Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φέγγω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φέγγω, ρ. [<αρχ. φέγγω], φέγγω. 1. λάμπω, λαμποκοπώ: «το πρόσωπό του έφεγγε απ’ τη χαρά του». 2α. απρόσ. φέγγει, υπάρχει φως: «θα πρέπει να είναι ξυπνητός, γιατί φέγγει στο δωμάτιό του». β. ξημερώνει, χαράζει: «σε λίγη ώρα φέγγει». 3. συνήθως στο γ΄ πρόσ. αορ. έφεξε, α. αδυνάτισε υπερβολικά, έγινε κάτισχνος: «το ’βαλε σκοπό ν’ αδυνατίσει κι έφεξε απ’ τη δίαιτα που κάνει || ένα μήνα στο νοσοκομείο, ήρθε κι έφεξε ο φουκαράς». β. ξημέρωσε, χάραξε: «μόλις έφεξε, έφυγε για τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: καθένας το κορίτσι του ας πάρει να χορέψει, έρωτα απόψε και πιοτό και γλέντι ώσπου να φέξει
- έφεξε η μέρα, βλ. λ. μέρα·
- έφεξε ο Θεός τη μέρα, βλ. λ. Θεός·
- καλημέρα κι έφεξε! βλ. λ. καλημέρα·
- του ’φεξε, του συνέβη ανέλπιστο, απροσδόκητο καλό, του χαμογέλασε η τύχη: «του ’φεξε με το λαχείο που του ’πεσε, γιατί τον τελευταίο καιρό περνούσε πολύ δύσκολα». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να μου φέξει, να τα κονομήσω, τάλιρα να πιάσω τη μικρή να ντύσω
- φέξε μου και γλίστρησα! λέγεται ειρωνικά α. για βοήθεια, πληροφορία ή συμβουλή που δίνεται εκ των υστέρων, πολύ αργά, όταν είναι πια ανώφελη, άχρηστη: «ο σκοπός ήταν να με βοηθήσεις τότε που στο ζήτησα. Τώρα, φέξε μου και γλίστρησα, γιατί το κακό έγινε!». β. σε άτομο που αποφάσισε να ενεργήσει ή να ενδιαφερθεί τη στιγμή που η ευκαιρία έχει ήδη χαθεί, τη στιγμή που πέταξε το πουλί: «τόσον καιρό σε παρακαλούσα να ’ρθεις ν’ αναλάβεις τη δουλειά. Τώρα φέξε μου και γλίστρησα, γιατί την ανέθεσα σ’ άλλον!». Από το ότι είναι πολύ αργά να φέξεις κάποιον που ήδη έχει γλιστρήσει. γ. στην περίπτωση που κάποιος δεν ξεκαθαρίζει, δεν αποσαφηνίζει τη θέση του, που δε δίνει άμεση λύση σε κάποιο πρόβλημα: «όπως έχουν τα πράγματα, πρέπει να δούμε πώς θα ενεργήσει ο άλλος κι ανάλογα πράττουμε. -Φέξε μου και γλίστρησα!».

καλημέρα

καλημέρα, η, ουσ. [από τη φρ. καλήν ημέραν]. 1. χαιρετισμός που απευθύνεται σε κάποιον, ιδίως κατά τις πρωινές ώρες, και έχει την έννοια να περάσει καλά, να πάει καλά η μέρα του: «ήρθε το πρωί χαρούμενος στο γραφείο του και φώναξε καλημέρα σε όλους μας». (Τραγούδι: καλημέρα τι κάνεις, να ’σαι πάντα καλά). 2. (παλιότερα) κέντημα, συνήθως καθρέφτης με γραμμένη επάνω του τη λέξη “καλημέρα”. Τοποθετείται συνήθως σε χώρο της υποδοχής, στο σαλόνι ή και στην κρεβατοκάμαρα, ιδίως όμως στο μέρος εκείνο όπου μόλις ξυπνήσει κάποιος πηγαίνει να πλυθεί, να πλύνει το πρόσωπό του: «ακριβώς πάνω απ’ το νεροχύτη υπήρχε μια καλημέρα». 3. ως επιφών. καλημέρα! ειρωνικό επιφώνημα σε κάποιον στην περίπτωση που δεν κατάλαβε τίποτα από όσα του είπαμε. Συνών. καληνύχτα! Παρατηρείται κίνηση του χεριού που κάνει αόριστους κύκλους στο ύψος του στήθους και πλάγια. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- δε θέλω ούτε την καλημέρα του, δε θέλω να έχω καμιά σχέση με το πρόσωπο για το οποίο γίνεται λόγος: «απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε, δε θέλω ούτε την καλημέρα του»·
- δε λέμε ούτε καλημέρα, έχουμε διακόψει τις φιλικές σχέσεις μας, είμαστε μαλωμένοι: «απ’ τη μέρα που διαλύσαμε το συνεταιρισμό που είχαμε, δε λέμε ούτε καλημέρα»· βλ. και φρ. δεν έχουμε ούτε καλημέρα·
- δε σου λένε καλημέρα, δε σε υπολογίζουν καθόλου: «όταν είσαι πολύ φτωχός, δε σου λένε καλημέρα». (Λαϊκό τραγούδι: ντυμένο σε προσέχουνε κι όλοι κοντά σου τρέχουνε. Σαν παλιώσουν πέρα ως πέρα, δε σου λένε καλημέρα!
- δεν έχουμε ούτε καλημέρα, δε διατηρούμε φιλικές ή κοινωνικές σχέσεις, γιατί δεν έχουμε γνωριστεί, δεν έχουμε συστηθεί: «τον ξέρω εξ αποστάσεως, αλλά δεν έχουμε ούτε καλημέρα»· βλ. και φρ. δε λέμε ούτε καλημέρα· 
- καλημέρα γι’ αύριο! ειρωνικό επιφώνημα που δηλώνει ότι, από όσα είπαμε σε κάποιον, δεν κατάλαβε τίποτα: «δηλαδή, εμείς δε θα πάμε μαζί τους; -Καλημέρα κι έφεξε! Τι σου λέω τόση ώρα»·
- καλημέρα Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω, βλ. λ. Γιάννης·
- καλημέρα Θανάση! βλ. φρ. καλημέρα γι’ αύριο(!)·
- καλημέρα κι έφεξε! βλ. φρ. καλημέρα γι’ αύριο(!)·
- λέω καλημέρα, καλημερίζω: «κάθε πρωί λέω καλημέρα ακόμα και σε κείνους που δε γνωρίζω»·
- με το καλημέρα, χωρίς να χαθεί διόλου καιρός, αμέσως: «μόλις μπήκε στο γραφείο μου, με το καλημέρα μου ζήτησε δανεικά»·
- μέχρι να πεις καλημέρα, λες καληνύχτα, δηλώνει σύντομο χρονικό διάστημα: «καλές είναι οι καλοκαιρινές διακοπές αλλά, ρε παιδάκι μου, μέχρι να πεις καλημέρα, λες καληνύχτα»·
- όταν είσαι καβάλα στ’ άλογο, να λες σ’ όλους καλημέρα, βλ. λ. καβάλα·
- ούτε για καλημέρα, για κανένα λόγο, σε καμιά περίπτωση: «δε θέλω να τον δω ούτε για καλημέρα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, καταραμένη μέρα, δε θέλω ν’ ανταμώσω άνθρωπο ούτε για καλημέρα)·
- πολύ καλημέρα! ή πολύ καλημέρα σας! εγκάρδιο καλημέρισμα σε κάποιον. Συνήθως παρατηρείται ελαφρά υπόκλιση προς το άτομο στο οποίο απευθύνεται ο χαιρετισμός·
- την καλημέρα μου (στον τάδε, ενν. δώσε), καλημέρισέ τον εκ μέρους μου, χαιρέτισε τον τάδε εκ μέρους μου με το καλημέρα: «την καλημέρα μου, αν δεις στο γραφείο τον τάδε»·
- του ’κοψα την καλημέρα, έπαψα να του μιλώ, έπαψα να έχω σχέσεις μαζί του, επειδή θύμωσα, πικράθηκα ή μάλωσα μαζί του: «επειδή κάθε τόσο με κατηγορούσε, του ’κοψα την καλημέρα»·
- τώρα καλημέρα! έτσι καθυστερημένα που ενδιαφέρθηκες για τη συγκεκριμένη δουλειά, χάθηκε η ευκαιρία, πέταξε το πουλί, γιατί δόθηκε σε άλλον: «ήρθα για τη δουλειά, που βάλατε προχτές στις μικρές αγγελίες. -Τώρα καλημέρα, γιατί την πήρε άλλος τη δουλειά!». Συνών. τώρα αντίο! / τώρα καλημερούδια! / τώρα καληνύχτα! / τώρα κάτσε! (α) / τώρα σφύρα! / τώρα τράβα τα βυζιά σου! ή τώρα τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! (β) / τώρα τραγούδα! / τώρα χαίρετε! / τώρα χαιρετίσματα!