Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τρέξιμο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τρέξιμο, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. τρέχω + κατάλ. -ιμο], το τρέξιμο. 1. συνήθως στον πλ. τα τρεξίματα, συντονισμένες ενέργειες για υποθέσεις που απαιτούν κόπους: «αποφάσισαν να πουλήσουν το σπίτι τους κι έχουν τρεξίματα μ’ αγοραστές και μ’ εφορίες». 2. βιαστικές ενέργειες για επείγουσα υπόθεση λόγω έλλειψης χρόνου: «αποφάσισαν να παντρευτούν τον άλλον μήνα κι έχουν τρεξίματα». 3. βιαστικές και συντονισμένες ενέργειες για αποφυγή δύσκολης ή ανεπιθύμητης κατάστασης: «τον έπιασαν να πουλά χωρίς τιμολόγιο κι έχει τρεξίματα μήπως και καλύψει την παρανομία του». Συνών. τρεχάματα·
- τον έχει στο τρέξιμο, τον βασανίζει, τον ταλαιπωρεί: «του υποσχέθηκε πως θα του δώσει τα λεφτά που του χρειάζονται, αλλά τόσον καιρό τον έχει στο τρέξιμο».