Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φροντισμένος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φροντισμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. φροντίζω], που είναι προσεγμένος, περιποιημένος με αγάπη και ενδιαφέρον: «έχει φροντισμένο ντύσιμο || τα νύχια της ήταν πολύ φροντισμένα || το σπίτι του το ’χει πάντα φροντισμένο || έχει τα παιδιά της πολύ φροντισμένα».