Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φιλμ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φιλμ, το, ακλ. ουσ. [<αγγλ. film], το φιλμ· το κινηματογραφικό έργο: «πήγα στον τάδε κινηματογράφο κι είδα ένα πολύ ενδιαφέρον φιλμ». (Τραγούδι: αμερικάνικο φιλμ με αστυνόμους, και πάντα οι ξένες φωνές στους διαδρόμους). Υποκορ. φιλμάκι, το.