Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φανερός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φανερός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. φανερός <φαίνω], φανερός· που εύκολα μπορεί κανείς να τον καταλάβει, που γίνεται αμέσως αντιληπτός, που δεν κρύβεται ή που δε θέλει να κρυφτεί, που είναι σαφής, ξεκάθαρος: «πρόκειται για φανερή αδικία || ο τάδε είναι φανερός εχθρός της δημοκρατίας || μιλούσε με φανερό εκνευρισμό || είχε φανερή πρόθεση να σε βοηθήσει ο άνθρωπος». Επίρρ. φανερά·
- είναι φανερό, είναι σαφές, αναμφίβολο: «είναι φανερό πως οι καταλήψεις των σχολείων δημιουργούν πρόβλημα στην εκπαίδευση || είναι φανερό πως θέλει το κακό σου»·
- όποιος κρυφοπαντρεύεται, φανερά πομπεύεται, βλ. λ. πομπεύομαι·
- στα φανερά, απροκάλυπτα, ολοφάνερα, δημόσια: «του ’πε στα φανερά πως πρόκειται για μεγάλο απατεώνα».

πομπεύομαι

πομπεύομαι, ρ. [<πομπεύω], ντροπιάζομαι, ρεζιλεύομαι, εκτίθεμαι από ηθική άποψη: «πώς το ανέχεσαι να πομπεύεσαι απ’ όπου περνάς για χάρη αυτής της ξετσίπωτης;»·
- όποιος κρυφοπαντρεύεται, φανερά πομπεύεται, ο γάμος που γίνεται με μυστικότητα, σίγουρα θα έχει κάτι το επιλήψιμο γι’ αυτό και τον κουτσομπολεύουν με δυσμενή σχόλια: «έπρεπε να το ξέρει πριν παντρευτεί στα μουλωχτά πως, όποιος κρυφοπαντρεύεται, φανερά πομπεύεται».