίνομαι μπαλάκι στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. μπαλάκι·
- γλίτωσα απ’ τα χέρια του, ξέφυγα από τη δικαιοδοσία του, από την εξουσία του, γιατί με κακομεταχειριζόταν ή γιατί με εκμεταλλευόταν: «ήταν τόσο σκληρός ο διευθυντής μου, ώσπου στο τέλος δήλωσα παραίτηση και γλίτωσα απ’ τα χέρια του»·
- γυρίζει με τα χέρια στις τσέπες, περιφέρεται άσκοπα χωρίς να κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός όλη μέρα γυρίζει με τα χέρια στις τσέπες»·
- γυρίζω μ’ άδεια τα χέρια ή γυρίζω μ’ άδεια χέρια, επιστρέφω από κάπου άπρακτος, χωρίς να πετύχω το σκοπό για τον οποίο πήγα: «πήγα να τον πείσω ν’ αποσύρει τη μήνυση που έκανε στο φίλο μου, αλλά γύρισα μ’ άδεια χέρια»·
- δαγκάνει το χέρι που του δίνει ψωμί, είναι πολύ αχάριστος στον ευεργέτη του: «αν αληθεύει πως δαγκάνει το χέρι που του δίνει ψωμί, τότε είναι πολύ αχάριστο άτομο»·
- δε βάζει το χέρι στην τσέπη του, είναι τσιγκούνης, ιδίως αποφεύγει να συμβάλλει σε ρεφενέ: «κάθε φορά που πάμε στα μπουζούκια κι έρχεται ο λογαριασμός δε βάζει το χέρι στην τσέπη του, γι’ αυτό κι εμείς δεν τον ξαναπαίρνουμε μαζί μας»·
- δε βάζω (και) το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. βαγγέλιο·
- δε βάζω χέρι (κάπου ή σε κάτι), δεν ακουμπώ, δεν οικειοποιούμαι, δεν κλέβω, δεν αποκτώ κάτι με πλάγιο τρόπο: «δε βάζω χέρι σε ξένα πράγματα || δε βάζω χέρι σε ξένες τσέπες»·
- δε δαγκάνω το χέρι που μου δίνει ψωμί, δεν είμαι αχάριστος στον ευεργέτη μου: «δε θα καταφερθώ ποτέ εναντίον αυτού του ανθρώπου, γιατί δε δαγκάνω το χέρι που μου δίνει ψωμί»·
- δε θα κάθομαι με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα, θα επέμβω υπέρ κάποιου: «αν φτάσεις στο σημείο να χρειαστείς τη βοήθειά μου, δε θα κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια || αν δω πως έχεις την ανάγκη μου, δε θα κάθομαι με τα χέρια σταυρωμένα»·
- δε θα κοιτάζω με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα κοιτάζω με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα κοιτάζω με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα κοιτάζω με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα μένω με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα μένω με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα μένω με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα μένω με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα πέσει στα χέρια μου! απειλητική έκφραση για κάποιον που μας έχει κάνει κάποιο κακό και που δηλώνει πως, όταν τον συναντήσουμε, θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «τώρα γελάει που μου ’κανε την κουτσουκέλα, αλλά δε θα πέσει στα χέρια μου, θα δει τι θα πάθει!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πού θα μου πάει·
- δε θα στέκομαι με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα στέκομαι με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα στέκομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα στέκομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα τον πιάσω στα χέρια μου! βλ. φρ. δε θα πέσει στα χέρια μου(!)·
- δε λερώνω τα χέρια μου (με κάποιον), θεωρώ τόσο κατώτερό μου κάποιον, που δεν καταδέχομαι ούτε να τον δείρω: «ό,τι και να λέει σε βάρος μου αυτός ο λέτσος, δεν έχω σκοπό να λερώσω τα χέρια μου»·
- δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια! ή δε μου κόβεται καλύτερα το χέρι! α. κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δεν έχει την παραμικρή διάθεση να πιάσει ή να πάρει κάτι από κάπου που του έχουμε απαγορεύσει ή όχι: «μην μετακινήσεις αυτό το βάζο, γιατί είναι σπάνιο και μπορεί να σου πέσει και να σπάσει. -Δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια!». β. κατηγορηματική δήλωση ατόμου που δεν έχει την παραμικρή διάθεση να ψηφίσει ή να ξαναψηφίσει κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή πολιτικό υποψήφιο: «τι έμαθα, θα ψηφίσεις τον τάδε; -Δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια!»·
- δε μου κόβονταν καλύτερα τα χέρια! ή δε μου κοβόταν καλύτερα το χέρι! α. έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας ατόμου που έπιασε ή πήρε κάτι από κάπου: «σου είχε πει να μην πάρεις το βάζο απ’ τη θέση του. Ορίστε τώρα, σου ’πεσε κι έσπασε. -Δε μου κόβονταν καλύτερα τα χέρια!». β. έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας ατόμου, που ψήφισε κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή υποψήφιο: «ψήφισες κι εσύ αυτό το κόμμα; -Δε μου κοβόταν καλύτερα το χέρι!»·
- δε μύρισα τα χέρια μου, βλ. φρ. δε μύρισα τα δάχτυλά μου, λ. δάχτυλο·
- δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, δεν πλήρωσα, δε με άφησαν να πληρώσω: «φάγαμε, ήπιαμε, αλλά δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, γιατί πλήρωσαν άλλοι»·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, δεν είχα την παραμικρή φροντίδα ή περιποίηση, δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για μένα το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «με τι μούτρα έρχεται τώρα να τον βοηθήσω, απ’ τη στιγμή που δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό!»·
- δεν είναι στο χέρι μου (ενν. να κάνω κάτι ή να σε βοηθήσω, να σε εξυπηρετήσω), βλ. φρ. δεν περνάει απ’ το χέρι μου·
- δεν είναι του χεριού μου, α. δεν μπορώ να το νικήσω: «δεν αποφασίζω να μαλώσω μαζί του, γιατί δεν είναι του χεριού μου». β. δεν είναι υποχείριό μου: «ο μόνος που δεν είναι του χεριού μου μέσα στο εργοστάσιο είναι ο διευθυντής»·
- δεν έκοβα καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το χέρι μου! έκφραση πικρά μετανιωμένου ατόμου που βοήθησε κάποιον, ιδίως που ψήφισε κάποιον υποψήφιο ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «δεν έκοβα καλύτερα τα χέρια μου, που πήγα και του ’δωσα του αχάριστου τόσα λεφτά για να τον βοηθήσω! || δεν έκοβα καλύτερα το χέρι μου που ψήφισα αυτόν το ψεύτη!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να κόβει εν είδει μαχαιριού το αντίστοιχο χέρι από τον καρπό του. Η φρ. λέγεται ότι ανήκει σε κάποιον ψηφοφόρο του Χαρ. Τρικούπη, που τον ψήφισε στις εκλογές του 1895·
- δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το χέρι μου! έκφραση ατόμου που δηλώνει απερίφραστα πως δεν πρόκειται να προβεί σε κάποια συγκεκριμένη κίνηση ή χειρονομία, για να βοηθήσει κάποιον, ιδίως πως δεν πρόκειται να ψηφίσει κάποιον υποψήφιο ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου, που θα πάω να δώσω λεφτά σ’ αυτόν τον απατεώνα! || δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου που θα ψηφίσω αυτό το κόμμα!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να κόβει εν είδει μαχαιριού το αντίστοιχο χέρι από τον καρπό του· βλ. και φρ. κόβω τα χέρια μου·
- δεν περνάει απ’ το χέρι μου (ενν. να κάνω κάτι ή να σε βοηθήσω, να σε εξυπηρετήσω), δεν είναι στις δυνατότητές μου, στις αρμοδιότητές μου ή στις δικαιοδοσίες που έχω, για να πραγματοποιήσω αυτό που μου ζητάει κάποιος: «δεν περνάει απ’ το χέρι μου να σε προσλάβω στη δουλειά, γιατί άλλος είναι υπεύθυνος σ’ αυτό το θέμα»·
- δεν πιάνει βιβλίο στο χέρι του, βλ. λ. βιβλίο·
- δεύτερο χέρι, επαναλαμβάνω από την αρχή κάτι που έκανα μόλις προηγουμένως: «ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που παρήγγειλα δεύτερο χέρι μια απ’ τα ίδια || μόλις πήγε να ηρεμήσει ο γέρος μου, θυμήθηκε και το χτεσινό μου μεθύσι κι άρχισε δεύτερο χέρι τις φωνές»· βλ. και φρ. περνώ δεύτερο χέρι·
- διαβάζει το χέρι, έχει την ικανότητα να προμαντεύει το μέλλον, ή να προσδιορίζει στοιχεία του χαρακτήρα του ατόμου παρατηρώντας τις γραμμές της παλάμης του. Συνήθως άτομα που έχουν αυτή την ικανότητα είναι τσιγγάνες. (Λαϊκό τραγούδι: ρίξε, τσιγγάνα, τα χαρτιά και διάβασε το χέρι αν γράφει κι άλλες συμφορές η μοίρα να μου φέρει
- δίνουμε τα χέρια, συμφωνούμε με χειραψία: «μόλις μας δεις να δίνουμε τα χέρια, πάει να πει πως συμφωνήσαμε»· βλ. και φρ. δώσαμε τα χέρια·
- δίνω ένα χέρι (χεράκι), βοηθώ κάποιον: «αν δε μου ’δινε ένα χέρι ο φίλος μου δε θα ξεπερνούσα τις δυσκολίες μου». (Λαϊκό τραγούδι: μια ματιά κι ένα μαχαίρι με καρφώσανε και οι φίλοι ένα χέρι δε μου δώσανε βλ. φρ. βάζω ένα χέρι·             
- δίνω το ένα μου χέρι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία να αποκτήσουμε κάτι: «δίνω το ένα μου χέρι για να ξαπλώσω μ’ αυτή τη γυναίκα || δίνω το ένα μου χέρι για ν’ αποκτήσω κι εγώ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δίνω το χέρι μου (σε κάποιον), βλ. φρ. δίνουμε τα χέρια·
- δίνω το χέρι της, αποδέχομαι ως πατέρας την πρόταση κάποιου άντρα να παντρευτεί την κόρη μου: «σκέφτομαι να δώσω το χέρι της σ’ αυτό το παλικάρι, αν έρθει και μου τη ζητήσει»·
- δίνω χέρι βοηθείας (σε κάποιον), βοηθώ κάποιον: «είναι πολύ καλός άνθρωπος και δίνει χέρι βοηθείας σε όποιον έχει ανάγκη»·
- δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι, επιβάλλεται συστηματικά αυστηρή τιμωρία με ξυλοδαρμό: «όποιος δεν κάθεται καλά σ’ αυτό το ίδρυμα, δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι». Από την εικόνα του χεριού που ανεβοκατεβαίνει, όταν ξυλοκοπάει κάποιον·
- δούλεψε απάνω χέρι κάτω χέρι, επιβλήθηκε τιμωρία με ξυλοδαρμό: «όταν τον είδε ο πατέρας του να επιστρέφει πάλι μεθυσμένος στο σπίτι, δούλεψε απάνω χέρι κάτω χέρι»·
- δώσ’ ένα χέρι (χεράκι), βλ. φρ. βάλ’ ένα χέρι (χεράκι)·
- δώσ’ το χέρι σου, α. προτροπή για χειραψία με την οποία θέλουμε να κλείσουμε ή να επισφραγίσουμε κάποια συμφωνία με κάποιον: «τώρα που μου ανέλυσες όλες τις λεπτομέρειες της δουλειάς, βλέπω πως μπορούμε να συνεταιριστούμε, γι’ αυτό δώσ’ το χέρι σου να τελειώνουμε». β. προτροπή για χειραψία με την οποία προτείνουμε σε κάποιον συμφιλίωση ή που θέλουμε να επισφραγίσουμε μια συμφιλίωση: «τώρα που βεβαιώθηκα πως ποτέ σου δε με κατηγόρησες, δώσ’ το χέρι σου να ξαναγίνουμε φίλοι». γ. έκφραση με την οποία επικροτούμε την ενέργεια ή τα λόγια κάποιου: «δώσ’ το χέρι σου, ρε μάγκα, γιατί καλά του ’κανες του αλήτη || δώσ’ το χέρι σου, ρε φίλε, γιατί καλά του τα ’πες του φαφλατά»·
- δώσαμε τα χέρια, αποκαταστήσαμε τις σχέσεις μας, συμφιλιωθήκαμε, μονοιάσαμε: «επειδή είδαμε πως με τις έχθρες δε βγαίνει άκρη, δώσαμε τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: να δώσετε τα χέρια,ν’ αγαπήσετε και βάλ’ τε το σαντούρι για να γλεντήσετε)· βλ. και φρ. δίνουμε τα χέρια·
- είμαι καμένος από χέρι, βλ. φρ. είμαι χαμένος από χέρι·
- είμαι μπαλάκι στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. μπαλάκι·
- είναι από χέρι (κάτι), είναι χαρισμένο, προέρχεται από αγαπημένο πρόσωπο: «αυτό δεν μπορώ να στο δώσω, γιατί είναι από χέρι»·
- είναι ένα μέτρο με τα χέρια στην ανάταση, βλ. λ. μέτρο·
- είναι καλό χέρι, είναι ικανός στην εργασία, ιδίως τεχνική, με την οποία καταπιάνεται: «για τα φωτιστικά του σπιτιού μου απασχολώ πάντα τον τάδε ηλεκτρολόγο, γιατί είναι καλό χέρι»· βλ. και φρ. το καλό το χέρι·
- είναι κοντό το χέρι του να φτάσει και σε μένα, δεν έχει τη δυνατότητα να με βλάψει, γιατί είμαι ισχυρότερός του: «ας λέει ό,τι θέλει στον κόσμο ότι μπορεί να μου κάνει, αλλά είναι κοντό το χέρι του να φτάσει και σε μένα»·
- είναι πρώτο χέρι, α. (για πρόσωπα) είναι ο καλύτερος ή ο αξιότερος σε μια τέχνη ή σε μια εργασία: «πηγαίνω πάντα τ’ αυτοκίνητό μου στον ίδιο μηχανικό, γιατί είναι πρώτο χέρι || είναι πολύ γνωστός στους οικοδομικούς κύκλους, γιατί είναι πρώτο χέρι». β. (ειδικά για βάψιμο) βάφηκε για πρώτη φορά, μια φορά: «δεν έπιασε καλά η μπογιά, γιατί είναι πρώτο χέρι»·
- είναι σαν βγαλμένο χέρι, χαρακτηρίζει το υπερβολικά μεγάλο πέος: «υποφέρουν οι γυναίκες που πάνε μαζί του, γιατί ο πούτσος του είναι σαν βγαλμένο χέρι»· βλ. και φρ. έχει ένα πράμα, που είναι σαν βγαλμένο χέρι·
- είναι σαν να ’βαλε το χέρι του στην πρίζα, βλ. λ. πρίζα·
- είναι σε κακά χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε κακά χέρια·
- είναι σε καλά χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε καλά χέρια·
- είναι σε σίγουρα χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε σίγουρα χέρια·
- είναι στα χέρια μου (κάτι), βλ. φρ. έχω στα χέρια μου (κάτι)·
- είναι στα χέρια του Θεού ή είναι στο χέρι του Θεού, το οποιοδήποτε αποτέλεσμα εξαρτάται μόνο από το Θεό: «ό,τι ήταν να κάνουν οι γιατροί το έκαναν και στο εξής ο άρρωστος είναι στα χέρια του Θεού»·
- είναι στο χέρι μου να…, εξαρτάται από μένα, είναι μέσα στις δυνατότητές μου ή τις αρμοδιότητές μου, στη δικαιοδοσία μου να…: «θέλω να ’σαι τυπικός με τη δουλειά σου, γιατί είναι στο χέρι μου να σε κρατήσω ή να σε απολύσω»·
- είναι τα χέρια μου δεμένα, βλ. φρ. έχω τα χέρια μου δεμένα·
- είναι το δεξί μου χέρι, βλ. λ. δεξί·
- είναι του χεριού μου, α. μπορώ να τον νικήσω πάρα πολύ εύκολα: «δεν αποφασίζει να μαλώσει μαζί μου, γιατί ξέρει πως είναι του χεριού μου». β. είναι υποχείριό μου: «ο τάδε θα μας ψηφίσει οπωσδήποτε, γιατί είναι του χεριού μου». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που σου ’χα του χεριού μου για κακό του κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος ας καεί και κάνας άλλος
- είναι τραπουλόχαρτο στα χέρια μου, βλ. λ. τραπουλόχαρτο·
- είναι τρύπιο χέρι, είναι πολύ σπάταλος, είναι τρυπιοχέρης: «απ’ τα νιάτα του ήταν τρύπιο χέρι, γι’ αυτό και δεν έκανε προκοπή στη ζωή του». Συνών. είναι τρύπιες οι τσέπες του / είναι τρύπιο κόσκινο / είναι τρύπιο τσουβάλι / είναι τρύπιος κουμπαράς (α) / έχει τρύπες η τσέπη του / έχει τρύπια τσέπη / έχει τρύπιο χέρι·
- είναι φτιαγμένο στο χέρι, (για αντικείμενα) είναι χειροποίητο: «της αγόρασε μια καρφίτσα, που είναι φτιαγμένη στο χέρι || σχεδόν όλα τα Γιαννιώτικα κοσμήματα είναι φτιαγμένα στο χέρι»·
- είναι φτιαγμένος από χέρι, έχει από την αρχή όλες τις προϋποθέσεις, για να πετύχει σε κάτι: «είναι σίγουρο πως θα πετύχει στη ζωή του, γιατί, με την περιουσία που του άφησε ο πατέρας του είναι φτιαγμένος από χέρι». Αναφορά χαρτοπαίκτη, όταν τα φύλλα τα οποία πήρε στο χέρι από το χέρι εκείνου που μοιράζει, του δίνουν τη δυνατότητα να κάνει όλους τους απαραίτητους συνδυασμούς για να κερδίσει το κόλπο·
- είναι χαμένος από χέρι, α. είναι σίγουρα χαμένος, δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσει την τιμωρία: «αν κάνουν τώρα έλεγχο στο ταμείο είναι χαμένος από χέρι, γιατί λείπουν ένα σωρό λεφτά». β. από την αρχή κάποιας προσπάθειάς του δεν έχει καμιά προϋπόθεση να πετύχει κάτι, σίγουρα θα αποτύχει: «αν ξεκινήσει αυτή τη δουλειά με τόσο λίγα λεφτά, είναι χαμένος από χέρι». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτες δίχως όνομα, νύχτες χωρίς σκοπό, χαμένοι από χέρι, χαμένοι και οι δυο). Αναφορά χαρτοπαίκτη, όταν τα φύλλα τα οποία πήρε στο χέρι από το χέρι εκείνου που μοιράζει, δεν του δίνουν καμιά προοπτική επιτυχίας·
- έμεινα με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- έμεινα με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- έμεινα με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- έμεινα με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- εμπιστεύομαι στα χέρια μου ή εμπιστεύομαι τα χέρια μου, βλ. φρ. έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου·
- επιχείρηση καθαρά χέρια, βλ. λ. επιχείρηση·
- εργατικά χέρια, (γενικά) οι εργάτες: «για να τελειώσει γρήγορα αυτό το έργο, χρειαζόμαστε κι άλλα εργατικά χέρια»·
- έρχομαι μ’ άδεια τα χέρια ή έρχομαι μ’ άδεια χέρια, φτάνω κάπου χωρίς ψώνια, χωρίς δώρα: «ποτέ δεν έρχομαι μ’ άδεια χέρια στο σπίτι || ποτέ δεν έρχομαι μ’ άδεια τα χέρια στο σπίτι, όταν γιορτάζει η γυναίκα μου»· βλ. και φρ. πηγαίνω μ’ άδεια τα χέρια·
- έρχομαι με γεμάτα τα χέρια ή έρχομαι με γεμάτα χέρια, φτάνω κάπου φορτωμένος με ψώνια, με δώρα: «ο πατέρας έρχεται με γεμάτα τα χέρια, κάθε φορά που σχολάει απ’ τη δουλειά του || κάθε φορά στις γιορτές, ο παππούς έρχεται με γεμάτα χέρια στο σπίτι»· βλ. και φρ. πηγαίνω με γεμάτα τα χέρια·
- έρχομαι στα χέρια (με κάποιον), συμπλέκομαι με κάποιον: «τους χώριζε παλιά έχθρα και μόλις συναντήθηκαν ήρθαν στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: αν μάθω πως σε πήρανε μέσ’ απ’ τα δυο μου χέρια, όσο και μάγκας νάν’ αυτός, θα έρθουμε στα χέρια)· βλ. και φρ. πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- έφαγε ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- έφυγε απ’ τα χέρια μου, (για δουλειές ή υποθέσεις) βλ. φρ. έφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου·
- έφυγε η δουλειά απ’  τα χέρια μου ή έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έφυγε μ’ άδεια τα χέρια ή έφυγε μ’ άδεια χέρια, αποχώρησε από κάπου ή από κάποια διαπραγμάτευση χωρίς να αποσπάσει κάποιο κέρδος, κάποιο όφελος ή εντέλει κάποια υπόσχεση, αποχώρησε άπρακτος: «έφυγε απ’ το γραφείο του διευθυντή του μ’ άδεια χέρια, γιατί απέρριψε την άδεια που του ζήτησε || η αντιπροσωπεία των εργαζομένων έφυγε μ’ άδεια τα χέρια απ’ τη συνάντηση που είχε με τον υπουργό και το βέβαιο είναι πως θα συνεχιστεί η απεργία»·
- έχει ανοιχτό χέρι, είναι ανοιχτοχέρης (βλ. λ.)·
- έχει άσχημο χέρι, βλ. φρ. έχει βαρύ χέρι·
- έχει βαρύ χέρι, το χτύπημα του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, επιφέρει σοβαρό πόνο ή τραυματισμό: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί έχει βαρύ χέρι κι αν φας καμιά, θα τρέχεις στα νοσοκομεία»·
- έχει ελαφρύ χέρι, α. (ιδίως για οδοντογιατρούς, γιατρούς ή νοσοκόμες που κάνουν ένεση) έχει την τέχνη ή την ικανότητα να μην αισθάνεσαι το άγγιγμά του, να μη νιώθεις πόνο: «πηγαίνω πάντα στον ίδιο οδοντογιατρό, γιατί έχει ελαφρύ χέρι και δεν καταλαβαίνω τον παραμικρό πόνο». β. είναι δεινός πορτοφολάς: «βρίσκει πάντα τον τρόπο να ξαφρίζει κανένα πορτοφόλι μέσ’ στο συνωστισμό, γιατί έχει ελαφρύ χέρι»·
- έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έχει ένα χέρι σαν πένσα, βλ. λ. πένσα·
- έχει ένα χέρι σαν τανάλια, βλ. λ. τανάλια·
- έχει κακό χέρι, βλ. συνηθέστ. έχει βαρύ χέρι·
- έχει κάτι χέρια σαν φτυάρια, βλ. λ. φτυάρι·
- έχει λερωμένα χέρια ή έχει λερωμένα τα χέρια του ή έχει τα χέρια του λερωμένα ή έχει χέρια λερωμένα, α. είναι σεσημασμένος: «είναι από καιρό γνωστός στην Ασφάλεια, γιατί έχει λερωμένα χέρια». Από το ότι κατά τη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του παράνομου, περνούν τις άκρες των δακτύλων του από ένα ταμπόν με μελάνι, για να τις πιέσουν ύστερα πάνω σε ένα χαρτί. β. πήρε μέρος σε κάποια ύποπτη ή παράνομη δουλειά: «μην τον πιστεύεις, που σου λέει πως δεν πήρε μέρος στη ληστεία της τράπεζας, γιατί απ’ ό,τι ξέρω κι αυτός έχει τα χέρια του λερωμένα». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω τα χέρια σου μακριά από μένα, κάτω τα χέρια σου τα λερωμένα
- έχει μακρύ χέρι, έχει τη συνήθεια να κλέβει, είναι κλέφτης: «απ’ τη μέρα που αποκαλύφθηκε πως έχει μακρύ χέρι, κάθε φορά που χάνεται κάτι, τον θεωρούμε ύποπτο»· βλ. και λ. μακρυχέρης·
- έχει σταθερό χέρι, α. ελέγχει με απόλυτη ακρίβεια τις κινήσεις των χεριών του, όταν ενεργεί, ιδιαίτερα, όταν ασχολείται με κάποια λεπτή κατασκευή: «μπορεί και περνάει αμέσως την κλωστή απ’ την τρύπα της βελόνας, γιατί έχει σταθερό χέρι || είναι ειδικός σε πολύ λεπτές εργασίες στο χώρο της χρυσοχοΐας, γιατί έχει σταθερό χέρι». β. (για μπασκετμπολίστες) έχει άνεση στο σκοράρισμα: «συνήθως πετυχαίνει όλες τις προσωπικές βολές, γιατί έχει σταθερό χέρι»·
- έχει σφιχτό χέρι, είναι σφιχτοχέρης, είναι τσιγκούνης: «δεν μπορείς να του πάρεις εύκολα δανεικά, γιατί έχει σφιχτό χέρι»·
- έχει το μέλι στο χέρι, βλ. λ. μέλι·
- έχει τρύπιο χέρι, δεν μπορεί να κρατήσει χρήματα, είναι σπάταλος, είναι τρυπιοχέρης: «αυτός ο άνθρωπος έχει τόσο τρύπιο χέρι, που πολύ φοβάμαι πως κάποια μέρα θα πεθάνει στην ψάθα». Για συνών. βλ. φρ. είναι τρύπιο χέρι·
- έχει χέρι, α. σχεδιάζει ή ζωγραφίζει ωραία: «επειδή έχει χέρι το παιδί, ο πατέρας του το προτρέπει να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών». β. (για μπασκετμπολίστες) είναι πολύ εύστοχος: «έχει πολύ μεγάλη επιτυχία στις ελεύθερες βολές, γιατί έχει χέρι»·
- έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου ή έχω εμπιστοσύνη τα χέρια μου, εμπιστεύομαι στη δύναμή μου ή στις ικανότητές μου: «ό,τι αναλαμβάνω το τελειώνω μόνος μου, γιατί έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου»·
- έχω καθαρά χέρια ή έχω τα χέρια μου καθαρά, είμαι τίμιος: «μπορεί να είμαι φτωχός, αλλά έχω καθαρά χέρια και κάθε βράδυ κοιμάμαι ήρεμος σαν πουλάκι». (Λαϊκό τραγούδι: το μερτικό απ’ τη χαρά μου το ’χουν πάρει άλλοι, γιατ’ είχα χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη
- έχω στα χέρια μου, διαθέτω επιβαρυντικά στοιχεία για κάποιον: «πες του να μη μ’ ενοχλεί, γιατί έχω στα χέρια μου κάτι έγγραφα που τον καίνε»·
- έχω στα χέρια μου (κάτι), έχω κάτι στην κατοχή μου, στην κυριότητά μου: «αν έχω στα χέρια αυτό που σου χρειάζεται, θα σου το δώσω || έχω στα χέρια μου μεγάλη περιουσία»·
- έχω τ’ απάνω χέρι, α. βρίσκομαι σε πιο πλεονεκτική θέση από κάποιον άλλον, μιλώ, ενεργώ ή πράττω από θέση ισχύος: «θα δεχτώ ν’ αναλάβω τη θέση που μου προτείνεται μόνο αν έχω τ’ απάνω χέρι || τώρα που έχει τ’ απάνω χέρι, κάνει ό,τι θέλει χωρίς να λογαριάζει κανέναν». β. είμαι κύριος μιας κατάστασης ή μιας σχέσης: «ένας οικογενειάρχης πρέπει να ’χει τ’ απάνω χέρι μέσα στην οικογένειά του»·
- έχω τα χέρια μου δεμένα ή έχω δεμένα τα χέρια μου, αδυνατώ να παρέμβω ή να βοηθήσω κάποιον, γιατί είμαι δεσμευμένος με λόγο, όρκο, κάποιου είδους εκβιασμό ή νομικό μέσο: «απ’ τη στιγμή που έδωσα το λόγο μου να μη βοηθήσω κανέναν απ’ τους δυο, έχω τα χέρια μου δεμένα και δεν κάνω τίποτα || έχω δεμένα τα χέρια μου, γιατί έχει στην κατοχή του κάτι ακάλυπτες επιταγές μου, γι’ αυτό δε θα μπορέσω να ’ρθω στη δίκη ως μάρτυρας κατηγορίας»·
- έχω το πάνω χέρι, βλ. φρ. έχω τ’ απάνω χέρι·
- έχω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- ζητώ το χέρι της, κάνω επίσημη πρόταση σε μια γυναίκα ή στους γονείς της, για να την παντρευτώ: «έχω δεσμό τρία χρόνια μαζί της, γι’ αυτό αποφάσισα να πάω την Κυριακή στο σπίτι της, για να ζητήσω το χέρι της»·
- η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά, βλ. λ. επιστήμη·
- η κατάσταση ξέφυγε απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. κατάσταση·
- θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό, λέγεται σε άντρα που περιμένει να γεννήσει η γυναίκα του και, σαν τους περισσότερους άντρες, θέλει αγόρι για τη διαιώνιση του ονόματός του και το υπονοούμενο της έκφρασης είναι πως, αν γεννηθεί κορίτσι, θα έχει κάποια φροντίδα και περιποίηση στα γεράματά του, γιατί, υποτίθεται, οι κόρες νιώθουν πιο κοντά στους γονείς: «να παρακαλάς να γεννήσει η γυναίκα σου κορίτσι, γιατί θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό». Πρβλ.: φίλο ποτέ να μην προδώσεις, για να ’χεις πρόσωπο λαμπρό και στους γονείς σου να πηγαίνεις ένα ποτήρι με νερό (Λαϊκό τραγούδι)·
- θα λερώσουν τα χέρια μου ή θα λερώσω τα χέρια μου, πολύ μειωτική έκφραση α. για άτομο, που δεν καταδεχόμαστε ούτε να το δείρουμε: «πάρε δρόμο από δω, γιατί αν σε δείρω θα λερώσουν τα χέρια μου». β. σε πολύ βρόμικο άτομο, που δεν έχουμε τη διάθεση ούτε καν να το ακουμπήσουμε: «ούτε καν χειραψία θα κάνω μαζί του, γιατί θα λερώσω τα χέρια μου»·
- θα σου δώσω τ’ άντερα στα χέρια ή θα σου δώσω τ’ άντερα στο χέρι, βλ. λ. άντερο·
- θα σου κόψω τα χέρια ή θα σου κόψω το χέρι, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον, αν επιδιώξει να πιάσει ή να πάρει κάτι που του το έχουμε απαγορεύσει, πως θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά, πολύ παραδειγματικά: «αν ξανακουμπήσεις αυτό το βάζο αντίκα, θα σου κόψω τα χέρια || αν ξαναπάρεις λεφτά απ’ το ταμείο χωρίς να με ρωτήσεις, θα σου κόψω το χέρι». Παρατηρείται κίνηση με την παλάμη να κινείται σαν μαχαίρι με την κόψη της πάνω στον καρπό του άλλου χεριού· βλ. και φρ. θα σου σπάσω τα χέρια·
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις μασχάλες ή θα σου κόψω το χέρι απ’ τη μασχάλη, δίνει περισσότερη έμφαση στην παραπάνω φράση και παρατηρείται κίνηση με την παλάμη να κινείται σαν μαχαίρι με την κόψη της στο ύψος της μασχάλης·
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις ρίζες ή θα σου κόψω το χέρι απ’ τη ρίζα, βλ. φρ. θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις μασχάλες·
- θα σου σπάσω τα χέρια ή θα σου σπάσω το χέρι, α. απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε αυστηρά, παραδειγματικά, αν ξαναενοχλήσει με χειρονομίες οικείο ή αγαπημένο μας πρόσωπο: «αν σε ξαναδώ ν’ απλώνεις χέρι στην αδερφή μου, θα σου σπάσω τα χέρια». β. απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον, να μην αγγίξει κάτι που του το έχουμε απαγορεύει: «αν ξανακουμπήσεις τον πίνακα, θα σου σπάσω το χέρι»· βλ. και φρ. θα σου κόψω τα χέρια·
- θα σου σφίξω το χέρι, θα παραδεχτώ πως είσαι άξιος, πως είσαι ικανός, αν ανταποκριθείς με επιτυχία στην υποτιθέμενη πράξη που αναφέρω: «αν τελειώσεις τη δουλειά μέσα στις προθεσμίες που μου ’δωσες, θα σου σφίξω το χέρι || είναι πάρα πολύ τσιγκούνης, αλλά, αν καταφέρεις να του πάρεις δανεικά, θα σου σφίξω το χέρι»·
- Θεέ μου (Θεούλη μου) βάλε το χέρι σου! (το χεράκι σου!), βλ. λ. Θεός·
- θέλει δεύτερο χέρι, (ειδικά για βάψιμο) πρέπει να ξαναβαφεί από την αρχή: «η πόρτα θέλει δεύτερο χέρι, γιατί δε βάφηκε καλά»·
- καθαρά χέρια, δηλώνει τιμιότητα: «χωρίς καθαρά χέρια, δεν μπορείς να στεριώσεις σε καμιά δουλειά»· βλ. και φρ. έχω καθαρά χέρια·
- κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα ή κάθομαι με δεμένα (τα) χέρια, α. είμαι δεσμευμένος ή εξαναγκασμένος διά λόγου, όρκου, κάποιου είδους εκβιασμού ή νομικού μέσου, να υφίσταμαι κάτι κακό χωρίς να αντιδρώ ή να μην μπορώ να επέμβω, για να αποτρέψω κάποιο κακό: «όσο και να με βρίζουν, κάθομαι με τα χέρια δεμένα, γιατί ορκίστηκα να μην ξαναμαλώσω || έλεγε χίλιες δυο βλακείες και καθόμουν με δεμένα τα χέρια, γιατί έχει στα χέρια του μια ακάλυπτη επιταγή μου || είχαν στριμώξει το φίλο του στη γωνιά κι αυτός καθόταν με τα χέρια δεμένα, επειδή είναι έξω με αναστολή». β. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «όλη η οικογένεια σκοτώνεται στη δουλειά κι αυτός κάθεται με τα χέρια δεμένα». γ. (γενικά) δεν επεμβαίνω, αδιαφορώ: «έδερναν οι αλήτες γέρο άνθρωπο κι αυτός καθόταν με τα χέρια δεμένα και χάζευε»·
- κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα ή κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια, αδιαφορώ και δεν επεμβαίνω να αποτρέψω κάτι κακό που διαδραματίζεται μπροστά μου: «έδερναν κάτι αλήτες ένα γεροντάκι κι αυτός καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα και χασκογελούσε»· βλ. και φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- και με τα δυο τα χέρια ή και με τα δυο χέρια, δηλώνει τη φανατική υπερψήφιση κάποιου υποψηφίου ή κάποιου κόμματος: «εμείς στο νομό μας ψηφίζουμε τον τάδε βουλευτή και με τα δυο τα χέρια || αποφασίσαμε να το ρίξουμε και με τα δυο χέρια στο τάδε κόμμα»·
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει, α. είναι προτιμότερο να παίρνουμε τα λιγοστά αλλά σίγουρα παρά να περιμένουμε να πάρουμε τα περισσότερα αλλά αβέβαια. Λέγεται ιδίως για χρήματα. Συνών. καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα. β. λέγεται για δραστήρια ενέργεια που γίνεται συνήθως λόγω ελλείψεως χρόνου: «δεν έχω καιρό για καθυστέρηση, γι’ αυτό κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει». Συνών. η πίτα τρώγεται ζεστή / κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το / όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε (α) / στη βράση κολλάει το σίδερο / το γοργόν και χάριν έχει. Αντίθ. Δεν είναι βία / εις αύριον τα σπουδαία / κι αύριο μέρα είναι / σπεύδε βραδέως (β)·
- καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα, βλ. λ.σπουργίτης·
- κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, κάνω ό,τι είναι μέσα στις αρμοδιότητές μου, στις δικαιοδοσίες μου ή στις δυνατότητές μου: «θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, για να βοηθήσω το γιο σου στη δουλειά || όταν πρόκειται να βοηθήσω κάποιο φίλο, κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου»·
- κάνω χέρι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πιάνω την μπάλα με το χέρι ή χτυπάει η μπάλα στο χέρι μου από δική μου πρόθεση, κάνω εντς, οπότε μου καταλογίζει ο διαιτητής παράπτωμα και η μπάλα έρχεται στην κυριαρχία της αντίπαλης ομάδας, που ξαναρχίζει το παιχνίδι με ελεύθερο χτύπημα: «ο διαιτητής είδε που έκανα χέρι και αμέσως σφύριξε, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα και το σημείο στο οποίο έπρεπε να στηθεί η μπάλα». Συνών. κάνω εντς·   
- κάτω τα χέρια! α. αυστηρή προσταγή ή προειδοποίηση, ιδίως σε ομάδα ατόμων, να μην πιάσουν τίποτα από όσα βρίσκονται μπροστά και γύρω τους. β. επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να χειρονομεί βίαια σε βάρος μας ή σε βάρος οικείου ή αγαπημένου μας προσώπου. Συνήθως η φρ. κλείνει με το ρε·
- κάτω τα χέρια από…, αυστηρή προσταγή ή προειδοποίηση σε κάποιον να αποφύγει να ασχοληθεί με κάποιον ή με κάτι ή να αποφύγει να επέμβει κάπου: «κάτω τα χέρια απ’ το κόμμα || κάτω το χέρια απ’ την Κύπρο»·
- κάτω τα χέρια σου, επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να χειρονομεί βίαια σε βάρος μας ή σε βάρος οικείου ή αγαπημένου μας προσώπου. (Λαϊκό τραγούδι: κάτω το χέρια σου μακριά από μένα, κάτω τα χέρια σου τα λερωμένα). Η φρ. αυτή είναι ηπιότερης μορφής από ό,τι το κάτω τα χέρια(!) · βλ. και φρ. κοντά τα χέρια σου(!)
- κόβω τα χέρια μου ή κόβω το χέρι μου, έκφραση για να γίνουμε πιστευτοί, ιδίως στην περίπτωση που προσπαθούμε να πείσουμε κάποιον πως δεν πήραμε το πράγμα για το οποίο μας κατηγορεί: «κόβω το χέρι μου, αν νομίζεις πως πήρα εγώ τον αναπτήρα σου»· βλ. και φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- κοιτάζω με (τα) χέρια δεμένα ή κοιτάζω με δεμένα (τα) χέρια , βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- κοιτάζω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή κοιτάζω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- κοντά τα χέρια σου! ή κοντό το χέρι σου! αυστηρή προειδοποίηση σε κάποιον να μην αγγίξει κάτι, ιδίως να πάψει να χειρονομεί σε βάρος μας· βλ. και φρ. μάζεψε τα χέρια σου(!)·
- κόπηκαν τα χέρια μου ή μου κόπηκαν τα χέρια, παρέλυσαν από πολύωρη χειρονακτική εργασία ή από κάποιο μεγάλο βάρος που σήκωνα: «έσκαβα όλο το πρωί στον κήπο και κόπηκαν τα χέρια μου || κουβαλούσα είκοσι κιλά πράγμα και μου κόπηκαν τα χέρια, μέχρι να ’ρθω»·
- κουλάθηκε το χέρι μου, παρέλυσε, δεν μπορώ να το ελέγξω, ιδίως ύστερα από δυνατό χτύπημα που δέχτηκε: «χτύπησα τόσο δυνατά στον αγκώνα μου, που κουλάθηκε το χέρι μου»·
- κούνα τα χέρια σου! (τα χεράκια σου!), (προτρεπτικά) ενεργοποιήσου: «κούνα τα χέρια σου, γιατί αλλιώς δεν τελειώνει η δουλειά!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- κρατάει στο χέρι του την κουτάλα, διαχειρίζεται δημόσιο χρήμα, ιδίως προς όφελός του: «είδες ποτέ κανέναν να κρατάει στο χέρι του την κουτάλα και να ’ναι φτωχός;»·
- κρατάνε τα χέρια του, είναι δυνατός: «κάθε φορά που δεν μπορώ να σηκώσω κάτι βαρύ, φωνάζω τον τάδε που κρατάνε τα χέρια του || μόλις κατάλαβα πως ο τάδε ήθελε να με δείρει, φώναξα το φίλο μου που κρατάνε τα χέρια του»·
- κρατώ στα χέρια μου, βλ. φρ. έχω στα χέρια μου·
- κρύα χέρια ερωτευμένα και ζεστά βασανισμένα, διαπίστωση ότι, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, ο ερωτευμένος έχει κρύα χέρια από την ένταση που νιώθει και που, πολλές φορές, τον λούζει και κρύος ιδρώτας, όταν αντικρίζει το άτομο με το οποίο είναι ερωτευμένος, ενώ τα χέρια του ατόμου που ασχολείται με χειρωνακτική εργασία, είναι ζεστά από τη συνεχή τριβή· βλ. και φρ. κρύα χέρια, ζεστή καρδιά·
- κρύα χέρια, ζεστή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- λερώνω τα χέρια μου, διαπράττω κάποιο νομικό αδίκημα: «για να δούμε τώρα, που λέρωσες τα χέρια σου, ποιος θα σε πάρει στη δουλειά του!». Από το ότι κατά τη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του παράνομου περνούν τις άκρες των δακτύλων του από ένα ταμπόν με μελάνι, για να τις πιέσουν ύστερα πάνω σε ένα χαρτί·
- λερώνω τα χέρια μου με αίμα, βλ. συνηθέστ. βάφω τα χέρια μου με αίμα·
- λύθηκαν τα χέρια μου ή μου λύθηκαν τα χέρια, απαλλάχτηκα από κάποιο εμπόδιο ή από κάποια δέσμευση που δε μου επέτρεπε να ενεργήσω όπως ήθελα: «απ’ τη στιγμή που έληξε η απεργία των εργατών, λύθηκαν τα χέρια μου και θα τελειώσω τη δουλειά στο τάκα τάκα || τώρα που έληξε το συμβόλαιο, μου λύθηκαν τα χέρια και θα μπορέσω να συνεταιριστώ με όποιον θέλω»· βλ. και φρ. κόπηκαν τα χέρια μου·
- λύνω τα χέρια (κάποιου), αποδεσμεύω κάποιον από κάτι και τον αφήνω να ενεργήσει όπως αυτός θέλει: «μόλις του ’λυσα τα χέρια, διαπραγματεύτηκε με το δικό του τρόπο με τους εργάτες και η απεργία έληξε αμέσως»·
- μ’ άφησε με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- μ’ άφησε με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- μ’ άφησε με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- μ’ άφησε με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- μ’ έκοψε πάνω στο χέρι, α. κάποιος ή κάτι με ανάγκασε να διακόψω μια δύσκολη ή λεπτή χειροποίητη εργασία η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη, ή γενικά με ανάγκασε να διακόψω κάποια ενέργεια η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη: «τη στιγμή που ήταν να συνδέσω τις δυο άκρες, μπήκε στο εργαστήρι μου ο τάδε με φωνές και μ’ έκοψε πάνω στο χέρι || ήθελα λίγο ακόμη να τελειώσω την περιποίηση του κήπου μου, αλλά ήρθε ο τάδε και με την κουβέντα που μ’ έπιασε μ’ έκοψε πάνω στο χέρι». β. κάποιος ή κάτι με υποχρέωσε να διακόψω τη σεξουαλική πράξη η οποία ήταν σε εξέλιξη: «την ώρα που την ξεγύμνωσα κι ήμουν έτοιμος για τα περαιτέρω, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας και μ’ έκοψε πάνω στο χέρι»·
- μ’ έπιασε με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- μ’ έπιασε με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- μ’ έπιασε με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- μ’ έπιασε με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- μάζεψε τα χέρια σου! ή μάζεψε το χέρι σου! α. λέγεται σε κάποιον που μας κάνει ενοχλητικές χειρονομίες: «μάζεψε, επιτέλους, τα χέρια σου και πάψε να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά! || μάζεψε τα χέρια σου, γιατί μ’ εκνεύρισες!». β. λέγεται απειλητικά σε κάποιον που επιχειρεί να αγγίξει ερωτικά μια γυναίκα: «μάζεψε τα χέρια σου, γιατί θα τις φας!»·
- μακριά τα χέρια από…, α. (συμβουλευτικά) μην ασχοληθείς με κάποιον ή με κάτι, μην αναμειχθείς κάπου: «μακριά τα χέρια απ’ τον τάδε, γιατί είναι μεγάλος απατεώνας και σίγουρα κάπου θα σε μπλέξει || μακριά τα χέρια απ’ αυτό το μπιμπελό, γιατί είναι πολύ εύθραυστο και μπορεί να σπάσει με το παραμικρό». β. (απειλητικά) μην επιχειρήσεις να βλάψεις, να κάνεις κακό σε κάποιον: «μακριά τα χέρια απ’ τον αδερφό μου, γιατί θα σε σπάσω στο ξύλο»·
- με δεμένα τα χέρια ή με δεμένα χέρια ή με τα χέρια δεμένα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή προσπάθεια, πάρα πολύ εύκολα: «αυτό που μου ανέθεσες, το κάνω με δεμένα τα χέρια || τον νικώ με τα χέρια δεμένα»·
- με ξένα χέρια, φίδια δεν πιάνονται, βλ. λ. φίδι·
- με τα λεφτά στο χέρι, βλ. λ. λεφτά·
- με τα χεράκια της (του), λέγεται για να δώσουμε έμφαση στο πρόσωπο που έκανε κάτι με τα χέρια του, αυτή η ίδια, (αυτός ο ίδιος): «αυτό το νόστιμο φαγητό το ’φτιαξε η κόρη μου με τα χεράκια της || αυτό το κέντημα το κέντησε η γυναίκα μου με τα χεράκια της || αυτό το σπίτι το ’χτισε με τα χεράκια του». (Τραγούδι: ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά με τα χεράκια της και γέμισε από άνθη κόρφους κι αγκαλιά και τα μαλλάκια της
- με τα χέρια μου ή με τα ίδια μου τα χέρια, προσωπικά, εγώ ο ίδιος: «αυτόν τον κήπο τον έφτιαξα με τα χέρια μου || τον έπνιξα με τα ίδια μου τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: με πήρες ναυαγό και πληγωμένο και μου ’δειξες συμπόνια και στοργή και τώρα με τα ίδια σου τα χέρια ζητάς για να με βάλεις βαθιά στη μαύρη γη)· βλ. και φρ. στα χέρια μου·
- με το κλειδί στο χέρι, βλ. λ. κλειδί·
- με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. άρα μάρα·
- με το στόμα φάε σκατά και με τα χέρια κάτσε, βλ. λ. στόμα·
- με το χέρι στην καρδιά, με απόλυτη ειλικρίνεια, με παρρησία: «θέλω να μου πεις με το χέρι στην καρδιά, αν όντως συμφωνείς κι εσύ με τον τρόπο που χειρίστηκα το θέμα». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αυτούς τους δρόμους πώς νοσταλγώ να ξαναβγούμε, όπως τότε, μια βραδιά να ’μαστε μόνο εσύ κι εγώ και να τα πούμε με το χέρι στην καρδιά
- με το χέρι της καρδιάς, λέγεται για χειραψία που γίνεται με το αριστερό χέρι, που θεωρείται εγκάρδια ή που επισφραγίζει μια συμφωνία, όταν για κάποιο λόγο δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το δεξί μας χέρι: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε, γι’ αυτό κάναμε μια θερμή χειραψία με το χέρι της καρδιάς || είχα το χέρι μου στο γύψο, γι’ αυτό έσφιξα το χέρι του με το χέρι της καρδιάς, θέλοντας να επισημοποιήσουμε τη συμφωνία μας». Από το ότι η καρδιά βρίσκεται στο αριστερό μέρος του στήθος μας·
- με τρώει το χέρι μου, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε άτομο που ατακτεί, πως θα χειροδικήσουμε σε βάρος του: «μου φαίνεται πως θα τις φας μ’ αυτά τα καμώματά σου, γιατί με τρώει το χέρι μου». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τα δάχτυλα του ενός χεριού να ξύνουν το εσωτερικό της παλάμης του άλλου χεριού»· βλ. και φρ. με τρώει η παλάμη μου, λ. παλάμη·
- με φαγουρίζει το χέρι μου, βλ. φρ. με τρώει το χέρι μου·
- με χέρια και με πόδια, α. με όλες τις δυνάμεις: «αντιστεκόταν με χέρια και με πόδια, πριν καταφέρουν να τον ρίξουν οι αστυνομικοί στην κλούβα». β. με κάθε δυνατό μέσο, με κάθε δυνατό τρόπο: «προβλέπω πως αυτό το παιδί θα έχει λαμπρό μέλλον, γι’ αυτό θα το βοηθήσω με χέρια και με πόδια». γ. (για υπογραφές) με μεγάλη διάθεση, με μεγάλη ευχαρίστηση, ανεπιφύλακτα: «και τώρα ήρθε η ώρα να υπογράψετε. -Με χέρια και με πόδια»·
- μεγάλωσα σε ξένα χέρια, μεγάλωσα μακριά από την οικογένειά μου ή μεγάλωσα ανάμεσα σε ξένη οικογένεια: «όταν ήμουν πολύ μικρός, οι γονείς μου πήγαν μετανάστες στη Γερμανία κι εγώ μεγάλωσε σε ξένα χέρια || όταν ήμουν μικρός, οι γονείς μου σκοτώθηκαν σ’ ένα τροχαίο κι έτσι μεγάλωσα σε ξένα χέρια»·
- μεγάλωσα στα χέρια του (της), μεγάλωσα, διαπαιδαγωγήθηκα από κάποιον (κάποια): «από μικρός μεγάλωσα στα χέρια του παππού και της γιαγιάς». (Λαϊκό τραγούδι: στα χέρια σου μεγάλωσα και πόνεσα και μάλωσα
- μένω με (τα) χέρια δεμένα ή μένω με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- μένω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή μένω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- μετράω στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μη με κόβεις πάνω στο χέρι, βλ. φρ. μη μιλάς πάνω στο χέρι·
- μη μιλάς πάνω στο χέρι, α. μην αποσπάς την προσοχή μου, τη στιγμή που κάνω με τα χέρια μου μια δύσκολη ή λεπτή εργασία: «μη μιλάς πάνω στο χέρι, όταν προσπαθώ να περάσω την κλωστή στη βελόνα». β. μην αποσπάς την προσοχή μου, όταν κάποια ενέργειά μου βρίσκεται σε εξέλιξη: «μη μιλάς πάνω στο χέρι, όταν διαβάζω, γιατί την άλλη βδομάδα δίνω εξετάσεις»·
- μην πέσεις στα χέρια μου, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως με την πρώτη ευκαιρία θα τον δείρουμε, θα τον τιμωρήσουμε, θα τον εκδικηθούμε σκληρά: «τώρα έχεις τ’ απάνω χέρι και κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά μην πέσεις στα χέρια μου, όταν αλλάξουν τα πράγματα, γιατί θα μαρτυρήσεις της μάνας σου το γάλα»·
- μιλάει με τα χέρια του στις τσέπες, βλ. λ. τσέπη·
- μιλάει πάνω στο χέρι, α. αποσπά την προσοχή μου, τη στιγμή που κάνω με τα χέρια μου μια δύσκολη ή λεπτή εργασία: «δεν τον θέλω μαζί μου, γιατί μιλάει πάνω στο χέρι, κάθε φορά που αφοσιώνομαι στη ζωγραφική». β. αποσπά την προσοχή μου, όταν κάποια ενέργειά μου βρίσκεται σε εξέλιξη: «δεν τον θέλω μαζί μου, γιατί, όταν δουλεύω μιλάει πάνω στο χέρι»·  
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’δεσε τα χέρια, με εμπόδισε με κάποιο τρόπο να πραγματοποιήσω αυτό που ήθελα: «ήθελα να πάω μια βόλτα στη Χαλκιδική, αλλά ο μηχανικός μου ’δεσε τα χέρια, γιατί δεν είχε έτοιμο τ’ αυτοκίνητό μου»· βλ. και φρ. μου ’κοψε τα χέρια·
- μου ’κοψε τα χέρια, με εμπόδισε με κάποιο τρόπο να ενεργήσω όπως εγώ ήθελα ή σχεδίαζα, παρενέβαλε εμπόδια στην πρόοδό μου, στην εξέλιξή μου: «αυτή η απεργία των εργατών μου ’κοψε τα χέρια, γιατί δεν μπορώ να συνεχίσω τη δουλειά μου || σταμάτησε το επίδομα που μου έστελνε και μου ’κοψε τα χέρια, γιατί δεν μπορώ να συνεχίσω τις σπουδές μου»·
- μου λείπουν χέρια, έχω έλλειψη εργατικού δυναμικού: «δε βλέπω να τελειώνω γρήγορα τη δουλειά, γιατί μου λείπουν χέρια»·
- μου λύνουν τα χέρια, με αποδεσμεύουν από κάτι και μπορώ να ενεργήσω όπως θέλω: «απ’ τη στιγμή που μου έλυσαν τα χέρια, τακτοποίησα σε χρόνο ρεκόρ όλες τις εκκρεμότητες»·
- μου ’μεινε στα χέρια, α. (για πρόσωπα) πέθανε στα χέρια μου: «την ώρα που τον μεταφέραμε στο νοσοκομείο, μου ’μεινε στα χέρια ο παππούς». β. (για εμπορεύματα) δεν πουλήθηκε, δεν καταναλώθηκε: «είχα παραγγείλει μεγάλες ποσότητες απ’ αυτό το είδος και μου ’μεινε στα χέρια». γ. (για αντικείμενα) χάλασε καθώς το περιεργαζόμουν ή προσπαθούσα να το επιδιορθώσω: «πήρα αυτό το μπιμπελό να δω τι ακριβώς είναι, και μου ’μεινε στα χέρια, γιατί διαλύθηκε || προσπάθησα να επιδιορθώσω το ηλεκτρικό σίδερο και μου ’μεινε στα χέρια»·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φυγε η ευκαιρία μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. ευκαιρία·
- μου ’φυγε το τιμόνι απ’ τα χέρια, βλ. λ. τιμόνι·
- ν’ αγιάσει το χέρι σου (το χεράκι σου) ή ν’ αγιάσουν τα χέρια σου (τα χεράκια σου), βλ. φρ. γεια στα χέρια σου(!)·
- να μου κοπούν τα χέρια ή να μου κοπεί το χέρι, βλ. φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- να μου ξεραθούν τα χέρια ή να μου ξεραθεί το χέρι, βλ. φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- νίβω τα χέρια μου (νίπτω τας χείρας μου), δε φέρω καμιά ευθύνη, αποποιούμαι τις ευθύνες: «κάνε ό,τι θέλεις μ’ αυτή τη δουλειά, πάντως εγώ νίβω τα χέρια μου». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρα πουλιά μου πίνουνε το αίμα, από μικρός παιδεύομαι στα ξένα, κι όταν φωνάζω “ήρθαν οι λησταί”, Πιλάτοι νίβουν τα χέρια τους, Χριστέ). Η φρ. ελέχθη από τον Ρωμαίο έπαρχο της Ιουδαίας, Πόντιο Πιλάτο μπροστά στην πιεστική απαίτηση του όχλου, που ζητούσε τη σταύρωση του Χριστού. Πρβλ.: ἰδών δέ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδέν ὠφελεί, ἀλλά μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβών ὕδωρ ἀπενίψατο τάς χείρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου λέγων· ἀθῶος εἰμι ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε. (Ματθ., κζ΄24). Και η αρχαϊστική φρ. νίπτω τας χείρας μου σε κοινή χρήση·
- ξεράθηκε το χέρι μου, βλ. φρ. κουλάθηκε το χέρι μου·
- ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή ξέφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!), βλ. λ. Θεός·
- όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι, λέγεται στην περίπτωση που οι γνώμες, οι αποφάσεις ή οι προτάσεις δυο ή περισσοτέρων ενδιαφερομένων για το ίδιο θέμα, συμπίπτουν απόλυτα μεταξύ τους: «έχουν υποβάλλει όλοι τους τις ίδιες προτάσεις στην επιτροπή, λες κι όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι»·
- όσο περνάει απ’ το χέρι μου, όσο εξαρτάται από μένα: «δε θέλω να σου τάξω τρελά πράγματα, αλλά, όσο περνάει απ’ το χέρι μου, θα σε βοηθήσω»·
- παίρνω απ’ το χέρι (χεράκι) (κάποιον), α. καθοδηγώ κάποιον σε μια πορεία: «το παλικάρι πήρε απ’ το χέρι το γεροντάκι και το πέρασε στ’ απέναντι πεζοδρόμιο». β. καθοδηγώ κάποιον σε μια δουλειά ή υπόθεση, χωρίς να τον αφήνω να παίρνει πρωτοβουλίες: «αν δεν τον πάρεις απ’ το χεράκι να του δείξεις τι θα κάνει, δεν μπορεί να τελειώσει μια δουλειά αυτό το παιδί»·
- παίρνω στα χέρια μου (κάτι), αναλαμβάνω κάτι: «μόλις ο τάδε πήρε στα χέρια του τη διεύθυνση του εργοστασίου, όλα πήγαν μια χαρά || ό,τι παίρνει στα χέρια του, το τελειώνει με επιτυχία»·
- παίρνω τ’ απάνω χέρι, έρχομαι σε πλεονεκτική θέση έναντι κάποιου άλλου, μιλώ, ενεργώ ή πράττω από θέση ισχύος: «μόλις πήρε τ’ απάνω χέρι στο εργοστάσιο, έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο»· βλ. και φρ. έχω τ’ απάνω χέρι·
- παίρνω τη δουλειά στα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου, βλ. λ. κατάσταση·
- παίρνω το βολάν στα χέρια μου, βλ. λ. βολάν1·
- παίρνω το νόμο στα χέρια μου, βλ. λ. νόμος·
- παίρνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- παίρνω τον απολυσώνα μου στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- πέρασαν απ’ τα χέρια μου, ασχολήθηκα κατά καιρούς με διάφορους ή με διάφορα πράγματα ή είχα στην κατοχή μου διάφορα πράγματα: «πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό γυναίκες || πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό δουλειές || πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: περάσαν απ’ τα χέρια μου λεφτά, γυναίκες μάτσο
- πέρασε από πολλά χέρια (κάτι), πέρασε κατά καιρούς από πολλούς ιδιοκτήτες κάτι: «δε θα τ’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, γιατί πέρασε από πολλά χέρια»· βλ. και φρ. άλλαξε πολλά χέρια·
- περνάει απ’ το χέρι μου, είναι στις δυνατότητές μου, στις αρμοδιότητές μου, στις δικαιοδοσίες μου: «αφού περνάει απ’ το χέρι μου, θα σε βοηθήσω οπωσδήποτε»·
- περνώ δεύτερο χέρι, επαναλαμβάνω από την αρχή μια διαδικασία, ιδίως βάφω από την αρχή μια επιφάνεια: «περνώ δεύτερο χέρι το λόγο που θα εκφωνήσω, μήπως κι έχω πουθενά καμιά ασάφεια || πρέπει να περάσω δεύτερο χέρι την πόρτα, γιατί δε βάφηκε καλά». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα· βλ. και φρ. δεύτερο χέρι·
- περνώ τελευταίο χέρι, κάνω μια τελευταία προσπάθεια, για να γίνει κάτι πολύ καλύτερο, ιδίως το βάψιμο μιας επιφάνειας: «περνώ τελευταίο χέρι το λόγο που θα εκφωνήσω, για να εντοπίσω τυχόν ατέλειές του || περνώ τελευταίο χέρι το βάψιμο της πόρτας, για να γίνει ομοιόμορφο». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα· βλ. και φρ. το τελευταίο χέρι·
- πέφτει απάνω χέρι κάτω χέρι, βλ. φρ. δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι·
- πέφτει σε λάθος χέρια (κάτι), περιέρχεται κάτι στη δικαιοδοσία, στην κατοχή κάποιου που δεν ξέρει να το χρησιμοποιήσει ή που μπορεί να το χρησιμοποιήσει επικίνδυνα ή καταστροφικά: «έπεσε σε λάθος χέρια το μηχάνημα κι από άγνοια του χειριστή του βγήκε μπιελάρ || αν πέσει σε λάθος χέρια η ατομική ενέργεια, τότε αλίμονο στην ανθρωπότητα»·
- πέφτει στα χέρια μου (κάτι), έρχεται κάποιο πράγμα στη δικαιοδοσία μου, στην κατοχή μου ή βρίσκω, ανακαλύπτω κάτι τυχαία: «ό,τι πέφτει στα χέρια του, βρίσκει τον τρόπο να το αξιοποιήσει κατάλληλα || εκεί που έψαχνα στο υπόγειο να βρω ένα φτυαράκι, έπεσε στα χέρια μου μια παλιά φωτογραφία του παππού μου»·
- πέφτω σ’ άσχημα χέρια, βλ. φρ. πέφτω σε κακά χέρια· 
- πέφτω σε κακά χέρια, α. βρίσκομαι στη δικαιοδοσία κακού ή σκληρού ατόμου: «αν έχει τον τάδε διευθυντή, να του πεις πως έπεσε σε κακά χέρια και πως θα υποφέρει». β. αντιμετωπίζω την αδιαφορία ή την εχθρότητα του προστάτη μου ή του κηδεμόνα μου: «από μικρός έμεινε ορφανός κι έπεσε σε κακά χέρια, γιατί η θεια του, που τον ανέλαβε, ήταν πολύ στριφνή γυναίκα». γ. (και για τα δυο φύλα) κακοπαντρεύομαι: «πολύ καλή κοπέλα, αλλά έπεσε σε κακά χέρια και βασανίζεται η καημενούλα»·
- πέφτω σε καλά χέρια, α. βρίσκομαι στη δικαιοδοσία καλόκαρδου ατόμου: «έπεσα σε καλά χέρια, γιατί ο υπεύθυνος του τομέα μας, στο εργοστάσιο που δουλεύω είναι χρυσός άνθρωπος». β. έχω τη συμπαράσταση και τη φροντίδα του προστάτη ή του κηδεμόνα μου: «έμεινε πολύ μικρός ορφανός, αλλά, ευτυχώς, έπεσε σε καλά χέρια, γιατί, η θεια του που ανέλαβε να τον μεγαλώσει ήταν χρυσή γυναίκα». γ. με αναλαμβάνει ικανός δάσκαλος, για να με διδάξει: «όλοι εμείς οι παλιοί πέσαμε σε καλά χέρια, γιατί τότε οι δάσκαλοι θεωρούσαν λειτούργημα αυτό που έκαναν». δ. (και για τα δυο φύλα) καλοπαντρεύομαι: «μπορεί να έκανε αλήτικη ζωή, αλλά στο θέμα του γάμου του έπεσε σε καλά χέρια»·
- πέφτω σε λάθος χέρια, βλ. συνηθέστ. πέφτω σε κακά χέρια· βλ. και φρ. πέφτει σε λάθος χέρια (κάτι)·
- πέφτω στα χέρια (κάποιου), α. συλλαμβάνομαι: «ο δολοφόνος έπεσε στα χέρια της αστυνομίας». β. περιέρχομαι στην εξουσία, στη δικαιοδοσία κάποιου: «είσαι τυχερός που έπεσες στα χέρια του τάδε διευθυντή, γιατί είναι άνθρωπος με κατανόηση || αν πέσεις στα χέρια του τάδε διευθυντή, την έβαψες, γιατί είναι πολύ σκληρός με τους υφισταμένους του». γ. (για τόπους, πόλεις) καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι: «όλη η ανατολική περιοχή του εχθρικού κράτους έπεσε στα χέρια του στρατού μας»·
- πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- πηγαίνω μ’ άδεια τα χέρια ή πηγαίνω μ’ άδεια χέρια, α. πηγαίνω κάπου χωρίς να προσκομίζω κάποια πρόταση: «ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πήγε μ’ άδεια τα χέρια στη συνάντηση που είχε με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, οπότε αυτοί αποχώρησαν διαμαρτυρόμενοι». β. επισκέπτομαι κάποιον, χωρίς να του προσφέρω κάποιο δώρο όπως συνηθίζεται: «όταν επισκέπτομαι κάποιο φίλο στη γιορτή του, δεν πηγαίνω ποτέ μ’ άδεια χέρια»·
- πηγαίνω με γεμάτα τα χέρια ή πηγαίνω με γεμάτα χέρια, α. πηγαίνω κάπου προσκομίζοντας κάποια πρόταση: «παρόλο που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πήγε με γεμάτα χέρια στη συνάντηση που είχε με τους συνδικαλιστές, οι συνομιλίες έφτασαν πάλι σε αδιέξοδο». β. επισκέπτομαι κάποιον και του προσφέρω κάποιο δώρο όπως συνηθίζεται: «όταν επισκέπτομαι κάποιον φίλο μου στη γιορτή του, πηγαίνω με γεμάτα χέρια»·
- πιάνει το χέρι του ή πιάνουν τα χέρια του, έχει την ικανότητα ή τις γνώσεις να κάνει διάφορες μικροκατασκευές ή επιδιορθώσεις, ιδίως στο χώρο του σπιτιού του: «ευτυχώς πιάνουν τα χέρια του άντρα μου, κι ότι χαλάει μέσα στο σπίτι, το φτιάχνει ο ίδιος»·
- πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον), συμπλέκομαι με κάποιον: «είχαν από καιρό διαφορές και, μόλις συναντήθηκαν, πιάστηκαν στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία· στα χέρια πιάστηκ’ ο Θωμάς μαζί με τον Ηλία)· βλ. και φρ. έρχομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- πιάνω το βολάν στα χέρια μου, βλ. λ. βολάν1·
- πιάνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- πιάστηκε το χέρι μου, α. μούδιασε ή έπαθε αγκύλωση: «ήταν πολύ βαρύ το δέμα που κουβαλούσα και πιάστηκε το χέρι μου»·
- πιάστηκε το χέρι μου (κάπου), μπερδεύτηκε ή αιχμαλωτίστηκε κάπου: «πιάστηκε το χέρι μου σε κάτι σύρματα κι έκανα μια ώρα να το ξεμπερδέψω || πιάστηκε το χέρι μου στο άνοιγμα της πόρτας και πέθανα απ’ τον πόνο»·
- προχωράει με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- σας φιλώ το χέρι, στερεότυπη έκφραση σεβασμού, στη συνάντησή μας με κάποιο σεβάσμιο πρόσωπο αντί του χειροφιλήματος. Συνήθως συνοδεύεται με ελαφρά υπόκλιση κατά τη χειραψία, ή στερεότυπη φρ. με την οποία κλείνουμε κάποια επιστολή μας σε σεβάσμιο πρόσωπο. (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν γυρνάνε στα σοκάκια σα δυο σκιές μες στη βραδιά με τα φτωχά τους ρουχαλάκια όλο βροχή και λασπουριά δεν ξέρω να τις ξεχωρίσω ποιανής το χέρι να φιλήσω)· βλ. και φρ. φιλώ το χέρι του ή του φιλώ το χέρι·
- σηκώνω στα χέρια (κάποιον), αποθεώνω κάποιον: «μετά το πέρας της ομιλίας του ο κόσμος σήκωσε ενθουσιασμένος στα χέρια τον αρχηγό του κόμματος»·
- σηκώνω τα χέρια, αδυνατώ να προσφέρω και το παραμικρό, εγκαταλείπω κάθε προσπάθεια: «ήταν τόσο προχωρημένη η αρρώστια του, που οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια»· βλ. και φρ. σηκώνω ψηλά τα χέρια μου·
- σηκώνω το χέρι, (για μαθητές) θέλω να απαντήσω σε ερώτηση του δασκάλου μου, που την έθεσε στην τάξη ή για να του ζητήσω κάτι: «ήταν απ’ τους καλύτερους μαθητές της τάξης μας και, μόλις ρωτούσε κάτι ο δάσκαλος, σήκωνε αμέσως το χέρι ν’ απαντήσει || κάποια στιγμή σήκωσα το χέρι, για να πάρω άδεια απ’ το δάσκαλο να πάω στην τουαλέτα»·        
- σηκώνω χέρι (εναντίον κάποιου), απειλώ να δείρω, να χτυπήσω κάποιον ή δέρνω, χτυπώ κάποιον: «σε μένα μη σηκώνεις χέρι, γιατί δεν είμαι απ’ τα παιδάκια που φοβούνται || είναι πολύ άτακτο παιδί και σηκώνει χέρι στον καθένα»·
- σηκώνω ψηλά τα χέρια μου, ακινητοποιούμαι στην προσταγή ψηλά τα χέρια κάποιου οπλοφόρου: «μόλις μούγκρισε ο άλλος ψηλά τα χέρια προτείνοντάς μου το πιστόλι του, υποχρεώθηκα να σηκώσω ψηλά τα χέρια μου»· βλ. και φρ. σηκώνω τα χέρια·
- σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. λάκκος·
- σκατά στα χέρια σου! βλ. λ. σκατά·
- στ’ αριστερό μου (σου, του, της κ.λπ) χέρι, αριστερά μου (σου, του, της κ.λπ.), αριστερά: «μόλις θα συναντήσεις στ’ αριστερό σου χέρι ένα περίπτερο, θα κάνεις αμέσως δεξιά και θα βρεθείς στο μαγαζί που θέλεις»·
- στα χέρια μου (σου, του, της κ.λπ.), με δικές μου (σου, του, της κ.λπ) φροντίδες και κάτω από την επίβλεψή μου (σου, του, της κ.λπ.): «στα χέρια σου έγιναν όλες οι επιδιώξεις μου πραγματικότητα || στα χέρια της μεγάλωσε πέντε παιδιά» (Λαϊκό τραγούδι: στα χέρια σου μεγάλωσαν και πόνεσαν και μάλωσαν άντρες μ’ ολοκάθαρη ματιά. Ψηλά κυπαρισσόπουλα χαρά στα κοριτσόπουλα που ’χουν κι αγκαλιάζουν τη φωτιά)· βλ. και φρ. με τα χέρια μου·
- σταυρώνω τα χέρια μου, α. δεν κάνω τίποτα, μένω άπραγος, αδρανώ: «είναι καιρός τώρα που σταύρωσα τα χέρια και δεν κάνω τίποτα». β. αντιμετωπίζω παθητικά μια δύσκολη κατάσταση: «ήταν καμιά δεκαριά άτομα που τον έδερναν και σταύρωσα τα χέρια μου, γιατί δεν μπορούσα να τον γλιτώσω»·
- στέκομαι με (τα) χέρια δεμένα ή στέκομαι με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- στέκομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα ή στέκομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι  με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- στηρίζομαι στα χέρια μου, υπολογίζω στον εαυτό μου, στην προσωπική μου ικανότητα, στην προσωπική μου εργασία: «όσο στηρίζομαι στα χέρια μου, δεν έχω την ανάγκη κανενός»·
- στο δεξί μου (σου, του, της κ.λπ.) χέρι, δεξιά μου (σου, του, της κ.λπ.), δεξιά: «όπως θα ’ρχεσαι, θα συναντήσεις στο δεξί σου χέρι ένα βενζινάδικο και, μόλις το περάσεις, θα με δεις που θα σε περιμένω στην εξώπορτα του σπιτιού μου»·
- σφίξαμε τα χέρια, α. συμφιλιωθήκαμε: «αποφασίσαμε να σφίξουμε τα χέρια, γιατί καταλάβαμε πως με έχθρες και μαλώματα δε βγαίνει άκρη». β. επισημοποιήσαμε μια συμφωνία δια χειραψίας: «αφού συμφωνήσαμε σ’ όλες τις λεπτομέρειες, σφίξαμε τα χέρια»·
- σφυρίζω χέρι, (για διαιτητές ποδοσφαίρου) καταλογίζω το παράπτωμα του παίχτη να πιάσει ή να χτυπήσει εκούσια την μπάλα με το χέρι του: «ο διαιτητής είδε την κίνηση του παίχτη κι αμέσως σφύριξε χέρι». Στην περίπτωση που ο διαιτητής θεωρήσει πως ο παίχτης ήρθε σε επαφή με την μπάλα ακούσια, τότε αφήνει το παιχνίδι να συνεχιστεί· 
- τα θέλει όλα στα χέρια του ή τα θέλει όλα στο χέρι ή όλα στα χέρια του τα θέλει ή όλα στο χέρι τα θέλει, είναι τεμπέλης και περιμένει από τους άλλους να εξασφαλίζουν τις ανάγκες του: «δεν κάνει το παραμικρό και τα θέλει όλα στο χέρι || από μικρό παιδί τον έχουν καλομαθημένο και τα θέλει όλα στα χέρια του || αυτός δεν κουνάει ούτε το δαχτυλάκι του κι όλα στα χέρια του τα θέλει»·
- τα ξένα χέρια, α. οι θετοί γονείς ή κηδεμόνες: «οι γονείς του σκοτώθηκαν σε τροχαίο, όταν ήταν ακόμη πολύ μικρός και μεγάλωσε σε ξένα χέρια. (Λαϊκό τραγούδι: είναι πικρά, είναι βαριά τα ξένα χέρια! Τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια! Είναι μαχαίρια!). β. αυτοί που δεν είναι συγγενείς, που είναι ξένοι ως προς κάποια οικογένεια: «πεθαίνοντας ο παππούς άφησε πολλά χρέη κι έτσι η περιουσία του πέρασε στα ξένα χέρια»·
- τα ’παμε ένα χέρι (χεράκι), συζητήσαμε ή κάναμε συζήτηση σε έντονο τόνο για θέματα που μας αφορούσαν, σχεδόν λογομαχήσαμε: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε κι όταν βρεθήκαμε τυχαία σ’ ένα μπαράκι, τα ’παμε ένα χεράκι || είχαμε παλιές διαφορές και με την πρώτη ευκαιρία τα ’παμε ένα χεράκι»·
- τα χέρια μου μύρισα; βλ. λ. τα δάχτυλά μου μύρισα; λ. δάχτυλο·
- τα χέρια σου κοντά! ή το χέρι σου κοντό! βλ. φρ. κοντά τα χέρια σου(!)·
- τα χέρια του πιάνουν απ’ όλα ή τα χέρια του πιάνουν σ’ όλα, βλ. φρ. πιάνει το χέρι του·
- τα χρυσά χέρια, λέγεται για άτομο, ιδίως για χειρούργο, που είναι πολύ επιδέξιος στα χέρια και, κατ’ επέκταση, πολύ ικανός σε αυτό που κάνει με αυτά: «αφήνω χωρίς φόβο τη ζωή μου στα χρυσά χέρια αυτού του γιατρού»·
- την έχω πατημένη από χέρι, βλ. συνηθέστ. είμαι χαμένος από χέρι·
- της βάζω χέρι, χαϊδεύω ερωτικά μια γυναίκα: «τον είδα να ’χει στριμώξει την γκόμενά του στη γωνία και να της βάζει χέρι»·
- της δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι ή της δίνω τ’ άπλυτά της στο χέρι, βλ. λ. άπλυτα·
- της δίνω τα μπογαλάκια στο χέρι ή της δίνω τα μπογαλάκια της στο χέρι, βλ. λ. μπογαλάκι·
- της δίνω τα πανιά στο χέρι ή της δίνω τα πανιά της στο χέρι, βλ. λ. πανί·
- της δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή της δίνω τα παπούτσια της στο χέρι, βλ. λ. παπούτσι·
- της δίνω τα συμπράγκαλα στο χέρι ή της δίνω τα συμπράγκαλά της στο χέρι, βλ. λ. συμπράγκαλα·
- της δίνω το διαβατήριο στο χέρι ή της δίνω το διαβατήριό της στο χέρι, βλ. λ. διαβατήριο·
- της δίνω τον απολυσώνα στο χέρι ή της δίνω τον απολυσώνα της στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- της περνώ δεύτερο χέρι, μετά από μικρή ανάπαυλα, επιβάλλω πάλι τη σεξουαλική πράξη στην ίδια γυναίκα: «μετά το τσιγάρο που έκανα, της πέρασα δεύτερο χέρι για να με θυμάται». Συνήθως, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα·
- της περνώ ένα χέρι, της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «την παρέσυρα στην γκαρσονιέρα μου και της πέρασα ένα χέρι»·
- της τα δίνω όλα στα χέρια ή της τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. φρ. της τα φέρνω όλα στο χέρι·
- της τα φέρνω όλα στα χέρια ή της τα φέρνω όλα στο χέρι, δεν την αφήνω να κάνει τίποτα, την περιποιούμαι, εξυπηρετώ όλες τις ανάγκες της, γιατί την αγαπώ πάρα πολύ: «αγαπάει τόσο πολύ τη γυναίκα του, που της τα φέρνει όλα στο χέρι»·
- το γουδί το γουδοχέρι και τον κόπανο στο χέρι, βλ. λ. γουδοχέρι·
- το καλό το χέρι ή το καλό χέρι, το δεξί χέρι στην περίπτωση που είμαστε δεξιόχειρες ή το αριστερό χέρι στην περίπτωση που είμαστε αριστερόχειρες: «για χειραψία δίνει πάντα το καλό το χέρι || υπογράφει πάντα με το καλό χέρι»·
- το μακρύ χέρι του νόμου, η δυνατότητα που έχει ο νόμος να τιμωρεί οποιονδήποτε παρανομεί, όσο υψηλά και αν ίσταται: «μπορεί να είναι μεγάλο όνομα, αλλά κανείς δεν ξεφεύγει απ’ το μακρύ χέρι του νόμου»·
- το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο), η αμοιβαία συνδρομή, η αλληλοβοήθεια οδηγεί σε θετικά αποτελέσματα: «είστε δυο αδέρφια και πρέπει να ’στε αγαπημένα, γιατί το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο)»·
- το τελευταίο χέρι, ο τελευταίος από αυτούς που διαδοχικά διακινούν κάποιο εμπόρευμα ή ναρκωτικό: «δεν ξέρω πόσα χέρια άλλαξε, αλλά ο τάδε ήταν το τελευταίο χέρι»· βλ. και φρ. περνώ το τελευταίο χέρι·
- το (την, τα) παίζω στα χέρια (μου), (για γνώσεις, επαγγέλματα ή τέχνες) βλ. συνηθέστ. το (την, τα) παίζω στα δάχτυλά (μου), λ. δάχτυλο·
- το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό τον κόσμο ορίζει, δηλώνει τη μεγάλη επίδραση που ασκεί η μητέρα πάνω στα παιδιά της: «βέβαια κι εσύ ως πατέρας έχεις συμβάλει στο μεγάλωμα των παιδιών σου, αλλά το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό τον κόσμο ορίζει»·
- το χέρι της καρδιάς, το χέρι το οποίο βρίσκεται προς το μέρος της καρδιάς, το αριστερό χέρι: «του ’δωσα το χέρι της καρδιάς, γιατί με το δεξί κρατούσα ένα δέμα»· βλ. και φρ. με το χέρι της καρδιάς·
- το χέρι της μοίρας, η μοίρα: «τα πάντα στη ζωή μας εξαρτιόνται απ’ το χέρι της μοίρας»·
- το χέρι του έχει βγάλει κάλο ή το χέρι του έχει βγάλει κάλους (ενν. από τη μαλακία), βλ. λ. κάλος·
- το χέρι του Θεού, α. ο Θεός: «κανείς δε γλιτώνει απ’ το χέρι του Θεού». β. (για ποδόσφαιρο) χαρακτηρισμός του Αργεντινού ποδοσφαιριστή Ντιέγκο Μαραντόνα ο οποίος στο Μουντιάλ ποδοσφαίρου που έγινε το 1986 στο Μεξικό, πέτυχε γκολ σε βάρος της Αγγλίας χρησιμοποιώντας πονηρά με το χέρι του: «αν δεν υπήρχε το χέρι του Θεού, η Αργεντινή θα έχανε τον αγώνα απ’ την Αγγλία»·
- το χέρι του νόμου, η δυνατότητα που έχει ο νόμος να τιμωρεί αυτόν που παρανομεί: «κανένας παράνομος δε γλιτώνει απ’ το χέρι του νόμου»·
- τον βάζω στο χέρι, α. τον κάνω όργανό μου: «σου τάζει χίλια δυο πράγματα, μέχρι να σε βάλει στο χέρι, κι ύστερα σε κάνει ό,τι θέλει». β. πετυχαίνω να του πάρω χρήματα με σκοπό να μην του τα επιστρέψω, τον εξαπατώ: «ο σκοπός ήταν να του πάρω τα λεφτά και τώρα που τον έβαλα στο χέρι, άσ’ τον να κουρεύεται»·
- τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια, βλ. λ. Θεός·
- τον έχω δεξί μου χέρι, βλ. λ. δεξί·
- τον έχω στο χέρι, α. τον έχω υποχείριό μου: «αυτός θα μας ψηφίσει σίγουρα, γιατί τον έχω στο χέρι». β. έχω στοιχεία εναντίον του: «δεν μπορεί να πει τίποτα για μένα, γιατί τον έχω στο χέρι». γ. σε μια δοσοληψία έχω πάρει περισσότερα χρήματα από αυτά που του έχω δώσει: «δε με νοιάζει αν θέλει να χαλάσει τη συνεργασία μας, γιατί τον έχω στο χέρι»·
- τον έχω του χεριού μου, βλ. φρ. είναι του χεριού μου·
- τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι, τον νικώ με μεγάλη άνεση, με μεγάλη ευκολία: «δε μαλώνει μαζί μου, γιατί ξέρει πως τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι»·
- τον κρατώ στο χέρι, έχω στοιχεία εναντίον του: «το ’χω σίγουρο πως δε θα με καρφώσει, γιατί τον κρατώ στο χέρι»·
- τον παίζω στα χέρια ή τον παίζω στο χέρι, είμαι πολύ πιο έξυπνος από αυτόν, τον ξεγελώ όποια ώρα θέλω: «μπορώ όποια ώρα θέλω να του φάω τα λεφτά του, γιατί τον παίζω στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό κι εγώ αποδείχτηκα πως έχω βγει ξεφτέρι, κι όλους τους μάγκες του ντουνιά τους έπαιζα στο χέρι
- του άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του βάζω χέρι, τον επιπλήττω, τον μαλώνω αυστηρά: «μόλις γύρισε ο πατέρας του στο σπίτι, του ’βαλε χέρι, γιατί έμαθε πως έκανε κοπάνα απ’ το σχολείο»·
- του δίνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι ή του δίνω τ’ άπλυτά του στο χέρι, βλ. λ. άπλυτα·
- του δίνω τα μπογαλάκια στο χέρι ή του δίνω τα μπογαλάκια του στο χέρι, βλ. λ. μπογαλάκι·
- του δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή του δίνω τα παπούτσια του στο χέρι, βλ. λ. παπούτσι·
- του δίνω τα συμπράγκαλα στο χέρι ή του δίνω τα συμπράγκαλά του στο χέρι, βλ. λ. συμπράγκαλα·
- του δίνω το διαβατήριο στο χέρι ή του δίνω το διαβατήριό του στο χέρι, βλ. λ. διαβατήριο·
- του δίνω τον απολυσώνα στο χέρι ή του δίνω τον απολυσώνα του στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- του ’δωσε τ’ άντερα στα χέρια ή του ’δωσε τ’ άντερα στο χέρι, βλ. λ. άντερο·
- του κόβω τα χέρια, παρεμβάλλω σοβαρά εμπόδια, με σκοπό να αναστείλω κάποια εξέλιξή του: «δεν του ’δωσα μια εγγυητική επιστολή που ήθελε για να αναλάβει κάποιο δημόσιο έργο, και του ’κοψα τα χέρια»·
- του πατώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του περνώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του στρώνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του σφίγγω το χέρι, α. τον χαιρετώ εγκάρδια: «πολύ μ’ αρέσει αυτός ο άνθρωπος και, κάθε φορά που τον συναντώ, του σφίγγω το χέρι». β. αναγνωρίζω, παραδέχομαι την υπεροχή του σε κάτι: «σε θέματα οικονομίας, του σφίγγω το χέρι»·
- του τα δίνω όλα στα χέρια ή του τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. φρ. του τα φέρνω όλα στα χέρια·
- του τα ’πα ένα χέρι (χεράκι), τον επέπληξα, τον κατσάδιασα: «μόλις τον συνάντησα, του τα ’πα ένα χεράκι, γιατί δεν ανέχομαι άλλο να με κοροϊδεύει πίσω απ’ την πλάτη μου»·
- του τα φέρνω όλα στα χέρια ή του τα φέρνω όλα στο χέρι, δεν τον αφήνω να κάνει τίποτα, εξυπηρετώ όλες τις ανάγκες του, είτε γιατί ξέρω πως είναι μεγάλος τεμπέλης είτε γιατί τον έχω κακομαθημένο είτε γιατί τον αγαπώ πάρα πολύ: «του ’χω μεγάλη αδυναμία αυτού του παιδιού και του τα φέρνω όλα στα χέρια»·
- του τα ’ψαλλα ένα χέρι (χεράκι), τον επέπληξα αυστηρά, τον κατσάδιασα: «μόλις επέστρεψε στο σπίτι ο πατέρας του του τα ’ψαλλε ένα χεράκι, γιατί έμαθε πως είχε κάνει κοπάνα απ’ τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό κι εγώ, Λευτέρη Λευτεράκη, θα ’ρθω να σου τα ψάλλω ένα χεράκι
- του τραβώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του χρειάζεται ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό: «αφού είπε αυτά τα πράγματα για σένα, του χρειάζεται ένα χέρι ξύλο»·
- τους φέρνω στα χέρια, γίνομαι αιτία να μαλώσουν, να συμπλακούν δυο άτομα ή δυο ομάδες ατόμων: «το ’χει χούι να διαβάλλει τους ανθρώπους, για να τους φέρνει στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές σου οι χάντρες, προχτές στα χέρια φέρανε δέκα λεβέντες άντρες
- τραβώ τα χέρια μου (από κάπου), αποσύρομαι από κάπου: «εγώ τραβώ τα χέρια μου απ’ αυτή τη δουλειά, γιατί μου φαίνεται ύποπτη»·
- τρίβω τα χέρια μου, αισθάνομαι τόσο μεγάλη χαρά, τόσο μεγάλη ευχαρίστηση ή ικανοποίηση, που δεν μπορώ να την κρύψω: «δεν τον χωνεύει καθόλου και, κάθε φορά που τον κατσαδιάζει ο διευθυντής του, αυτός τρίβει τα χέρια του || μόλις τον πληροφόρησαν πως ο γιος του πέρασε στο πανεπιστήμιο, άρχισε να τρίβει τα χέρια του»·
- τρώω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, με δέρνουν, με ξυλοκοπούν: «πήγα να του κάνω τον έξυπνο, αλλά, όταν μ’ έπιασε στα χέρια του, έφαγα ένα χέρι ξύλο»·
- υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια, αποδέχομαι, εγκρίνω, εγγυώμαι απόλυτα για κάποιον ή για κάτι: «είμαι σίγουρος γι’ αυτόν τον άνθρωπο και υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια || γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια»·
- υπογράφω και με χέρια και με πόδια, βλ. φρ. υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια·
- υψώνω τα χέρια στο Θεό, προσεύχομαι, ικετεύω το Θεό για κάτι: «δυστυχώς, μόνο όταν έχουμε ανάγκη υψώνουμε τα χέρια στο Θεό»·
- υψώνω τα χέρια στον ουρανό, βλ. συνηθέστ. υψώνω τα χέρια στο Θεό·
- φέρνω στα χέρια (κάποιους), γίνομαι αιτία να συμπλακούν, να μαλώσουν δυο άτομα ή δυο ομάδες ατόμων: «είναι τόσο ναζιάρα γυναίκα, που, όπου και να πάει, φέρνει στα χέρια τους άντρες». (Λαϊκό τραγούδι: οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές σου οι χάντρες, προχτές στα χέρια φέρανε δέκα λεβέντες άντρες (Λαϊκό τραγούδι)· 
- φιλώ το χέρι του ή του φιλώ το χέρι, τρέφω απεριόριστη εκτίμηση ή σεβασμό στο άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «δεν είναι μόνο σεβάσμιος αλλά σωστός κι ακριβοδίκαιος, γι’ αυτό και του φιλώ το χέρι»· βλ. και φρ. σας φιλώ το χέρι·
- φιλώ χέρια, παρακαλώ επίμονα προς όλες τις κατευθύνσεις για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «όσο ήταν μεγάλος και τρανός δεν υπολόγιζε κανέναν και τώρα που ξέπεσε, φιλάει χέρια για να τον βοηθήσουν»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου (κάτι), ενώ το θεωρώ εξασφαλισμένο, ξαφνικά  αντιλαμβάνομαι πως το έχω χάσει: «προηγουμένως άναψα με τον αναπτήρα μου και τον έχασα μέσ’ απ’ τα χέρια μου»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά ή χάνω τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- χέρι με χέρι, δηλώνει άμεση ανταλλαγή ή μεταβίβαση, που γίνεται συνήθως γρήγορα και κρυφά: «ο αναπτήρας πέρασε χέρι με χέρι κι εξαφανίστηκε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν ένας νέος, κομψός κι ωραίος, θα μου προσφέρει ένα τσιγάρο μυστικά, χέρι με χέρι μου το προσφέρει και το τραβούμε και οι δυο γλυκά
- χέρι που δεν μπορείς να το δαγκάσεις, φίλησέ το, είναι εξυπνότερο να υποκύψεις σε κάποιον, όταν δεν έχεις τη δυνατότητα ή την ικανότητα να τον αντιμετωπίσεις δυναμικά: «μην κάνεις το μάγκα εκεί που δε σε παίρνει κι αν είσαι έξυπνος, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκάσεις, φίλησέ το»·
- χέρι σε χέρι, βλ. συνηθέστ. από χέρι σε χέρι·
- χέρι χέρι, α. (για πρόσωπα) συντροφικά. (Τραγούδι: βήμα βήμα, χέρι χέρι, κάπου η μοίρα θα μας φέρει). (Λαϊκό τραγούδι: μια καινούρια ζωή ξαναρχίζουμε και πιασμένοι χέρι χέρι βαδίζουμε). Θυμηθείτε και το πολιτικό σλόγκαν του ΛΑΟΣ: χέρι χέρι με τον Καρατζαφέρη. β. πιασμένοι από τα χέρια: «τους είδα να κάνουν χέρι χέρι βόλτα στην παραλία».
- χίλια χέρια ευλογημένα, πολλά στόματα καταραμένα, τα πολλά χέρια είναι ευλογία, γιατί δουλεύουν, ενώ τα πολλά στόματα δημιουργούν έριδες και διχογνωμίες·
- χτυπώ τα χέρια (μου), βλ. συνηθέστ. χτυπώ παλαμάκια, λ. παλαμάκι. (Παιδικό τραγούδι: χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ,μια και είμαι εγώ παιδί, θέλω πάντα να γελώ, χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ
- χτυπώ το χέρι μου στο τραπέζι, απαιτώ κάτι με έντονο τρόπο, επιμένω δυναμικά στην αξίωσή μου: «αν δε χτυπήσεις το χέρι σου στο τραπέζι, δε θα πάρεις αυτά που σου έχουν τάξει»·
- ψηλά τα χέρια! α. απειλητική προσταγή οπλοφόρου με σκοπό να ακινητοποιήσει κάποιον. (Λαϊκό τραγούδι: στη σάλα μας, μασκέ, όλη η πόλη μα ξάφνου μπήκε κάποιος με μπιστόλι! Ψηλά τα χέρια, φώναξε, ληστεία! Δεν κάνει το μπιστόλι μου αστεία).β. έκφραση με την οποία μπαίνει ξαφνικά και απροειδοποίητα κάποιος σε ένα χώρο όπου υπάρχουν φίλοι του, με σκοπό να τους τρομάξει·
- ψηφίζω και με τα δυο μου χέρια (κάποιον ή κάποιο κόμμα), ψηφίζω φανατικά κάποιον ή κάποιο κόμμα: «τα τελευταία χρόνια ψηφίζω και με τα δυο μου χέρια τον τάδε υποψήφιο, γιατί βλέπω πως εργάζεται για το καλό του τόπου».

ψάρι

ψάρι, το, ουσ. [<μσν. ψάρι(ν) <μτγν. ὀψάριον, υποκορ. του ουσ. ὄψον (= προσφάγι)], το ψάρι. 1. (ειρωνικά), άνθρωπος που δεν ανοίγει συχνά το στόμα του για να μιλήσει: «μην κάθεσαι σαν ψάρι, ρε παιδάκι μου, πες μας κι εσύ τη γνώμη σου!». 2. (ειρωνικά) αυτός που είναι κακός τραγουδιστής: «με πιάνουν τα νεύρα, όταν ακούω αυτό το ψάρι να τραγουδάει». 3. άνθρωπος εύπιστος, αφελής, που πέφτει εύκολα στις παγίδες που του στήνουν οι άλλοι: «να ’σαι από κοντά του να τον συμβουλεύεις, γιατί είναι ψάρι ο μικρός και θα τον ξεγελάσουν». Από την εικόνα του ψαριού που πιάνεται στο αγκίστρι. 4. άνθρωπος που σαστίζει εύκολα, που με το παραμικρό χάνει το θάρρος του, δειλιάζει: «λίγο να κάνεις πως τον αγριεύεις, είναι τέτοιο ψάρι που δεν ξέρει πώς να αντιδράσει!». Από την εικόνα των ψαριών που με το παραμικρό χτύπημα στη θάλασσα εξαφανίζονται αμέσως. 5. (ειρωνικά στη γλώσσα του στρατού) ο νεοσύλλεκτος: «έλα δω, ρε ψάρι, γιατί δε χαιρετάς τον ανώτερό σου;». 6. στον πλ. τα ψάρια, (στη γλώσσα του στρατού), το σύνολο των νεοσυλλέκτων: «την άλλη βδομάδα θα γεμίσει το κέντρο εκπαιδεύσεως με ψάρια». Τέλος, όποιος δει ψάρια στον ύπνο του, σύμφωνα με την ερμηνευτική των ονείρων, θα περάσει κάποια μεγάλη λαχτάρα. Υποκορ. ψαράκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. ψαρούκλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 45 φρ.)·
- άλλο ψάρια κι άλλο μακαρόνια, βλ. λ. μακαρόνι·
- αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια, βλ. λ. πόδι·
- αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια, βλ. λ. κώλος·
- αν δε ρίξεις την πετονιά, δεν πιάνεις ψάρι, βλ. λ. πετονιά·
- βαφτίζει το κρέας ψάρι, προβάλλει κάθε δικαιολογία προκειμένου να πετύχει το σκοπό του: «προκειμένου να πετύχει αυτό που θέλει, δεν έχει κανένα πρόβλημα να βαφτίζει το κρέας ψάρι». Λέγεται ότι κάτι τέτοιο έκαναν οι καθολικοί μοναχοί κατά το Μεσαίωνα, προκειμένου να σπάσουν την αποχή τους από τη νηστεία του κρέατος. Συνών. ο καλόγηρος είπε το ψάρι φακή και το ’φαγε Σαρακοστή·
- βρόμικα ψάρια, καλά παζάρια, λέγεται στην περίπτωση που διαθέτουμε κακό εμπόρευμα και έχουμε το φόβο πως δε θα το πουλήσουμε, αλλά, λόγω έλλειψης του εμπορεύματος αυτού από τη λαϊκή αγορά, από το παζάρι, το μοσχοπουλάμε: «είχα πράμα δεύτερης και τρίτης διαλογής κι είχα την αγωνία μη μου μείνει, αλλά, επειδή δεν πρόσφερε άλλος αυτό το είδος στη λαϊκή, αποδείχτηκε περίτρανα το βρόμικα ψάρια, καλά παζάρια κι έτσι, τα κονόμησα»·
- γλιστράει σαν ψάρι ή γλιστράει σαν το ψάρι, αποφεύγει με επιδεξιότητα διάφορους κινδύνους ή ανεπιθύμητες καταστάσεις: «ούτε κι η αστυνομία μπορεί να τον πιάσει, γιατί γλιστράει σαν ψάρι || θέλησαν να τον κουκουλώσουν με μια πιτσιρίκα, αλλά γλίστρησε σαν το ψάρι»·
- είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, είμαι έξω από το γνωστό περιβάλλον και ενεργώ αμήχανα, απερίσκεπτα ή φοβισμένα, επειδή αντιμετωπίζω συνθήκες που δεν τις έχω συνηθίσει: «όταν βρίσκομαι στ’ αριστοκρατικά σαλόνια είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, γιατί εγώ είμαι λαϊκός άνθρωπος»·
- είμαι σαν το ψάρι στη στεριά, βλ. φρ. είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό·
- είναι βουβός σαν ψάρι, δεν ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, μένει εντελώς σιωπηλός: «κάθε φορά που τον παίρνω μαζί μου, είναι βουβός σαν ψάρι»·
- είναι (μεγάλο) ψάρι, είναι (πολύ) εύπιστος, (πολύ) αφελής και πέφτει (πολύ) εύκολα στις παγίδες που του στήνουν οι άλλοι: «πρόσεχέ τον καλά να μην του φάνε τα λεφτά, γιατί είναι μεγάλο ψάρι»·
- είναι σαν το ψάρι στη θάλασσα, βρίσκεται ακριβώς στο περιβάλλον που γνωρίζει καλάι ή που του ταιριάζει απόλυτα: «άφησέ τον μοναχό του και μη νοιάζεσαι καθόλου, γιατί όταν διοργανώνει χορούς είναι σαν το ψάρι στη θάλασσα»·
- είναι ψάρι χωρίς κόκαλο, λέγεται για υποψήφιο γαμπρό ο οποίος είναι πετυχημένος, χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις (γονείς που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν, αδελφή ελεύθερη ή άλλες οικονομικές υποχρεώσεις) και για το λόγο αυτό περιζήτητος: «είναι πολύ χαρούμενος, γιατί τα ’φτιαξε η κόρη του μ’ έναν άντρα που είναι ψάρι δίχως κόκαλο». Από το ότι το ψάρι που δεν έχει κόκαλα προτιμάται από τα άλλα, γιατί, εκτός από την ευκολία με την οποία τρώγεται είναι και πολύ νόστιμο (γλώσσα, λαβράκι κ. ά.)·
- έχει πολλά ψάρια η θάλασσα, βλ. συνηθέστ. είναι κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, λ. πορτοκαλιά·
- κάθεται βουβός σαν ψάρι, βλ. φρ. είναι βουβός σαν ψάρι·
- κολυμπάει σαν ψάρι ή κολυμπάει σαν το ψάρι, είναι δεινός κολυμβητής: «είναι άπιαστος μέσα στη θάλασσα, γιατί κολυμπάει σαν το ψάρι»· 
- λέει το βόδι ψάρι, βλ. λ. βόδι·
- μένει βουβός σαν ψάρι, βλ. φρ. είναι βουβός σαν ψάρι·
- μου τηγάνισε το ψάρι στα χείλη, βλ. συνηθέστ. μου ’ψησε το ψάρι στα χείλη·
- μου ’ψησε το ψάρι στα χείλη ή μου ’χει ψήσει το ψάρι στα χείλη ή μου ’χει ψημένο το ψάρι στα χείλη, με καταβασάνισε, με καταταλαιπώρησε, με έκανε να μαρτυρήσω: «μου ’ψησε το ψάρι στα χείλη, μέχρι να μου επιστρέψει τα λεφτά που του ’χα δανείσει». (Λαϊκό τραγούδι: μην παραπονιέσαι πως δεν σε κοιτάζει κι ότι τώρα πλέον σε παραμελεί, ξέρεις πως στα χείλη ψάρι του ’χεις ψήσει, έχει δίκιο το παιδί // μου ’χεις ψημένο το ψάρι στα χείλη καιρό πολύ καιρό, πρέπει να φύγω, μα μένω κοντά σου, γιατί σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ
- να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε, λέγεται στην περίπτωση που ξεκινάμε κάποια προσπάθειά μας, κι έχει την έννοια να δούμε τι θα καταφέρουμε, τι θα πετύχουμε: «εγώ θα την ξεκινήσω τη δουλειά, αλλά να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε || θα δώσω εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, αλλά να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- να δούμε τι ψάρια πιάσαμε, λέγεται στην περίπτωση που τελειώσαμε κάποια προσπάθειά μας, κι έχει την έννοια να δούμε τι καταφέραμε, τι πετύχαμε, τι κέρδος αποκομίσαμε: «τώρα που τέλειωσε η δουλειά, να δούμε τι ψάρια πιάσαμε || τώρα που θα βγουν τ’ αποτελέσματα των εξετάσεων, να δούμε τι ψάρια πιάσαμε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- νιώθω σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. φρ. είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό·
- νιώθω σαν το ψάρι στη στεριά, βλ. φρ. είμαι σαν το ψάρι στη στεριά·
- ξεγλιστράει σαν ψάρι ή ξεγλιστράει σαν το ψάρι, βλ. φρ. γλιστράει σαν ψάρι·
- ο καλόγηρος είπε το ψάρι φακή και το ’φαγε Σαρακοστή, βλ. λ. καλόγηρος·
- ο μουσαφίρης και το ψάρι, την τρίτη μέρα βρομάνε, βλ. λ. μουσαφίρης·
- όσοι μήνες δεν έχουν ρω, ψάρι δε βγαίνει στο γιαλό, βλ. λ. μήνας·
- πιάνω μεγάλο ψάρι, μου τυχαίνει πολύ ωφέλιμη, πολύ κερδοφόρα περίπτωση, είμαι πολύ τυχερός: «έπιασε μεγάλο ψάρι ο κερατούκλης, γιατί ήταν ο μοναδικός νικητής στο τζόκερ»· βλ. και φρ. πιάνω λαβράκι, λ. λαβράκι·
- πουτάνα θάλασσα που σε γαμάν τα ψάρια, βλ. λ. πουτάνα·
- σπαρταρώ σαν ψάρι ή σπαρταρώ σαν το ψάρι, α. φοβάμαι πάρα πολύ, τρέμω από το φόβο μου: «κάθε φορά που περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο, σπαρταρώ σαν το ψάρι». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είναι μάγκας τι μ’ αυτό εγώ τον αγαπάω κι όταν μου λείψει μια βραδιά σαν ψάρι σπαρταράω). β. νιώθω πολύ έντονο πόνο, συσπώμαι, υποφέρω πολύ από τον πόνο: «έπιασα το δάχτυλό μου στην πόρτα και για μισή ώρα σπαρταρούσα σαν το ψάρι». (Λαϊκό τραγούδι: μάνα μου βήχω και πονώ και σπαρταρώ σαν ψάρι, κάποια βραδιά στην κλίνη μου ο χάρος θα με πάρει). γ. συσπώμαι ολόκληρος από ηδονή: «όταν άρχισα να τη χαϊδεύω στα ευαίσθητα σημεία της, άρχισε να σπαρταρά σαν ψάρι»·
- στέκεται βουβός σαν ψάρι, βλ. φρ. είναι βουβός σαν ψάρι·  
- τα ψάρια έβγαλαν φτερά, είναι πανάκριβα: «πηγαίνω κάθε τόσο στην ψαραγορά, αλλά φεύγω μ’ άδεια χέρια, γιατί τα ψάρια έβγαλαν φτερά»·
- ταΐζει τα ψάρια, (ειρωνικά) λέγεται για άτομο που ψαρεύει με καθετή και όλο χάνει το δόλωμα από το αγκίστρι του, γιατί του το τρώνε τα ψάρια: «μην τον πιστεύεις, όταν σου λέει πως πιάνει ψαρούκλες, γιατί, κάθε φορά που πάει για ψάρεμα, ταΐζει τα ψάρια»· βλ. και φρ. τάισε τα ψάρια·
- τάισε τα ψάρια, (ειρωνικά) πνίγηκε: «ήθελε να μας κάνει το μεγάλο κολυμβητή και τάισε τα ψάρια»· βλ. και φρ. ταΐζει τα ψάρια·
- της θάλασσας τα ψάρια δεν μπαίνουν μόνα τους στον νταβά, βλ. λ. νταβάς1·
- τι ψάρια έπιασες; ή τι ψάρια έχεις πιάσει; τι κατάφερες; τι πέτυχες; ποιο είναι το αποτέλεσμα των προσπαθειών σου(;): «παραδέχομαι πως κουράστηκες στη ζωή σου, αλλά τι ψάρια έπιασες;»·
- το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, το δίκαιο του ισχυρότερου είναι κανόνας της ζωής: «από απαρχής κόσμου και σ’ όλες τις κοινωνίες το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό»·
- το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που από κάποια δουλειά ή ενέργειά του υπολογίζει πολύ πρόωρα είτε κάποια οφέλη είτε πως θα του συμβεί κάποιο κακό: «περίμενε πρώτα να δούμε πώς θα πάει η δουλειά κι ύστερα θα σκεφτούμε τι θα κάνουμε τα κέρδη μας, γιατί το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα είναι μόνο για τους ανόητους || δεν πηγαίνω ορειβασία, γιατί θα σκοτωθώ. -Αμάν, ρε παιδάκι μου, το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα κι εσύ  σκοτώθηκες κιόλας;». Συνών. ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε / το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε / προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά·
- το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι, η διαφθορά και η ανηθικότητα ξεκινάει από τα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, από τους ηγέτες, από την εξουσία: «μην ψάχνεις ανάμεσα στον κοσμάκη να βρεις ενόχους και καταχραστές, γιατί το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι»·
- το ψάρι μυρίζει απ’ το κεφάλι, βλ. φρ. το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι·
- τρέμει σαν ψάρι ή τρέμει σαν το ψάρι, α. είναι πολύ δειλός, πολύ φοβητσιάρης: «όσο και να του βρίζεις τη μάνα του, δε λέει να μαλώσει, γιατί τρέμει σαν το ψάρι ο φουκαράς». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν μασάει σίδερα και κάνει το λιοντάρι,στο τσαρδί τουο Κουταλιανός τρέμει σαν το ψάρι στην κυρά του μπρος, αχ, πώς τη φοβάται ο φτωχός Κουταλιανός). β. κρυώνει πάρα πολύ: «είναι άνθρωπος που δεν το αντέχει το κρύο, γι’ αυτό το χειμώνα τρέμει σαν το ψάρι». Συνών. τρέμει σαν καλάμι ή τρέμει σαν το καλάμι / τρέμει σαν φύλλο ή τρέμει σαν το φύλλο / τρέμει σαν φτερό ή τρέμει σαν το φτερό·
- τσίμπησε το ψάρι, λέγεται για αφελή, για εύπιστο άτομο, που έπεσε στην παγίδα που του στήσαμε: «του παρουσίασε με τόσο όμορφο τρόπο τα πράγματα, που τσίμπησε το ψάρι και του ’φαγε τα λεφτά»· βλ. και φρ. τσίμπησε το μελανούρι, λ. μελανούρι·
- φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, βλ. λ. μάτι·
- χωρίς δόλωμα ψάρι δεν πιάνεται, βλ. λ. δόλωμα.