Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τραγουδώ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τραγουδώ κ. τραγουδάω, ρ. [<μσν. τραγουδῶ <αρχ. τραγωδῶ], τραγουδώ. 1.  επαναλαμβάνω συνέχεια κάτι: «αμάν, μωρ’ αδερφάκι μου, μια φορά με βοήθησες και συνέχεια μου το τραγουδάς». 2. στην προστακτ. τραγούδα, έκφραση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει απεγνωσμένα τι να κάνω ή τώρα τι θα κάνω·
- δεν τραγουδάμε το ίδιο τραγούδι, βλ. λ. τραγούδι·
- μην το τραγουδάς, (ειρωνικά) μην επαναλαμβάνεις συνέχεια κάτι: «μια φορά με δάνεισες κι εσύ λεφτά, μην το τραγουδάς σ’ όλο τον κόσμο»·
- μιλάμε ή τραγουδάμε; βλ. λ. μιλώ·
- σαλίγκαρος καιότανε κι εκείνος τραγουδούσε, βλ. λ. σαλίγκαρος·
- τραγούδα, τραγούδα! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που τραγουδάει για να μας δείξει την αδιαφορία του ή τη χαρά του για κάποιο πάθημα ή ατόπημά μας, με την έννοια ότι μπορεί να πάθει και ο ίδιος αυτό που πάθαμε εμείς ή ότι θα έρθει καιρός που θα του συμπεριφερθούμε με τον ίδιο τρόπο, όταν πέσει και αυτός σε κάποιο ατόπημα. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μαλάκα. Συνών. γέλα, γέλα! ·
- τώρα τραγούδα, έτσι καθυστερημένα που ενδιαφέρθηκες για τη συγκεκριμένη δουλειά, χάθηκε η ευκαιρία, πέταξε το πουλί, γιατί δόθηκε σε άλλον: «ήρθα για τη θέση του νυχτοφύλακα που ζητήσατε. -Τώρα τραγούδα, γιατί μετά από τόσες μέρες η θέση δόθηκε σε άλλον». Συνών. τώρα αντίο! / τώρα καλημέρα! / τώρα καλημερούδια! / τώρα καληνύχτα! / τώρα κάτσε! (α) / τώρα σφύρα! / τώρα τράβα τα βυζιά σου! ή τώρα τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! (β) / τώρα χαίρετε! / τώρα χαιρετίσματα! 

μιλώ

μιλώ κ. μιλάω, ρ. [<μσν. μιλῶ <αρχ. ὁμιλῶ (= συναναστρέφομαι)], μιλώ. 1. εκφωνώ λόγο: «ποιος μιλάει στο βήμα αυτή τη στιγμή;». 2. κατέχω μια ξένη γλώσσα: «μιλάς γαλλικά;». 3. (στη γλώσσα της αργκό) καταδίδω, προδίδω, καρφώνω: «κάποιος μίλησε στην αστυνομία τη δουλειά και μας έπιασαν στα πράσα». 4α. απρόσ. μιλάει, (για τηλέφωνα) κάποιος επικοινωνεί με κάποιον τη στιγμή που καλούμε, η γραμμή είναι κατειλημμένη: «του τηλεφωνώ στο γραφείο του για να του πω κάτι, αλλά συνεχώς μιλάει». β. (για πράγματα) είναι πολύ ωραίο, πολύ εντυπωσιακό: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο που μιλάει». γ. (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) δείχνει πάρα πολύ ωραίο, όταν το φοράει κάποιος: «τον είδα να φοράει ένα κουστούμι που μιλάει». 5α. στο α΄ πλ. πρόσ. του ενεστ. μιλάμε, επαναλαμβάνεται συχνά πυκνά σε μια συζήτηση, θέλοντας να δώσει έμφαση κάποιος στα λεγόμενά του: «ήταν μια γυναίκα, μιλάμε, γκομενάρα κι όταν με κοίταξε στα μάτια, μιλάμε, μ’ αποτέλειωσε». β. δίνει έμφαση σε αυτό στο οποίο αναφερόμαστε: «με ρωτάς αν είναι πλούσιος; Μιλάμε για πολύ χρήμα, αδερφάκι μου!». (Ακολουθούν 122 φρ.)·
- άκου ποιος μιλάει! ή άκουσε ποιος μιλάει! βλ. λ. ακούω·
- αν είχε στόμα, θα μιλούσε, βλ. λ. στόμα·
- αν μιλάς στο Θεό, προσεύχεσαι, αν σου μιλάει ο Θεός, έχεις σχιζοφρένεια, βλ. λ. Θεός·
- αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει, βλ. λ. καρδιά·
- δε μας μιλάει, είναι θυμωμένος ή μαλωμένος μαζί μας: «απ’ τη μέρα που διαφωνήσαμε σοβαρά πάνω σ’ ένα θέμα, δε μας μιλάει». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δε μιλάει, α. είναι εχέμυθος: «μπορείς να του εμπιστευτείς οτιδήποτε και να ’σαι σίγουρος πως δε θα μαθευτεί, γιατί δε μιλάει». β. είναι βουβός: «μην περιμένεις να σου απαντήσει, γιατί δε μιλάει ο άνθρωπος»·
- δε μιλάμε, είμαστε ψυχραμένοι και αποφεύγουμε ο ένας τον άλλον: «με τον τάδε δε μιλάμε, γιατί πριν από καιρό αρπαχτήκαμε για τα πολιτικά»·
- δε μιλάω με τσιράκια ή δε μιλάω σε τσιράκια, βλ. λ. τσιράκι·
- εγώ μιλάω ή γαϊδούρι κλάνει; βλ. λ. γαϊδούρι·
- εγώ μιλώ κι εγώ τ’ ακούω, βλ. λ. εγώ·
- εγώ μιλώ κι εσύ κλάνεις, βλ. λ. εγώ·
- εγώ μιλώ κι εσύ μας γράφεις ή εγώ μιλώ κι εσύ με γράφεις, βλ. λ. εγώ·
- ελληνικά σου μιλάω, δε σου μιλάω κινέζικα, βλ. λ. ελληνικά·
- έχει μούτρα και μιλάει! βλ. λ. μούτρο·
- έχεις παράδες, ξέρεις και μιλάς, βλ. λ. παράς·
- καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς, προτρεπτική ή ειρωνική έκφραση σε κάποιον που υπόσχεται χωρίς φειδώ και δεν μπορεί εκ των υστέρων να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις του: «όταν αρχίζεις να σκορπάς υποσχέσεις δεξιά αριστερά δεν έχεις τελειωμό, γι’ αυτό καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς για να μη γίνεσαι κάθε τόσο ρεζίλι». Από το ότι, όταν κάποιος τρώει δεν μπορεί ταυτόχρονα και να μιλάει·
- κοίτα ποιος μιλάει! ή κοίταξε ποιος μιλάει! βλ. λ. κοιτάζω·
- μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε, υπάρχει μεταξύ μας τέλεια ασυνεννοησία: «εμείς οι δυο δε θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε ποτέ, γιατί μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε»·
- με τον κώλο μιλάμε! βλ. λ. κώλος·
- μη μιλάς! λέγεται για να δώσουμε έμφαση σε μια άσχημη κατάσταση: «με την εγκληματικότητα που υπάρχει σήμερα στις μεγάλες πόλεις, βγαίνεις το πρωί απ’ το σπίτι σου για να πας στη δουλειά σου, και δεν ξέρεις αν θα ξαναγυρίσεις. -Μη μιλάς! || επί δικτατορίας οργίασαν οι χαφιέδες και πολύς κόσμος έφαγε τζάμπα ξύλο. -Μη μιλάς!»· βλ. και φρ. μη μιλάς καθόλου(!)·
- μη μιλάς καθόλου! όχι μόνο δεν πρέπει να παραπονείσαι αλλά πρέπει να είσαι και ευχαριστημένος: «αφού αναγνώρισε το λάθος του και σε αποζημίωσε, μη μιλάς καθόλου!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το φίλε μου ή το φιλαράκι μου ή το δικέ μου· βλ. και φρ. μη μιλάς(!)·
- μη μιλάς πάνω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- μιλά η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- μίλα μας και μη μας αγαπάς, λέγεται σε άτομο που είναι θυμωμένο μαζί μας και προσποιείται πως δε μας βλέπει για να μη μας μιλήσει. (Λαϊκό τραγούδι: τα παλιά μεράκια μας ξεχνάς, μίλα μας και μη μας αγαπάς
- μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές, βλ. λ. γάιδαρος·
- μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές, βλ. λ. κώλος·
- μιλάει από καθέδρας, βλ. λ. καθέδρα·
- μιλάει από μόνο του, βλ. συνηθέστ. φωνάζει από μόνο του, λ. φωνάζω·
- μιλάει άσχημα, βλ. λ. άσχημος·
- μιλάει η πείρα, βλ. λ. πείρα·
- μιλάει με αέρα ή μιλάει μ’ έναν αέρα! βλ. λ. αέρας·
- μιλάει με άλλο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μιλάει με πολύ ψηλά, βλ. λ. ψηλός·
- μιλάει με τ’ άστρα, βλ. λ. άστρο·
- μιλάει με τα χέρια του στις τσέπες, βλ. λ. τσέπη·
- μιλάει με τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- μιλάει με την μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- μιλάει με τον εαυτό του, βλ. λ. εαυτός·
- μιλάει όμορφα, βλ. λ. όμορφος·
- μιλάει πάνω σου! (για ενδύματα) δείχνει πάρα πολύ ωραίο καθώς το φοράς και σε κολακεύει πάρα πολύ: «μιλάει πάνω σου αυτό το κοστούμι!»·
- μιλάει πάνω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- μιλάει πολλά, βλ. λ. πολύς·
- μιλάει στην καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- μιλάει στην ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- μιλάει στον ύπνο του, βλ. λ. ύπνος·
- μιλάει το κρασί, βλ. λ. κρασί·
- μιλάει το πιοτό, βλ. λ. πιοτό·
- μιλάει το ποτό, βλ. λ. ποτό·
- μιλάει το τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- μιλάει το τραπέζι, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), βλ. λ. τραπέζι·
- μιλάει το χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- μιλάει φρόνιμα, βλ. λ. φρόνιμος·
- μιλάμε άλλη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- μιλάμε για την κατσαρόλα και δεν ξέρουμε ακόμα τι φαγητό θέλουμε να κάνουμε, βλ. λ. κατσαρόλα·
- μιλάμε ή βήχουμε; βλ. φρ. μιλάμε ή κλάνουμε(;)·
- μιλάμε ή κλάνουμε; α. έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε στο συνομιλητή μας ότι μιλάμε πολύ σοβαρά: «δηλαδή θα με βοηθήσεις; -Μιλάμε ή κλάνουμε;». β. (ως απορία ή και ενοχλημένα) μιλάμε επιτέλους σοβαρά(;): «πες μου σε παρακαλώ, για να ξέρω κι εγώ, μιλάμε ή κλάνουμε;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα καλά ή το μα τώρα ή το τώρα·
- μιλάμε ή τραγουδάμε; βλ. φρ. μιλάμε ή κλάνουμε(;)·
- μιλάμε με τα μικρά μας ονόματα, βλ. λ. όνομα·
- μιλάμε την ίδια γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- μιλάνε με τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- μιλάνε όλοι, μιλάνε κι οι κώλοι! βλ. λ. κώλος·
- μιλάνε τα λεωφορεία, μιλάνε και τα πατίνια! βλ. λ. λεωφορείο·
- μιλάνε τα μάτια του, βλ. λ. μάτι·
- μιλάς σοβαρά; ή μιλάς στα σοβαρά; βλ. λ. σοβαρός·
- μίλησαν τα όπλα, βλ. λ. όπλο·
- μίλησε με την τύχη του, βλ. λ. τύχη·
- μιλάω μ’ ανοιχτά χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- μιλώ αβέρτα, βλ. λ. αβέρτα·
- μιλώ ακαταλαβίστικα, βλ. λ. ακαταλαβίστικα·
- μιλώ αλαμπουρνέζικα, βλ. λ. αλαμπουρνέζικα·
- μιλώ ανοιχτά και ξάστερα, βλ. λ. ανοιχτός·
- μιλώ απλά ελληνικά, βλ. λ. ελληνικά·
- μιλώ από μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- μιλώ από πείρα, βλ. λ. πείρα·
- μιλώ αρμένικα, βλ. λ. αρμένικος·
- μιλώ για την πάρτη μου, βλ. λ. πάρτη·
- μιλώ ελληνικά, βλ. λ. ελληνικά·
- μιλώ έξω απ’ τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- μιλώ έξω απ’ το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- μιλώ καθαρά και ξάστερα, βλ. λ. καθαρός·
- μιλώ καλά; βλ. λ. καλός·
- μιλώ κινέζικα, βλ. λ. κινέζικα·
- μιλώ με απλή γλώσσα ή μιλώ σε απλή γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- μιλώ με μάσκα, βλ. λ. μάσκα·
- μιλώ με τη γλώσσα της λογικής, βλ. λ. γλώσσα·
- μιλώ με την καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- μιλώ με το γάντι, βλ. λ. γάντι·
- μιλώ με το σεις και με το σας, μιλώ με πολύ μεγάλη ευγένεια: «από μικρός έχω μάθει να μιλώ με το σεις και με το σας»·
- μιλώ μεσ’ απ’ τα δόντια μου, βλ. λ. δόντι·
- μιλώ μέσα μου ή μιλώ από μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- μιλώ μονάχος, βλ. λ. μονάχος·
- μιλώ μόνος, βλ. λ. μόνος·
- μιλώ μπροστά σ’ άδεια καθίσματα, βλ. λ. κάθισμα·
- μιλώ ντόμπρα, βλ. λ. ντόμπρος·
- μιλώ ντόμπρα και σταράτα, βλ. λ. ντόμπρος·
- μιλώ ορθά κοφτά, βλ. λ. ορθά·
- μιλώ ρωμαίικα, βλ. λ. ρωμαίικος·
- μιλώ σε ντουβάρι, βλ. λ. ντουβάρι·
- μιλώ σπαθί, βλ. λ. σπαθί·
- μιλώ σοβαρά ή μιλώ στα σοβαρά, βλ. λ. σοβαρός·
- μιλώ σταράτα, βλ. λ. σταράτος·
- μιλώ στο βρόντο, βλ. λ. βρόντος·
- μιλώ στο τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- μιλώ στον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- μιλώ στον τοίχο, βλ. λ. τοίχος·
- μιλώ τη γλώσσα της αλήθειας, βλ. λ. γλώσσα·
- μιλώ τίμια κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- ξέρει και μιλάει, βλ. λ. ξέρω·
- όποιος μιλήσει και λαλήσει, γαϊδάρου κώλο θα φιλήσει, βλ. λ. γάιδαρος·
- όταν μιλάς (για κάποιον ή για κάτι), να πλένεις πρώτα το στόμα σου, βλ. λ. στόμα·
- όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- ούτε μιλάει ούτε λαλάει, βλ. λ. ούτε·
- σαν να μιλάω στον τοίχο, βλ. λ. τοίχος·
- πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα σου στο μυαλό, βλ. λ. γλώσσα·
- στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί ή στου κρεμασμένου το σπίτι δε μιλάνε για σκοινί, βλ. λ. σπίτι·
- στόμα να ’χε, θα μιλούσε, βλ. λ. στόμα·
- τα μιλήσαμε, έχουμε κουβεντιάσει από πριν, έχουμε συνεννοηθεί εκ των προτέρων: «μπορείς να πας και να του ζητήσεις ό,τι θέλεις, γιατί τα μιλήσαμε χτες που συναντηθήκαμε». (Λαϊκό τραγούδι: Δευτέρα τα μιλήσαμε, Τρίτη τα κρυφοψήσαμε, Τετάρτη φιληθήκαμε, Πέμπτη στεφανωθήκαμε
- τα μιλώ, α. γνωρίζω, κατέχω μια ξένη γλώσσα: «τα μιλάς τα σερβικά; || τα μιλάς τα βουργάρικα». β. (για μπαρμπούτι ή για χαρτοπαίγνιο) μου έρχεται κάθε φορά η ζαριά ή το φύλλο που μου ταιριάζει απόλυτα: «τα μιλάς, ρε παιδάκι μου, και σου ’ρχονται πάντα τα φύλλα που χρειάζεσαι!»·
- το πράγμα μιλάει από μόνο του ή το πράγμα μιλάει μόνο του, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- του μιλώ, του εξηγώ, του αναλύω πώς έχει μια κατάσταση, μια υπόθεση, του δίνω εξηγήσεις: «αν δεν του μιλήσεις, πώς θέλεις να ξέρει ο άνθρωπος ότι θέλεις τη βοήθειά του;». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι παιδάκι τσίφτικο κι εγώ θα καθαρίσω, μη μου χαλάς τα κέφια σου, θα ’ρθω μέσα στ’ αδέρφια σου εγώ να τους μιλήσω
- του μιλώ σαν ίσος προς ίσο, βλ. λ. ίσος·
- τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- φταίω εγώ που μιλώ με τον πισινό μου, βλ. λ. πισινός.

σαλίγκαρος

σαλίγκαρος, ο, ουσ. [<σαλιγκάρι + μεγεθ. κατάλ. -ος], το μεγάλο σαλιγκάρι· ελικοειδής διάδρομος χαραγμένος στο χώμα, όπου πρέπει να ελιχθούν, ιδίως με την όπισθεν, οι υποψήφιοι οδηγοί αυτοκινήτων, προκειμένου να δείξουν την ικανότητά τους, για να πάρουν το δίπλωμα οδήγησης: «οι πιο πολλοί υποψήφιοι οδηγοί κόβονται στο σαλίγκαρο». Από το ελικοειδές αποτύπωμα που αφήνει κατά την πορεία του στο χώμα το σαλιγκάρι·
- σαλίγκαρος καιότανε κι εκείνος τραγουδούσε, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος δεν έχει συναίσθηση της δύσκολης κατάστασης στην οποία βρίσκεται: «μα καλά, δεν κάνει τίποτα για να βγει απ’ τη δύσκολη θέση που βρίσκεται; -Τι να κάνει, ρε φίλε, σαλίγκαρος καιότανε κι εκείνος τραγουδούσε».  

τραγούδι

τραγούδι, το, ουσ. [<μσν. τραγούδιν <τραγουδῶ (υποχωρητ.)], το τραγούδι. Υποκορ. τραγουδάκι, το. (Τραγούδι: ακόμα ένα ποτηράκι, ακόμα ένα τραγουδάκι). (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- αλλάζω τραγούδι ή αλλάζω το τραγούδι, βλ. φρ. αλλάζω τροπάρι, λ. τροπάρι·
- άναψε το τραγούδι, πήρε μεγάλες διαστάσεις, έφτασε σε μεγάλη ένταση: «μόλις άρχισαν να παίζουν τα όργανα, άναψε το τραγούδι». (Λαϊκό τραγούδι: κάπου στα Πετράλωνα ο χορός αρχίζει, το τραγούδι άναψε στις καρδιές φωτιά, κι ο γλυκός ο μπαγλαμάς κάτι μουρμουρίζει, η παλιά αγάπη μου γύρισε ξανά 
- άρχισαν τα τραγούδια, βλ. συνηθέστ. άρχισαν τα όργανα, λ. όργανο·
- δεν τραγουδάμε το ίδιο τραγούδι, δε συμφωνούμε, έχουμε διαφορετικές αντιλήψεις ή συνήθειες έτσι ώστε να είναι δύσκολη η συμβίωσή μας ή η συνεργασία μας: «απ’ τη στιγμή που καταλάβαμε πως δεν τραγουδάμε το ίδιο τραγούδι, αποφασίσαμε να χωρίσουμε || διαλύσαμε τη συνεργασία μας, γιατί είδαμε ότι δεν τραγουδάμε το ίδιο τραγούδι». Συνών. δεν ταιριάζουν τα χνότα μας· 
- είναι στα τραγούδια του, είναι πολύ χαρούμενος, πολύ ευτυχισμένος: «απ’ τη μέρα που πέρασε πρώτος ο γιος του στην Ιατρική, είναι στα τραγούδια του». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν είναι χαρούμενο, συνήθως τραγουδάει·
- έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λένε, βλ. λ. χορός·
- θα πεις κι ένα τραγούδι, είτε το θέλεις είτε όχι, με το ζόρι, ετσιθελικά, υποχρεωτικά. (Λαϊκό τραγούδι: θα τα βρεις μαζί μου σκούρα, κι ας με παίρνεις γι’ αγγελούδι, θα σου βάλω την κουλούρα και θα πεις κι ένα τραγούδι
- θα το πει το τραγούδι, θα τον τιμωρήσω, ιδίως με ξυλοδαρμό: «τώρα έχει δύναμη και κάνει ό,τι θέλει, όμως πού θα μου πάει, θα το πει το τραγούδι»·
- λέω το τραγούδι, το τραγουδώ: «ποιος τραγουδιστής λέει αυτό το τραγούδι;»·
- πιάνω το τραγούδι, αρχίζω να τραγουδώ, τραγουδώ: «κάποια στιγμή, όπως ήρθαμε στο κέφι, πιάσαμε το τραγούδι»·
- το ρίχνω στο τραγούδι, βλ. συνηθέστ. πιάνω το τραγούδι·
- το στρώνω στο τραγούδι, βλ. συνηθέστ. πιάνω το τραγούδι·
- το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- τραγούδια της καρδιάς, τα ερωτικά τραγούδια: «καθόταν μόνη στο δωμάτιό της κι άκουγε απ’ το τρανζιστοράκι της τραγούδια της καρδιάς». (Λαϊκό τραγούδι: μες στην Αθήνα, βρε παιδιά, παίζουν τα μπουζουκάκια, λένε τραγούδια της καρδιάς, που σβήνουν τα φαρμάκια
- τραγούδια της τάβλας, δημοτικά τραγούδια, που τραγουδιούνται ομαδικά γύρω από την τάβλα κατά την ώρα του φαγητού: «απ’ τα δημοτικά τραγούδια, αυτά που μ’ αρέσουν περισσότερο είναι τα τραγούδια της τάβλας»·
- χτυπάω τραγούδια, συνθέτω ή φωνογραφώ τραγούδια: «όπου και να σταθεί, παίρνει το μολύβι του και χτυπάει τραγούδια || έχει μεγάλο τρακ, γιατί σε λίγο χτυπάει το πρώτο του τραγούδι». (Λαϊκό τραγούδι: αφού εμένα αρνήθηκε και σ’ άλλον τώρα πάει ο πόνος βρίσκει γιατρικό τραγούδια να χτυπάει).