Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τυχόν
τυχόν, επίρρ.
[<αρχ. τυχόν, ουδ. μτχ. του ρ. τυγχάνω]·
- αν τυχόν, αν τύχει και…: «αν τυχόν σε ξαναδώ μεθυσμένο, θα σε
σπάσω στο ξύλο»·
-
μην τυχόν, μην τύχει και…: «μην τυχόν ξαναπειράξεις την κόρη μου, γιατί
θα φας όσες τρώει το χταπόδι»·
-
μήπως τυχόν, στην περίπτωση που…: «πάρε μαζί σου και την ομπρέλα σου,
μήπως τυχόν βρέξει».