Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φονικός
φονικός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. φονικός], που προκαλεί το θάνατο,
που σκοτώνει: «ο ιατροδικαστής δεν μπόρεσε να καθορίσει ακόμη το φονικό όργανο
με το οποίο επήλθε ο θάνατος του άτυχου νέου»·
-
φονική μάχη, βλ. λ. μάχη·
-
φονικό βλέμμα, βλ. λ. βλέμμα