Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φαλακρός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φαλακρός, -ή, -ό, επίθ. [<φαλάκρα + κατάλ. -ος], βλ. λ. καραφλός·
- δυο φαλακροί μαλώνανε για μια τσατσάρα, λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που δυο άτομα μαλώνουν για άσχετη με αυτούς υπόθεση: «χωρίς να γνωρίζετε το ζευγάρι, διαφωνείτε αν πρέπει να παντρευτούν ή όχι κι αυτό μου θυμίζει το δυο φαλακροί μαλώνανε για μια τσατσάρα»· 
- έπιασες το φαλακρό απ’ τα μαλλιά, δεν πρόκειται να κερδίσεις, να πραγματοποιήσεις το παραμικρό κέρδος, το παραμικρό όφελος, τίποτα: «αν μπλέξεις μ’ επιχειρήσεις που έχουν σχέση με ρούχα, έπιασες το φαλακρό απ’ τα μαλλιά, γιατί γέμισε η αγορά από κινέζικο ρουχισμό»· 
- ο φαλακρός ψείρες δεν έχει, βλ. λ. ψείρα.

καραφλός

καραφλός, -ή, -ό, επίθ. [<φαλακρός, με αντιμετάθεση], (ειρωνικά) που δεν έχει καθόλου μαλλιά στο κεφάλι του, ο καράφλας, ο φαλακρός: «δεν μπορώ να καταλάβω ακόμα τι τη θέλει την τσατσάρα αυτός ο καραφλός!».

ψείρα

ψείρα, η, ουσ. [<μσν. ψείρα <φθεῖρα, αιτιατ. του μτγν. φθείρ ἡ <αρχ. φθείρ ὁ, με επίδραση του ψύλλος], η ψείρα. 1. άνθρωπος υπερβολικά σχολαστικός, υπερβολικά λεπτολόγος, που δίνει σημασία ακόμη και στις πιο ασήμαντες, στις πιο ανούσιες λεπτομέρειες, ο ψείρας: «αν μπλέξεις μ’ αυτή την ψείρα, θα μετανιώσεις την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισες να κάνεις δουλειά μαζί του». 2. (για πράγματα) που είναι πάρα πολύ μικρό σε μέγεθος (όσο δηλ. και μια ψείρα): «πώς μπορείς κι ανάβεις μ’ αυτόν τον αναπτήρα που είναι σαν ψείρα! || τ’ αεροπλάνο πετούσε προς το βάθος του ορίζοντα, ώσπου στο τέλος έγινε σαν ψείρα κι εξαφανίστηκε». 3. ειδικός μικροπομπός για την υποκλοπή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή που τοποθετείται στα ρούχα κάποιου (πέτο, γραβάτα) για να παρακολουθούν τη συνομιλία που έχει με κάποιον ή για να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή πού βρίσκεται: «η ψείρα έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές από αστυνομικούς που παρουσιάζονται ως πολίτες || οι αστυνομικοί έβαλαν ψείρα στο δήθεν βαποράκι, για να μπορέσουν ν’ ακούσουν τη συνομιλία του με τον έμπορο ναρκωτικών». Συνών. κοριός. 4. στον πλ. οι ψείρες, οι πιο ασήμαντες, οι πιο ανούσιες λεπτομέρειες μιας υπόθεσης: «δε θα καθίσω ν’ ασχοληθώ μ’ αυτές τις ψείρες τη στιγμή που υπάρχουν άλλα πολύ πιο σοβαρά προβλήματα». 5. (για γράμματα) που είναι πάρα πολύ μικρά και ως εκ τούτου δυσανάγνωστα: «γράψε, ρε παιδάκι μου, λίγο πιο μεγάλα γράμματα, γιατί πώς θα διαβάσει ο άλλος αυτές τις ψείρες;»·     
- αλί που το ’χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες, βλ. λ. κούτρα·
- άμα το ’χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες, βλ. λ. κούτρα·
- αν έχεις νύχια, θα ξυστείς και αν δεν έχεις, θα σε φάνε οι ψείρες, βλ. λ. νύχι·
- βγήκε η ψείρα στο γιακά, λέγεται ειρωνικά για άτομο ασήμαντο, που ύστερα από κάποια τυχαία επιτυχία αρχίζει να κάνει τον σπουδαίο με προκλητικές εμφανίσεις: «απ’ τη μέρα που κέρδισε το λαχείο, κάθε τόσο αλλάζει και αυτοκίνητο. -Βγήκε η ψείρα στο γιακά». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ·
- είναι να μην το ’χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες, βλ. λ. κούτρα·
- έκαψα την κάπα μου να μη με τρώνε οι ψείρες, βλ. λ. κάπα·
- έχει ψείρα με ουρά ή έχει ψείρες με ουρά, ειρωνική αμφισβήτηση για άτομο που αναφέρεται από κάποιον πως έχει πολλά χρήματα, ενώ εμείς έχουμε τη γνώμη ή την πληροφορία πως είναι πολύ φτωχό. (Λαϊκό τραγούδι: Δημητρούλα, Δημητρούλα, μη σε νοιάζει για προικιά, έχω παρά, ψείρες με ουρά, όμορφη Θεσσαλονικιά). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι, πως ή το βέβαια·
- η ψείρα τρώει απ’ τον αφέντη της, οι φτωχοί ή οι υπάλληλοι ζουν, κερδίζουν τη ζωή τους από τις υπηρεσίες που προσφέρουν στους πλουσιότερους ή στα αφεντικά τους: «δεν παίρνει μέρος στην απεργία γιατί πιστεύει πως η ψείρα τρώει απ’ τον αφέντη της»·
- ο φαλακρός ψείρες δεν έχει, δεν μπορείς να πάρεις κάτι από αυτόν που δεν έχει: «εντάξει, σου χρωστάει, δε λέω, αλλά ο φαλακρός ψείρες δεν έχει, τι να σου δώσει λοιπόν!». Συνών. από σπανό τρίχα δύσκολα βγάζεις.