Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φρέσκο
φρέσκο, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. φρέσκος], το φρέσκο· (στη
γλώσσα της αργκό) η φυλακή: «δε βάζει μυαλό και θα περάσει όλη του τη ζωή στο
φρέσκο». Από το ότι στη φυλακή (παλιότερα) είχε υγρασία, δροσιά. Συνών. αλυσίδες
(3) / κάγκελα (3) / μπουζού (3) / σίδερα (4) / στενή (2) / στρουγκού / φυλάκα /
χάψη / ψειρού·
-
τον βάζω στο φρέσκο, βλ. φρ. τον κλείνω στο φρέσκο·
- τον κλείνω στο φρέσκο, τον φυλακίζω: «μετά την
καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου τον έκλεισαν στο φρέσκο».