Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
υγρός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

υγρός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. ὑγρός], υγρός. 1. το θηλ. ως ουσ. η υγρή, γυναίκα που βρίσκεται σε σεξουαλική υπερδιέγερση: «έλα τώρα, αγόρι μου, που είμαι υγρή». 2α. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα υγρά, το νερό καθώς και οι διάφοροι χυμοί, αναψυκτικά ή ροφήματα: «το καλοκαίρι, όταν έχει καύσωνα, οι γιατροί συνιστούν να πίνουμε πολλά υγρά». β. έκκριμα στο γεννητικό όργανο της γυναίκας ή το αντρικό σπέρμα και εύχρ. ιδίως στις φρ. μάνα μου τα υγρά σου! ή μάνα μου, έλα να ενώσουμε τα υγρά μας! ή μάνα μου, έλα να μπερδέψουμε τα υγρά μας! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
- υγρό πυρ, βλ. λ. πυρ·
- υγρό φέρετρο, βλ. λ. φέρετρο·
- υγρός τάφος, βλ. λ. τάφος.

τάφος

τάφος, ο, ουσ. [<αρχ. τάφος], ο τάφος. 1. λέγεται στην περίπτωση που θέλει να επιβεβαιώσει κανείς σε κάποιον, που του εμπιστεύεται ένα μυστικό, πως θα είναι εχέμυθος: «θα σου εμπιστευτώ κάτι, αλλά θέλω να το κρατήσεις μυστικό. -Τάφος!». 2α. (στη γλώσσα της αργκό) το χρηματοκιβώτιο του φιλάργυρου, του τσιγκούνη: «όσα λεφτά βάζει μέσα στον τάφο, δεν τα ξαναβλέπει το φως της μέρας». β. (γενικά) το χρηματοκιβώτιο: «πίσω απ’ το γραφείο του έχει έναν τάφο, που είναι τίγκα στο μετρητό». 3α. υπόγειος χώρος, ιδίως μαγαζί με παιχνίδια, όπως μπιλιάρδα, ποδοσφαιράκια, τάβλι ή και χαρτιά, όπου κατεβαίνει κανείς πολλά σκαλιά για να μπει μέσα: «τον είδα στον τάφο να παίζει μπιλιάρδο μ’ έναν φίλο του». β. υπόγειος χώρος που είναι πολύ στενός και σκοτεινός: «ζει στο υπόγειο μιας οικοδομής που είναι σαν τάφος». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρο κελί και σκοτεινό και σαν τον τάφο μας στενό!). (Ακολουθούν 27 φρ.)·
- άκρα του τάφου σιωπή, απόλυτη σιωπή, απόλυτη σιγή: «μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα επικρατούσε άκρα του τάφου σιωπή»·
- ανοίγω μόνος μου τον τάφο μου, βλ. συνηθέστ. ανοίγω μόνος μου το λάκκο μου, λ. λάκκος·
- ανοίγω τον ίδιο μου τον τάφο, βλ. συνηθέστ. ανοίγω τον ίδιο μου το λάκκο, λ. λάκκος·
- ανοίγω τον τάφο μου, βλ. συνηθέστ. ανοίγω το λάκκο μου, λ. λάκκος·
- ανοίγω τον τάφο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. συνηθέστ. ανοίγω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, λ. λάκκος·
- από δικηγόρο νεαρό, κληρονομιά χαμένη, κι από νεαρό γιατρό, τάφοι γεμισμένοι, βλ. λ. νεαρός·
- βρίσκομαι στο χείλος του τάφου, βλ. λ. χείλος·
- έγινε ο τάφος του, α. λέγεται για το μέρος, για την τοποθεσία, όπου παγιδεύτηκε κάποιος και πέθανε: «ξαφνικά, τον έπιασε τρικυμία στ’ ανοιχτά κι η θάλασσα έγινε ο τάφος του || έπεσε απ’ τον γκρεμό και το βάθος της χαράδρας έγινε ο τάφος του». β. υπήρξε κάτι η αιτία της καταστροφής του: «η αποτυχημένη επέκταση που έκανε στη δουλειά του έγινε ο τάφος του»·
- εδώ θα γίνει ο τά-φος σας! (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) απειλητικές ρυθμικές ιαχές φιλάθλων εναντίον της αντίπαλης ομάδας και των φιλάθλων της, όταν οι παίχτες της παίζουν αντιαθλητικά·
- εδώ θα γίνει ο τά-φος σου! απειλητικές ρυθμικές ιαχές φιλάθλων που απευθύνονται σε διαιτητή που δε διαιτητεύει αμερόληπτα το παιχνίδι·
- είμαι στο χείλος του τάφου, βλ. λ. χείλος·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στον τάφο, βλ. λ. πόδι·
- είναι με το ένα πόδι (του) στον τάφο, βλ. λ. πόδι·
- είναι τάφος, είναι απόλυτα εχέμυθος: «ό,τι και να του εμπιστευθείς αυτού του ανθρώπου, δε λέει σε κανέναν τίποτα, γιατί είναι τάφος»·
- κατεβαίνω στον τάφο, πεθαίνω: «όλοι μια μέρα θα κατεβούμε στον τάφο»·
- μέχρι τάφου, μέχρι το τέλος, ως τα άκρα: «θα σε κυνηγώ μέχρι τάφου για να σ’ εκδικηθώ»·
- Πανάγιος Τάφος, ο Τάφος του Χριστού στην Ιερουσαλήμ: «κάθε χρόνο πηγαίνει μια φορά και προσκυνάει τον Πανάγιο Τάφο»·
- σκάβω μόνος μου τον τάφο μου, βλ. συνηθέστ. σκάβω μόνος μου το λάκκο μου, λ. λάκκος·
- σκάβω τον ίδιο μου τον τάφο, βλ. συνηθέστ. σκάβω τον ίδιο μου το λάκκο, λ. λάκκος·
- σκάβω τον τάφο μου, βλ. συνηθέστ. σκάβω το λάκκο μου, λ. λάκκος·
- σκάβω τον τάφο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. συνηθέστ. σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, λ. λάκκος·
- σκατά στον τάφο του, βλ. λ. σκατά·
- τον ακολούθησε μέχρι τον τάφο ή τον ακολούθησε ως τον τάφο, τον ακολούθησε ως το τέλος της ζωής του: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισε, τον αγάπησε τόσο πολύ, που τον ακολούθησε ως τον τάφο»·
- τον έστειλε στον τάφο, α. τον σκότωσε, τον δολοφόνησε: «τράβηξε το πιστόλι του και με δυο πιστολιές τον έστειλε στον τάφο». β. (για ψυχικό βάσανο ή για κακές έξεις) έγινε αιτία να πεθάνει, τον πέθανε: «το μαράζι για το γιο του, που έμπλεξε με τα ναρκωτικά, τον έστειλε στον τάφο || τα ναρκωτικά τον έστειλαν στον τάφο»·
- τον οδήγησε στον τάφο, (για ψυχικό βάσανο ή για κακές έξεις) έγινε αιτία να πεθάνει, τον πέθανε: «το μαράζι για το θάνατο του γιου του τον έστειλε στον τάφο || έπινε πάρα πολύ και το αλκοόλ τον οδήγησε στον τάφο»·
- του ανοίγει τον τάφο, βλ. συνηθέστ. του ανοίγει το λάκκο, λ. λάκκος·
- του σκάβει τον τάφο, βλ. συνηθέστ. του σκάβει το λάκκο, λ. λάκκος·
- υγρός τάφος, η θάλασσα τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τα καράβια που χάθηκαν στο βυθό της: «μετά από πολύωρη πάλη με τα κύματα οι ναυαγοί χάθηκαν στον υγρό τάφο || τα μανιασμένα κύματα τράβηξαν το καράβι στον υγρό τάφο»·
- φτύνω στον τάφο του, βλ. φρ. σκατά στον τάφο του.