Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φονιάς

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φονιάς, ο, ουσ. [<φονέας, νέα ονομαστ. από τη μτγν. αιτιατ. τον φονέα(ν) του αρχ. ουσ. φονεύς] ο φονιάς. 1. άνθρωπος πολύ ευερέθιστος και για το λόγο αυτό επικίνδυνος: «μακριά απ’ αυτόν το φονιά, αν θέλεις να ’χεις ήσυχο το κεφάλι σου». 2. οτιδήποτε είναι αιτία θανάτου, μεγάλης δυστυχίας ή καταστροφής: «η ζήλια είναι ο φονιάς της αγάπης || τα ναρκωτικά είναι ο φονιάς της νεολαίας || το φυτό ρόκα που τρώγεται ως σαλάτα, υποστηρίζουν μερικοί πως είναι ο φονιάς της χοληστερόλης». (Λαϊκό τραγούδι: και μια νύχτα το θερίο είπε το στερνό του αντίο και φονιάς του ο σκληρός πολιτισμός). 3. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο δεινός γκολτζής: «απ’ τη μέρα που έφυγε ο φονιάς απ’ την ομάδα μας, πηγαίνουμε απ’ το κακό στο χειρότερο»·
- κι ύστερα λένε πως φταίει ο φονιάς, έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογήσουμε μια ενέργειά μας εναντίον κάποιου, γιατί πιστεύουμε πως άξιζε να του φερθούμε με τον τρόπο με τον οποίο του φερθήκαμε: «τον πλάκωσα στο ξύλο, γιατί κάθε φορά που με συναντούσε μ’ έβριζε. Κι ύστερα λένε πως φταίει ο φονιάς || κάθε φορά που μ’ έβλεπε, μ’ έκλεινε ματάκι, ε, να μην πάω κι εγώ μαζί της; Κι ύστερα λένε πως φταίει ο φονιάς». (Λαϊκό τραγούδι: και λέγε λέγε, λέγε λέγε ο χριστιανός μπερδεύτηκα κι απ’ τα πολλά σου λέγε λέγε χωρίς να θέλω μπλέχτηκα. Κι ύστερα λένε πως φταίει ο φονιάς)· βλ. και φρ. κι ύστερα λένε(…), λ. ύστερα·
- πληρωμένος φονιάς, ο επαγγελματίας δολοφόνος: «έβαλε έναν πληρωμένο φονιά να δολοφονήσει τον ανταγωνιστή του»·
- φονιάδες των λαών, Αμε-ρι-κάνοι! βλ. λ. Αμερικανός· 
- χτύπησε ο φονιάς, (για ποδοσφαιριστές) πέτυχε γκολ: «μέχρι το 89΄ το αποτέλεσμα ήταν ισόπαλο, ώσπου στο 90΄ χτύπησε ο φονιάς και νικήσαμε».

Αμερικανός

Αμερικανός κ. Αμερικάνος, ο, θηλ. Αμερικανή κ. Αμερικανίδα κ. Αμερικάνα, η, ουσ. [<αγγλ. American], ο Αμερικανός. 1. ο πλούσιος: «έχει θείο Αμερικάνο». Πρβλ.: μόνο κανένας μπάρμπας σου μπορεί να σ’ αβαντάρει· τα τσεκ απ’ την Αμερική σε βγάζουν παλικάρι (Λαϊκό τραγούδι).Από την εικόνα των Ελλήνων μεταναστών στην Αμερική, που επιδείκνυαν τα πλούτη τους, όταν επισκέπτονταν ύστερα από πολλά χρόνια τη γενέτειρά τους, κι έτσι έμεινε στην αντίληψη του λαού πως ο κάθε Αμερικανός είναι πλούσιος. 2. το αμερικανάκι (βλ. λ.)·
- Αμερικανός και μ’ ένα μάτι, υπέρμετρη εκδήλωση φιλοαμερικανικών αισθημάτων: «ανάμεσα στους ψευτοσοσιαλιστές και στους ψευτοπροοδευτικούς χίλιες φορές Αμερικανός και μ’ ένα μάτι»· 
- καλός Αμερικάνος είναι ο νεκρός Αμερικάνος, ακραίο αντιαμερικανικό σύνθημα·
- κάνω τον Αμερικάνο, προσποιούμαι τον ανήξερο, τον αθώο, τον αμέτοχο: «κάθε φορά που γίνεται λόγος για τη ληστεία της τράπεζας, στην οποία είχε πάρει κι αυτός μέρος, κάνει τον Αμερικάνο». Έκφραση που καθιερώθηκε με αυτή την έννοια στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν άρχισαν να γίνονται παγκοσμίως γνωστές οι θηριωδίες των Αμερικανών στρατιωτών στον πόλεμο του Βιετνάμ, και κάθε φορά που γίνεται λόγος γι’ αυτές μπροστά σε Αμερικανό, αυτός προσποιείται τον αθώο ή τον αμέτοχο ή υποστηρίζει πως ο αμερικανικός λαός είχε άγνοια και που, εν τέλει, ξεσηκώθηκε κατά της κυβέρνησής του, όταν αυτές έγιναν γνωστές. Συνών. κάνω τον Γερμανό / κάνω τον Κινέζο·
- ούτε (και) στον Παράδεισο με Αμερικάνο, ακραία εκδήλωση αντιαμερικανικών αισθημάτων: «όσα δολάρια και να μου δώσουν, ούτε και στον Παράδεισο με Αμερικάνο»·
- φονιάδες των λαών, Αμε-ρι-κάνοι! αντιαμερικανικό σύνθημα που ακούγεται συνήθως στις φοιτητικές και εργατικές πορείες.