Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φλοίδα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φλοίδα, η, ουσ., βλ. λ. φλούδα.

φλούδα

φλούδα κ. φλοίδα, η, ουσ. [<μσν. φλούδα <φλούδιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. φλοῦς], η φλούδα. 1. συνήθως στον πλ. οι φλούδες, τα ψέματα, οι ψευτιές, οι ανοησίες, οι ανακρίβειες, οι ψευδολογίες: «μας έλεγε ένα σωρό φλούδες κι εμείς κάναμε πως τον πιστεύαμε». Συνών. κουραφέξαλα (1) / μαμούκαλα (α) / μαμούνια (3α) / μπούρδες (α) / παπάρες (4α) / παπαριές (β) / πίπες (2α) / σάλια (2α) / τρίχες (2α). 2. ως επιφών. φλούδες! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «ο τάδε κέρδισε στο τζόκερ. -Φλούδες». Πολλές φορές, μετά το επιφών. επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία και το ρ. της φρ. που του ανακοινώνεται: «ο τάδε κέρδισε στο τζόκερ. -Φλούδες κέρδισε!», ενώ είναι και φορές που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που του ανακοινώνεται: «ο τάδε κέρδισε στο τζόκερ. -Φλούδες κέρδισε ο τάδε στο τζόκερ!». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4)·
- δεν άφησε φλούδα, (για χρήματα ή περιουσία) σπατάλησε ολοκληρωτικά: «πεθαίνοντας ο πατέρας του του άφησε μια μεγάλη περιουσία, αλλά αυτός μέσα σε λίγο καιρό δεν άφησε φλούδα». Από την εικόνα του ατόμου που πάνω στη βουλιμία του τρώει κάποιον καρπό με τη φλούδα του. Συνών. δεν άφησε άντερο / δεν άφησε κολυμπηθρόξυλο / δεν άφησε κουκούτσι / δεν άφησε λέπι / δεν άφησε ρουθούνι / δεν άφησε σάλιο / δεν άφησε σπυρί / δεν άφησε σταγόνα·
- δεν έμεινε φλούδα, α. (για χρήματα ή περιουσία) σπαταλήθηκε ολοκληρωτικά: «αυτός βρήκε μεγάλη περιουσία, αλλά απ’ τη μέρα που το ’ριξε στα γλέντια και τις διασκεδάσεις, δεν έμεινε φλούδα». β. (για εμπορεύματα) εξαντλήθηκε, πουλήθηκε, καταναλώθηκε όλο: «μόλις δειγμάτισα το νέο εμπόρευμα στην αγορά, δεν έμεινε φλούδα». Συνών. δεν έμεινε άντερο / δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο / δεν έμεινε κουκούτσι / δεν έμεινε λέπι / δεν έμεινε ρουθούνι / δεν έμεινε σάλιο / δεν έμεινε σπυρί / δεν έμεινε σταγόνα·
- μένω φλούδα, μένω απένταρος, άφραγκος: «είναι πολύ δύσκολο όταν κάποιος πλούσιος μένει φλούδα»·
- φλούδα η δουλειά, βλ. λ. δουλειά.