Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
υποχρεώνω
υποχρεώνω, ρ.
[<υπόχρεος + κατάλ. -ώνω], υποχρεώνω· προκαλώ σε κάποιον συναίσθημα
ευγνωμοσύνης για κάτι καλό ή για κάποια εξυπηρέτηση που του έχω κάνει: «με
υποχρέωσε αυτό το παιδί με την προθυμία με την οποία βοήθησε!»·
-
η ευγένεια υποχρεώνει, βλ. λ. ευγένεια·
-
μας υποχρέωσες! α. ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον, που υποτίθεται
πως ενήργησε προς όφελός μας. (Λαϊκό τραγούδι: μας υποχρέωσες, μας
υποχρέωσες, μα δε μας είπες, τελικά, πόσο μας χρέωσες). β. ειρωνική
παρατήρηση σε κάποιον, ο οποίος παρά τη θέλησή μας, μας αναθέτει μια δουλειά ή
μια υπόθεση. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα.