Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τρέφω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τρέφω, ρ., βλ. λ. θρέφω.

θρέφω

θρέφω κ. τρέφω, ρ. [<αρχ. τρέφω], θρέφω. 1. διατρέφω, συντηρώ: «θρέφει ολόκληρη οικογένεια». (Λαϊκό τραγούδι: δώσε μου μια δεκάρα, ρε! Ζητούσε για να μη δουλέψει μι’ Αθήνα ένα Σακουλέ φίνα μπορούσε να τον θρέψει). 2. παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι φαΐ και καθισιό ήρθα κι έθρεψα». (Λαϊκό τραγούδι: ώρες με θρέφει ο λουλάς κι ώρες αδυνατάω· ώρες με ρίχνει σε νταλκά κι ανθρώπου δε μιλάω).3. (για πληγές, τραύματα) επουλώνομαι, κλείνω: «με την κατάλληλη θεραπεία, μέσα σε δυο βδομάδες έθρεψε η πληγή». 4. (για καρπούς) ωριμάζω: «έθρεψε το σιτάρι». (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- βρίσκω το μήνα που θρέφει τους έντεκα, βλ. λ. μήνας·
- θρέφει κώλο ή θρέφει κώλους, βλ. λ. κώλος·
- θρέφει μάγουλα, βλ. λ. μάγουλο·
- θρέφει μούσι ή θρέφει μούσια, βλ. λ. μούσι·
- θρέφει μουστάκι ή θρέφει μουστάκια, βλ. λ. μουστάκι·
- θρέφει νιάτα, νιάτα·
- θρέφει όνειρα, βλ. λ. όνειρο·
- θρέφω αισθήματα (για κάποιον), βλ. λ. αίσθημα·
- θρέφω εκτίμηση (για κάποιον), βλ. λ. εκτίμηση·
- θρέφω το σπίτι μου, βλ. λ. σπίτι·
- θρέψε λύκο το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι, βλ. λ. λύκος·
- μην τρέφεις στον κόρφο σου φίδι, βλ. λ. φίδι·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, βλ. λ. Θεός·
- ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους ή ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους, βλ. λ. ύπνος·
- ο ύπνος θρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι και το κρασί τον γέροντα τον κάνει παλικάρι, βλ. λ. ύπνος.