Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φαγητό

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φαγητό, το, ουσ. [<μσν. φαγητόν], το φαγητό. 1. η τροφή, ιδίως η μαγειρεμένη: «υπάρχει φαγητό για όλους». 2. η λήψη τροφής, καθώς και ο χρόνος που διαθέτουμε για το σκοπό αυτό: «τους είδα που πήγαιναν για φαγητό || μετά το φαγητό καπνίζω πάντα ένα τσιγάρο»· βλ. και λ. φαΐ. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- άρπαξε το φαγητό, βρίσκεται στα όρια του καψίματος: «ξεχάστηκε στην κουβέντα με τη φιλενάδα της κι άρπαξε το φαγητό»·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
- είναι φαγητό χωρίς αλάτι, βλ. λ. αλάτι·
- έπιασε το φαγητό, κάηκε ελαφρά στον πάτο του μαγειρικού σκεύους μέσα στο οποίο το μαγειρεύαμε: «την πήρε η φιλενάδα της στο τηλέφωνο και με το μπλα μπλα πέρασε η ώρα κι έπιασε το φαγητό που μαγείρευε»·
- κάνω φαγητό, μαγειρεύω: «αχ, τι ωραία που μυρίζει! Καλέ, τι φαγητό κάνεις;». Πρβλ.: και θα σου πάρω, κούκλα μου, του γάλακτος αρνάκι, για να το κάνεις φρικασέ με φρέσκο μαρουλάκι (Λαϊκό τραγούδι)· 
- κόλλησε το φαγητό, κάηκε μεγάλη ποσότητα φαγητού και βρίσκεται στον πάτο του μαγειρικού σκεύους μέσα στο οποίο το μαγειρεύαμε: «ξεχάστηκε στην τηλεόραση και κόλλησε το φαγητό που μαγείρευε»·
- μιλάμε για την κατσαρόλα και δεν ξέρουμε ακόμα τι φαγητό θέλουμε να κάνουμε, βλ. λ. κατσαρόλα·
- ξαναζεσταμένο φαγητό, λέγεται για υπόθεση, ιδίως για ερωτική σχέση, που διαταράχθηκε και έχασε το αρχικό της ενδιαφέρον, που ξεθύμανε: «δε θα επιδιώξω να τα ξαναφτιάξω μαζί της, γιατί δε μ’ αρέσει ξαναζεσταμένο φαγητό»· βλ. και φρ. ξαναζεσταμένη σούπα, λ. σούπα·
- πλαστικό φαγητό, το φαγητό που προσφέρεται από τα φαστφουντάδικα και το οποίο, σύμφωνα με τις τελευταίες ιατρικές μελέτες, είναι αιτία της παχυσαρκίας αλλά και άλλων ασθενειών: «στην Αμερική, όπου το πλαστικό φαγητό έχει μπει στην καθημερινή ζωή των Αμερικανών, παρατηρείται μια έξαρση της παχυσαρκίας»·  
- σβήνω το φαγητό (με κάποιο ποτό), προσθέτω στο φαγητό κάποιο ποτό (κονιάκ, ουίσκι, μπίρα, ιδίως κρασί) και το αφήνω να πάρει μια τελευταία βράση, πριν το κατεβάσω από τη φωτιά: «λίγο πριν κατεβάσει το στιφάδο απ’ τη φωτιά, έσβησε το φαγητό με κρασί»·    
- στήνω το φαγητό, το ετοιμάζω και το βάζω στη φωτιά: «όση ώρα η μητέρα έστηνε το φαγητό, ο πατέρας μαστόρευε στον κήπο»·
- το ρίχνω στο φαγητό, τρώω, ιδίως συχνά και σε ποσότητες: «απ’ τον καιρό που το ’ριξα στο φαγητό, έγινα διπλός || όταν είμαι πολύ στενοχωρημένος, το ρίχνω στο φαγητό»·
- τσιμπάει το φαγητό, είναι αρμυρό: «μου ξέφυγε λίγο παραπάνω αλάτι και τσιμπάει το φαγητό».

αλάτι

αλάτι κ. άλας, το, ουσ. [<μτγν. ἁλάτιον, υποκορ. του  αρχ. ἅλας], το αλάτι. 1. οτιδήποτε είναι ακριβό, πολύτιμο, ζωτικό: «ο έρωτας είναι το αλάτι της ζωής». 2. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) μια από τις ονομασίες της ηρωίνης. Από το ό,τι η ηρωίνη έχει το άσπρο χρώμα του αλατιού, αλλά και από το ότι είναι πολύτιμη, ζωτική για την επιβίωση του χρήστη, όπως το αλάτι για τον άνθρωπο. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- βάζω αλάτι, βλ. συνηθέστ. βάζω αλατοπίπερο, λ. αλατοπίπερο·
- δε φοβάται ο παστουρμάς τ’ αλάτι, βλ. λ. παστουρμάς·
- είναι γλυκός σαν το μέλι και βαρύς σαν τ’ αλάτι, βλ. λ. μέλι·
- είναι φαγητό χωρίς αλάτι, λέγεται για παράλειψη που γενικά παίζει αρνητικό ρόλο σε μια εικόνα: «γυναίκα χωρίς στήθος είναι φαγητό χωρίς αλάτι». Από το ότι το ανάλατο φαγητό είναι άνοστο·
- έμεινα στήλη άλατος, βλ. λ. στήλη·
- ζωή χωρίς χιούμορ, θάλασσα χωρίς αλάτι, βλ. λ. ζωή·
- νερό κι αλάτι! (ενν. να γίνουν όσα πικρά λόγια ανταλλάξαμε) βλ. λ. νερό·
- όποιος κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στο αλάτι, οι κακές συνέπειες από άστοχη ενέργειά μας μπορεί να εκδηλωθούν μακροπρόθεσμα ή από εκεί που δεν το περιμένουμε: «δεν μπορεί να με κάνει τίποτα, γιατί έχω πάρει όλα τα μέτρα μου. -Πρόσεχε, και μην είσαι τόσο σίγουρος, γιατί όποιος κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στο αλάτι»·
- ρίχνω αλάτι, υποτιθέμενη ενέργεια με μαγικές ιδιότητες, που γίνεται με τρόπο, κρυφά, και αναγκάζει κάποιον επισκέπτη μας που μας έγινε βαρετός από την πολύωρη παρουσία του να σηκωθεί να φύγει: «επειδή τον είχα δυο ώρες στο γραφείο μου, έριξα αλάτι μήπως σηκωθεί και φύγει»·
- ρίχνω αλάτι σε παλιές πληγές, βλ. λ. πληγή·
- σπέρνει αλάτι, χάνει τον καιρό του, ματαιοπονεί: «ό,τι και να κάνει, να του πεις πως σπέρνει αλάτι, γιατί χωρίς λεφτά δεν μπορεί να ξεκινήσει καμιά δουλειά»·
- την αλήθεια πάντα κράτει και το ψέμα ας έχει αλάτι, βλ. λ. αλήθεια·
- το άλας της γης, χαρακτηρίζει κάποιον ή κάτι που είναι μοναδικό, πολύτιμο, σημαντικό: «η δημοκρατία είναι το άλας της γης || το αγαπάτε αλλήλους είναι το άλας της γης». Από την επί του Όρους Ομιλία. Πρβλ. ὑμεῖς ἐστε τό ἅλας τῆς γῆς, (Ματθ. δ΄ 13)·     
- τον κάνω τ’ αλατιού, α. τον δέρνω άγρια, τον κατανικώ: «μόλις πέταξε κάποιο υπονοούμενο για την αδερφή του, τον έπιασε και τον έκανε τ’ αλατιού». (Τραγούδι: τα παιδιά τους καρτερούσαν του στρατού του λαϊκού και με τις χειροβομβίδες τους εκάναν τ’ αλατιού).β. τον αποστομώνω με χειροπιαστά παραδείγματα ή αποδείξεις: «έλεγε ό,τι ήθελε, όταν όμως του έδειξα την υπογραφή του, τον έκανα τ’ αλατιού»·
- φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι, βλ. λ. ψωμί·
- φάε αλάτι κι έλα στο κρεβάτι, το υπονοούμενο είναι η ερωτική πράξη. Από το ότι το αλάτι, καθώς ανεβάζει την πίεση, υποβοηθάει τη στύση. Παλαιότερα, όταν η αγελάδα βρισκόταν σε περίοδο γονιμότητας, της έδιναν να φάει αλάτι για να έχει αυξημένη επιθυμία για βάτεμα.

κατσαρόλα

κατσαρόλα, η, ουσ. [<βενετ. cazzarola], η κατσαρόλα· στον πλ. οι κατσαρόλες, το σύνολο των μαγειρικών σκευών ενός νοικοκυριού: «άλλαξα όλες τις κατσαρόλες μας, γιατί, αυτές που είχαμε, ήταν ακόμα από την εποχή που παντρευτήκαμε». Υποκορ. κατσαρολίτσα, η και κατσαρολάκι, το·
- αν δε βάλεις την κατσαρόλα στη φωτιά, δε βράζει, αν δεν ενεργήσεις όπως πρέπει, κατάλληλα, δεν μπορείς να φέρεις μια δουλειά ή μια υπόθεσή σε αίσιο τέλος: «πρέπει να βρεθούν τα λεφτά, αγόρι μου, για ν’ αρχίσεις αυτή τη δουλειά, γιατί, αν δε βάλεις την κατσαρόλα στη φωτιά, δε βράζει»·
- μιλάμε για την κατσαρόλα και δεν ξέρουμε ακόμα τι φαγητό θέλουμε να κάνουμε, βιαζόμαστε να ενεργήσουμε, να συμπεράνουμε ή να καταλήξουμε σε κάτι, χωρίς να γνωρίζουμε ακόμα όλα τα απαραίτητα δεδομένα, ή προτρέχουμε, χωρίς να έχουμε κάποιο συγκεκριμένο στόχο: «τα πρώτα λεφτά που θα κερδίσουμε, θα τα ρίξουμε πάλι στη δουλειά. -Κάτσε, ρε παιδάκι μου, μιλάμε για την κατσαρόλα και δεν ξέρουμε ακόμα τι φαγητό θέλουμε να κάνουμε. Εδώ δε βρήκαμε ακόμα με τι δουλειά θέλουμε ν’ ασχοληθούμε κι εσύ ονειρεύεσαι κέρδη!»· 
- της κατσαρόλας, τρόπος μαγειρέματος διαφόρων φαγητών, συνήθως λαδερών: «σ’ άλλους αρέσουν τα τηγανητά, σ’ άλλους τα ψητά και σ’ άλλους τα φαγητά της κατσαρόλας»·
- τινάχτηκε το καπάκι της κατσαρόλας, βλ. λ. καπάκι.

ξέρω

ξέρω, ρ. [<μσν. ξέρω <(ἠ)ξεύρω, από το ἐξεῦρον, αόρ. του ρ. ἐξευρίσκω], ξέρω. Αρκετές φορές, αναφέρεται με παικτική διάθεση και στη μέση φωνή ως ξερένομαι, γνωρίζομαι: «με τον τάδε ξερένομαι πέντε χρόνια || με τον τάδε ξερενόμαστε πέντε χρόνια». (Ακολουθούν 179 φρ.)·
- αλλού κι αλλού ξέρει να…, βλ. λ. αλλού·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- άσε αυτά που ξέρεις! ή άσε εκείνα που ήξερες! πάψε να εφαρμόζεις μεθόδους ή κόλπα που εφάρμοζες ως τώρα για να πετυχαίνεις το σκοπό σου ή για να ξεγελάς τους άλλους. (Λαϊκό τραγούδι: όσο κι αν είσαι έξυπνη, μορτάρα και στα πέριξ κάτσε, λοιπόν, στο τουμπεκί κι άσε αυτά που ξέρεις //εγώ πολλές φορές σου το ’χα πει τη γνώμη σου αυτή ν’ αλλάξεις, να κάτσεις να καλοσκεφτείς και φρόνιμα να κάτσεις, κι άστα εκείνα που ’ξερες και μένα να ξεγράψεις
- αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις ή αυτά που ξέρεις να τα ξεχάσεις, βλ. φρ. άσε αυτά που ξέρεις(!)·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς θα στα βάλω στον κώλο σου, λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου, λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, να τα βάλεις στον κώλο σου, λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου, λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. φρ. αυτό που κρατάς, θα στο βάλω στον κώλο σου, λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ.. αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου, λ. κώλος·  
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. φρ. αυτό που κρατάς, να το βάλεις στον κώλο σου, λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, να το χώσεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. φρ. αυτό που κρατάς, να το χώσεις στον κώλο σου, λ. κώλος·
- αυτό το ξέρει κι η γάτα μου, βλ. λ. γάτα·
- βάλ’ το εκεί που ξέρεις! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιου πράγμα που του δώσαμε, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο, ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. Το υπονοούμενο είναι να το βάλει στον κώλο του. Συνών. βάλ’ το κλύσμα! / βάλ’ το στη σαλαμούρα! / βάλ’ το στον κώλο σου! / βαλ’ το στον πάγο! / κάν’ το κλύσμα(!)·
- δε θέλω να ξέρω, έκφραση με την οποία αρνούμαστε να ακούσουμε κάποιον που θέλει να μας πληροφορήσει για κάτι: «άκου να δεις πώς έγιναν τα πράγματα. -Δε θέλω να ξέρω || σε παρακαλώ, δε θέλω να μου πεις τίποτα, γιατί δε θέλω να ξέρω»·
- δε θέλω να σε ξέρω, έκφραση με την οποία δηλώνουμε σε κάποιον πως διακόπτουμε τις σχέσεις που είχαμε μαζί του: «απ’ τη στιγμή που έμαθα πως με κατηγόρησες, δε θέλω να σε ξέρω». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, μετά το πρώτο ρ. της φρ. ακολουθεί το ούτε·
- δεν ήξερε από πού να φύγει, βλ. λ. φεύγω· 
- δεν ξέρει από πού κατουράει η κότα, βλ. λ. κότα·
- δεν ξέρει γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- δεν ξέρει γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν ξέρει η δεξιά του τι ποιεί η αριστερά του, βλ. λ. δεξιά·
- δεν ξέρει κανείς από πού βαστάει η σκούφια του ή δεν ξέρει κανείς από πού κρατάει η σκούφια του, βλ. λ. σκούφια·
- δεν ξέρει ν’ ανοίξει το στόμα του, βλ. λ. στόμα·
- δεν ξέρει να βάλει ούτε την υπογραφή του, βλ. λ. υπογραφή·
- δεν ξέρει να βάλει την τζίφρα του, βλ. λ. τζίφρα·
- δεν ξέρει να δέσει τα κορδόνια του, βλ. λ. κορδόνι·
- δεν ξέρει να δέσει τα παπούτσια του, βλ. λ. παπούτσι·
- δεν ξέρει να δέσει το βρακί του, βλ. λ. βρακί·
- δεν ξέρει να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν ξέρει να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρο, βλ. λ. γαϊδούρι·
- δεν ξέρει ούτε την αλφαβήτα, βλ. λ. αλφαβήτα·
- δεν ξέρει ούτε το άλφα, βλ. λ. άλφα·
- δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- δεν ξέρει πώς τον (τη) λένε, βλ. λ. λέω·
- δεν ξέρει τα τρία κακά της μοίρας του, βλ. λ. μοίρα·
- δεν ξέρει την τύφλα του, βλ. λ. τύφλα·
- δεν ξέρει τι έχει, βλ. λ. έχω·
- δεν ξέρει τι θα πει… ή δεν ξέρει τι πάει να πει…, βλ. λ. είπα·
- δεν ξέρει τι θα πει ναι ή δεν ξέρει τι πάει να πει ναι ή δεν ξέρει το ναι, βλ. λ. ναι·
- δεν ξέρει τι θα πει όχι ή δεν ξέρει τι πάει να πει όχι ή δεν ξέρει το όχι, βλ. λ. όχι·
- δεν ξέρει τι θα πει σπίτι ή δεν ξέρει τι πάει να πει σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- δεν ξέρει τι κάνει, βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρει τι λέει, βλ. λ. λέω·
- δεν ξέρει τι του γίνεται, βλ. λ. γίνομαι·
- δεν ξέρει τι του ξημερώνει αύριο, βλ. λ. αύριο·
- δεν ξέρει τίποτα για το φόνο, βλ. λ. φόνος·
- δεν ξέρεις μέχρι πού μπορώ να φτάσω! βλ. λ. φτάνω·
- δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει! βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρεις τι μπορώ να κάνω, βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο, βλ. λ. αύριο·
- δεν ξέρω ακόμα τον ήχο της φωνής του, βλ. λ. φωνή·
- δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω, λέγεται στην περίπτωση που βρισκόμαστε μπροστά σε μια πολύ δύσκολη και περίπλοκη δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση, που καλούμαστε να την ξεδιαλύνουμε και να τη φέρουμε σε αίσιο τέλος: «με κάλεσαν ν’ αναλάβω τη διεύθυνση του εργοστασίου, αλλά είναι τόσο μπερδεμένα τα πράγματα, που δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω»·
- δεν ξέρω, βρείτε τα ή δεν ξέρω, βρέστε τα, βλ. λ. βρίσκω·
- δεν ξέρω, κανονίστε τα, βλ. λ. κανονίζω·
- δεν ξέρω λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν ξέρω πού θα βγάλει ή δεν ξέρω τι θα βγάλει, βλ. λ. βγάζω·
- δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω, βλ. λ. πατώ·
- δεν ξέρω σε τι Θεό πιστεύει, βλ. λ. Θεός·
- δεν ξέρω, συζητείστε τα, βλ. λ. συζητώ·
- δεν ξέρω, συνεννοηθείτε, βλ. λ. συνεννοούμαι·
- δεν ξέρω τι βιολί (βιόλα) βαράει, βλ. λ. βιολί·
- δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν ξέρω τι έχει στο νου του, βλ. λ. νους·
- δεν ξέρω τι καπνό φουμάρει, βλ. λ. καπνός2·
- δεν ξέρω τι να κάνω! βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρω τι να πω! βλ. λ. είπα·
- δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω! βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρω το ρόλο παίζει, βλ. λ. ρόλος·
- δεν ξέρω τι ώρες κάνει, βλ. λ. ώρα·
- δεν ξέρω τις διαθέσεις του, βλ. λ. διάθεση·
- δεν ξέρω τις προθέσεις του, βλ. λ. πρόθεση·
- δεν ξέρω (το) τι και (το) πώς, βλ. λ. πώς·
- δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του, βλ. λ. μάνα·
- δεν τον ξέρει ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας, βλ. λ. θυρωρός·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, όλα τα πράγματα έχουν τον τρόπο τους να ειπωθούν ή να πραγματοποιηθούν χωρίς να θίξουν ή να βλάψουν κάποιον·
- εγώ το ξέρω (μόνο), λέγεται για να επιτείνουμε το μέγεθος κάποιου ψυχικού μας πόνου ή την ένταση κάποιας προσπάθειάς μας: «εγώ το ξέρω μόνο πόσο με σημάδεψε ο θάνατος του πατέρα μου || εγώ το ξέρω μόνο τι τράβηξα για να τελειώσω αυτό το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: γελώ και μες στο γέλιο μου κρύβω μεγάλο πόνο, όλοι με λένε ευτυχή, μα ’γώ το ξέρω μόνο
- εκάκιωσεν ο βάτραχος κι η λίμνη δεν το ξέρει, βλ. λ. βάτραχος·
- εκείνα που ήξερες να τα ξεχάσεις ή εκείνα που ξέρεις να τα ξεχάσεις, βλ. λ. ξέρω·
- ένας Θεός ξέρει ή ένας Θεός το ξέρει, βλ. λ. Θεός·
- ένας Θεός ξέρει αν... ή ένας Θεός ξέρει πότε.... ή ένας Θεός ξέρει πού... ή ένας Θεός ξέρει πώς...., βλ. λ. Θεός·
- εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, βλ. λ. νους·
- έχεις δίκιο, δεν ξέρεις τι λες, βλ. λ. δίκιο·
- έχεις παράδες, ξέρεις να μιλάς, βλ. λ. παράς·
- η θεία Όλγα ξέρει, βλ. λ. θεία·
- η καρδιά μου το ξέρει! βλ. λ. καρδιά·
- η καρδούλα μου το ξέρει! βλ. λ. καρδούλα·
- η περδικούλα μου το ξέρει! βλ. λ. περδικούλα·
- η ψυχή μου το ξέρει! βλ. λ. ψυχή·
- η ψυχούλα μου το ξέρει! βλ. λ. ψυχούλα·
- θα γίνει δεν ξέρω κι εγώ τι ή θα γίνει κι εγώ δεν ξέρω τι, βλ. λ.γίνομαι·
- ίσα που σε ξέρω, βλ. λ. ίσος·
- κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι ή κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ τι είναι, βλ. λ. κάνω·
- κάν’ τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βάλ’ τα εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. μασούρι·
- κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ποιος, βλ. λ. ποιος·
- κανείς δεν ξέρει τι κουκούτσι έχει το αυριανό βερίκοκο, βλ. λ. κουκούτσι·
- κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει, βλ. λ. ξημερώνω·
- κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, βλ. λ. δουλειά·
- λούσε με, χτενίσε με (χτένισέ με), ξέρω ποιος με γέννησε, βλ. λ. γεννώ·
- μας κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι βλ. λ. ποιος·
- μιλάμε για την κατσαρόλα και δεν ξέρουμε ακόμα τι φαγητό θέλουμε να κάνουμε, βλ. λ. κατσαρόλα·
- μόνο πότε θα πεθάνω δεν ξέρω, βλ. λ. πεθαίνω·
- ν’ αφήσεις αυτά που ξέρεις ή ν’ αφήσεις εκείνα που ήξερες, βλ. φρ. να ξεχάσεις αυτά που ξέρεις·
- να ξεχάσεις αυτά που ξέρεις ή να ξεχάσεις εκείνα που ήξερες, να εγκαταλείψεις τις παλιές σου συνήθειες, τα παλιά σου κόλπα, να αλλάξεις συμπεριφορά και να συγχρονιστείς με την παρούσα κατάσταση: «εδώ που ήρθες πρέπει να στρωθείς στη δουλειά και να ξεχάσεις εκείνα που ήξερες»·
- να το ξέρεις, να είσαι σίγουρος, σε διαβεβαιώνω: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σε μαυρίσω στο ξύλο, να το ξέρεις». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν πάψεις πια τις τρέλες σου, τις τόσες, θα σ’ αφήσω σου το λέω να το ξέρεις κι αν δε βάλουμε τα πράματα στη θέση τους συ θα κλαις, θα ξενυχτάς, θα υποφέρεις
- ξέρει γράμματα, βλ. λ. γράμματα·
- ξέρει η μάνα μας να φτιάσει πίτα, μα σαν έχει αλεύρι, βλ. λ. μάνα·
- ξέρει και ζει ή ξέρει να ζει, βλ. λ. ζω·
- ξέρει και μιλάει, βλ. φρ. ξέρει τι λέει·
- ξέρει και τρώει, βλ. λ. τρώω·
- ξέρει καλά την αγορά, βλ. λ. αγορά·
- ξέρει καλά το ρόλο του, βλ. λ. ρόλος·
- ξέρει να τρώει, βλ. λ. τρώω·
- ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει, βλ. λ. Θεός·
- ξέρει πολλές τρύπες, βλ. λ. τρύπα·
- ξέρει τι έχει ο βλάχος στο ντορβά του, βλ. λ. βλάχος·
- ξέρει τι λέει, βλ. λ. λέω·
- ξέρει τι τρώει, βλ. φρ. ξέρει και τρώει·
- ξέρει το μάθημα απ’ έξω ή το ξέρει καλά το μάθημα ή το ξέρει το μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- ξέρει το ποίημα απ’ έξω ή το ξέρει καλά το ποίημα ή το ξέρει το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- ξέρει φλιτζάνι, βλ. λ. φλιτζάνι·
- ξέρει χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- ξέρεις τι; άκου αυτό που θέλω να σου πω: «ξέρεις τι; Θέλω να με βοηθήσεις σ’ αυτή την περίπτωση»·
- ξέρεις τι λες; βλ. λ. λέω·
- ξέρω από πείρα (κάτι), βλ. λ. πείρα·
- ξέρω κι εγώ; (ξέρ’ γω;), δε γνωρίζω: «θα ’ρθει μαζί σου το βράδυ ο τάδε; -Ξέρω κι εγώ;»·
- ξέρω μάγια, βλ. λ. μάγια·
- ξέρω μαγικά, βλ. λ. μαγικά·
- ξέρω μηχανή, βλ. λ. μηχανή·
- ξέρω πόσο άμμο έχει στα νεφρά του, βλ. λ. άμμος·
- ξέρω τα όριά μου, βλ. λ. όριο·
- ξέρω τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- ξέρω τι εστί, έχω μεγάλη πείρα, γνωρίζω πολύ καλά κάτι: «ξέρω τι εστί φιλία, γιατί έχω τον καλύτερο φίλο || ξέρω τι εστί πόνος, γιατί πόνεσα πολύ στη ζωή μου»· βλ. και φρ. ξέρω τι θα πει·
- ξέρω τι θα πει ή ξέρω τι πάει να πει, βλ. λ. είπα·
- ξέρω φαρσί (ενν. κάποια ξένη γλώσσα), βλ. λ. φαρσί·
- ξέρω ψέματα, βλ. λ. ψέμα·
- ο Θεός και η ψυχή μου το ξέρουν! βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός μονάχα ξέρει, βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός μονάχα ξέρει αν… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πότε… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πού… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πώς…, βλ. λ. Θεός·
- όλα έρχονται στην ώρα τους σε κείνον που ξέρει να περιμένει, βλ. λ. ώρα·
- όποιος μαγειρεύει, ξέρει τι τρώει, βλ. λ. όποιος·
- όσα ξέρει ο Κωνσταντής, δεν τα ξέρει άλλος κανείς, πολλές φορές αυτούς που δεν τους υπολογίζουμε επειδή τους θεωρούμε κουτούς, γνωρίζουν περισσότερα πράγματα από ό,τι εμείς οι ίδιοι: «ήταν μουλωχτός κι αμίλητος κι έκανε πάντα το κορόιδο, αλλά αποδείχτηκε πως όσα ξέρει ο Κωνσταντής, δεν τα ξέρει άλλος κανείς»·
- όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος ή όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο μουσαφίρης, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ό,τι ξέρεις, ξέρω ή ό,τι ξέρεις εσύ, ξέρω κι εγώ, βλ. λ. ό,τι·
- πάνε αυτά που ήξερες ή πάνε αυτά που ξέρατε, βλ. λ. αυτός·
- ποιος ξέρει! βλ. λ. ποιος·
- ποιος ξέρει τι νομίζει! βλ. λ. ποιος·
- ποιος ξέρει τι σκέφτεται! βλ. λ. ποιος·
- ποιος το ξέρει! βλ. λ. ποιος·
- ποιος τον ξέρει! βλ. λ. ποιος·
- πού ξέρεις! βλ. λ. πού·
- πού σε είδα, πού σε ξέρω ή πού σε ξέρω, πού σε είδα, βλ. λ. είδα·
- πού με ξέρεις, πού σε ξέρω ή πού σε ξέρω, πού με ξέρεις, λέγεται για τους αχάριστους που αδιαφορούν ή προσποιούνται πως δε γνωρίζουν τους ευεργέτες τους ή για φίλους που για κάποιο λόγο, άγνωστο για μας, ξέκοψαν απ’ την παρέα μας: «όταν δεν είχε μία, ήταν συνέχεια κοντά μου, τώρα όμως που τα κονόμησε πού με ξέρεις πού σε ξέρω || όταν πρωτόρθε άγνωστος στην πόλη ήταν συνέχεια στο στέκι μας, ξαφνικά όμως πού σε ξέρω, πού με ξέρεις». (Λαϊκό τραγούδι: όλα σου τα χάρισα. Κι όταν πια ρεστάρισα, πού με ξέρεις, πού σε ξέρω, μ’ άφησες να υποφέρω
- πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς κρατιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς κρατώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- σαν να μην ξέρω το βιός μου, βλ. λ. βιός·
- σαν ξαναγίνω νύφη, ξέρω να προσκυνήσω, βλ. λ. νύφη·
- τα (το) ξέρω Απόστολο, βλ. λ. Απόστολος·
- την τύφλα μου ξέρω, βλ. λ. τύφλα·
- το άλλο με τον Τοτό το ξέρεις; βλ. λ. Τοτός·
- το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, βλ. λ. παλικάρι·
- το ξέρει και η κουτσή Μαρία, βλ. λ. Μαρία·
- το ξέρει καλά το μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- το ξέρει καλά το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- το ξέρουν κι οι κότες, βλ. λ. κότα·
- το ξέρουν κι οι πέτρες, βλ. λ. πέτρα·
- το ξέρω, το έχω υπόψη μου: «το ξέρω πως θα είναι κι ο τάδε στη συγκέντρωση»· βλ. και λ. γιάντες·
- το ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά, βλ. λ. έξω·
- το ξέρω για…, δηλώνει πως έχουμε διαμορφωμένη άποψη για το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος: «αυτό τ’ αυτοκίνητο το ξέρω για καλύτερο όλων». Συνών. το ’χω για(…)·
- το ξέρω νεράκι (ενν. το μάθημα), βλ. λ. νεράκι·
- το ξέρω νερό (ενν. το μάθημα), βλ. λ. νερό·
- το ξέρω ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- το ξέρω φαρσί (ενν. το μάθημα), βλ. λ. φαρσί·
- τον ξέρει και η κουτσή Μαρία, βλ. λ. Μαρία·
- τον ξέρουν κι οι κότες, βλ. λ. κότα·
- τον ξέρουν κι οι πέτρες, βλ. λ. πέτρα.
- τον ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά, βλ. λ. έξω·
- τον (την) ξέρω από τόσο δα παιδάκι, βλ. λ. παιδάκι·
- τον ξέρω απ’ την καλή, βλ. λ. καλός·
- τον ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. λ. καλός·
- τον ξέρω για…, δηλώνει πως έχουμε διαμορφωμένη άποψη για το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «τον ξέρω για σοβαρό άνθρωπο || δύσκολα μπορώ να πιστέψω πως δε σου ’δωσε τα λεφτά που του ζήτησες, γιατί τον ξέρω για χουβαρντά». Συνών. τον έχω για(…)·
- τον ξέρω εξ αποστάσεως, βλ. λ. απόσταση·
- τον ξέρω και με ξέρει, γνωριζόμαστε καλά: «τον ξέρω και με ξέρει, γιατί μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά»·
- τον ξέρω σαν ανοιχτό βιβλίο, βλ. λ. βιβλίο·
- τον ξέρω σαν κάλπικη δεκάρα, βλ. λ. δεκάρα·
- τον ξέρω σαν την παλάμη μου, βλ. λ. παλάμη·
- τον ξέρω σαν την τσέπη μου, βλ. λ. τσέπη·
- τόσα ξέρει, τόσα λέει, βλ. λ. τόσος.

φαΐ

φαΐ, το, ουσ. [<μσν. φαγεῖ(ν) και φαγεῖον, από το απαρέμφ. του αρχ. ρ. ἐσθίω (= τρώω)], το φαγητό: «τι φαΐ έχουμε σήμερα, ρε γυναίκα;». Υποκορ. φαγάκι, το (βλ. λ.)· βλ. και λ. φαγητό. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άλλο φαΐ τώρα, ας αλλάξουμε θέμα: «έλα, πολύ κουβεντιάσαμε γι’ αυτή την υπόθεση. Άλλο φαΐ τώρα»·
- αυτό είναι το φαΐ μου, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πανεύκολο για μένα ή είναι κάτι με το οποίο ασχολούμαι συνεχώς: «σιγά το δύσκολο πράγμα που με βάζεις να κάνω! Αυτό είναι το φαΐ μου || μα και βέβαια θα ’ρθω κι εγώ για τζόκιν, αφού είναι το φαΐ μου». Από την ευκολία με την οποία τρώει κανείς το φαγητό που του αρέσει·
- βάζω φαΐ, βλ. συνηθέστ. βάζω τραπέζι, λ. τραπέζι·
- βαρύ φαΐ, φαγητό που είναι δύσπεπτο: «πάσχω απ’ το στομάχι μου, γι’ αυτό δεν μπορώ να φάω βαρύ φαΐ»·
- βγάζω το φαΐ μου, κερδίζω τα απαραίτητα για να ζήσω, για να συντηρηθώ: «ποτέ δεν ήμουν πλεονέκτης, γι’ αυτό πάντα λέω δόξα τω Θεώ που βγάζω το φαΐ μου»· 
- βγάζω φαΐ, σερβίρω φαγητό: «μέχρι να βγάλει η μάνα μου το φαΐ, έβλεπα τηλεόραση»·
- για ένα πιάτο φαΐ, βλ. λ. πιάτο·
- είδες, φαΐ κάτσε, είδες ξύλο, φύγε, (συμβουλευτικά) αν δεις ευχάριστη κατάσταση, πάρε κι εσύ μέρος κι αν δεις δυσάρεστη, απομακρύνσου: «μη χώνεσαι όπου να ’ναι, αλλά, είδες φαΐ, κάτσε, είδες ξύλο, φύγε»·
- έχει πολύ φαΐ, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί μπορούμε να αποκομίσουμε πολλά οφέλη: «εγώ λέω να πάρουμε μέρος σ’ αυτή την επιχείρηση, γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, έχει πολύ φαΐ»·
- έχει φαΐ η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- θέλει το φαΐ στο πιάτο, βλ.λ. πιάτο·
- μασημένο φαΐ, βλ. συνηθέστ. μασημένη τροφή, λ. τροφή·
- μυρίστηκε φαΐ, βλ. συνηθέστ. μυρίστηκε λαγό, λ. λαγός·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, βλ. λ. Θεός·
- πήγε το φαΐ στη ράχη μου, βλ. φρ. πήγε το φαΐ στην πλάτη μου·
- πήγε το φαΐ στην πλάτη μου, από τη δυσαρέσκεια ή τη στενοχώρια που δοκίμασα ή από τη βιασύνη με την οποία έφαγα το φαγητό μου, δεν το ευχαριστήθηκα καθόλου:  «μ’ όλ’ αυτά τα δυσάρεστα που μου είπες, πήγε το φαΐ στην πλάτη μου || έφαγα τόσο βιαστικά, που πήγε το φαΐ στην πλάτη μου»·
- στο φαΐ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάνει κρίση, βλ. λ. Θεός·
- στρώνομαι στο φαΐ, κάθομαι με άνεση για να φάω, τρώω ικανοποιητικά: «μόλις γύρισε απ’ τη δουλειά του, στρώθηκε στο φαΐ»·
- το στρώνω στο φαΐ, βλ. συνηθέστ. στρώνομαι στο φαΐ·
- το τρως όλο το φαΐ σου; ή το τρως το φαΐ σου; ερώτηση σε μικρό παιδί με την έννοια αν είναι φρόνιμο, αν είναι υπάκουο. Από το ότι, το μικρό παιδί που δεν κάνει νάζια στο φαγητό του και το τρώει όλο, είναι προφανές πως είναι φρόνιμο, υπάκουο·
- φόρεμα του κόσμου και φαΐ της όρεξής μας, βλ. λ. όρεξη.