Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τσίμπημα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τσίμπημα, το, ουσ. [<τσιμπώ + κατάλ. -μα]. 1. η βιαστική, η πρόχειρη λήψη φαγητού: «μ’ ένα τσίμπημα που έκανα, μπορώ να χορτάσω!». 2. η σύλληψη: «μετά το τσίμπημα του αρχηγού τους διέλυσαν τη συμμορία τους». 3. παροδικός πόνος: «κάποια στιγμή ένιωσα ένα τσίμπημα στην καρδιά». 4. (και για τα δυο φύλα) η ένδειξη ερωτικού ενδιαφέροντος: «μόλις κατάλαβε το τσίμπημά της, πέταξε απ’ τη χαρά του». 5. (για ψάρια) το άρπαγμα του δολώματος από το αγκίστρι: «απ’ τα τσιμπήματα κατάλαβα πως υπάρχουν πολλά ψάρια». Υποκορ. τσιμπηματάκι, το.