Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τομάρι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τομάρι, το, ουσ. [<μσν. τομάρι(ο)ν, υποκορ. του αρχ. τόμος (= μεμβράνη)], το τομάρι. 1. (ειρωνικά ή υποτιμητικά) το ανθρώπινο σώμα με ιδιαίτερη έμφαση στις υλικές απαιτήσεις του, στην ηδονική του φύση, σε αντιδιαστολή με τις πνευματικές ή ψυχικές ιδιότητές του: «είναι άνθρωπος που έχει συνέχεια στο μυαλό του το τομάρι του και δε νοιάζεται για τίποτ’ άλλο». Συνών. σαρκίο. 2. (υβριστικά) άνθρωπος χοντρόπετσος, κακότροπος, κακοήθης, παλιάνθρωπος: «αν σε δω να ξανακάνεις παρέα μ’ αυτό το τομάρι, να ’σαι σίγουρος πως θα το πω στον πατέρα σου». 3α. υβριστική προσφώνηση σε άτομο: «έλα δω, ρε τομάρι, γιατί με κατηγορείς στους φίλους μου;». β. χαϊδευτική ή ειρωνική προσφώνηση σε οικείο άτομο: «πού είσαι, ρε τομάρι, που, όταν σε χρειάζομαι, δεν μπορώ να σε βρω!». 4. (στη γλώσσα της αργκό) πορτοφόλι δερμάτινο: «στη μέσα τσέπη του σακακιού του κουβαλούσε πάντα το παραφουσκωμένο τομάρι του». Από το ότι το πορτοφόλι είναι συνήθως κατασκευασμένο από δέρμα. (Ακολουθούν 17 φρ.)· 
- από ένα κριάρι δυο τομάρια, βλ. λ. κριάρι·
- γλίτωσε το τομάρι του, διέφυγε τον κίνδυνο, γλίτωσε τη ζωή του: «όπως έπεφτε στον γκρεμό, κατάφερε ν’ αρπαχτεί από μια ρίζα κι έτσι την τελευταία στιγμή γλίτωσε το τομάρι του»·
- είναι μόνο για το τομάρι του, βλ. φρ. νοιάζεται μόνο για το τομάρι του·
- ή τιμάρι ή τομάρι, βλ. λ. τιμάρι·
- θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου, α. θα υπερασπιστώ σθεναρά τη ζωή μου, κι αν τύχει και χαθώ, θα χαθώ προκαλώντας στον αντίπαλο μεγάλη ζημιά: «ας έρθουν όσοι θέλουν να με πιάσουν, αρκεί να ξέρουν πως θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου». (Τραγούδι: μια φορά στη Σενεγάλη με στριμώξανε δυο Γάλλοι κι αστράψαν τα μαχαίρια τους για χάρη μου. Είπα μέσα μου, η γυναίκα, δεν πά’ να ’ναι κι άλλοι δέκα, ακριβά θα το πουλήσω το τομάρι μου). β. κατηγορηματική δήλωση άντρα πως, αν ποτέ αποφασίσει να παντρευτεί, θα πάρει γυναίκα με πολύ μεγάλη προίκα: «δεν έχω αποφασίσει να παντρευτώ, αλλά, αν τ’ αποφασίσω, να ’σαι σίγουρος πως θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου»·
- με του γέρου το τομάρι παίρνει η νέα παλικάρι, δηλώνει πως τα χρήματα του πατέρα δίνουν τη δυνατότητα στην κόρη του να καλοπαντρευτεί: «δεν ενδιαφέρει αν είναι όμορφη ή άσχημη, γιατί αυτό που ξέρω εγώ είναι πως με του γέρου το τομάρι παίρνει η νέα παλικάρι»· 
- μεγάλο τομάρι, είναι πολύ κακοήθης, πολύ παλιάνθρωπος, μεγάλο παλιοτόμαρο: «τόσο μεγάλο τομάρι δε γνώρισα άλλοτε στη ζωή μου κι απ’ ότι ξέρω δεν τον κάνει κανείς παρέα»·
- νοιάζεται μόνο για το τομάρι του, ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του, ενδιαφέρεται μόνο για το πώς θα καλοπερνάει στη ζωή του: «μην έχεις την εντύπωση πως θα σε βοηθήσει, γιατί αυτός ο άνθρωπος νοιάζεται μόνο για το τομάρι του»·
- παίζω το τομάρι μου, εκθέτω τη ζωή μου σε μεγάλο κίνδυνο, διακινδυνεύω, ρισκάρω τη ζωή μου: «είμαι πυροτεχνουργός της Αστυνομίας και κάθε τόσο παίζω το τομάρι μου»·
- πούλησε ακριβά το τομάρι του, α. υπερασπίστηκε σθεναρά τη ζωή του και, τη στιγμή που χανόταν, προκάλεσε στον αντίπαλο μεγάλη ζημιά: «πούλησε ακριβά το τομάρι του στην προσπάθειά του να καθυστερήσει τον εχθρό, μέχρι να διαφύγει ο ομάδα του». β. παντρεύτηκε με γυναίκα που είχε πολύ μεγάλη προίκα: «ήταν κατά του γάμου, γι’ αυτό πούλησε ακριβά το τομάρι του, όταν αποφάσισε να παντρευτεί»·
- σαν τη γίδα το τομάρι, βλ. λ. γίδα·
- τ’ αγαπάει το τομάρι του, α. ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτούλη του, είναι πολύ καλοπερασάκιας: «δε στερείται το παραμικρό, προκειμένου να βοηθήσει κάποιον, γιατί τ’ αγαπάει το τομάρι του». β. δεν επιχειρεί επικίνδυνα πράγματα, δε θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του: «όταν οδηγεί, δεν τρέχει παραπάνω απ’ τα ογδόντα, γιατί τ’ αγαπάει το τομάρι του»·
- το θέλω το τομάρι μου, α. δεν επιχειρώ επικίνδυνα πράγματα, δε θέτω σε κίνδυνο τη ζωή μου: «εσύ αν θέλεις, μπορείς να τρέχεις στα ράλι, εγώ όμως το θέλω το τομάρι μου». β. πολλές φορές, δίνεται ως αρνητική απάντηση σε άτομο που μας προτείνει να επιχειρήσουμε πράγματα που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή μας: «πάμε να κάνουμε ορειβασία στον Όλυμπο; -Το θέλω το τομάρι μου»·
- τον τρώει το τομάρι του! (ειρωνικά) συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο σαν να επιδιώκει να πάθει κάποιο κακό, σαν να θέλει να φάει ξύλο: «για να λέει και να κάνει τέτοια πράγματα, μου φαίνεται πως τον τρώει το τομάρι του!»·
- του άργασα το τομάρι, τον έδειρα πολύ άγρια: «από καιρό τον είχα άχτι και με την πρώτη ευκαιρία τον έπιασα στα χέρια μου και του άργασα το τομάρι». Συνών. του άργασα το κορμί / του άργασα το πετσί·
- του τίναξα το τομάρι, τον έδειρα, τον ξυλοκόπησα: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, του τίναξα το τομάρι κι ησύχασε»·
- φυλάει το τομάρι του, προσέχει, δεν εκθέτει σε κίνδυνο τη ζωή του: «απ’ τη μέρα που γλίτωσε παρά τρίχα από κείνο το δυστύχημα, φυλάει το τομάρι του».

γίδα

γίδα, η, ουσ. [μεγεθ. του ουσ. γίδι], η γίδα· γυναίκα δύστροπη και πεισματάρα: «μέχρι να την παντρευτεί, ήταν τύπος και υπογραμμός, μόλις όμως την παντρεύτηκε, έδειξε τι γίδα που ήταν!»·
- κι από στέρφα γίδα βγάζει γάλα, είναι τόσο ικανός, που βρίσκει τον τρόπο να κερδίζει και από τα πιο ασήμαντα πράγματα: «ο μεγάλος του ο γιος είναι μπιτ μπουνταλάς, αλλά ο μικρός του κι από στέρφα γίδα βγάζει γάλα»·
- κουραπέτσα, γίδα, βλ. λ. κουραπέτσα·
- σαν τη γίδα το τομάρι, λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που κάποιος φοράει συνεχώς το ίδιο ρούχο: «αμάν, μωρ’ αδερφάκι μου, άλλαξε και καμιά φορά αυτό το πουκάμισο που το κοτσάρισες απάνω σου σαν τη γίδα το τομάρι!»·   
- ψήσου γίδα μ’ ψήσου, (για τάβλι) λέγεται ειρωνικά από τον αντίπαλο παίχτη, που συγκεντρώνει σιγά σιγά και με επιτυχία τα πούλια του στην περιοχή από την οποία θα αρχίσει να τα μαζεύει. Από το ότι η γίδα ψήνεται σιγά σιγά για να καλοψηθεί

κριάρι

κριάρι, το, ουσ. [<μσν. κριάριν <κριάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κριός], το κριάρι. 1. μεγάλος ηλίθιος, μεγάλος βλάκας: «αφού ανέθεσες τη δουλειά σου σ’ αυτό το κριάρι, θα στην προκόψει!». 2. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) αυτός που είναι πολύ κακός παίχτης: «πήραμε ένα νέο παίχτη για να παίζει στο κέντρο κι αποδείχτηκε κριάρι»·
- από ένα κριάρι δυο τομάρια, λέγεται, όταν με μια ενέργεια αποκομίζουμε διπλό κέρδος, διπλό όφελος ή πετυχαίνουμε ταυτόχρονα δυο σκοπούς: «πήγα να συναντήσω τον τάδε για να κλείσω τη δουλειά και βρήκα στο σπίτι και το συνεταίρο του, κι έτσι, από ένα κριάρι δυο τομάρια». Συνών. μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.

τιμάρι

τιμάρι, το, ουσ. [<μσν. τιμάριον <περσ. timar (= μεγάλη έκταση αγροτικής περιοχής που παραχωρούσε ο εκάστοτε σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε στρατιωτικό, με αντάλλαγμα να του προσφέρει τις στρατιωτικές του υπηρεσίες)], το τιμάριο·
- ή τιμάρι ή τομάρι, α. ενέργεια ή θέση των άκρων: «θα μελετάς καλά την κάθε ενέργειά σου και δε θα ενεργείς ή τιμάρι ή τομάρι». β. δηλώνει αδιαφορία για το αποτέλεσμα κάποιας ενέργειας, ό,τι βγει ας βγει, ό,τι γίνει ας γίνει: «εγώ θα ρίξω αυτό το εμπόρευμα στην αγορά και ή τιμάρι ή τομάρι». γ. βιαστική, παρακινδυνευμένη απόφαση, που μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη επιτυχία ή σε οικτρή αποτυχία: «αν και δεν είμαι καλά προετοιμασμένος, κάτι μου λέει να πάω να δώσω αύριο εξετάσεις και ή τιμάρι ή τομάρι». Συνών. ή του ύψους ή του βάθους.