Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φάλαινα
φάλαινα, η, ουσ. [<αρχ. φάλαινα], η φάλαινα· γυναίκα μεγαλόσωμη, χοντρή και δυσκίνητη: «η μικρή του η κόρη είναι σαν μπιμπελό, αλλά η μεγάλη είναι σκέτη φάλαινα». Λέγεται και για άντρα.
φάλαινα, η, ουσ. [<αρχ. φάλαινα], η φάλαινα· γυναίκα μεγαλόσωμη, χοντρή και δυσκίνητη: «η μικρή του η κόρη είναι σαν μπιμπελό, αλλά η μεγάλη είναι σκέτη φάλαινα». Λέγεται και για άντρα.