Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φι
φι, το, άκλ. ουσ. [<αρχ. φῖ], το εικοστό πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, ιδίως εύχρ. στη φρ. στο πι και φι, βλ. λ. πι.
φι, το, άκλ. ουσ. [<αρχ. φῖ], το εικοστό πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, ιδίως εύχρ. στη φρ. στο πι και φι, βλ. λ. πι.