Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φάρδος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φάρδος, το, ουσ. [<φαρδύς + κατάλ. -ός], το φάρδος· η μεγάλη τύχη: «τέτοιο φάρδος δεν έχω ξαναδεί σε άνθρωπο!»·
- έχει φάρδος, είναι πολύ τυχερός: «δεν παίζει κανένας χαρτιά μαζί του, γιατί έχει τέτοιο φάρδος, που δε σ’ αφήνει να πάρεις χαρτωσιά».