Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
υπέρ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

υπέρ, πρόθ. [<αρχ. ὑπέρ], υπέρ. 1. με γενική δηλώνει υποστήριξη, υπεράσπιση ή ωφέλεια: «εγώ είμαι υπέρ του τάδε || αγωνίστηκε υπέρ της δημοκρατίας || ο αγώνας έληξε υπέρ της ομάδας μας». 2. με ουδ. άρθρο στον πλ. ως ουσ. τα υπέρ, όλα όσα οδηγούν σε θετική απόφαση ή κρίση σχετικά με κάτι, τα θετικά στοιχεία, τα πλεονεκτήματα: «σ’ αυτή τη δουλειά περισσότερα είναι τα υπέρ παρά τα κατά, γι’ αυτό θα πάρω κι εγώ μέρος || τα υπέρ αυτού του ανθρώπου είναι η τιμιότητα και η καλοσύνη του». Συνών. τα συν. Αντίθ. τα κατά / τα μείον / τα πλην·
- είμαι υπέρ, εγκρίνω, υποστηρίζω, ψηφίζω θετικά κάτι: «κι εγώ είμαι υπέρ αυτής της ιδέας, γι’ αυτό και θα την υπερψηφίσω»·
- είμαι υπέρ του, είμαι με το μέρος του, τον υποστηρίζω: «εσύ μπορεί να μην τον υποστηρίζεις, αλλά εγώ είμαι υπέρ του»·
- πήγε υπέρ πίστεως και πατρίδος, βλ. λ. πίστη·
- πήγε υπέρ των φτωχών, βλ. λ. φτωχός·
- τα υπέρ και τα κατά, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης, οι ευνοϊκές και οι δυσμενείς συνθήκες: «για να πάρω κι εγώ μέρος σ’ αυτή τη δουλειά, πρέπει πρώτα να ζυγίσω τα υπέρ και τα κατά»·
- υπέρ το δέον, παραπάνω από το κανονικό, παραπάνω από αυτό που πρέπει: «υπήρξε υπέρ το δέον αυστηρός, όταν ήταν διευθυντής, και τώρα που βγήκε στη σύνταξη δεν τον χαιρετάει κανένας».

φτωχός

φτωχός, -ή κ. -ιά, -ό, επίθ. [<μσν. φτωχός <αρχ. πτωχός], ο φτωχός. 1. που είναι άπορος: «επειδή είναι φτωχός, τον συντηρούν οι φίλοι του». (Λαϊκό τραγούδι: ο φτωχός,μάνα, ο φτωχός, μάνα, καλύτερα να μη γεννιέται). 2. (με συμπάθεια) ο καημένος, ο δυστυχής, ο ταλαίπωρος, ο καψερός, ο δόλιος: «βρε τι τραβάει ο φτωχός απ’ τη γυναίκα του!». (Λαϊκό τραγούδι: τρέμει σαν το ψάρι στην κυρά του μπρος, αχ πώς τη φοβάται ο φτωχός Κουταλιανός). 3. αυτός που η εικόνα του φανερώνει έλλειψη οικονομικών πόρων: «φτωχό ντύσιμο || φτωχό γεύμα || φτωχό δώρο». (Ακολουθούν 26 φρ.)·
- βγήκα από φτωχά αρχίδια ή βγήκαμε από φτωχά αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- είναι φτωχός στο μυαλό ή είναι φτωχός στα μυαλά, υστερεί πνευματικά: «σπάνε πλάκα μαζί του οι άλλοι, γιατί είναι φτωχός στο μυαλό»·
- ήλιος και βροχή, παντρεύονται οι φτωχοί, βλ. λ. ήλιος·
- θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός ή θα γυρίσει ο τροχός, θα γελάσει κι ο φτωχός, βλ. λ. τροχός·
- καλύτερα δούλα στον πλούσιο, παρά κυρά στον φτωχό, βλ. λ. δούλα·
- κάμε του φτωχού καλό, θα το βρεις απ’ το Θεό, όποιος βοηθάει αυτούς που έχουν ανάγκη, ανταμείβεται κάποτε από το Θεό: «αν ενδιαφέρεσαι για την ψυχή σου, κάμε του φτωχού καλό, θα το βρεις απ’ το Θεό»·
- κάνω τον φτωχό, προσποιούμαι τον φτωχό: «κάθε φορά που φτάνει η ώρα να πληρώσουμε το ρεφενέ μας, κάνει τον φτωχό για να πληρώσει λιγότερα»·
- κοιμήθηκε φτωχός και ξύπνησε πλούσιος, βλ. λ. πλούσιος·
- με το φτωχό μου το μυαλό, έκφραση μετριοφροσύνης, για να μη δείξουμε στο συνομιλητή μας τις πραγματικές μας πνευματικές δυνατότητες: «έχω με το φτωχό μου το μυαλό την εντύπωση πως, αν χειριστείς έτσι όπως σου λέω το θέμα, θα είναι πολύ καλύτερα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- ο πλούσιος έχει τα φλουριά και ο φτωχός τα γλέντια, βλ. λ. γλέντι·
- ο πλούσιος με τα φλουριά κι ο φτωχός με τα παιδιά του, βλ. λ. παιδί·
- όποιος δίνει σε φτωχό, δανείζει στο Θεό, βλ. λ. Θεός·
- όπου φτωχός κι η μοίρα του, λέγεται με συμπάθεια για άτομο φτωχό και ταλαιπωρημένο, που του έρχονται  νέες στερήσεις και δυστυχίες: «πριν από καιρό έχασε τη μάνα του και πάνω στο εξάμηνο πέθανε κι η γυναίκα. -Όπου φτωχός κι η μοίρα του»·
- όταν γαμείς, λεν το φτωχό, να κοιτάς και το Θεό, βλ. συνηθέστ. η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό, λ. κότα·
- πήγε υπέρ των φτωχών, (ειρωνικά) το χρηματικό ποσό που δόθηκε για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, όχι μόνο δε χρησιμοποιήθηκε ποτέ για το σκοπό αυτό, αλλά και έχει υπεξαιρεθεί: «έδωσε ένα σημαντικό ποσό στο τάδε σωματείο για κοινωνική προσφορά, αλλά πήγε υπέρ των φτωχών». Από το ότι επικρατεί η αντίληψη ότι τα χρήματα που προσφέρει την Κυριακή το εκκλησίασμα υπέρ των πτωχών, δε χρησιμοποιείται ποτέ γι’ αυτούς, αλλά διατίθενται στην καλύτερη περίπτωση για διάφορες ανάγκες της εκκλησίας ή υπεξαιρούνται από τους ιερείς και επιτρόπους·
- τεμπέλης νέος, φτωχός γέρος, βλ. λ. γέρος·
- την εθέλω και ας είν’ και χήρα και φτωχή και κακομοίρα, βλ. λ. θέλω·
- του φτωχού τα ρούχα, δυο φορές του λένε με γεια, βλ. λ. ρούχο·
- του φτωχού το εύρημα ή καρφί ή πέταλο, λέγεται στην περίπτωση που τυχαίνει σε κάποιον φτωχό ασήμαντο πράγμα ή του προκύπτει ασήμαντη ωφέλεια. Από το ότι ο λαός έχει την αντίληψη πως η τύχη δεν ευνοεί τους φτωχούς, εξού και το τα λεφτά πάνε στα λεφτά·
- του φτωχού το κέρατο στο κούτελο και τ’ άρχοντα στο γόνατο, βλ. λ. κέρατο·
- τρώει του φτωχού τ’ αρνί, είναι πολύ σκληρόκαρδος, μεγάλος άρπαγας: «μωρέ, όταν καταλαβαίνει πως μπορεί να βγάλει λεφτά, τρώει του φτωχού τ’ αρνί και δεν τον νοιάζει για το παραμικρό». (Λαϊκό τραγούδι: και τρώμε του φτωχού τ’ αρνί και είμαστε και χριστιανοί
- φτωχό είναι το μυαλό σου, επιθετική έκφραση σε κάποιον που μας χαρακτηρίζει ως άτομο με φτωχό μυαλό: «τι γνώμη να πάρω από σένα, αφού είσαι φτωχό μυαλό. -Φτωχό είναι το μυαλό σου»·
- φτωχός άγιος δοξολογία δεν έχει, οι άσημοι άνθρωποι, μένουν στην αφάνεια: «εμένα το φουκαρά δε με ξέρει κανένας, γιατί φτωχός άγιος δοξολογία δεν έχει»·
- φτωχός καπετάνιος, πλούσιο ταξίδι δεν κάνει, βλ. λ. καπετάνιος·
- φτωχός Λάζαρος, χαρακτηρισμός πάμφτωχου ατόμου: «μα δεν ήξερες πως είναι φτωχός Λάζαρος και πήγες να του ζητήσεις δανεικά;»·
- φτωχός συγγενής, βλ. λ. συγγενής.