Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φι, το, άκλ. ουσ. [<αρχ. φῖ], το εικοστό πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, ιδίως εύχρ. στη φρ. στο πι και φι, βλ. λ. πι.

πι

πι, το, άκλ. ουσ. [<αρχ. πῖ και πεῖ <σημιτ. pe (= στόμα)], το δέκατο έκτο γράμμα της αλφαβήτου και οτιδήποτε μοιάζει σε σχήμα το κεφαλαίο γράμμα πι (Π): «οι σύνεδροι κάθισαν στα τραπέζια που ήταν τοποθετημένα σε σχήμα πι»·
- στο πι και φι, βλ. λ. πι και φι.