Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τοιούτος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τοιούτος, ο, ουσ. [αρσ. της δεικτ. αντων. τοιούτος], ο θηλυπρεπής, ο πούστης: «μπορεί να είναι τοιούτος, αλλά δεν του φαίνεται καθόλου!».