Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τσέρκι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τσέρκι, το, ουσ. [<ιταλ. cherchio], το τσέρκι· μεταλλικό στεφάνι που χρησιμοποιούσαν τα παιδιά για παιχνίδι, καθώς το κυλούσαν σπρώχνοντάς το με μια βέργα, το κατρακύλι. (Λαϊκό τραγούδι: κύλαγε το τσέρκι στην οδό Φυλής άστραφτε στον ήλιο κάποια τζαμαρία).