Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φιλότιμος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φιλότιμος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. φιλότιμος], που διαθέτει φιλότιμο: «είναι φιλότιμο παλικάρι || θα σε βοηθήσει αμέσως, γιατί είναι πολύ φιλότιμος άνθρωπος». Επίρρ. φιλότιμα·
- ξηγιέμαι φιλότιμα, συμπεριφέρομαι με φιλότιμο: «όταν κάποιος μου συμπεριφέρεται σωστά, ξηγιέμαι κι εγώ φιλότιμα». (Λαϊκό τραγούδι: απότομα, μου την κοπάνησες απότομα, δε μου ξηγήθηκες φιλότιμα κι έφυγες μ’ άλλον μια βραδιά