Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
υποφέρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

υποφέρω, ρ. [<αρχ. ὑποφέρω], υποφέρω. 1. ανέχομαι, αντέχω: «δεν μπορώ να υποφέρω άλλο την γκρίνια σου». 2. αγωνιώ, βασανίζομαι ψυχικά: «υποφέρω κάθε βράδυ μέχρι να γυρίσουν τα παιδιά μου στο σπίτι || να τον δεις πώς υποφέρει απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του!». 3. βασανίζομαι από ερωτικό καημό: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισε, υποφέρει γι’ αυτή τη γυναίκα, αλλά αυτή πέρα βρέχει!»·
- υποφέρω από…, πάσχω από…: «υποφέρω απ’ την καρδιά μου || υποφέρω απ’ το στομάχι μου».