Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φάρμακο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φάρμακο, το, ουσ. [<αρχ. φάρμακον], το φάρμακο. 1. δηλητήριο ή υπνωτική ουσία: «του ’ριξαν φάρμακο στο πιοτό του και τον δολοφόνησαν || τον υπνώτισαν ρίχνοντάς του φάρμακο στο πιοτό του». 2. καθετί που χρησιμεύει για τη ριζική θεραπεία ενοχλητικής ή επιζήμιας κατάστασης: «το καλύτερο φάρμακο, για να κρατήσει ένας δεσμός, είναι η αμοιβαία ανεκτικότητα που πρέπει να έχει το ζευγάρι κατά τη συμβίωσή του || όπως κατάντησες τη δουλειά καλύτερα να την παρατήσεις, γιατί δεν υπάρχει φάρμακο να ορθοποδήσει»·
- βρίσκω το φάρμακο, ανακαλύπτω το μέσο, τον τρόπο να θεραπεύσω ριζικά κάτι πολύ ενοχλητικό ή επιζήμιο: «κανείς δεν μπόρεσε να βρει το φάρμακο να πατάξει τη γραφειοκρατία || κανείς δεν μπόρεσε μέχρι τώρα να βρει το φάρμακο, για να γλιτώσει ο κόσμος απ’ τα φακελάκια»·
- καλό φάρμακο, που φέρνει αποτελέσματα, που είναι αποτελεσματικό: «του ’στειλε ένας φίλος του ένα καλό φάρμακο απ’ το εξωτερικό κι από τότε δεν του πόνεσε το στομάχι του»·
- το λίγο αλκοόλ είναι φάρμακο και το πολύ φαρμάκι, βλ. λ. αλκοόλ·
- φάρμακο θα πάρεις; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που μας ρωτάει συνέχεια τι ώρα είναι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το γιατί. Από το ότι συνήθως το φάρμακο ο ασθενής το παίρνει σε τακτά χρονικά διαστήματα.