Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φρούτο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φρούτο, το, ουσ. [<ιταλ. frutto <λατιν. fructus (= καρπός)], το φρούτο. 1. (ειρωνικά) απροσδόκητη κοινωνική συνήθεια ή μόδα που τη χαρακτηρίζει η εκκεντρικότητα και προκαλεί έκπληξη: «άλλο φρούτο πάλι μ’ αυτούς τους νέους! Ξυρίζουν γουλί το κεφάλι τους κι αφήνουν μούσι!». 2. (ειρωνικά) αυτός που είναι παράξενος, ιδιόρρυθμος, εκκεντρικός και, κατ’ επέκταση, ο ανόητος, ο βλάκας: «πού το βρήκες αυτό το φρούτο που κάνεις παρέα;». Υποκορ. φρουτάκι, το (βλ. λ.)·
- είναι καινούριο φρούτο, α. λέγεται ειρωνικά για  απροσδόκητη κοινωνική συνήθεια ή μόδα που τη χαρακτηρίζει η εκκεντρικότητα και που προκαλεί έκπληξη: «πολλοί νεολαίοι βάφουν με διάφορα χρώματα τα μαλλιά τους, γιατί είναι καινούριο φρούτο». β. λέγεται ειρωνικά για παράξενο, ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό άτομο και, κατ’ επέκταση, χαρακτηρίζει τον ανόητο, το βλάκας: «βλέπω, είναι καινούριο φρούτο ο τύπος που κάνεις παρέα!»·
- είναι νέο φρούτο, βλ. φρ. είναι καινούριο φρούτο·
- είναι φρούτο της εποχής, βλ. φρ. είναι καινούριο φρούτο·
- είναι φρούτο του καιρού, βλ. φρ. είναι καινούριο φρούτο. (Λαϊκό τραγούδι: μπορεί να ζεις στο Κολωνάκι, μα, λαχταράς το μπουζουκάκι. Είσαι το φρούτο του καιρού, ο μάγκας του γλυκού νερού
- έπεσε σαν γινωμένο φρούτο, βλ. φρ. έπεσε σαν γινωμένο σύκο, λ. σύκο·
- έπεσε σαν ώριμο φρούτο, βλ. φρ. έπεσε σαν ώριμο σύκο, λ. σύκο·
- η θεωρία του ώριμου φρούτου, η άποψη που υποστηρίζει πως δεν πρέπει να επέμβει κάποιος σε κάποια υπόθεση ή κατάσταση, αλλά να την αφήσει να φθίνει με την πάροδο του χρόνου από τα πολλά προβλήματα που υπάρχουν συσσωρευμένα: «η αντιπολίτευση, ακολουθώντας τη θεωρία του ώριμου φρούτου, δεν κοντράριζε δυναμικά την κυβέρνηση πως έδειχνε πως βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης»·
- η φαφούτα τρώει φρούτα και για μας ούτε γιαρμάς, βλ. λ. φαφούτης·
- σπουδαίο φρούτο! ειρωνική παρατήρηση για άτομο που είναι παράξενο, ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό: «θα ’ρθω μαζί μ’ εκείνον, που είχα έρθει και την προηγούμενη φορά. -Σπουδαίο φρούτο!»·
- τι φρούτα βγάζει η Καλαμάτα; ειρωνικό πείραγμα σε άτομο που μας δίνει την εντύπωση πως είναι πούστης. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το αγοράκι. Από το ότι στην Καλαμάτα παράγονται νοστιμότατα σύκα·
- τι φρούτο είναι; τι είδος άνθρωπος είναι, ποιο είναι το ποιόν του(;): «είναι συμπαθητικός άνθρωπος, αλλά ξέρει κανείς σας να μου πει τι φρούτο είναι;».

φαφούτης

φαφούτης, ο, θηλ. φαφούτα κ. φαφούτισσα, η, ουσ. [ίσως ηχομιμητική λ. από τον ήχο φα-φου της προφοράς αυτού που του έπεσαν τα δόντια], άνθρωπος χωρίς δόντια και, κατ’ επέκταση, ο γέρος: «δεν μπορεί να φάει σκληρές τροφές, γιατί είναι φαφούτης»· βλ. και φρ. γεροφαφούτης·
- η φαφούτα τρώει φρούτα και για μας ούτε γιαρμάς, δηλώνει πως άνθρωποι που είναι ανάξιοι ευδοκιμούν στη ζωή τους, ενώ άλλοι που ίσως και να αξίζουν υποφέρουν: «απ’ τη στιγμή που ζούμε στην εποχή της αναξιοκρατίας, η φαφούτα τρώει φρούτα και για μας ούτε γιαρμάς».