Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
υπόνομος
υπόνομος, ο, ουσ. [<αρχ. ὑπόνομος], ο υπόνομος· συνήθως
χαρακτηρίζει το στόμα του ανθρώπου που δε λέει ποτέ καλό λόγο για συνάνθρωπό
του, ιδίως που αισχρολογεί, που βρίζει ασύστολα: «αυτό δεν είναι στόμα, ρε
παιδάκι μου, αυτό είναι υπόνομος»·
-
ανοίγω υπόνομο, (στη γλώσσα της αργκό) προδίδω μυστικό, ιδίως που
ενοχοποιεί κάποιον ή κάποιους: «όλα έδειχναν πως θα τη γλιτώναμε, μέχρι τη
στιγμή που άνοιξε ο τάδε υπόνομο και μας μπαγλάρωσαν».