Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φούσκωμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φούσκωμα, το, ουσ. [<φουσκώνω], η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φουσκώνω. 1. το λαχάνιασμα: «είχε τέτοιο φούσκωμα ο άνθρωπος, που δεν μπορούσε να μιλήσει». 2. η δυσάρεστη αίσθηση, η δυσφορία που νιώθει κάποιος, όταν έχει το στομάχι του υπερβολικά γεμάτο, η βαρυστομαχιά: «νιώθω φοβερό φούσκωμα, γιατί έφαγα τρία πιάτα φασουλάδα».