Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φαιδρός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φαιδρός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. φαιδρός], φαιδρός·
- η χώρα όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα, βλ. λ. πορτοκαλέα.

πορτοκαλέα

πορτοκαλέα, η, ουσ. [<πορτοκάλι + κατάλ. -έα], η πορτοκαλιά, ιδίως εύχρ. στη φρ. η χώρα όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα, (ειρωνικά) χαρακτηρίζει τη χώρα εκείνη στην οποία δεν υπάρχει σοβαρότητα στην αντιμετώπιση των διάφορων προβλημάτων, με υπονοούμενο την Ελλάδα: «τέτοιες ευτράπελες καταστάσεις μόνο στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας θα μπορούσαν να γίνουν». Στο το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη διαβάζουμε  στο λ. φαιδρός. Η φρ. προέρχεται από το ποίημα Ἡ γῆ τῆς Ἑλλάδος του ρομαντικού ποιητή, μεταφραστή και λεξικογράφου  Άγγ. Βλάχου (1838-1920): Ξεύρετε τήν χώραν πού ἀνθεῖ φαιδρά πορτοκαλέα / πού κοκκινίζει ἡ σταφυλή / καί θάλλει ἡ ἐλαία; / Ὦ δέν τήν ἀγνοεῖ κανείς· εἶναι ἡ γῆ ἡ Ἑλληνίς. Το ποίημα διακωμωδήθηκε στο περιοδικό «Ραμπαγάς».