Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
υποκλίνομαι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

υποκλίνομαι, ρ. [<αρχ. ὑποκλίνομαι], υποκλίνομαι· αναγνωρίζω την αξία ή την ανωτερότητα κάποιου: «ο μόνος άνθρωπος στον οποίο υποκλίνομαι είναι ο τάδε».