Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φαρδύς
φαρδύς, -ιά, -ύ, επίθ. [<μσν. φαρδύς, αρχ. εὐφραδής], φαρδύς· (για
είδη ένδυσης ή υπόδησης) που είναι μεγαλύτερο από το κανονικό του νούμερο, από
αυτό που του ταιριάζει: «διάλεξε ένα άλλο πουκάμισο, γιατί αυτό που φόρεσες
είναι κάπως φαρδύ || τα παπούτσια που διάλεξα μου είναι φαρδιά». Επίρρ. φαρδιά·
-
έπεσε φαρδιά πλατιά ή έπεσε φαρδύς πλατύς, ξάπλωσε ή έπεσε κάτω
ανάσκελα: «μόλις γύρισε στο σπίτι, έπεσε φαρδύς πλατύς στο κρεβάτι του || όπως
έτρεχε, γλίστρησε κι έπεσε φαρδύς πλατύς μέσα στο δρόμο».