Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
υπηρετώ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

υπηρετώ, ρ. [<αρχ. ὑπηρετῶ],υπηρετώ. 1. εργάζομαι ως υπάλληλος σε κάποια κρατική υπηρεσία: «υπηρέτησε στο γραφείο τύπου του υπουργείο Μακεδονίας Θράκης || υπηρέτησε στη Ζ΄ εφορία Θεσσαλονίκης». 2. (για στρατιώτες) εκπληρώνω τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις: «ο γιος μου υπηρέτησε στις Ειδικές Δυνάμεις». Ακούγεται και υπηρετάω.