τράγος
τράγος, ο, ουσ.
[<αρχ. τράγος], ο τράγος. 1. άνθρωπος ανάποδος, δύστροπος,
πεισματάρης: «είναι τόσο τράγος ο διευθυντής μας, που ούτε μια φορά πήρε το
μέρος των εργαζομένων». 2. ο τραγόπαπας (βλ. λ.)·
-
αποδιοπομπαίος τράγος, το άτομο που σκόπιμα θεωρείται ένοχο για κάτι και
διώκεται, και θεωρείται απόβλητος και ανεπιθύμητος από μια κοινότητα, ενώ στην
πραγματικότητα άλλοι είναι οι ένοχοι: «ο υπουργός Οικονομικών υπήρξε ο
αποδιοπομπαίος τράγος για την αποτυχημένη κυβερνητική οικονομική πολιτική και
απομακρύνθηκε από το υπουργείο του». Αναφορά στο ιουδαϊκό έθιμο κατά το οποίο ο
αρχιερέας θυσίαζε έναν τράγο για να συγχωρεθεί, να εξιλασθεί ο λαός και έδιωχνε
έναν άλλον στην έρημο, αφού πρώτα «τοποθετούσε στο κεφάλι του τα αμαρτήματα της
φυλής». Συνών. εξιλαστήριο θύμα.