Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τυφλόμυγα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τυφλόμυγα, η, ουσ. [<τυφλός + μύγα], ομαδικό παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο ένας παίχτης με δεμένα τα μάτια προσπαθεί να πιάσει κάποιον από τους συμπαίχτες του και να τον αναγνωρίσει ψηλαφίζοντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου του: «στα χρόνια μας η τυφλόμυγα ήταν το αγαπημένο μας παιχνίδι».
- δεν παίζουμε την τυφλόμυγα, βλ. φρ. δεν παίζουμε τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- εμείς τι κάνουμε, την τυφλόμυγα παίζουμε; βλ. φρ. εμείς τι κάνουμε τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·
- παίζω την τυφλόμυγα, βλ. φρ. παίζω τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- τι νόμισες, την τυφλόμυγα παίζουμε; βλ. φρ. τι νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα.  

κουμπάρα

κουμπάρα, η, ουσ. [θηλ. του ουσ. κουμπάρος], η κουμπάρα· στον πλ. οι κουμπάρες, παιδικό παιχνίδι που παιζότανε ιδίως από δυο κορίτσια. Υποκορ. κουμπαρίτσα, η και κουμπαρούλα, η (βλ. λ.)·
 - δεν παίζουμε τις κουμπάρες, μιλάμε σοβαρά, σοβαρολογούμε, δεν αστειευόμαστε, δεν είμαστε παιδιά: «δε μας πήρε στα σοβαρά, αλλά δεν ήξερε ότι δεν παίζουμε τις κουμπάρες». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εδώ. Συνών. δεν ισιώνουμε καρούμπαλα / δεν κολλάμε μπρίκια / δεν κουρεύουμε αβγά / δεν ξύνουμε κοιλιές / δεν παίζουμε πεντόβολα / δεν παίζουμε σπιτάκια / δεν παίζουμε (τα) κότσια / δεν παίζουμε την τυφλόμυγα / δεν παίζουμε (τις) αμάδες / δεν παίζουμε τις καβάλες / δεν παίζουμε τις κούκλες / δεν παίζουμε τις πούτσες / δεν παίζουμε τις ψωλές / δεν παίζουμε το α μπε μπαμπλόν / δεν παίζουμε το γγέω Βαγγέω / δεν παίζουμε το ένι μένι ντουντουμένι / δεν παίζουμε το κουπεπέ / δεν παίζουμε το τσινκοκολέτα / δεν πατλαντίζουμε γκαζόζες / δεν πεταλώνουμε τζιτζίκια·
- εμείς τι κάνουμε, τις κουμπάρες παίζουμε; γιατί υποτιμάς την ειδικότητά μας, την τέχνη μας, τη δουλειά μας ή την εμπειρία μας, από τη στιγμή που δεν είμαστε καθόλου άσχετοι με αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: «ποιος σου είπε πως δεν ξέρω να επιδιορθώσω το αυτοκίνητό σου. Εμείς τι κάνουμε τις κουμπάρες παίζουμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το καλά και μετά το ρ. της φρ. κάνουμε, ακολουθεί το εδώ ή το δηλαδή. Συνών. εμείς τι κάνουμε, αβγά κουρεύουμε; / εμείς τι κάνουμε γκαζόζες πατλαντίζουμε; / εμείς τι κάνουμε, καρούμπαλα ισιώνουμε; / εμείς τι κάνουμε, κοιλιές ξύνουμε; / εμείς τι κάνουμε μπρίκια κολλάμε; / εμείς τι κάνουμε, πεντόβολα παίζουμε; / εμείς τι κάνουμε, σπιτάκια παίζουμε; / εμείς τι κάνουμε, (τα) κότσια παίζουμε; / εμείς τι κάνουμε, τζιτζίκια πεταλώνουμε; / εμείς τι κάνουμε, περμανάντ σε σκαντζόχοιρους; / εμείς τι κάνουμε, την τυφλόμυγα παίζουμε; / εμείς τι κάνουμε, (τις) αμάδες παίζουμε; / εμείς τι κάνουμε, τις καβάλες παίζουμε; / εμείς τι κάνουμε, τις κούκλες παίζουμε; / εμείς τι κάνουμε, τις πούτσες παίζουμε; / εμείς τι κάνουμε, τις ψωλές παίζουμε; / εμείς τι κάνουμε, το α μπε μπαμπλόν παίζουμε; / εμείς τι κάνουμε, το γγέω Βαγγέω παίζουμε; / εμείς τι κάνουμε, το ένι μένι ντουντουμένι παίζουμε; / εμείς τι κάνουμε, το κουπεπέ παίζουμε; / εμείς τι κάνουμε, το τσινκοκολέτα παίζουμε(;)·
- παίζω τις κουμπάρες, δεν κάνω απολύτως τίποτα, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός κάθεται και παίζει τις κουμπάρες». Από την εικόνα των μικρών κοριτσιών που παίζουν το ομώνυμο παιχνίδι. Συνών. παίζω πεντόβολα / παίζω σπιτάκια, / παίζω (τα) κότσια / παίζω την τυφλόμυγα / παίζω (τις) αμάδες / παίζω τις κούκλες / παίζω τις πούτσες / παίζω τις ψωλές / παίζω το α μπε μπαμπλόν / παίζω το ένι μένι ντουντουμένι / παίζω το κουπεπέ / παίζω το τσινκοκολέτα·
- τι νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε; λέγεται με ειρωνική διάθεση στην περίπτωση που φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, ενώ κάποιος ή κάποιοι μας θεωρούσαν εντελώς ανίκανους γι’ αυτό: «για να σου πω την αλήθεια, δεν πίστευα πως θα μπορούσες να μονοιάσεις τα δυο αδέρφια. -Τι νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμ. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. τι νόμισες, αβγά κουρεύουμε; / τι νόμισες, γκαζόζες πατλαντίζουμε; / τι νόμισες, καρούμπαλα ισιώνουμε; / τι νόμισες, κοιλιές ξύνουμε; / τι νόμισες, μπρίκια κολλάμε; / τι νόμισες, πεντόβολα παίζουμε; / τι νόμισες, σπιτάκια παίζουμε; / τι νόμισες, (τα) κότσια παίζουμε; / τι νόμισες, τζιτζίκια πεταλώνουμε; / τι νόμισες, την τυφλόμυγα παίζουμε; / τι νόμισες, (τις) αμάδες παίζουμε; / τι νόμισες, τις καβάλες παίζουμε; / τι νόμισες, τις κούκλες παίζουμε; / τι νόμισες, τις πούτσες παίζουμε; / τι νόμισες, τις ψωλές παίζουμε; / τι νόμισες, το α μπε μπαμπλόν παίζουμε; / τι νόμισες, το γγέω Βαγγέω παίζουμε; /  τι νόμισες, το ένι μένι ντουντουμένι παίζουμε; / τι νόμισες, το κουπεπέ παίζουμε; / τι νόμισες, το τσινκοκολέτα παίζουμε(;)·
- τις κουμπάρες παίζατε; έκφραση αμφισβήτησης, που απευθύνεται σε κάποιον που δηλώνει ότι δεν ανέπτυξε ερωτική δραστηριότητα με μια γυναίκα, παρόλο που ήταν μόνοι τους πολλή ώρα, ιδίως σε κλειστό χώρο: «μη μου λες πως δεν κάνατε τίποτα, όταν σας έκανα τσακωτούς! Τι διάολο, τις κουμπάρες παίζατε όλο τ’ απόγευμα μέσ’ στο δωμάτιο;».