Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φελλός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φελλός, ο, ουσ. [<αρχ. φελλός], ο φελλός· αυτός που είναι επιπόλαιος, ανόητος, ελαφρόμυαλος, κουτός: «μην εμπιστεύεσαι αυτόν το φελλό, γιατί θα μπλέξεις || μια τέτοια ανόητη ενέργεια μόνο από έναν φελλό σαν και του λόγου σου θα περίμενε κανείς να την κάνει». (Τραγούδι: ρούμπα, ρούμπα χορεύω κι ό,τι βρίσκω μαζεύω μια παλιά μελωδία, καμία αηδία, κανένα μελό. Δώσ’ μου ρούμπα κι αρχίζω κόσμο να ξεφωνίζω, τ’ άπλυτα της Τασίας και της εξουσίας, τον κάθε φελλό
- επιπλέουν οι φελλοί ή οι φελλοί επιπλέουν, λέγεται υποτιμητικά για τα άτομα εκείνα, που, ενώ είναι ανίκανα ή ανάξια λόγου, εντούτοις βρίσκονται σε διευθυντικές ή άλλες θέσεις εξουσίας: «μην περιμένεις να προχωρήσεις αξιοκρατικά, γιατί πρέπει να ξέρεις πως, κατά κανόνα, οι φελλοί επιπλέουν, εις δόξαν των πολιτικών κομμάτων».